«Το ταξίδι» του Ερνέστου Ψυχάρη

*

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

Όταν το 1888 στο αθηναϊκό τέλμα έπεφτε, εξαπολυμένο από το Παρίσι, βαρύ λιθάρι το Ταξίδι του Γιάννη Ψυχάρη, έργο με όσες αρετές και ελαττώματα χρειάζονταν για να αρχίσει ο μεγάλος αγώνας μιας γενιάς που με όπλο τη δημοτική γλώσσα θα πολεμούσε για τη λύτρωση από τις πνευματικές και πολιτικές τροχοπέδες ενός έθνους, ο συγγραφέας του δεν μπορούσε ασφαλώς να φανταστεί πως δεκαπέντε χρόνια αργότερα ο πρωτότοκος γιος του θα άρχιζε ένα άλλο «ταξίδι» που θα τον έβγαζε σε μια άλλη Πίστη, ξένη προς τον ορθολογισμό του πατέρα και κυρίως του παππού του, του περίφημου Ερνέστου Ρενάν. Κι ούτε φυσικά γινόταν να προβλέψει πως η περίφημη και προκλητική φράση «Χαίρουμαι να βλέπω ελληνικό στρατό», με την οποία έκλεινε το Ταξίδι, θα έπαιρνε μιαν άλλη εκδοχή χαράς όταν ο Ερνέστος Ψυχάρης θα παρατούσε κάθε επιστημονική φιλοδοξία για να σταδιοδρομήσει στον γαλλικό στρατό, βρίσκοντας σε αυτόν την οδό προς την αληθινή Γαλλία, την «πρώτη κόρη της καθολικής εκκλησίας». Και, αλίμονο, δεν περνούσε από τον νου του πως τόσο ο Ερνέστος όσο και ο δεύτερος γιος του, ο Μισέλ Ψυχάρης, θα εύρισκαν τον θάνατο στο σφαγείο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

~.~

Ερνέστος Σπυρίδων Ιωάννης Νικόλαος Ψυχάρης. Αυτό ήταν το πλήρες όνομα του πρωτότοκου γιου του Γιάννη Ψυχάρη και της Νοεμί Ρενάν (κόρης του κορυφαίου ιστορικού και εθνολόγου Ερνέστου Ρενάν) που γεννήθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 1883 στο Παρίσι και βαπτίστηκε δύο μήνες αργότερα, κατά το ορθόδοξο τυπικό. Όχι γιατί πατέρας ήταν ο Ψυχάρης αλλά γιατί το ζήτησε επιμόνως η προτεσταντικής καταγωγής μητέρα, η Νοεμί. Θα ακολουθούσαν ακόμη τρία παιδιά. Η Ενριέττ (1884-1972), που από τον γάμο της με τον ψυχίατρο Γκαμπριέλ Ρεβώ ντ’ Αλόν απέκτησε δυο γιους, τον γκωλικό στρατηγό Ζαν Γκαμπριέλ Ρεβώ ντ’ Αλόν και τον φιλόσοφο Ολιβιέ Ρεβώ ντ’ Αλόν, ο Μισέλ (1887-1917, βλ. παρακάτω) και η Κορνηλία (1894-1982), σύζυγος του νεοκλασικού συνθέτη Ρομπέρ Σιοάν. Παρά τα τέσσερα παιδιά, ο γάμος του Γιάννη Ψυχάρη και της Νοεμί Ρενάν δεν θα εξελισσόταν καλά. Μέχρι το τυπικό διαζύγιο το 1913, η σχέση τους θα είναι συμβατική και τα παιδιά θα ζουν κυρίως με τη μητέρα και τη γιαγιά τους.

Ζωηρό και μαχητικό παιδί ο Ερνέστος, σε διαρκή αντιπαράθεση με τον πατέρα του, αλλά και γενναιόδωρο (αναφέρεται ένα περιστατικό που χαρίζει το καινούργιο του παλτό σε φτωχό συμμαθητή του), όπως είναι φυσικό, μεγαλώνει μέσα σε περιβάλλον ιδεών, γραμμάτων και τεχνών καθώς είναι ισχυρό το αποτύπωμα του πατέρα και του παππού του αλλά και δύο ακόμη προσώπων, του προπάππου του, του ζωγράφου Άρι Σέφερ και της γλύπτριας γιαγιάς του Κορνηλίας Σέφερ. Οι πρώτες εκτός οικογενείας επιρροές, εξέχουσες μορφές της αντιμιλιταριστικής και αντικληρικαλιστικής διανόησης που επισκέπτονται το σπίτι του Ψυχάρη (Εμίλ Ζολά, Ζαν Ζωρές, Ζωρζ Κλεμανσώ) ενώ από τον σύζυγο της μαγείρισσας της οικογένειας, ένα μαχητικό ριζοσπάστη, θα γνώριζε πρώτη φορά τις σοσιαλιστικές ιδέες.

Με ενοχές για τα υλικά πλεονεκτήματα του αστικού περίγυρου, ο Ερνέστος παρακολουθεί μαθήματα φιλοσοφίας στη Σορβόννη και στο Κολλέγιο της Γαλλίας, κοντά στον Μπερξόν, αλλά η ψυχή του δεν αντέχει τον σκεπτικισμό και τον ηθικό σχετικισμό του πανεπιστημίου, όπως φαίνεται από τα ποιήματα, τα εμπνευσμένα από τον συμβολισμό, που γράφει αυτή την εποχή. Η φιλία ζωής με τον συμμαθητή του στο Λύκειο Ζακ Μαριταίν (τον κατοπινό περίφημο θωμιστή φιλόσοφο), και η πατριωτική και καθολική παράδοση, όπως την ανακαλύπτει στο έργο του Μωρίς Μπαρές και του Σαρλ Πεγκύ, θα διαμορφώσουν καίρια τις αναζητήσεις του. Δεν λείπουν οι αισθηματικές περιπέτειες και μάλιστα στον ακραίο αναβαθμό. Σε ηλικία 19 ετών ερωτεύεται την αδελφή τού Μαριταίν, επτά χρόνια μεγαλύτερή του. Όταν αυτή τον απορρίπτει, ο Ερνέστος θα αποπειραθεί να αυτοκτονήσει δύο φορές, με δηλητήριο και ύστερα με περίστροφο, για να τον σώσει ο φίλος του (σπουδαίος ιστορικός αργότερα) Μωρίς Ρεκλύ.

Ούτε η φυγή στις φτωχογειτονιές του Παρισιού όπου δούλεψε ως εργάτης, ούτε η εξοχή της Προβηγκίας μπορούν να κατασιγάσουν την ταραχή. Προσπαθώντας να εδραιώσει μια τάξη μέσα του αποφασίζει να εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις. Το 1903 υπηρετεί στο 51ο Σύνταγμα Πεζικού στο Μπωβαί.

«Όταν ο συγγραφέας αυτής της ιστορίας έκανε τις πρώτες του προσπάθειες να υπηρετήσει τη Γαλλία, του φάνηκε ότι ξεκινούσε μια νέα ζωή. Είχε πραγματικά την αίσθηση ότι άφηνε την ασχήμια του κόσμου και ολοκλήρωνε το πρώτο στάδιο ενός δρόμου που θα τον οδηγούσε στο πιο αγνό μεγαλείο»,

θα γράψει γι’ αυτή την εμπειρία το 1913 στο Κάλεσμα στα όπλα. Αν η φράση προκαλεί απορία, η απόφασή του, όταν τέλειωσε τη στρατιωτική του θητεία, να ανακαταταχθεί στον στρατό και να μη συνεχίσει τις σπουδές του, σίγουρα ήταν μια πολύ οδυνηρή έκπληξη για την οικογένεια και τους φίλους του. «Οι όμορφες ιδέες της τάξης, της υπακοής και της θυσίας» ακούγονταν ως ιδέες παραληρήματος. Όμως ο Ερνέστος είχε πάρει τις αποφάσεις του. Και σαν να μην έφτανε αυτό, θέλοντας να αποφύγει την πληκτική ζωή στις φρουρές της Γαλλίας, θα ζητήσει να μετατεθεί στα αποικιακά στρατεύματα. Μετατίθεται στο Κονγκό, χώρα που τον εμπνέει για να γράψει και να εκδώσει το πρώτο του βιβλίο επιστρέφοντας στη Γαλλία το 1908, υπό τον τίτλο Terres de soleil et de sommeil (Χώρες του ήλιου και του ύπνου).

Οι Γάλλοι πατριώτες εύρισκαν το νέο τους είδωλο αλλά για τον Ερνέστο το ταξίδι είχε απλώς αρχίσει. Αφού φοιτήσει στη σχολή πυροβολικού των Βερσαλλιών, ζητά να υπηρετήσει στη Μαυριτανία. Τα τρία χρόνια που θα περάσει εκεί (1909-1912) θα σημάνουν τη μεγάλη πνευματική του μεταστροφή. Στη Μαυριτανία ο Ερνέστος απέδειξε ότι ήταν ικανός να αντέξει την πείνα, τη δίψα, τις αμμοθύελλες, την καυτή ζέστη του ήλιου, αλλά και τη δοκιμασία της σιωπής και της μοναξιάς. Διασχίζοντας την έρημο βίωνε τη μηδαμινότητα του ανθρώπου μέσα στην τρομερή ομορφιά. «Δεν ξέρεις πώς είναι να ζεις τρία χρόνια σε μια χώρα όπου όλοι προσεύχονται», θα πει αργότερα, μιλώντας για τον τρόπο που και η δική του καρδιά άνοιγε στην πίστη.

Δύο βιβλία είναι καρπός αυτής της εμπειρίας: το πρώτο εκδόθηκε το 1913 και είναι Το κάλεσμα στα όπλα (L’ Appel des Armes) ενώ το δεύτερο θα εκδοθεί μετά τον θάνατό του και είναι Το ταξίδι του εκατόνταρχου (Le Voyage du Centurion, 1916). Το Κάλεσμα στα όπλα, θα προκαλέσει αμέσως βαθιά αίσθηση. Όχι μόνο διότι ο συγγραφέας ήταν εγγονός του Ερνέστου Ρενάν και η αντίθεση της σκέψης του με αυτή του μεγάλου προγόνου του δεν μπορούσε παρά να εκπλήξει. Αλλά, κυρίως, διότι ήταν η αποκάλυψη ενός σπουδαίου ταλέντου, με αφηγηματική πρωτοτυπία, όπου το χάρισμα της οξείας έκφρασης και η ατμόσφαιρα οραματικής παραίσθησης συνδεόταν με μια ασύγκριτης λεπτότητας ψυχολογική ανάλυση. Το Ταξίδι του εκατόνταρχου (που αρύεται τον τίτλο του από το περίφημο επεισόδιο της συνάντησης του Ιησού με τον Ρωμαίο εκατόνταρχο, βλ. Κατά Ματθαίον Η΄ 8,9), ήταν ένα έργο στο οποίο ο Ερνέστος διεκδικούσε το δικαίωμα να συνδέσει το Ευαγγέλιο και το Ξίφος. Όντας στρατιωτικός, ο μυθιστοριογράφος αγαπάει την ταπεινή λεπτομέρεια της υπηρεσίας, αλλά αγαπάει ακόμη περισσότερο το πνευματικό της νόημα, ή μάλλον, δεν τα διαχωρίζει, κι αυτό το στοιχείο πρέπει να καταλάβουμε για να εισέλθουμε πλήρως στο πνεύμα αυτής της ιστορίας.

Ήδη στο Κάλεσμα στα όπλα γινόταν λόγος για τον μυστικισμό του στρατιωτικού επαγγέλματος. Αυτή η ιδέα δεν είναι αποκλειστικά του Ψυχάρη. Τη συναντούμε ήδη στα Cahiers de la Quinzaine του Πεγκύ. Κάθε δραστηριότητα, για να είναι πλήρης, πρέπει να έχει ένα κρυφό νόημα και να υπονοεί μια πίστη. Σε κάθε ανθρώπινη δράση, διακρίνονται δύο στοιχεία: μια θετική εφαρμογή, εξωτερική και μια αποφατική, ένα μυστικό εσωτερικό νόημα. Η εξωτερική δραστηριότητα ενός στρατιωτικού είναι προφανής. Η «μυστική» ποια είναι; Είναι αυτή που πρέπει να αναπτύσσεται κρυφά μέσα του, φέρνοντας ορισμένες αρετές στη μέγιστη έντασή τους. Να τρέφει, να εμπλουτίζει την ψυχή του μέσω του επαγγέλματός του. Να τον οδηγεί στην πίστη.

Στο Ταξίδι του εκατόνταρχου ο πρωταγωνιστής Μαξέντιος είναι ένας υπολοχαγός τυφεκιοφόρων καμηλιέρηδων στη Μαυριτανία.

«Η Γαλλική Δημοκρατία του είχε δώσει μια ολόκληρη περιοχή στη διάθεσή του. Όμως αυτός, δεν έτρεφε καμία ευγνωμοσύνη για την πατρίδα του. Αντιθέτως, ένιωθε ελεύθερος από αυτήν και τη μισούσε πραγματικά, έχοντας γνωρίσει μέχρι εκείνη την ημέρα μόνο την αταξία και τη δυστυχία».

Ο ήρωας λύνει από την αρχή του βιβλίου τους λογαριασμούς του με το παρελθόν, κυρίως με τον πατέρα του, «ένα μορφωμένο συνταγματάρχη, βολταιρικό, άριστο και έντιμο άνθρωπο με καλούς τρόπους, που όμως έκανε λάθος». Ποιο ήταν αυτό το λάθος;

«Καθ’ όλη τη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας, ο Μαξέντιος είχε συνηθίσει τον λατινικό τρόπο σκέψης, και όταν έκανε απολογισμό της εσωτερικής του ζωής, αυτή ήταν η μόνη ανάμνηση που μπορούσε να διαθέτει. Αλλά αργότερα, στα εφηβικά του χρόνια, πόση δυστυχία και πόση εγκατάλειψη! Ο πατέρας του είχε θρέψει το μυαλό του, αλλά όχι την ψυχή του. Τα πρώτα βάσανα της νεότητας την βρήκαν άπορη, ανυπεράσπιστη στο κακό, απροστάτευτη απέναντι στις σοφιστείες και τις απάτες του κόσμου […] Στα είκοσί του, ο Μαξέντιος περιπλανιόταν χωρίς πίστη στους δηλητηριασμένους κήπους της φαυλότητας, άρρωστος, κυνηγημένος από σκοτεινές τύψεις, ταραγμένος από την κακοήθεια των ψεμάτων, φορτωμένος με τον φρικτό χλευασμό μιας ζωής βυθισμένης στην αταξία των σκέψεων και των συναισθημάτων. Ο πατέρας του είχε κάνει λάθος: ο Μαξέντιος είχε ψυχή. Γεννήθηκε για να πιστεύει, να αγαπά και να ελπίζει. Είχε μια ψυχή, φτιαγμένη κατ’ εικόνα Θεού, ικανή να διακρίνει την αλήθεια από το ψεύδος, το καλό από το κακό. Δεν μπορούσε να αποδεχτεί ότι η αλήθεια και η αγνότητα ήταν κενά λόγια, χωρίς καμία βάση. Είχε μια ψυχή, τι θαύμα, μια ψυχή που δεν ήταν φτιαγμένη για αμφιβολία, για βλασφημία ή για θυμό».

Ο Μαξέντιος (διάβαζε ο Ερνέστος) αισθανόταν ένας άρρωστος, ένας δυστυχής άνθρωπος. Και αυτήν τη δυστυχία την καταλογίζει στην οικογένειά του, στον πατέρα και στον παππού του. Η συνέχεια είναι ακόμη πιο αποκαλυπτική:

«Αηδιασμένος με τα πάντα, αγνοούσε την ίδια την αιτία της αηδίας του, πόσο μάλλον τα μέσα ώστε να αποκαταστήσει κάποιο τόνο στη ζωή του. Για οκτώ χρόνια, από το εικοστό δεύτερο έτος του, όταν έφυγε από το Σαιν-Συρ, μέχρι τα τριάντα του, περιπλανήθηκε στον κόσμο και έστειλε την κατάρα του σε όλους τους ουρανούς. Έτσι, με το στόμα του γεμάτο βλασφημίες, αγνοώντας το χριστιανικό χρίσμα, οσφραινόμενος ωστόσο τη Γαλλία που γνώριζε, τα ψέματα και την ασχήμια, έφυγε από ήπειρο σε ήπειρο, από ωκεανό σε ωκεανό, χωρίς κανένα αστέρι να τον καθοδηγεί».

Μέσα σε αυτή την απόγνωση, η έρημος θα αποδειχθεί λύτρωση από την ανυπόφορη πραγματικότητα αλλά και μια ανακάλυψη:

«Αυτή η έρημος είναι γεμάτη Γαλλία, τη βρίσκει κανείς σε κάθε βήμα. Αλλά δεν είναι πια η Γαλλία που βλέπει κανείς στη Γαλλία, δεν είναι η Γαλλία των σοφιστών και των ψευδολόγων, των ορθολογιστών που στερούνται λογικής. Είναι η ενάρετη Γαλλία, η αγνή, η απλή και η θωρακισμένη με πιστότητα. Κανείς δεν μπορεί να την καταλάβει πλήρως εκτός αν είναι Χριστιανός. Γιατί η αρετή της ενεργεί, αρκεί να έχει κανείς διατηρήσει την αίσθηση της υγείας στον πυρετό!».

Στη σιωπή και τη μοναξιά της ερήμου που διακόπτουν είτε οι σκληρές μάχες είτε η γνωριμία με την πίστη των μουσουλμάνων, ο Μαξέντιος φτάνει στο κρίσιμο σημείο. Θα απορρίψει την εξουσία και το θεμέλιο της, που συμβολίζει ο στρατός ή θα αποδεχτεί την πίστη ως μόνη εξουσία, ανθρώπινη και θεϊκή; Θα γίνει άνθρωπος της άρνησης ή άνθρωπος της πίστης; Στο σύστημα της τάξης, υπάρχει ο ιερέας και ο στρατιώτης. Στο σύστημα της αταξίας, δεν υπάρχει ούτε ιερέας ούτε στρατιώτης. Επομένως πρέπει να επιλέξει. Και η επιλογή της Γαλλίας στον νου του δεν μπορεί να είναι μια επιλογή κοσμική, χωρίς τον Σταυρό του Χριστού. Εδώ ακριβώς προβάλλει το πρότυπο πίστης του εκατόνταρχου. Δεν ήταν εύκολη απόφαση. Προστατευμένος όμως από τα απέραντα στρώματα της άμμου, με όλη του την καρδιά, ζητούσε το πεπρωμένο του, ξέροντας, κατ’ αρχήν, με ποιους δεν ήθελε να είναι.

«Θα μπορούσα να είμαι σαν αυτούς τους κοσμικούς ανθρώπους, τόσο όμορφους με τα μοντέρνα ρούχα τους, αυτούς τους κομψούς άντρες των οποίων την καλλιτεχνική γλώσσα κάποτε θαύμαζα, αυτούς τους εκλεπτυσμένους ανθρώπους πιο είναι πιο χονδροειδείς από τα γουρούνια, κάτω από τις μάσκες της ευγένειας. Θα μπορούσα να είμαι ένας άνθρωπος του σαλονιού, άνθρωπος με πνεύμα, ένας “ευαίσθητος”. Ω! Ευλογημένη να είναι η Αφρική που με έσωσε από ένα τέτοιο πεπρωμένο! Ευλογημένη να είναι η γη που είναι αληθινή, η γη που είναι πραγματικά ευαίσθητη, η γη που προστατεύει από τη χυδαία επαφή! Ευλογημένη να είναι η λύτρωση για πάντα από τους ανθρώπους του ψεύδους και της ανομίας!»

Η άρνηση ήταν το πρώτο βήμα. Τη θέση θα την ανακάλυπτε σχεδόν αυτόματα υπερασπιζόμενος τον Ιησού κατά τις συζητήσεις του με τους Μαυριτανούς. Ο εγγονός του Ρενάν, ο γιος του Γιάννη Ψυχάρη, περήφανος που ήταν Γάλλος, ένιωθε ότι η καθολική θρησκεία ήταν αυτή που είχε κάνει τη Γαλλία μεγάλη. Καταλαβαίνοντας ωστόσο ότι είχε ακόμη δρόμο για τον Θεό, γινόταν ταπεινός ικέτης ζητώντας ένα σημάδι της παρουσίας του. Μιλώντας για τη μεταστροφή του Ερνέστου, ο Ζακ Μαριταίν (ο μόνος με τον οποίο διατηρούσε επαφή αυτά τα χρόνια), σημειώνει πως δεν έκανε λάθος που αναζήτησε τη σωτηρία στη στρατιωτική πειθαρχία. «Ανήκω σε εκείνους που καίγονται να υποταχθούν για να είναι ελεύθεροι», έγραψε ο Ερνέστος στις «Φωνές που κλαίνε στην έρημο». Ο στρατός αποκαλύπτεται έτσι ως σχολείο θέλησης, ως πεδίο εκπαίδευσης για την ελεύθερη βούληση, ως σχολείο αφοσίωσης αλλά και ως πεδίο πνευματικής απελευθέρωσης αφού ο απόλυτος καρπός της υπακοής είναι η ελευθερία.

~.~

Στα τέλη του 1912, ο Ερνέστος Ψυχάρης βρισκόταν και πάλι στο Παρίσι. Συναντά τον Μαριταίν κάθε μέρα συζητώντας για το καθολικό δόγμα και γνωρίζει τον δομινικανό πατέρα Κλερισάκ από τον οποίο με χαρά μαθαίνει ότι η ορθόδοξη βάπτισή του είναι έγκυρη. Έτσι, στις 4 Φεβρουαρίου 1913, γονατίζοντας μπροστά στο άγαλμα της Παναγίας της Λα Σαλέτ, έκανε την ομολογία της νέας πίστης του. Τέσσερις μέρες μετά έλαβε το χρίσμα στις Βερσαλλίες από τον επίσκοπο Ζιμπιέ και έλαβε το όνομα Παύλος, ως επανόρθωση για τις βλασφημίες τις οποίες ο Ερνέστος Ρενάν, ο παππούς του, είχε απευθύνει προς τον Απόστολο στο βιβλίο του Άγιος Παύλος. Παρά τον φόβο του να πει τα νέα στη μητέρα του, η κόρη του Ερνέστου Ρενάν και της προτεστάντισσας Κορνελί Σέφερ, έδειξε κατανόηση: «Έκανες καλά, αφού πιστεύεις ότι έπρεπε να το κάνεις», του είπε η Νοεμί, πριν πάει να φέρει από την κοσμηματοθήκη της τον μικρό χρυσό σταυρό από τη βάπτιση του πρωτότοκου γιου της. Η αντίδραση του πατέρα (που εκείνη τη χρονιά ξαναπαντρευόταν την πολύ νεότερη Ιρένε Μπομ) δεν θα ήταν το ίδιο μεγαλόθυμη.

Τρεις μέρες πριν επιστρέψει στο σύνταγμά του στο Χερβούργο, ο Ερνέστος Ψυχάρης σημείωνε στο ημερολόγιό του (30 Μαΐου 1913):

«Με κάθε αλήθεια και κάθε ειλικρίνεια, το λέω ενώπιον του Θεού: η μόνη μου επιθυμία σε αυτή τη γη είναι να έχω την Πίστη, την Ελπίδα και την Αγάπη των αγίων. Η μόνη μου επιθυμία είναι να πεθάνω για το λατρεμένο όνομα του Κυρίου μας, αν μας θέλει για μάρτυρές του. Η μόνη μου επιθυμία και η μόνη μου σκέψη είναι ο Παράδεισος!»

Με αυτές τις σκέψεις ο Ερνέστος τον Οκτώβριο γίνεται μέλος της τρίτης (λαϊκής) τάξης του τάγματος των Δομινικανών, έχοντας στο μυαλό του σύντομα να εισέλθει και στο ιερατικό στάδιο. Όμως ο πόλεμος ανατρέπει τα σχέδιά του. Δεν μπορεί να μην ακολουθήσει τη μονάδα του (το 2ο αποικιακό σύνταγμα πυροβολικού) στο Βέλγιο. Χωρίς αυταπάτες βαδίζει προς το μοιραίο τέλος: «Δεν είμαστε έτοιμοι, αλλά έχω πίστη στην Ιερή Καρδιά», θα εμπιστευθεί σε φίλο του ιερέα.

Στο μέτωπο η επιρροή που ασκεί στους στρατιώτες του θα είναι εκπληκτική: καταφέρνει να πείσει τους πυροβολητές του να πάψουν να βλασφημούν και στην πυροβολαρχία του οργανώνει αλυσίδες ροζαρίου (κομποσκοινιού) για διαρκή προσευχή. Όμως η λογική του πολέμου δεν έχει οίκτο. Παγιδευμένη ανάμεσα στις δυνάμεις των Γερμανών και τον ποταμό Σεμουά, σε μια από τις πρώτες μάχες των συνόρων, η μονάδα του, αναγκάζεται να υποχωρήσει. Στις 22 Αυγούστου, ευρισκόμενος στο Ροσινιόλ, ο Ερνέστος Ψυχάρης λαμβάνει την εντολή να κινηθεί προς το Νεφσατώ, με αποστολή να αντεπιτεθεί στον εχθρό όπου κι αν τον συναντήσει. Ένας υπαξιωματικός του, ο Γκαλγκανί, διηγείται:

«Μόλις είχαμε μπει στον δρόμο εντελώς ακάλυπτοι, όταν ο υπολοχαγός μου έκανε μια χειρονομία με το χέρι του, σαν να μου έλεγε να κινηθώ γρήγορα, γιατί το μέρος ήταν επικίνδυνο… Τον άκουσα να μου φωνάζει: Γκαλ… Δεν τελείωσε, γύρισε και έπεσε με τα χέρια του απλωμένα… Ο υπολοχαγός Ψυχάρης είχε δεχθεί μια σφαίρα στο κεφάλι…».

Το στρατιωτικό μετάλλιο, που είχε κερδίσει στην Αφρική και τόσο αγαπούσε, παρέμεινε κολλημένο στο χιτώνιο. Οι άντρες που τον έθαψαν (σε ομαδικό τάφο καθώς η περιοχή έπεσε στα χέρια των Γερμανών), είδαν επίσης στον λαιμό του μια λεπτή χρυσή αλυσίδα στην άκρη της οποίας κρεμόταν ο βαπτιστικός του σταυρός. Μια ηλικιωμένη μοναχή που βρέθηκε εκεί κοντά, όταν ήρθε να προσφέρει τις προσευχές της στους νεκρούς και να βοηθήσει τους στρατιώτες στο θλιβερό τους έργο, είπε: «Τι συμβαίνει με τον άφθαρτο αριστερό του καρπό, σε αυτόν τον νεαρό αξιωματικό, του οποίου τα χαρακτηριστικά είναι τόσο αγνά, σχεδόν παιδικά ακόμα;» Σηκώνοντας το μανίκι του, ανακάλυψαν ένα κομποσκοίνι: ο Ερνέστος το κρατούσε τυλιγμένο γύρω από το χέρι του κατά τη διάρκεια της μάχης. Το θαμμένο σε ομαδικό τάφο σώμα του αναγνωρίστηκε στις 9 Απριλίου 1919, χάρη στα διακριτικά του τάγματος του Αγίου Δομίνικου και τον χρυσό σταυρό του βαπτίσματός του. Ετάφη, κανονικά πλέον, στο στρατιωτικό νεκροταφείο L’ Orée de la Forêt, όπου ανεγέρθηκε βωμός στη μνήμη του, με πρωτοβουλία του Βέλγου ποιητή Τομά Μπρουν και του συγγραφέα Ανρί Μασσίς.

Για τον Γιάννη Ψυχάρη δεν ολοκληρώθηκε εκεί η τραγωδία. Τρία χρόνια αργότερα έχασε και τον άλλο του γιο, τον Μισέλ. Ο Μισέλ (1887-1917), δημοσιογράφος, μέλος της μοναρχικής Action Française, παντρεμένος με την κόρη του Ανατόλ Φρανς, Σουζάν (με την οποία απέκτησαν ένα γιο, τον Λουσιέν), παρότι τραυματίστηκε σοβαρά τον Αύγουστο του 1916 (σε μια μάχη κατά την οποία απέσπασε τον γενικό θαυμασμό για την απόκρουση των γερμανικών επιθέσεων), επανήλθε στο μέτωπο του Μάρνη το 1917, για να τραυματιστεί ξανά, θανάσιμα αυτή τη φορά, και να υποκύψει στα τραύματά του στις 20 Απριλίου 1917 στο νοσοκομείο της Λα Βεβ.

~.~

Τρία σώματα σε τρία κοιμητήρια. Στη Χίο ο πατέρας, «αντίκρυ να κοιτάζει την Ασία», στο Ροσινιόλ του Βελγίου ο Ερνέστος, στη Λα Βεβ του Μάρνη ο Μισέλ. Μα οι ψυχές τους κατοικούν μαζί και πειράζουν τον γερο-Ρενάν που κάνει πως δεν θυμάται πια την Προσευχή πάνω στην Ακρόπολη και ανταποδίδει τα πειράγματα με ειρωνικά σχόλια για τις διαμάχες τους ορθόδοξους, καθολικούς και προτεστάντες. Στο τέλος όλοι συμφωνούν πως «γι’ αλλού ήταν το Ταξίδι»…

*

Maurice Denis, Messe devant la tombe d’Ernest Psichari, Musée de la Vie romantique

~.~

ΕΠΙΧΡΩΜΑΤΙΣΜΟΙ ΣΤΟ ΚΕΝΟ
γράφει ο Κώστας Χατζηαντωνίου

*

*

*

**