Άσματα από χαμένα έπη (Χειρόγραφο Πατρών)

*

ΔΙΓΕΝΗΣ ΚΑΙ ΑΜΑΖΟΝΑ
(παραλλαγή Χ)

Μέσα στου δάσους την καρδιά
μετά της μάχης τη φωτιά.

Αμ. Μικρός τι θέλησες να γίνεις;
Δ. Χορευτής. Αμ. Πες μου, τι συνέβη;
Δ. Έγινα· το κορμί μού χάριζε ζωή
κι ήταν η μουσική κλαγγή… και φοβερή βουή.
Αμ. Αυτό, καλέ μου, μην μου κρύψεις·
ο φόβος μούσκευε τα γένια σου
στα χείλη σαν ξαπόσταινες
των ετοιμόρροπων βουνών;
Δ. Στους άντρες δάκρυ δεν αρμόζει.
Αμ. Και μες στη νύχτα, κάτω απ’ το φεγγάρι;
Δ. Στη λάμψη του μονάχος… Αμ. Μόνο αυτό;
Δ. Και φοβισμένος. Σύντροφος με κάποιον
που δεν τον είχα ξαναδεί, σε σώμα
φτωχό και ρημαγμένο. Αμ. Τώρα στέκεσαι
κοντά μου. Δ. Ναι… Είναι σαν να βρήκα την καρδιά μου.
Αμ. Αλίμονό μου, δεν αρκεί! Δ. Γιατί;
Αμ. Πρέπει να γίνεις η δικιά μου.

Και φίλιωσαν τα δυο κορμιά
σαν δυο σταγόνες στη δροσιά.

[Σημείωση του μεσαιωνικού σχολιαστή: «Άσεμνον· ωραίον».]

///

Η ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΩΝ ΞΩΤΙΚΩΝ
(ή Πώς ο θεός πήρε πίσω το δαχτυλίδι)

— Προσέξτε δέντρα που μας φράζετε τον δρόμο
θα ξεχυθούμε σαν κρασί στο πανδοχείο
θα σπείρουμε βρισίδια, θόρυβο και τρόμο!

— Καθίστε φίλοι μου και πιάνω το δοχείο
αδειάζω και γεμίζω πάλι τα κανάτια
με ωραίο ποτό, σαν της αγάπης σας τα μάτια.

— Είναι καλό· γλυκό με μια κρυφή πικράδα.
Θα σε πληρώσουμε μ’ αυτό το δαχτυλίδι
προτού χαθούμε στην απέραντη ζαλάδα.

— Πώς παρατάς στον δρόμο χάμω ένα παιχνίδι
έτσι η ζωή σας πέφτει στο κενό πεδίο.
Κουτοί· πολύ νωρίς για Απρίλη τέτοιο κρύο.

Μ’ αυτό τον τρόπο τέλειωσε
και τούτη η παρωδία·
γελώντας ο θεός πετά
τη λιγδερή ποδιά του.
Τιμή και δόξα στον ταγό
και σ’ όλα τα παιδιά του.

[Σημείωση του μεσαιωνικού σχολιαστή: «Δεν έχουμε τέτοια δαχτυλίδια στη Μεσόγειο – ούτε και τέτοιους θεούς».]

///

ΕΓΚΛΗΜΑ, ΑΥΤΟΧΕΙΡΙΑ (ΣΥΓΧΩΡΕΣΗ)

Η απόσταση απ’ το φως ως το σκοτάδι
είναι ακριβώς δυο μαχαιριές – στο στήθος
του αμνού και στην καρδιά, βαθιά, του κτήνους.

Την άβυσσο δυο προσευχές φωτίζουν·
για την ψυχή που φεύγει και για εκείνη
που χάνεται στο απύθμενο πηγάδι.

(Ίδια τα χείλη που τις λεν. Δοξάστε.)

[Σημείωση του μεσαιωνικού σχολιαστή: «Αφού μαχαίρωσε τον άγιο, ο άθλιος –αργά μετανιωμένος!– κάρφωσε το όπλο στον ίδιο του τον εαυτό. Η καλή ψυχή προσεύχεται για τους άλλους ακόμα και μετά το τέλος».]

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΣ

*

*

*