Simone Weil, Σημειώσεις επάνω στην αγάπη του Θεού

*

Μετάφραση Χρίστος Κρεμνιώτης

~.~

Από εμάς εξαρτάται η άρνηση να προσφέρουμε την αγάπη μας σε ψεύτικες θεότητες, όχι η πίστη μας στον αληθινό Θεό.

Πρώτα απ’ όλα, δεν θα πρέπει να πιστεύουμε πως το μέλλον είναι φορέας ενός τέτοιου αγαθού το οποίο θα κατευνάσει απολύτως τη λαχτάρα μας για ευτυχία. Τα επερχόμενα, είναι φτιαγμένα από το ίδιο υλικό με το παρόν.

Είναι γνωστό πως ο πλούτος, η ισχύς, η εκτίμηση, οι γνώσεις, η αγάπη εκείνων που νοιαζόμαστε, η καλοτυχία εκείνων για τους οποίους ενδιαφερόμαστε και τα τοιαύτα, δεν μπόρεσαν ποτέ να μας ικανοποιήσουν πραγματικά. Ωστόσο επιμένουμε πεισματικά να πιστεύουμε πως, την ημέρα εκείνη που θα έχουμε «κάτι περισσότερο» απ’ ο,τι τώρα, θα είμαστε επιτέλους ευτυχισμένοι. Το πιστεύουμε διότι λέμε ψέματα στους εαυτούς μας. Πράγματι, εάν συλλογιζόμασταν έστω και λίγο σοβαρά, θα καταλαβαίναμε αμέσως πως κάτι τέτοιο, δεν είναι αλήθεια.

Παρομοίως, όταν υποφέρουμε εξαιτίας κάποιας ασθένειας ή λόγω της ανέχειας, οποτεδήποτε τέλος πάντων είμαστε δυστυχισμένοι, έχουμε ταυτοχρόνως την πεποίηθηση πως την ημέρα που θα εκλείψει η αιτία της οδύνης μας, θα βρούμε και πάλι την ευτυχία. Όμως και πάλι, από τα βάθη μας, κάποια φωνή ακούγεται να ψιθυρίζει πως αυτό δεν είναι αλήθεια και πως, όταν θα συνηθίσουμε και την απουσία τη οδύνης, τότε και πάλι θα ξεκινήσουμε να επιθυμούμε κάτι άλλο.

Δεύτερον, δεν θα πρέπει να συγχέουμε την ανάγκη με το αγαθό. Υπάρχει πλήθος πραγμάτων τα οποία πιστεύουμε πως τα έχουμε ανάγκη για να ζήσουμε, αλλά κάτι τέτοιο δεν είναι αλήθεια καθώς επιβιώνουμε ακόμη και εάν κάποιος μας τα στερήσει.

Αλλά ακόμη και όταν πρόκειται για κάτι δίχως το οποίο θα πεθαίναμε ή χωρίς το οποίο θα εξασθενούσε η ζωτική μας ενέργεια, τα επακόλουθα αυτά της στέρησής του, δεν το καθιστούν απαραιτήτως και αγαθό.

Πράγματι, κανείς δεν ικανοποιείται απλώς και μόνο ζώντας. Επιθυμούμε διαρκώς καινούρια πράγματα. Θέλουμε να ζούμε για κάτι.

Αρκεί κανείς να μην ψεύδεται στον ίδιο του τον εαυτό, για να έχει συνείδηση πως, σε αυτήν τη γη, δεν υπάρχει τίποτε για το οποίο μπορούμε να ζούμε. Ας φανταστούμε πως όλες μας οι επιθυμίες εκπληρώνονταν. Έπειτα από λίγο θα αισθανόμασταν και πάλι ανικανοποίητοι. Θα επιθυμούσαμε άλλα πράγματα και θα αισθανόμασταν δυστυχείς επειδή δεν θα γνωρίζαμε, και πάλι, τι θα θέλαμε.

Είναι χρέος του καθενός από εμάς, να βαστά στον νου του την αλήθεια αυτήν.

Για παράδειγμα, εάν οι επαναστάτες δεν ψεύδονταν στους ίδιους τους εαυτούς τους, θα γνώριζαν πως η ευτυχής έκβαση της επανάστασης θα τους έκανε δυστυχείς καθώς θα έχαναν τον λόγο για τον οποίον ζούσαν.

Το ίδιο συμβαίνει και με κάθε άλλη επιθυμία. Η ζωή, έτσι όπως δόθηκε στους ανθρώπους, είναι υποφερτή μόνο χάρη στο ψεύδος. Εκείνοι που αρνούνται το ψεύδος προτιμώντας, αφενός, να μην κρύβουν από τον εαυτό τους ότι η ζωή είναι αβάσταχτη, αφετέρου, να μην εξεγείρονται κατά του πεπρωμένου, οδηγούνται στο να λάβουν έξωθεν, από έναn τόπο έξω από τον χρόνο, κάτι που τους επιτρέπει να αποδεχτούν τη ζωή έτσι όπως αυτή είναι.

Όλοι αντιλαμβανόμαστε την παρουσία του κακού, αισθανόμαστε τρόμο και θέλουμε να απελευθερωθούμε από αυτό. Το κακό δεν είναι ούτε το βάσανο της ύπαρξης ούτε η αμαρτία. Είναι και τα δύο μαζί, στενά συνδεδεμένα. Είναι μία πραγματικότητα κοινή σε αμφότερα αφού η μεν αμαρτία βασανίζει, τα δε βάσανα ωθούν τον άνθρωπο προς την κακότητα. Η άρρηκτη αυτή σχέση βασάνου και αμαρτίας συνιστά το κακό, εκείνο το κακό μέσα στο οποίο πρέπει, παρά τη θέλησή μας, να ζήσουμε έντρομοι καθώς συναισθανόμαστε πως είμαστε παγιδευμένοι σε αυτό. Προβάλλουμε μέρος του κακού που υπάρχει μέσα μας τόσο στα αντικείμενα της προσοχής μας όσο και σε εκείνα της επιθυμίας μας. Αυτά τα αντικείμενα με τη σειρά τους, αντανακλούν επάνω μας το κακό, σαν να είναι εκείνα που αποτελούν την ίδια του την πηγή. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον νιώθουμε απέχθεια για τους χώρους στους οποίους «βυθιζόμαστε» στο κακό, καθώς έχουμε την αίσθηση πως, οι χώροι αυτοί, είναι η φυλακή στην οποία μας κρατά. Νά γιατί οι ασθενείς μισούν τους θαλάμους νοσηλείας τους και τους ανθρώπους που τους περιβάλλουν – ακόμη και εάν πρόκειται για πρόσωπα αγαπητά– και για ποιον λόγο οι εργάτες αισθάνονται αντίστοιχα ως προς τα εργοστάσια.

Εάν όμως το αντικείμενο της προσοχής και της επιθυμίας μας, στο οποίο προβάλλουμε μέρος του κακού που έχουμε εντός μας, είναι απολύτως αγνό, τότε δεν θα ρυπανθεί από το κακό αυτό και ακόμη, δεν θα το επιστρέφει πίσω σε εμάς. Έτσι μόνο απελευθερώνεται ο άνθρωπος από το κακό.

Είμαστε πλάσματα πεπερασμένα και το κακό που είναι μέσα μας είναι και αυτό πεπερασμένο. Εάν η ανθρώπινη ζωή διαρκούσε περισσότερο, κάποια στιγμή θα βεβαιωνόμασταν πως θα ελευθερωνόμασταν από κάθε κακό, ήδη σ’ αυτή τη γη.

Τα λόγια του Πάτερ ημών είναι τελείως αγνά. Εάν τα εκφράσουμε μεριμνώντας μόνο για το πώς θα δώσουμε όλη μας την προσοχή σε αυτά, είναι βέβαιο πως θα απελευθερωθούμε από ένα μέρος του κακού που εμφωλεύει σε εμάς. Συμβαίνει το ίδιο εάν παρακολουθώντας τη Θεία Ευχαριστία συλλογιζόμαστε πως σε αυτήν βρίσκεται ο ίδιος ο Χριστός.

Εδώ κάτω, η τέλεια αγνότητα βρίσκεται μόνο στα ιερά κείμενα και αντικείμενα, στην ομορφιά της φύσης όταν την εννοούμε ως αυτό που πράγματι είναι και όχι ως το υπόβαθρο των ονείρων μας σε ένα κατώτερο επίπεδο, στα ανθρώπινα πλάσματα στα οποία ενοικεί ο Θεός και στα έργα τέχνης που γεννήθηκαν από θεία έμπνευση.

Τέλεια αγνός είναι ο ίδιος ο παρών εδώ κάτω Θεός. Εάν ήταν κάτι διαφορετικό από τον Θεό, δεν θα μπορούσε να είναι και αγνό και εάν ο Θεός δεν ήταν παρών σε αυτήν τη γη, δεν θα μπορούσαμε ποτέ να σωθούμε. Στην ψυχή που έρχεται σε επαφή με αυτό το μέγεθος αγνότητας, όλος ο τρόμος του κακού του οποίου είναι φορέας, μεταμορφώνεται σε αγάπη για τη θεϊκή αγνότητα. Για τον λόγο αυτόν, η πόρνη και ο ληστής, ήταν οι προνομιούχοι της αγάπης του.

Το μόνο εμπόδιο στη μεταμόρφωση του τρόμου σε αγάπη, είναι εκείνη η αλλοτριωμένη μορφή αγάπης που αποκαλούμε αυτοσεβασμό και ο οποίος δυσχεραίνει τη διαδικασία μέσω της οποίας φέρνουμε τον ρύπο του δικού μας κακού ενώπιον της αγνότητας και σε επαφή με αυτήν. Μπορούμε να θριαμβεύσουμε ενάντια στο κακό, μόνο όταν τρέφουμε ένα είδος αδιαφορίας ως προς τη δική μας καθαρότητα, ως προς το αν θα «λερωθούμε», όταν δηλαδή καταφέρνουμε να είμαστε ευτυχισμένοι και με τη σκέψη ακόμη ότι υπάρχει κάτι αγνό, χωρίς με το που κάνουμε την σκέψη αυτήν να αναδιπλωνόμαστε και να κλεινόμαστε στον εαυτό μας.

Η επαφή με την αγνότητα προκαλεί τη μεταμόρφωση του κακού. Η αδιάρρηκτη συνένωση των βασάνων και της αμαρτίας διασπάται μόνο μέσω αυτής της επαφής. Χάρη σε αυτήν, τα βάσανα παύουν να συνοδεύονται από την αμαρτία και η αμαρτία μεταμορφώνεται σε απλούστερες κοπιαστικές δυσκολίες. Αυτή η υπερφυσική διαδικασία είναι ό,τι αποκαλούμε μετάνοια. Όταν μετανοούμε, φωτίζουμε με τη δική μας χαρά το κακό που φέρουμε εντός μας. Χρειάστηκε να εμφανιστεί στη γη ένα ον που ήταν απείρως αγνό, να γίνει ο Αμνός του Θεού διά του οποίου εξαλείφονται οι αμαρτίες του κόσμου και αμέσως το μεγαλύτερο μέρος του κακού που μας πολιορκεί, συγκεντρώθηκε, υπό τη μορφή του βασάνου και του μαρτυρίου, επάνω στις δικές του πλάτες. Άφησε ως δική του ανάμνηση πράγματα τέλεια αγνά, εντός των οποίων παραμένει παρών ο ίδιος. Εάν δεν εξακολουθούσε να είναι παρών σε αυτά, η αγνότητά τους αργά ή γρήγορα θα εξαφανιζόταν εξαιτίας της επαφής τους με το κακό.

Ωστόσο, δεν ζούμε διαρκώς στις εκκλησίες. Θα ήταν λοιπόν ευχής έργο εάν αυτή η υπερφυσική διαδικασία της εκδίωξης του κακού έξω και μακριά από εμάς μπορούσε να πραγματοποιηθεί εκεί που περνούμε την καθημερινότητά μας και, ειδικότερα, εκεί οπού εργαζόμαστε.

Κάτι τέτοιο είναι δυνατό χάρη σε έναν ιδιαίτερο τύπο συμβολικής που μας επιτρέπει να διαβάζουμε τη θεϊκή αλήθεια στις περιστάσεις της καθημερινής ζωής και της εργασίας με τον ίδιο τρόπο που μέσω των γραμμάτων που συνθέτουν μία φράση ανακαλύπτουμε το νόημα της φράσης αυτής. Είναι απαραίτητο όμως να μην παρασυρόμαστε από αυθαίρετα σύμβολα αλλά να ακολουθούμε εκείνα που είναι εγγεγραμμένα από την ίδια την πρόνοια στη φύση των πραγμάτων. Οι παραβολές του Ευαγγελίου, αποτελούν το παράδειγμα τέτοιας ερμηνευτικής.

Πράγματι, υπάρχει μία αναλογία ανάμεσα στις μηχανικές σχέσεις που συνιστούν την τάξη του αισθητού κόσμου και τις θεϊκές αλήθειες. Η δύναμη της βαρύτητας, που στη γη ρυθμίζει τις κινήσεις της ύλης, είναι η εικόνα της προσκόλλησης στη σάρκα, η οποία κυριαρχεί στις τάσεις της ψυχής μας.

Η μόνη δύναμη που είναι σε θέση να νικήσει τη βαρύτητα είναι η ηλιακή ενέργεια. Εισδύει στον κόσμο, τα φυτά την απορροφούν και τους δίνει τη δύναμη να μεγαλώσουν καθέτως και ανυψούμενα. Μέσω της διαδικασίας της βρώσης περνά στα ζώα και σε εμάς και είναι η μόνη που μας κάνει να στεκόμαστε στα πόδια μας και να σηκώνουμε τα ποικίλα βάρη του βίου. Οι πηγές της μηχανικής ενέργειας, οι ροές των υδάτων, ο άνθρακας και πολύ πιθανόν το πετρέλαιο, πηγάζουν εμμέσως ή αμέσως από την ηλιακή ενέργεια. Ο ήλιος είναι που δίνει κίνηση στους κινητήρες και τα αεροπλάνα μας, ο ίδιος ήλιος που κάνει τα πουλιά να πετούν.

Όμως δεν είμαστε εμείς που αναζητούμε την ηλιακή ενέργεια. Μπορούμε μόνο να την δεχόμαστε. Είναι εκείνη που κατεβαίνει ως εμάς. Εισδύει στα φυτά, θάβεται με τον σπόρο στα έγκατα της γης και εκεί ακριβώς, αποκτά την πληρότητα της γονιμότητας και προκαλεί εκείνην την από κάτω προς τα επάνω κίνηση η οποία «σηκώνει» το σιτάρι και τα δέντρα προς τον ουρανό. Ακόμη και σε ένα νεκρό δέντρο, σε ένα ξύλινο δοκάρι, είναι η ηλιακή ενέργεια εκείνη που αναδεικνύει τις γραμμές και την καθετότητα. Χάρη σε αυτήν οικοδομούμε και «σηκώνουμε» τα σπίτια μας.

Αυτή είναι η εικόνα της χάριτος η οποία κατέρχεται ώστε να ταφεί στα ερέβη των ψυχών μας, που είναι κατοικητήρια του κακού. Σε αυτήν βρίσκεται η μόνη ενέργεια η οποία λειτουργεί ως αντίβαρο στην ηθική μας παχυλότητα και στην τάση μας προς το κακό.

Η εργασία του χωρικού δεν συνίσταται ούτε στην αναζήτηση της ηλιακής ενέργειας ούτε στη δέσμευσή της, αλλά στο να ταξιθετεί τα πράγματα με τέτοιον τρόπο ούτως ώστε τα φυτά, που είναι ικανά και να την αισθάνονται και να την μεταλαμβάνουν, να την υποδέχονται υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες. Ο κόπος που ευοδώνεται στην εργασία αυτήν, δεν προέρχεται από εκείνον αλλά από την ενέργεια που η βρώση δημιούργησε μέσα σε εκείνον, δηλαδή από την ίδια την ηλιακή ενέργεια που εμπεριέχεται στα φυτά και στη σάρκα των ζώων που τράφηκαν με αυτά. Κατά αναλογία, εμείς δεν μπορούμε να καταβάλλουμε άλλη προσπάθεια για το καλό πέραν της τοποθέτησης της ψυχής μας σε κατάσταση και στάση υποδοχής της χάριτος. Η απαραίτητη για την προσπάθεια αυτήν ενέργεια, χορηγείται και πάλι από την ίδια τη χάρη.

Ο χωρικός, σαν άλλος ηθοποιός, ερμηνεύει ένα μέρος κάποιας «ιερής αναπαράστασης» των σχέσεων Θεού και δημιουργίας. Δεν είναι μόνο η πηγή της ηλιακής ενέργειας απροσπέλαστη για τον άνθρωπο, αλλά και η δύναμη εκείνη που μετατρέπει αυτήν την ενέργεια σε τροφή. Η σύγχρονη επιστήμη θεωρεί την ουσία της χλωροφύλλης ως την έδρα της δύναμης αυτής. Οι αρχαίοι την αποκαλούσαν «λύμφη», που στην πραγματικότητα είναι το ίδιο πράγμα. Όπως ο ήλιος είναι η εικόνα του Θεού, έτσι και η λύμφη των φυτών η οποία συλλαμβάνει την ηλιακή ενέργεια και κάνει τα δέντρα να ανυψώνονται κατανικώντας τη βαρύτητα και έπειτα προσφέρεται διαμελιζόμενη προς βρώση μας ώστε να στηρίξει τη ζωή μας, είναι η εικόνα του Υιού ο οποίος μεσολαβεί για τη σωτηρία μας και μας τρέφει με αυτήν.

Όλη η εργασία του χωρικού αποσκοπεί στη βιωματική αναπαράσταση αυτής της εικόνας.

Είναι απαραίτητο μία τέτοια ποιητική να καταυγάζει με το φως της την εργασία στους αγρούς. Εάν η εν λόγω ποιητική δεν συνειδητοποιείται, τότε η εργασία αυτή μπορεί να γίνει τόσο μονότονη ώστε να οδηγήσει στην εξαθλίωση, στην απόγνωση και στην αναζήτηση χονδροειδών απολαύσεων. Όντως, η έλλειψη σκοπού, κάτι που αποτελεί συμφορά για κάθε ανθρώπινη κατάσταση, στην αγροτιά εκδηλώνεται με ιδιαίτερα έντονο τρόπο. Ο άνθρωπος εξουθενώνεται με την εργασία διότι πρέπει να τραφεί και τρέφεται για να έχει τη δύναμη να εργαστεί και έπειτα από ένα έτος κόπων όλα είναι ακριβώς όπως και πριν. Ο κύκλος κλείνει ώστε να ανοίξει και πάλι, μονότονα. H μονοτονία μπορεί να γίνει υποφερτή από τον άνθρωπο μόνο χάρη στη θεία φώτιση. Αλλά, από την άλλη, για αυτόν ακριβώς τον λόγο, μία μονότονη ζωή αποτελεί προνόμιο για εκείνον που επιθυμεί τη σωτηρία.

*

*

*