*
τοῦ ΓΙΑΝΝΗ Α. ΤΑΧΟΠΟΥΛΟΥ
Οἱ ἀπαρχὲς τῆς ἐκλογίκευσης τῆς βίας στὸν δυτικὸ κόσμο εἶναι ἕνα ζήτημα ποὺ πάντοτε κέντριζε τὸ ἐνδιαφέρον. Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ ὁδήγησε τόσες καὶ τόσες θεωρίες στὴν διακήρυξη τῆς ἐξόντωσης τῶν ἐχθρῶν τους ὡς τρόπο γιὰ τὴν ἐπικράτησή τους; Γράφει συνοψίζοντας σὲ ἕνα σχετικὸ ἄρθρο του ὁ Κώστας Κουτσουρέλης:
«Τὸν 19ο καὶ τὸν 20ὸ αἰῶνα, οἱ ὁμολογίες ποὺ ἀλληλοσφάζονται ὀνομάζουν ἑαυτοὺς πολιτικὲς παρατάξεις: ἐθνικιστὲς καὶ διεθνιστές, κρατιστὲς καὶ ἀναρχικοί, δικτάτορες καὶ δημοκράτες, φιλελεύθεροι, κομμουνιστὲς καὶ φασίστες. Τὸν 21ο αἰῶνα, οἱ θρησκευτικοὶ πόλεμοι ξαναπαίρνουν τὸ πρέπον τους ὄνομα: τζιχάντ. Τὸ κλασσικό τους πρότυπο ὅμως παραμένει πάντα ἡ Πρώτη Διαθήκη».
Ὡστόσο, δύο πράγματα μᾶς διαφεύγουν ὅταν ἀνάγουμε τὸ πρότυπο τῆς ἱερῆς σφαγῆς στὴν Παλαιά Διαθήκη (Π.Δ.). Πρῶτον, ὅτι κάθε κείμενο μεθερμηνεύεται ἀνάλογα μὲ τὶς ἀνάγκες καὶ συνθῆκες τῆς ἐποχῆς. Αὐτὸ συνεπάγεται ἐδῶ ὅτι προκύπτουν δύο μεγάλες διαφορές.
Ἀφενός, ἡ διαφορὰ μεταξὺ οἰκουμενικῆς καὶ τοπικῆς ἐμβέλειας τῶν ἴδιων πραγμάτων, στὴν κλίμακα καὶ τὴν ἔνταση. Εἶναι ἄλλο πράγμα (ἂν πάρουμε στὴν ὀνομαστικὴ ἀξία τὶς «ἐντολὲς σφαγῆς» τῆς Π.Δ.) ἡ ἀπόπειρα μιᾶς κοσμοεικόνας γιὰ παγκόσμια, πανανθρώπινη ἐπικράτηση διὰ τῶν σφαγῶν, ποὺ ἀφορᾶ «πολιτικὲς παρατάξεις, ἐθνικιστὲς καὶ διεθνιστὲς, κρατιστὲς καὶ ἀναρχικούς, δικτάτορες καὶ δημοκράτες, φιλελεύθερους, κομμουνιστὲς καὶ φασίστες», ἀκόμη καὶ τοὺς Μουσουλμάνους· καὶ ἄλλο πράγμα ἡ προσπάθεια γιὰ ἐπικράτηση μόνο στὴν Χαναὰν / Παλαιστίνη (τοῦ 12ου π.Χ. ἢ τοῦ 20οῦ μ.Χ. αἰ.), προσπάθεια ποὺ ἀφορᾶ μόνο τὴ συγκεκριμένη περιοχή. Ὅταν ἐμφανίζεται ἡ οἰκουμενιστικὴ μετεξέλιξη, ποὺ ἀφορᾶ δυνητικὰ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα, ὁ Χριστιανισμός, αὐτὴ καταρχὴν δὲν κάνει λόγο γιὰ σφαγές. Ὑπὸ τὴν ἔννοια αὐτή, τὸ Ἰσλὰμ πάει πιὸ πίσω ἀπὸ τὴν Π.Δ., στὴν ὁποία τὸ ἴδιο τοποθετεῖ τὶς ἀπαρχές του, ἀφοῦ ἀπὸ τὴ μιὰ εἶναι οἰκουμενικὴ θρησκεία ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἄλλη υἱοθετεῖ μεθόδους ἐξάπλωσης εὑρισκόμενους στὴν Π.Δ., ἡ ὁποία ὡστόσο ἐπικεντρώνεται ἀποκλειστικὰ στὴν Χαναάν.
Ἀφετέρου, ἡ διαφορὰ μεταξὺ ἐκκοσμικευμένης ἰδεολογίας καὶ τοῦ μεταφυσικοῦ ὑποτιθέμενου προτύπου της. Ἂν οἱ ἄθρησκοι μιμητὲς τοῦ χριστιανικοῦ παραδείσου ἢ τῆς παλαιοδιαθηκικῆς κατάληψης τῆς Χαναὰν κάνουν κάτι ποὺ δὲν συνάδει μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ προτύπου τους (οὔτε καὶ τὸ γράμμα, ὅπως φαίνεται παραπάνω μὲ τὴ διαφορὰ κλίμακας κι ἔντασης), ὑπεύθυνο δὲν εἶναι τὸ ὑποτιθέμενο πρότυπό τους ἀλλὰ οἱ ἴδιοι. Μπορεῖ, γιὰ παράδειγμα, φιλελεύθερα καὶ κομμουνιστικὰ ὁράματα γιὰ μιὰ ἰδανικὴ ἐγκόσμια κοινωνία νὰ μοιάζουν μὲ τὸ χριστιανικὰ καὶ παλαιοδιαθηκικὰ (π.χ. Ἠσαΐας) ὁράματα γιὰ μιὰ ἰδανικὴ κατάσταση, ὡστόσο τὰ ἰουδαιο-χριστιανικά ὁράματα δὲν κάνουν λόγο γιὰ τὴν ἐδῶ καὶ τώρα, ἐγκόσμια ἐπικράτηση τοῦ ἰδανικοῦ, παντοῦ, ὅπως τὰ φιλελεύθερα, κομμουνιστικὰ κ.λπ. ὁράματα. Καὶ εἶναι ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ διαφορὰ μεταξὺ ἰουδαιοχριστιανικοῦ, ἀπὸ τὴ μία, καί, ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἰσλαμικοῦ καὶ κοσμικιστικοῦ μεσσιανισμοῦ, ποὺ δίνει τὸ δικαίωμα στοὺς ἐκπροσώπους τοῦ δεύτερου νὰ δικαιολογήσουν τὶς σφαγές γιατὶ τὸ ἰδανικὸ πρέπει νὰ πραγματωθεῖ τώρα, παντοῦ· οἱ πρῶτοι μόνο ἐὰν ἀγνοήσουν τὴν μεταϊστορικὴ φύση τῆς πραγμάτωσης τοῦ ἰδανικοῦ τους, δηλαδὴ ἂν γίνουν ἐκκοσμικευμένη κοσμοεικόνα ποὺ πρέπει νὰ ἐπικρατήσει ἐδῶ καὶ τώρα, μποροῦν νὰ αὐτοδικαιολογηθοῦν.
Δεύτερον, καὶ σημαντικότερο, εἶναι ἡ ἄγνοια τοῦ συνόλου τῆς Π.Δ. Αὐτὸ ποὺ ἐπεδίωκαν ἀρχικὰ οἱ ἐκκοσμικευμένες νεοτερικὲς ἰδεολογίες δὲν ἦταν μιὰ σοβαρὴ διερεύνηση τῆς ὑποτυπώδους πολιτικῆς θεωρίας[1] καὶ πραξεολογίας τῆς Π.Δ. (ποὺ θὰ ἔδειχνε μεταξὺ ἄλλων ὅτι οἱ ἐντολὲς σφαγῆς εἶναι πολὺ λιγότερες ἀπὸ τὶς ἐντολὲς ἐκδίωξης[2], καθὼς καὶ σχετικὰ ἀνεφάρμοστες[3], κι ἂς ἀφήσουμε κατὰ μέρος τοὺς προφῆτες, ποὺ συνιστοῦν μιὰ ἀνελέητη αὐτοκριτικὴ τῆς Π.Δ. πρὸς τοὺς «ἐθνικιστὲς» πιστοὺς τοῦ θεοῦ της[4]), ἀλλὰ μιὰ πολεμικὴ ἀντιγραφὴ τοῦ ποδαριοῦ, νὰ πάρουν ἐργαλειακὰ ὅ,τι τὶς βολεύει, τὴν ἀπόλυτη βεβαιότητα-φανατισμό, κι ἔπειτα (σὲ στιγμὲς περισυλλογῆς μετὰ τὸ χάος τοῦ 20οῦ αἰ. ποὺ προκάλεσαν) νὰ ρίξουν τὴν εὐθύνη στὸν ὑποτιθέμενο πρῶτο διδάξαντα. Αὐτὸ δὲν εἶναι πρωτοφανές (σχεδὸν κάθε θεωρία λεηλατεῖται ἀπὸ τὶς ἑπόμενες σὲ βαθμὸ διαστρέβλωσης), ἀλλὰ δὲν σημαίνει ὅτι δικαιολογεῖται, ὅτι μπορεῖ κάποιος νὰ ρίξει κατόπιν τὸ φταίξιμο στὸν «θεὸ τῆς σφαγῆς». Ἂς ποῦμε, λείπουν ἀπὸ τὸν κανιβαλισμὸ τῆς Π.Δ. ἐκ μέρους τῶν Νέων Χρόνων ἐδάφια ὅπως:
«Ξένο δὲν πρέπει νὰ τὸν καταπιέζετε οὔτε νὰ τὸν ἐκμεταλλεύεστε γιατὶ κι ἐσεῖς ἤσασταν κάποτε ξένοι στὴν Αἴγυπτο.» (Ἔξοδος 22.21)
«Ἂν κάποιος ξένος ἔρθει νὰ μείνει μαζί σας στὴ χώρα σας, μὴ τὸν ἐκμεταλλευτεῖτε. Νὰ τοῦ φέρεστε ὅπως σ’ ἕναν συμπατριώτη σας˙ «καὶ ἀγαπήσεις αὐτὸν ὡς σεαυτόν», γιατὶ κι ἐσεῖς ξένοι ἤσασταν στὴν Αἴγυπτο. Γιατὶ ἐγώ, ὁ Κύριος, εἶμαι ὁ Θεός σας.» (Λευιτικόν 19.33) [5]
Λείπουν ἐπίσης τὰ πάμπολλα ἐδάφια ὅπου φαίνεται ρητὰ καὶ ξεκάθαρα ἡ ἴδια ἀντιμετώπιση Ἰουδαίων καὶ μή, γιὰ ἴδια συμπεριφορά[6]. Ἀλλὰ πάνω ἀπ’ ὅλα, ἡ ἵδρυση τοῦ Ἰσραὴλ παρ’ ὅλο ποὺ πλέον συσχετίζεται μὲ τὰ θρησκευτικὰ ἰδεώδη τῆς Π.Δ. ἦταν ἕνα κίνημα ἐκκοσμικευμένων (σοσιαλιστῶν καὶ ἄλλων) Ἑβραίων, δίκαιο ἢ ἄδικο, σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὰ μεσσιανικὰ παραγγέλματα τῆς ἴδιας τῆς Π.Δ.
Ἡ νεοτερικὴ κοσμοαντίληψη ἔχει ἐνσωματώσει τὴν παγανιστικὴ ἑλληνορωμαϊκὴ ἀρχαιότητα, ὡστόσο ὄχι ἁπλῶς ἡ προχριστιανικὴ ἀρχαιότητα (ποὺ θαυμάζουν οἱ Νέοι Χρόνοι) εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἀνελέητες σφαγές, ἀλλὰ καὶ ἡ (μὴ-μονοθεϊστικὴ) δικαιολόγησή τους ἀπὸ ἐκείνη εἶναι πολὺ πιὸ ὠμὴ ἀπὸ τὴν αὐτοδικαιολόγηση τῆς Π.Δ. Θὰ μποροῦσε ἡ δικαιολόγηση αὐτὴ νὰ συνοψισθεῖ στὸ «σὲ σφάζω γιατὶ μπορῶ», ἀλλὰ ἔχει διατυπωθεῖ, πολὺ νωρίς, ἀπὸ τὸν Ἡράκλειτο, ὡς «πόλεμος πατὴρ πάντων, ἄλλους ἔκανε δούλους καὶ ἄλλους ἐλεύθερους κ.ο.κ.». Εἶναι ἡ ἀναγωγὴ τῆς πραγματικότητας σὲ κανονιστικὸ ἰδεῶδες: Ἀφοῦ ἔτσι γίνεται ἀπὸ πάντα, δὲν εἶναι ἄδικο νὰ συνεχίσει νὰ γίνεται, οὔτε χρειάζεται νὰ ἀλλάξει. Τὸ «δὲν ἐφηύραμε ἐμεῖς τὸ νόμο τοῦ ἰσχυρότερου (καὶ δὲν τὸν ἀμφισβητοῦμε), ἀλλὰ τὸν παραλάβαμε». Εἶναι αὐτὸ ποὺ προειδοποιεῖ ὁ Παναγιώτης Κονδύλης, ὅτι οἱ σφαγὲς ἄνευ ἰδεολογικῆς δικαιολόγησης μετὰ τὸ διακηρυγμένο «τέλος τῶν ἰδεολογιῶν» τοῦ ’90 θὰ εἶναι κατὰ πολὺ χειρότερες ἀπὸ τὶς «ἀπὸ ἰδεολογία» σφαγές[7].
Παρὰ τὴν τεράστια παραγωγὴ προπαγάνδας τῶν δύο τελευταίων αἰώνων γιὰ τὸ ἀντίθετο, ἡ παγανιστικὴ ἀρχαιότητα, ρωμαϊκὴ ἀλλὰ καὶ ἑλληνική, ἦταν ἐξαιρετικὰ μισαλλόδοξη, ξεκινώντας ἀπὸ διωγμοὺς μεμονωμένων φιλοσόφων καὶ λάτρεων[8] καὶ φτάνοντας, ὅταν τὸ ἐπίπεδο τῆς κρατικῆς ὀργάνωσης ἀναβαθμίστηκε ἐπὶ Ρώμης[9], σὲ διώξεις ὁλόκληρων θρησκειῶν κ.ἄ. (Δρυίδες, Μανιχαῖοι, Αἰγυπτιακὴ θρησκεία, Χριστιανοί, φιλοσοφικὲς σχολὲς (Στωικοί, Ἐπικούρειοι), καθὼς καὶ ἀστρολόγοι[10]). Ὅπως διακηρύσσει στὸ 302 ὁ πολυθεϊστὴς αὐτοκράτορας Διοκλητιανὸς (ποὺ ἀργότερα δίωξε τοὺς Χριστιανοὺς μετὰ τὸ 303)
«Οἱ ἀθάνατοι θεοὶ ἐξαιτίας τῆς πρόνοιάς τους θεώρησαν σωστὸ νὰ καθορίσουν ὅτι οἱ ἀρχὲς τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἀλήθειας πρέπει, μὲ τὴν ὑποστήριξη καὶ τὴν προσεκτικὴ ἐξέταση ἐκ μέρους τῶν πολλῶν καλῶν, μεγάλων καὶ σοφῶν ἀνδρῶν, νὰ ἐγκριθοῦν καὶ νὰ ἐπιβληθοῦν στὸ ἀκέραιο. Στὶς ἀρχὲς αὐτὲς δὲν εἶναι σωστὸ νὰ ἀντιτίθεται ἢ νὰ ἀνθίστανται κανείς, οὔτε πρέπει ἡ θρησκεία [ἐννοεῖ τὴν πολυθεϊστική]νὰ ὑπόκειται στὴν κριτικὴ ἑνὸς νέου δόγματος. Εἶναι ἄκρως ἐγκληματικὸ νὰ συζητᾶς δόγματα τὰ ὁποῖα ὁρίστηκαν καὶ καθορίστηκαν μιὰ γιὰ πάντα ἀπὸ τοὺς προγόνους μας»[11].
Βεβαίως, μὲ δεδομένο ὅτι ἡ ἀνεκτικότητα εἶναι πάρα πολὺ πρόσφατο Δέον, αὐτὰ δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ μᾶς ἐκπλήσσουν· ἀλλὰ ἀκριβῶς γιὰ τὸ λόγο αὐτό, δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε ἀναγωγὴ τῆς βίας στὸν παλαιοδιαθηκικὸ μονοθεϊσμό.
Κατὰ πόσο τὸ «καὶ τί πάει νὰ πεῖ ἀλήθεια;» τοῦ Πόντιου Πιλάτου συνιστᾶ λύση ἀνεκτικότητας, εἶναι συζητήσιμο, γιατὶ κατέληξε κι αὐτὸ σὲ μία θανάτωση. Ἂν ὁ ἕνας δρόμος μετὰ τὸν σχετικισμό / πλουραλισμὸ καὶ τὸν ἠθικὸ σκεπτικισμὸ εἶναι ἡ ἀνοχή, ὁ ἄλλος δρόμος, ἐξίσου λογικὰ ἔγκυρος καὶ ἱστορικὰ διαπιστωμένος μὲ τὸν πρῶτο, εἶναι ὁ πόλεμος ὅλων ἐναντίον ὅλων καὶ τὸ δίκαιο τοῦ ἰσχυροῦ. Τὸ «ὅποιος δὲν εἶναι μαζί μας εἶναι ἐναντίον μας» πρωτοειπώθηκε ἀπὸ τὸν Θουκυδίδη, δηλαδὴ τοὺς Ἀθηναίους[12] χωρὶς νὰ ἀπαιτεῖται κάποια μονοθεϊστικὴ ἀξίωση κατοχῆς τῆς ὑπέρτατης μεταφυσικῆς Ἀλήθειας —καὶ ὄχι ὡς ἐνδεχόμενη παράφραση κάποιου «ὅποιος δὲν εἶναι ἐναντίον μας εἶναι μαζί μας»[13], τὴν ὁποία ἐξάλλου δὲν ἀποδέχονταν οἱ Ἀθηναῖοι ἀπὸ τοὺς Μηλίους. Ὅλο τὸ πράγμα μοιάζει μὲ τὸ μύθο τῆς Ἱερᾶς Ἐξέτασης (ποὺ θανάτωσε μερικὲς δεκάδες χιλιάδες ἄτομα σὲ διάστημα 400 ἐτῶν) ποὺ περιβάλλεται μὲ τρόμο καὶ δέος, ἐνῶ θὰ ἔπρεπε νὰ συγκριθεῖ μὲ τὰ ἑκατομμύρια σφαγμένων στὸ ὄνομα μὴ θρησκευτικῶν κοσμοεικόνων. Ἡ ταχυδακτυλουργικὴ λύση εἶναι νὰ χαρακτηριστεῖ ὡς μονοθεϊστικὴ/παλαιοδιαθηκικὴ στὴν πηγή της κάθε ἐκκοσμικευμένη ἰδεολογία ποὺ σφάζει τοὺς ἀντιπάλους της. Τέλος, τὸ νὰ ἀγνοηθεῖ ὁ, διονυσιακὸς καὶ εὐρύτερος, μὴ μονοθεϊστικὸς κοπαδισμὸς κατὰ τῶν «καθαρμάτων», ἢ τοῦ Ἀπολλώνιου Τυανέα (ποὺ προτρέπει σὲ λιθοβολισμὸ ἑνὸς ζητιάνου ὡς ὑπαίτιου μιᾶς ἐπιδημίας στὴν Ἔφεσο[14]) σὲ ἀντιπαραβολὴ μὲ τὸ εὐαγγελικὸ περιστατικὸ τῆς μοιχαλίδας τὸν λιθοβολισμὸ τῆς ὁποίας ἀπέτρεψε ὁ Ἰησοῦς[15] δὲν ἐπιτρέπει μιὰ ψυχραιμη ἀναδρομὴ στὸ φαινόμενο τῆς βίας.
///
[1] Βλ. τὴν αὐστηρὴ κριτικὴ ἐνάντια στὴ βασιλεία, Α΄ Βασιλειῶν 8.10 κ.ἑ.
[2] Μπορεῖ κάποιος νὰ βρεῖ «ἐντολὲς σφαγῆς» τῶν Χαναναίων πρὸς τοὺς Ἰσραηλίτες ἀπὸ τὴν θεότητά τους (π.χ. Ἔξοδος 23.23, Ἀριθμοί 33.53, Δευτερονόμιον 4.38, 7.2, 7.23, 8.3, 12.29, 20.17, Ἰησοῦς Ναυῆ 23.5) καὶ «ἐντολὲς ἐκδίωξης» ἀλλὰ ὄχι σφαγῆς (Ἔξοδος 23.18, 23.28, 23.30, 33.2, 34.11, 34.24, Λευιτικόν 18.24, 20.23, 21.32, Δευτερονόμιον 6.19, 7.1, 9.3, 11.23, 33.27, Ἰησοῦς Ναυῆ 10.11, 13.6, 24.12, 24.18, Κριταί 2.3, 2.21, Ἰουδίθ 5.16). Βλ. καὶ ἐντολὲς μὴ ἐκδίωξης-μὴ σφαγῆς πχ. Δευτερονόμιον 2.5, 2.9, 2.19.
[3] Π.χ. Β’ Βασιλειῶν 1.3, 23.8, Ἰησοῦς Ναυῆ 13.13, 16.10, 19.48, Κριταί 1.21-35.
[4] Π.χ. Ὠσηέ 4.1-19, 7.1-14, 12.8-10, Ἀμώς 2.4-13, 3.2-10, 5.21-23, 6.3-8, Μιχαίας 2.2, Μαλαχίας 1.10. Ἠσαΐας 1.4, Ἰερεμίας 2.34.
[5] Βλ. ἐπίσης Ἔξοδος 23.9, Λευιτικόν 19.10, 24.22, Ἀριθμοί 15.29, Δευτερονόμιον 10.18, 23.8, Ψαλμοί 145.9, Ἀμώς 9.10, Μαλαχίας 3.5, Μιχαίας 2.7,
[6] Ἴδια ἀντιμετώπιση Ἰσραηλιτῶν μὲ τοὺς Χαναναίους, ὅταν κάνουν τὰ ἴδια μὲ τοὺς δεύτερους, π.χ. Κριταί 2.13-15, 10.11, Γ΄ Βασιλειῶν 9.6-9, Ὠσηέ 9.3-17, Ζαχαρίας 7.13.
[7] Βλ. «Οἱ πολιτικὲς σκιὲς τῶν ἀνθρώπινων δικαιωμάτων» στὸ Πλανητικὴ πολιτικὴ μετὰ τὸν Ψυχρὸ Πόλεμο.
[8] Πρωταγόρας, Ξενοφάνης, Αναξαγόρας, Πρόδικος, Θεόδωρος ὁ Κυρηναῖος, Διαγόρας ὁ Μήλιος, Στίλπων, Ἀριστοτέλης κ.ἄ.
[9] Ἡ ἀνεκτικότητα τῶν Ἐθνικῶν μεταξὺ 1ου καὶ 3ου αἰ. μ.Χ. ἦταν μιὰ «παλαβὴ ἀνεκτικότητα» (“toleration gone mad”) παρατηρεῖ ὁ Ramsay Macmullen, Paganism in the Roman Empire, σ. 132), καθὼς ἤθελαν νὰ ἐμποδίσουν διάφορους ἀπὸ τὸν «ἀθεϊσμό» τους. Ἐπρόκειτο γιὰ μιὰ ἀνεκτικότητα μόνο πρὸς τοὺς ὁμόφρονες. Ἂς σημειωθεῖ ὅτι οἱ ὑπαρκτὲς ἀντιχριστιανικὲς διώξεις τῶν Ἐθνικῶν σκόπευαν καταρχὴν στὴν ὑποχρεωτικὴ τέλεση θυσίας ἀπὸ Χριστιανούς, καὶ στὴν ἐκτέλεση τῶν τελευταίων ἐὰν δὲν θυσίαζαν· ἀντίθετα, οἱ ὑπαρκτὲς ἀντιπαγανιστικὲς διώξεις τῶν Χριστιανῶν σκόπευαν καταρχὴν (καὶ καταρχάς) στὴν καταστροφὴ τῶν ὑλικῶν προϋποθέσεων τῆς ἀρχαίας λατρείας καὶ ὄχι, τουλάχιστον γιὰ τοὺς πρώτους δύο κρίσιμους αἰῶνες χριστανικῆς κυριαρχίας, στὴν βάπτιση τῶν Ἐθνικῶν. Οἱ πρῶτες στόχευαν κυρίως ἄτομα, οἱ δεύτερες κυρίως κτήρια (ναούς).
[10] Ἐκτέλεση, δήμευση περιουσίας καὶ ἐξορία γιὰ ὅσους Ρωμαίους προσηλυτίζονταν στὸν Ἰουδαϊσμό, ἐπανειλημμένες ἀπαγορεύσεις τῆς ἰουδαϊκῆς λατρείας, ἐπανειλημμένες καταστροφὲς ναῶν τῆς Ἴσιδας (59, 58, 50, 48 π.Χ. και 33 μ.Χ.), καταστροφὴ ἀγαλμάτων της καὶ σταύρωση τῶν ἱερέων της, ἐπανειλημμένες ἀπαγορεύσεις τῆς λατρείας τῶν Δρυίδων, τῶν Μανιχαίων, καύση ἱερῶν βιβλίων, θανάτωση ποητῶν καὶ καύση τῶν ἔργων τους, θανάτωση ἱστορικῶν, ἐξορίες φιλοσόφων (κυρίως Στωικῶν), ἀπαγόρευση κυκλογορίας βιβλίων. Ὁ Ἰουλιανὸς ἀπέδιδε στοὺς θεοὺς τὴν καταστροφὴ τῶν βιβλίων τοῦ Ἐπίκουρου (ἐπιστ. 89b, 301c, ἔκδ. Bidez), καὶ ὅταν ὁ μάντης Ἀλέξανδρος ἀναφώνησε πρὸς τὸ πλῆθος τῶν ὁπαδῶν του «ἔξω οἱ Χριστιανοί», αὐτὸ τοῦ ἀνταπάντησε «Ἔξω οἱ Ἐπικούρειοι» (Λουκιανός, Ἀλέξανδρος, 38). Ἀντίστοιχα, ὁρισμένοι Ἐπικούρειοι δολοφονοῦσαν ὅσους εἶχαν γράψει βιβλία κατὰ τοῦ Ἐπίκουρου (Ἀθηναῖος, ΙΓ΄, 611b). Τὸ ἀντεπιχείρημα ὅτι οἱ διώξεις αὐτὲς ἦταν πολιτικοῦ χαρακτήρα δὲν λαμβάνει ὑπόψη τὸ γεγονὸς ὅτι στὴ Ρώμη καὶ τὶς ἀρχαῖες πολιτεῖες ἔλειπε ἡ διάκριση κοσμικοῦ-θρησκευτικοῦ στοιχείου.
[11] Mosaicarum et Romanarum legum collatio, ἔκδ. M. Hyamson, London 1913, 130.9-16 (15.3.2)
[12] Θουκυδίδης 5.84-116. Καὶ Ματθαῖος, 12.30.
[13] Μάρκος 9.40, Λουκᾶς 9.50.
[14] Σουίδας, «κάθαρμα». Φιλόστρατος, Βίος Ἀπολλώνιου Τυανέα, 4.10.
[15] Ἰωάννης, 8.3-11, βλ. σχετικὰ καὶ Ρενὲ Ζιρὰρ γιὰ τὴ σύγκριση Ἀπολλώνιου Τυανέα καὶ Εὐαγγελίων.
*
*
*
