Κυνόδοντας και άλλες τερτσίνες

*

ΚΥΝΟΔΟΝΤΑΣ

Του άπιαστου ο πόθος τα σπλάχνα μου τρώγοντας
θρέφεται· θρέφει και μια πείνα μύχια.
Είναι  το  αν  στην  αν-άγκη  ο  κυνόδοντας,

μπήγεται, αρπάζει, σε ορθώνει στα νύχια.
(Τι θα γινόμουν χωρίς ανεκπλήρωτο
και για ποιο λόγο να ζήσω στ’ αλήθεια;)

Μας κατοικεί αυτό το πάθος αδήριτο
δεν μας αφήνει βορά στη ραστώνη
στέκει το σώμα, τεντώνει στο αμπόρετο

κι όσο τεντώνεται τόσο ψηλώνει.
Το υγρό μαντήλι του μόχθου στα όρια
της αντοχής, μ’ ασημένιο βελόνι,

έμπειρο χέρι η μοίρα η γαζώτρια,
ράβει σημαία· της ψυχής αντιστύλι·
ξέχωρη μέσα σε λάβαρα αλλότρια

που ποιος τολμάει να σ’ την υποστείλει;
Ευγνωμοσύνη βαθιά καθώς στέκεσαι
σαν αλεπού κάτω από το σταφύλι.

Ευγνωμοσύνη που χάμω δεν έπεσε.
Φιλώ το Χέρι που σπρώχνει να τρέξω,
τ’ άγια σου μάνταλα φιλώ, παράδεισε,

και το στασίδι που στέκω απ’ έξω.

///

ΜΕΘΗ

Αργά μουδιάζω, λύνονται τα μέλη·
αραιοραμμένα χαλαρά, σκορπάνε
εδώ κι εκεί. Το μεστωμένο αμπέλι

του ονείρου, τα κοτσύφια το τρυγάνε
απ’ άκρη σ’ άκρη σαν λαδιά απλωμένη,
τον πιο γλυκό καρπό κλέβουν και πάνε.

Τσάμπουρα και στυφά ό,τι απομένει
– τα σμήνη δεν λογιάζουν τον δραγάτη
αν με το ξύλο δεν τα περιμένει.

Στύβω τ’ απομεινάρια νά ’βγει κάτι·
κάτι να μοιάζει με κρασί, να πίνω
σαν χτύπημα παρηγοριάς στην πλάτη,

τις νύχτες που φαντάζομαι τον οίνο
τον ήδιστο που ευφραίνει και ψυχώνει
και το ποτήρι όχι αυτό, μα εκείνο…

Ετούτο το κρασί, μόνο ναρκώνει.
Μόνο τις κόρες των ματιών συστέλλει.
Σφίγγω στη χούφτα το γυαλί. Νυχτώνει.

Αργά μουδιάζω. Γίνομαι κουρέλι.

///

ΤΟ ΣΥΡΤΑΡΙ

Έχω ένα συρτάρι σπιτική χημεία,
μάλαξη στων νεύρων τα σκληρά κλαδιά.
Στανική μού φέρνει στην ψυχή ηρεμία,

τη φυγή ανακόπτει σαν τρικλοποδιά
που σε ρίχνει κάτω· μα ένα μαξιλάρι
πούπουλα γεμάτο δίχως μυρωδιά,

άσπρο χέρι απλώνει πρόθυμο να πάρει
κάθε μου αγωνία, κάθε μου ουρλιαχτό.
Του νεκρού τον ύπνο στέλνει με το φτυάρι

τα όνειρα να θάψει, κι από τις οκτώ
σαν παιδί αθώο, σαν ευλογημένη
και σαν δίκαιο πλάσμα ν’ αποκοιμηθώ.

Κάθε παρενέργεια καταγεγραμμένη,
μα η χρεία ορίζει· πώς ν’ αποτραπεί
ο δειλός; Την ήττα που ’χει διαλεγμένη

με σπουδή και κλάψες την υπηρετεί.
Έχω ένα συρτάρι μ’ αλεξιθυμία
δίπλα στο καλάθι με τα μπικουτί.

Έχω ένα συρτάρι κι άλλη οδό – καμία.

ΑΝΝΑ ΣΠΥΡΑΤΟΥ

*

*

*