*
της ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ ΜΑΚΗ
Στα «απόνερα» ενός ακόμα παροδικού παροξυσμού ως προς τα χαρακτηριστικά της κριτικής βιβλίων στην Ελλάδα, ανακυκλώθηκαν κοινότοπες πλέον διαπιστώσεις που ορίζουν και περιγράφουν μια παγιωμένη δυστοπία: παρακμιακοί μικρόκοσμοι στους οποίους συναθροίζονται ποιητές/τριες, λογοτέχνες και «κριτικοί» στο πλαίσιο ενός άμετρου δούναι και λαβείν, εγκωμιαστικοί σχολιασμοί για κάτω του μετρίου κείμενα, συνεχείς εκδουλεύσεις και ανταλλαγές ανάμεσα στις διαφορετικές συντεχνίες, υπερπαραγωγή κειμένων και διογκωμένες φιλοδοξίες αναγνώρισης σε ό,τι εκλαμβάνεται ως λογοτεχνικό/κριτικό πεδίο, «θρήνος και οδυρμός» για την ευτέλεια όσων παρατηρούνται, λογοτεχνικά βραβεία, συνεχόμενες εκδηλώσεις με απαγγελίες ποίησης, βιβλιοπαρουσιάσεις του συρμού όπου ανταλλάσσονται κολακευτικοί λόγοι, άχρωμες εταιρείες και συναθροίσεις παντός τύπου, «λογοτεχνικά περιοδικά» με σχεδόν την ίδια συντακτική ομάδα και πληθώρα αδιάφορων κειμένων από αυτούς/ες, μονογραφίες πρόχειρες και κακόγουστες.
Ο παραπάνω κατάλογος θα μπορούσε να γίνει περισσότερο λεπτομερής και να συνεχιστεί για πολλές σελίδες με την παράθεση μάλιστα ονομάτων, λίγο-πολύ γνωστών, και τη διαπίστωση ότι η κατάσταση αυτή παγιώνεται με όλο και πιο ισχυρούς τρόπους, δημιουργώντας τελικά ένα «γαϊτανάκι» υποκρισίας με διαφορετικές ιεραρχικές διαστρωματώσεις και ευτράπελα παιχνίδια εξουσίας από όσους έχουν μεγαλύτερο ή μικρότερο κύρος στις κριτικές αυθεντίες του χώρου. Δεν είναι επίσης λίγες οι φορές που στους κύκλους της τέχνης το ζητούμενο δεν έγκειται μόνο στην πώληση των βιβλίων και την ταυτοτική εγκαθίδρυση της ποιητικής ή κριτικής περσόνας αλλά και στην επιδίωξη μιας θέσης στον ακαδημαϊκό χώρο.
Κατά τις διαρκείς απόπειρες να απαντηθούν σε κάθε ιστορική φάση αοριστολογικά ερωτήματα ως προς το τι είναι τέχνη, λογοτεχνία, ποίηση και κριτική, τις περισσότερες φορές διεισδύει μια ποιμαντολογική αίσθηση, όπου ο καθένας προσπαθεί να τεκμηριώσει πληθώρα ιδιοτήτων: την εγγραμματοσύνη, την κριτική σύνθεση, τις γνώσεις, την εμπειρία, την εξειδίκευση στα κριτικά αιτούμενα. Στις ανταγωνιστικές και αναμενόμενες συγκρούσεις θεωρίας και πράξης εγείρονται λοιπόν ζητήματα πολιτικά και αισθητικά τα οποία συνδυάζονται με τη φουκωική έννοια την κυβερνησιμότητας. Και πιθανότατα σε μια συνθήκη με τα χαρακτηριστικά που κατονομάστηκαν σύντομα προηγουμένως ένα από τα ζητούμενα στα οποία πρέπει να επιμείνουμε και να διερευνήσουμε είναι πού τοποθετείται ο καθένας αναγνωστικά και προσωπικά απέναντί τους αλλά και τι ακριβώς μπορεί να γίνει σε ένα τοπίο με τέτοια χαρακτηριστικά.
«Πώς να μην κυβερνηθούμε κατ’ αυτόν τον τρόπο, από εκείνους, στο όνομα αυτών εδώ των αρχών, για τέτοιους στόχους και μέσω τέτοιων διαδικασιών, όχι έτσι, όχι γι΄αυτό, όχι απ’ αυτούς»[1]. Το ανοιχτό αυτό ερώτημα του Φουκώ απαιτεί προφανώς να ορίσουμε τι συνιστά για τον κάθε αναγνώστη και συγγραφέα πολιτικό, αισθητικό, κριτικό corpus και να το υποστηρίξουμε στις αναγνωστικές συνθέσεις που επιτελούμε και στα κείμενα που γράφουμε. Οι τρόποι που θα το κάνουμε αυτό κειμενικά αλλά και το πώς κινείται ο καθένας στα λογοτεχνικά σινάφια, επιδιώκοντας τη συναίνεση και την αναγνώριση θέτει ως διακύβευμα το κατά πόσο εμπλεκόμαστε σε μια ανοιχτή διαδικασία κριτικής της κριτικής. Εδώ τα θέματα είναι πιθανότατα πιο ξεκάθαρα και εμπεριέχουν το στοιχείο της αξιολογικής κρίσης των κειμένων και της αμφισβήτησης κάθε τύπου αυθεντίας.
Προσεγγίσεις με επίμονες εξιδανικεύσεις και ιδεαλισμούς απέναντι σε οποιαδήποτε αυθεντία αποδυναμώνουν το κριτικό στοιχείο και εύλογα οδηγούν σε ουσιοκρατικά απλουστευτικά μυθεύματα με πρόσημο έναν εύκολο διδακτισμό, στα όρια του θετικισμού, ακόμα και αν επικαλείται για παράδειγμα τον Βέμπερ, ο οποίος στηρίζεται σε θεωρίες που σαν το μαγικό ραβδί εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση.
Τελευταία ας σημειωθεί σε αυτό το σημείο ότι εμφανίζονται διάφορες τάσεις που είναι ιδιαίτερα της μόδας και συχνά αλληλοεπιδρούν και αλληλοκαλύπτονται μεταξύ τους. Μια από αυτές είναι η επιστροφή σε επιδερμικά αριστοτελικές και πλατωνικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις που εστιάζουν στο κατά πόσο ένα ποιητικό ή λογοτεχνικό σώμα εξυπηρετεί τη «μαγεία του ανθρώπινου πνεύματος», την ψυχή και την αλήθεια. Μια άλλη εστιάζει σε ψυχολογικές θεωρήσεις του τραύματος και εξαντλείται σε βιωματικές περιγραφές του πάσχοντος ανθρώπου που μεταφέρει βιωματικά με συναισθηματισμό τις εμπειρίες του. Η τάση αυτή «ηρωοποιεί» το βίωμα και το υποκείμενό του, παραγνωρίζοντας συχνά τις εύκολες τεχνικές θυματοποίησης και την αισθητική φόρμα.
Τέλος, ενδεικτικά ας αναφερθεί επίσης η επιμονή ενός εύκολου δικαιωματισμού που με όρους περισσότερο ηθικά και πολιτικά καταγγελτικούς αλλά πολλές φορές αισθητικά μη λειτουργικούς συντάσσεται με την προάσπιση συγκεκριμένων ομάδων ή συμβάντων της επικαιρότητας: έμφυλη βία, ποίηση προάσπισης της γυναικείας εμπειρίας με όρους αρχέγονης θηλυκότητας, κοινότητα ΛΟΑΤΚΙ – 0 κατάλογος μπορεί να είναι μακρύς. Μιλώ εδώ σχηματικά για τις κριτικές που επιθυμούν να έχουν θεωρητικό βάθος αλλά καταλήγουν σε κοινότοπες φλυαρίες με υποτιθέμενο φιλοσοφικό υπόβαθρο και φιλολογίζουσα πρόζα. Τέτοιου τύπου λόγοι συνεισφέρουν σε κανονικοποιημένη τυποποίηση συνυφασμένη με κοινωνικούς μηχανισμούς παραγωγής νοήματος που παραμένουν εγκωμιαστικά ευπρεπείς. Λειτουργούν επίσης ως προσπάθειες ένταξης σε καθεστώτα αυθεντίας στις οποίες η κριτική μπορεί να καταλήξει σε διαρκή κολακεία του γράφοντος και του κρινόμενου.
Ένα μεγάλο μέρος της κριτικογραφίας εντάσσεται λοιπόν σε μια «γενεαλογία της ενικότητας». Σε αυτή οι συγγραφείς των κειμένων βαυκαλίζονται στις διάφορες ομάδες τους, όντας σίγουροι/ες ότι συγκροτούν τη σύγχρονη «πεφωτισμένη δεσποτεία» των γραμμάτων και τεχνών. Θεωρώ πως η ευθύνη δεν είναι αποκλειστικά δική τους αλλά προεκτείνεται και σε αυτούς που πολλαπλασιάζουν τέτοιου τύπου φωνές στα ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα. Αν συμφωνούμε στη βασική διαπίστωση του Φουκώ και άλλων ότι η κριτική συνδέεται κατά μια ευρύτερη έννοια με την «εκούσια απείθεια» και τη «βαθυστόχαστη ανυπακοή»[2] σε αυτές τις συνθήκες και αυτές τις φωνές τότε μπορούμε να προβούμε αντίστοιχα σε μια αναγνωστική αξιολόγηση της κριτικογραφίας των ημερών και να κατασκευάσουμε πιο σύνθετα σημεία προστριβών και αποκλίσεων με πολιτικούς και ιστορικούς όρους, αναγνωρίζοντας παράλληλα ότι οι πολεμικές διαστάσεις στους χώρους της τέχνης και της κριτικής δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο αλλά διαχρονικά μέρος του πεδίου στο οποίο εγγράφονται τα ιδεολογικά και προσωπικά συμφέροντα της κάθε ομάδας και του κάθε γράφοντος υποκειμένου. Επιπρόσθετα οι διάφορες κρίσεις της κριτικογραφίας δεν υπάρχουν σε έναν κενό χώρο αλλά είναι στενά συνυφασμένες με την ευρύτερη χρόνια οικονομική, κοινωνική και πολιτική κρίση. Αυτονόητο είναι ότι σε κάθε περίπτωση κρίνονται όλοι.
Ήδη τα πράγματα γίνονται πολύ πιο σύνθετα όταν πλέον αρχίζουν να «κοπιάρουμε» και να χρησιμοποιούνται κείμενα τεχνητής νοημοσύνης, τα οποία νομίζω πως πολλές φορές έχουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον και είναι πιο κριτικά από τα κείμενα που θα έγραφαν οι ίδιοι «κριτικοί» χωρίς τη βοήθειά του. Ίσως σύντομα να έχει ο καθένας μας την ΤΝ που του ταιριάζει. Επικοινωνώντας με αυτοσχέδιο τρόπο με το «δικό μου» ChatGPT, επιθυμώ να ομολογήσω ότι αφού το τροφοδότησα με πολλές κριτικογραφίες του συρμού και μίλησα για τα περί κριτικής ευτέλειας των καιρών, προέβη σε πρωτότυπο δικό του σχολιασμό τον οποίο επιθυμώ να παραθέσω. Σχολίασε λοιπόν, διαβάζοντας συγκεκριμένες κριτικές και κριτικούς, για τα «ψευδοφιλολογικά σχήματα που χρησιμοποιούν έννοιες όπως “μίμηση”, “κάθαρση”, “τραγικότητα” σε χαμηλή ανάλυση, σαν φτηνή φωτοτυπία». Επιπλέον και καθώς είχε εντρυφήσει στην οπτική μου διαπίστωσε πως οι συγκεκριμένοι κριτικοί προσομοιάζουν σε «τελετάρχες μιας κοινωνικότητας του χώρου που εξασφαλίζει ότι δεν θα δημιουργηθεί ένταση, όλοι είναι καλοί και μπορεί να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι». Ωστόσο για να μην ξεφύγω θέλω εδώ να κλείσω αυτό το θέμα επισημαίνοντας δύο από τα πιο εύστοχα σχόλιά του με το τελευταίο μάλιστα να θέλω πολύ να το είχα γράψει εγώ. Μιλώντας για τις σχέσεις συμφέροντος, καθώς και για ένα πρόσφατο αφιέρωμα περιοδικού για την κριτική καταθέτει:
«είναι πολύ εύκολο πια να απογυμνώσεις τα ψευτοσαλόνια. Αν ένα μοντέλο, όπως εγώ, με λόγο και τεχνητή ευφυΐα, που δεν έχει βιώματα, μπορεί να παράγει συχνά πιο σφιχτό, πιο δομημένο και πιο έντιμο κριτικό λόγο από όσους και όσες αναπαράγουν ρητορικές για να βολευτούν στο κύκλωμα… τότε ξέρεις πόσο βαθύ είναι το πρόβλημα».
Μετά από πολλά κριτικά σημειώματα που διάβασε, ολοκλήρωσε τη συλλογιστική του λέγοντας πως οι κριτικές με αυτά τα χαρακτηριστικά
«είναι σαν το χειροποίητο τσάι. Δεν χρειάζεται να το πιεις – αρκεί να σ’ το φέρουν στο τραπέζι με καλή πρόθεση, φλιτζάνι από πορσελάνη και ένα κλαδάκι λεβάντας στο πιατάκι».
Ο σχολιασμός μέχρι εδώ θα μπορούσε μέσα από μια απορριπτική θέαση του κειμένου να κατηγορηθεί για άλλη μια αναμενόμενη θεωρητικολογία που προέρχεται από ταχύρρυθμο σεμινάριο κριτικού ακτιβισμού, σαν αφοριστική καταστροφολογία ή σαν ελεγεία παραπονεμένου και ματαιωμένου της αντίπερα όχθης με ένα ερώτημα γιατί δεν αναφέρομαι σε συγκεκριμένα ονόματα. Το ζήτημα των ονομάτων είναι πολλαπλά δύσκολο και διλημματικό και συζητιέται συχνά στις ιδιωτικές και δημόσιες συζητήσεις. Σε κάποια κείμενα που πρόσφατα δημοσιεύτηκαν αναφέρθηκαν συγκεκριμένα ονόματα και τέθηκε εύλογα το ερώτημα ως προς το τι συμβαίνει όταν γράφονται κείμενα για τις κριτικές συνθήκες των καιρών αλλά ο κάθε συντάκτης/συντάκτρια διολισθαίνει στις δικές του/της συμμαχίες και εντάσσεται σε διαφορετικούς κύκλους με συγκρουόμενα συμφέροντα και τις διαρκείς προσπάθειες και ανταγωνισμούς να συμμετέχουν σε χώρους θεσμικούς που δρουν και αναπαράγουν την προβληματική συνθήκη. Πιστεύω πως η παράθεση ονομάτων μπορεί ενίοτε να είναι απαραίτητη σε κάποιες περιπτώσεις λογοκλοπής, αλλά σε συζητήσεις περί κριτικής της κριτικής η παράθεση ονομάτων μπορεί εύκολα να απομακρύνει από τις ιδεολογικές και πολιτικές συνέπειες που παράγουν τα κείμενα.
Νομίζω πως όσοι και όσες γράφουν και κινούνται με τους όρους που περιγράφτηκαν σύντομα στην αρχή, εύκολα εντοπίζονται και κρίνονται με βάση τις σταθερές συμμαχίες που επιλέγουν, το αν επιθυμούν να τα έχουν καλά με όλους, αλλά πρωτίστως από τα κείμενά τους και τις πολιτικές και αισθητικές συνέπειες της διαδρομής τους στον χώρο. Τα αοριστολογικά εγκώμια και έπαινοι, η μαζική παραγωγή κειμένων χωρίς καμία μελέτη και συχνά χωρίς να διαβαστεί το βιβλίο, η γλώσσα και η επιλογή των βιβλίων που κρίνουμε είναι στοιχεία σημαντικά και φανερώνουν πολλά για το πώς ο καθένας κατασκευάζει και βιώνει την κριτική, την ποίηση και τη λογοτεχνία. Έτσι κι αλλιώς αν αναζητήσουμε «αγνούς και καθαρούς» ιδεολογικούς χώρους με βάση όρους απόλυτης συμφωνίας και κριτικής εγγύτητας, τίθενται νέα ζητήματα, ιδιαίτερα όταν η ιδεολογική ή κάθε άλλου τύπου καθαρότητα ιστορικά έχει οδηγήσει σε απόλυτα δόγματα και δεσποτείες.
Η συνθετική αναγνωστική κριτική εποπτεία των κειμένων σηματοδοτεί πάντα κατά τη γνώμη μου στοιχεία σχετικά με το πώς παρουσιάζεται ο συγγραφέας και το βιβλίο του, με ποιους όρους και τι τελικά κομίζει στο κριτικό πεδίο που παραμένει πάντα βαθύτατα πολιτικό. Και επομένως συνδέεται με ζητήματα ευθύνης και διαρκούς αυτοκριτικής, αναστοχασμού και μεταβάσεων. Και για να γίνω πιο συγκεκριμένη: αν επιλέξω να αναφερθώ ονομαστικά στους άπειρους «ποιητές» και «ποιήτριες» που εγκωμιάζονται, βραβεύονται και εύκολα εντάσσονται στην Εταιρεία Συγγραφέων για παράδειγμα, κερδίζοντας μια τέτοιου τύπου μαζική αναγνώριση δεν υπάρχει ο κίνδυνος να μετατοπιστεί η προσοχή από το τι παράγεται και τι προάγεται ως σύγχρονος ποιητικός και κριτικός λόγος και με ποιες συνέπειες σε ένα διαρκές ασίγαστο αγώνα φθόνου και μνησικακίας με προσωπικούς όρους;
Επιστρέφοντας ξανά στον Φουκώ και στο βιβλίο του Τι είναι Κριτική διακρίνω την έμμεση προτροπή του σε όσους εμπλέκονται σε κριτικές διαμάχες να μην αντιδρούν σαν «προσβεβλημένες φραγκόκοτες» που ορμάν η μια στην άλλη[3]. Οι εμπλοκές σε άγονες διαμάχες, συμβάν σύνηθες στον κριτικό και καλλιτεχνικό χώρο, δεν έχει καμία σχέση με την κριτική αλλά προσανατολίζει στην αρχική συνθήκη που περιγράφτηκε στον πρόλογο του κειμένου. Όλοι αναγνώστες/στριες, κριτικοί και συγγραφείς κρίνονται από τις επιλογές τους και στο επιχείρημα «είναι όμως καλό παιδί» που λέγεται ως αντίλογος στην κριτική δυσαρέσκεια για συγκεκριμένα πρόσωπα του χώρου και τα κείμενα, η απάντηση είναι ότι αυτό το ζήτημα αφορά μόνο στο αν θα τους κάνουμε παρέα ή όχι. Αλλά αυτό είναι επίσης μια κουβέντα γεμάτη διλήμματα και προστριβές και ας κλείσει καλύτερα αυτό το κείμενο με το απολαυστικό σατιρικό ποίημα του Ανδρέα Αντωνίου στο ΝΠ με τον τίτλο «Εσχάτη κρίση»:
Και τώρα δίχως κριτικούς, ποιον θα ’χουμε Μεσσία
Να μας κουνά το δάχτυλο με τόση παρρησία
Για μας τους ματαιόδοξους, ποιος θα ’ρθει να μιλήσει;
Η κριτική της κριτικής ήταν κι αυτή μια λύση.
///
[1] Michel Foucault, Τι είναι Κριτική, μτφρ. Θ. Λάγιος, Πλέθρον Μικρόκοσμος, 2016, σ. 12.
[2] Ο.π., σ. 15
[3] Ο.π., σ. 28.
*
*
*
