Loggia

*

Τα δωμάτια είχαν δυσθεώρητο ύψος — στο σούρουπο, για παράδειγμα, το ταβάνι εξαφανιζόταν. Συχνά ξυπνούσε με ασαφή την αίσθηση του ύψους· τον προσγείωνε μια κουκουβάγια που δεν την είχε ακούσει ποτέ να κράζει, αλλά αιωρούνταν σταθερά από ένα κλαδάκι ιτιάς, που φύτρωνε κάθετα από μια ρωγμή στο κούφωμα του βορινού παραθύρου, ακριβώς πάνω απ’ το κρεββάτι του. Ήταν μια παράξενη κουκουβάγια: η πλάτη της ασημοπράσινη, τα νύχια της κίτρινα. Συνήθιζε να στριφογυρίζει γύρω από το κλαδάκι με τέτοια ταχύτητα, ώστε έμοιαζε με χρυσόμυγα — σαν κι αυτές που έδενε με σπάγκο και τις είχε για κατοικίδια όταν ήταν παιδί.

Ρωγμές υπήρχαν παντού. Κάθε τόσο του έφερναν στον νου τον σεισμό του ’81· κι έπειτα, μια ολόκληρη ακολουθία από μικροσεισμούς που του είχαν τύχει αργότερα, στην ενήλικη ζωή του, λες και η ανάμνηση ήταν ο κύριος σεισμός και ακολουθούσαν οι υπόλοιποι ως αποτέλεσμα της μνήμης και όχι των τεκτονικών μετατοπίσεων.

Ήταν κάπως άβολο που το κρεβάτι βρισκόταν στη γωνία, δίπλα στην πόρτα του δικηγορικού γραφείου. Πολλές φορές, στον ύπνο του, έμπαιναν πελάτες ή επισκέπτες και του έπιαναν την κουβέντα. Δεν μπορούσε να ξεχάσει εκείνο το κοριτσάκι που περίμενε να τελειώσει η μητέρα της το ραντεβού με τη δικηγόρο. Είχε θλιμμένα μάτια και κρατούσε την καρδιά της μέσα σε μια δερμάτινη θήκη — έμοιαζε με θήκη στυλογράφου. Επέμενε να βγάλουν μαζί μια σέλφι.

— Άλλη φορά, της απάντησε. Τώρα κοιμάμαι.

Μα δεν ακούστηκε να λέει τίποτα. Από το βάθος πρόβαλλε ο Λεωνίδας.

— Εγώ τελείωσα τον κήπο, δεν έχω δουλειά. Θα σας βγάλω μια κανονική.

Πήρε το κινητό του και απομακρύνθηκε προς το μπαρ, ώσπου χάθηκε. Έπειτα, ακούστηκε το χαρακτηριστικό κλικ, κι άστραψε ένα φλας.

Σκέφτηκε: Δεν έμαθε ακόμα τούτος να βγάζει φωτογραφίες με κινητό. Είναι της παλιάς σχολής. Κι ύστερα, όταν του φάνηκε πως τον ξαναπήρε ο ύπνος, θυμήθηκε ότι έπρεπε να ξυπνήσει για να βρει το κινητό του. Θα ήταν κανονικά δίπλα του, πάνω στο κομοδίνο· αλλιώς, θα είχε χαθεί μέσα στα βάθη απ’ όπου τράβηξε τη φωτογραφία ο Λεωνίδας.

Μα όσο δεν τα κατάφερνε να ξυπνήσει τόσο σκεφτόταν πόσο τυχερός ήταν που είχε βρει αυτό το σπίτι μόνο με τριακόσια ευρώ. Παρά τα μειονεκτήματά του. Το τσιμεντοκονίαμα στο πάτωμα, με τα μικροεξογκώματα (δεν θα έπαιζε δα χόκεϊ επί χόρτου). Το μαονένιο μπαρ, διάτρητο από το σαράκι — κατάλοιπο της εποχής που ο χώρος λειτουργούσε ως ποτάδικο. Τη γειτνίαση με το δικηγορικό γραφείο της Αλεξίας. Την κουκουβάγια – χρυσόμυγα. Τον Λεωνίδα, που θορυβούσε σκάβοντας τον κήπο όταν εκείνος διάβαζε για κάποιο μάθημα και προσπαθούσε να συγκεντρωθεί. Και που του έκλεβε ενίοτε τις σέλφι. Ή και τα κινητά. Το αρχαίο σύστημα Dolby Surround που είχε κυριολεκτικά ενσωματώσει στους τοίχους ο προηγούμενος ενοικιαστής. Την τοξωτή οροφή, κατασκευασμένη με ενετική τεχνική, που παρέπεμπε στην ιστορία του Χάνδακα κατά την ενετοκρατία. Το παρατσούκλι Loggia, που του είχαν κολλήσει οι συμφοιτητές του. Τους προηγούμενους σταθερούς νεκρούς που έρχονταν τα βράδια δίχως ήχο: ο ένας για να φροντίσει τον κήπο, η άλλη για να δικηγορήσει, κάποιος άλλος για να δει για δέκατη φορά το Ράμπο σε Dolby Surround. Και τους  περιστασιακούς. Το κοριτσάκι που είχε καταγγείλει τον πατέρα της σε μια δασκάλα, μα δεν πρόλαβαν να τον συλλάβουν — είχε διαφύγει στα Αστερούσια. Τη μάνα της, που είχε ραντεβού με τη δικηγόρο όταν μπήκε εκείνος με μια καραμπίνα για αγριογούρουνα και τις εκτέλεσε και τις τρεις με σκάγια διασποράς.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Χ. ΛΟΥΚΟΠΟΥΛΟΣ

*

*

*