*
Λογοθεσίες από τον
ΗΡΑΚΛΗ ΛΟΓΟΘΕΤΗ
~
Εγκώμιο στις ωμοπλάτες
Όλα τα μέρη του γυναικείου σώματος έχουν εξυμνηθεί δεόντως αλλά ενώ πολλοί παρατηρούν με ζώπυρο ενδιαφέρον τις ωμοπλάτες που εξέχουν από ένα ξώπλατο φόρεμα ή διακρίνονται κάτω από λεπτό σάλι, λίγοι αποπειρώνται να γράψουν γι’ αυτές και ελάχιστοι καλλιτέχνες έχουν επιμείνει στην αισθητική τους ιδιοσυστασία. Οι ωμοπλάτες εντούτοις, αμέσως μετά τη γέφυρα του λαιμού που ενώνει το κεφάλι με το κορμί, είναι το πρώτο σημείο αποβίβασης του βλέμματος στη σωματική ήπειρο. Η ανάγλυφη γεωμετρία τους, ημιτελώς τριγωνική, συνδυάζοντας την ένταση της ακμής με την ηδύτητα της καμπύλης προδιατυπώνει τον χάρτη των επικείμενων ανακαλύψεων. Οι ωμοπλάτες χαρίζουν στους βραχίονες το ιδιαίτερο κινητικό τους ύφος και αποτελούν το ιδεώδες αντίδωρο για τα μαλλιά που ξεχύνονται πάνω τους. Το ρίγος που διατρέχει τη σπονδυλική στήλη ξεκινώντας από τις λαγόνες για να φτάσει σερπετό ως τον αυχένα κυλάει ανάμεσά τους. Τα υπερήφανα τόξα τους δίνουν τη δεσπόζουσα γραμμή στη έγερση του παραστήματος και το σφρίγος τους προικοδοτεί όλους τους τεταμένους χορούς από το τάνγκο ως το φλαμένκο. Οι στίλβουσες ωμοπλάτες είναι τα προγεφυρώματα της ανυπότακτης ομορφιάς.
///
Η εξουσία στους φουκαράδες!
Το σουρομάδημα του Τραμπουκάριου με τον Μασκουλάνιο θυμίζει λιγότερο τις καισαρικές διαμάχες της Ρώμης ή τα βυζαντινά ματς του Βάρδα Σκληρού με τον Βάρδα Φωκά και περισσότερο τους σικέ αγώνες του κατς. Μεγαλοσχήμονες με την κοστουμιά του σακάτη, οι αντίπαλοι δεν διαφέρουν σε τίποτε από τους μικρολωποδύτες που διεκδικούν την κυριαρχία στο σοκάκι. Ψωμίζονται από τη συμμετρία της μιμητικής κακογουστιάς, κομπάζουν με την αναίδεια των βλακόπλουτων, είναι χυδαία ομοιότυπα της συμφοράς. Στερημένοι από τα δώρα του μεγάλου κόσμου, κάνουν μπλιάχ όταν ακούν άγνωστες λέξεις, δεν έχουν την παραμικρή ιδέα για τον Αριστοτέλη ή τον Μπάχ. Ζορίζονται στο ίδιο φτωχό ρεπερτόριο, στα ίδια φτηνά στερεότυπα, στις ίδιες χειρονομίες γελοίας παραφοράς. Οδυνηρά τσαλακωμένοι σε κάποια τρίσβαθα μη ορατά, δανείζονται αλλόκοτες πόζες από θριλλεράκια της σειράς, ασχημονούν στην πίστα της κακομοιριάς, στραβώνουν τη μούρη τους εκδικητικά. Κοκορεύονται και προπηλακίζουν αλλήλους, ανταλλάσσουν χτυπήματα στα μουλωχτά, ενίοτε φιλιώνουν για ν’ αρπαχούν ξανά, λαδώνονται για να ξεφύγουν από τις λαβές, βρίζονται, περιλούονται με χοντρές προσβολές, κλωτσιούνται σαν χαμίνια κάτω απ’ το τραπέζι, χώνουν χύμα μπηχτές για ύποπτες σχέσεις, πρόστυχες δωροδοκίες και παράνομες απολαβές. Χωρίς τη σκοτεινή λάμψη των αστέρων του κακού, ενός Μάκβεθ ή ενός Ιάγου, είναι κατάλληλοι μόνο για τρίτους ρόλους στις γκανγκστερικές ταινίες του Τζέημς Κάγκνεϋ ή του Τζώρτζ Ράφτ. Μ’ αυτά τα προσόντα γιορτάζουν την προαγωγή τους σε ήρωες μίας κλοουνερί της καρπαζιάς, βλέπουν την ιστορία ως θεατρική πλεκτάνη της αρπαχτής και την παίζουν με την προχειρότητα της φάρσας. Ανακατεύουν τις τύχες του κόσμου σαν μουτζαλιές από γεωγραφία του δημοτικού, παίρνουν τα μέτρα της γεωπολιτικής από τη φόρμα της εμπορικής συμφωνίας ενός αλλαντοπώλη με το μπακάλικο της γειτονιάς — κι έτσι εξουσιάζουν χώρες ολόκληρες, ρηχές συνειδήσεις και αγελαίους λαούς.
///
Παιχνίδια εν ου παικτοίς
Αφότου ο Νίτσε ανακοίνωσε τον θάνατο του θεού και η ενθρόνιση του υπερανθρώπου περιέργως καθυστερεί, οι νεκρώσιμες αγγελίες καταφθάνουν η μία μετά την άλλη. Βλοσυροί επιστήμονες πιστοποιούν το τέλος της ιστορίας, της φιλοσοφίας ή της ανθρωποκεντρικής προοπτικής ενώ περισπούδαστοι συγγραφείς διαπιστώνουν τον θάνατο του υποκειμένου, του συγγραφέα και της… Μαριορής! Οι νεκροθάφτες βέβαια πεθαίνουν τελευταίοι καθότι, με τον εαυτό τους πρωτίστως, φαίνονται λιγάκι ασυνεπείς. Ο Ρολάν Μπαρτ βεβαιώνει πως φτάσαμε στο Βαθμό Μηδέν της Γραφής αλλά το θερμόμετρό του είναι αμφίβολης πιστότητας, αφού ο ίδιος εξακολουθεί να γράφει πυρετωδώς. Η Σούζαν Σόνταγκ υπερασπίζεται την Αισθητική της Σιωπής, αλλά δεν μας δίνει το καλό παράδειγμα σωπαίνοντας, αντιθέτως παραμένει λαλίστατη. Ο Μπέκετ βάζει το εκκρεμές να σημάνει το Τέλος του Παιχνιδιού αλλά δεν μαζεύει τους ήρωές του στον πάγκο γιατί θέλει και το επόμενο έργο του να παίζεται και μάλιστα στο διηνεκές.
Συγγραφείς είναι βέβαια, προικισμένα ανακόλουθοι και κάπως αμελείς με τις συνέπειες της επιθανάτιας τελετής στην οποία ποζάρουν ως αρχιερείς. Ηθοποιούς της πένας τους αποκαλεί ένας ήρωας του Κανέτι — και είναι θεμιτό, ακόμα κι όταν παίζουν σε παράσταση ελαφρά, να παίρνουν τον ρόλο που τους έλαχε στα σοβαρά. Το δυστύχημα είναι ότι μερικοί διανοούμενοι, υποκριτές ή αφελείς, τους διαβάζουν κατά γράμμα, τρέφονται από την επιλογική παχυλογία και κλαψουρίζουν ατελείωτα για το τέλος της γραφής. Εάν όμως μερικοί το πιστεύουν ειλικρινά, δεν έχουν παρά να συνυπογράψουν τη δήλωση του Ούλριχ, ενός μυθιστορηματικού χαρακτήρα του Ρόμπερτ Μούζιλ: «Ορκίστηκα να αυτοκτονήσω αν έγραφα ποτέ κάποιο βιβλίο. Διότι το μόνο θέμα για το οποίο θα μπορούσα να γράψω θα ήταν ότι για να είναι κανείς πλήρης δεν χρειάζεται να γράψει ένα βιβλίο. Γράφοντάς το λοιπόν, θα αναιρούσα τον εαυτό μου».
///
Αρχή κακίας αποβλήτων επίσχεσις
Εάν η κατακράτηση των ούρων (στην ιατρική ορολογία επίσχεση) είναι σοβαρό πρόβλημα, η κατακράτηση του φθόνου δεν είναι μικρότερο. Στη χρόνια και μοιραία επιδεινούμενη μορφή τους, οι συγγενείς αυτές παθήσεις έχουν ανάλογα συμπτώματα: συχνουρία και επαναληπτικό υβρεολόγιο. Ο άνθρωπος που βασανίζεται από ατελή ούρηση τρέχει στην πρώτη πίεση σε όποια λεκάνη βρει κοντά του ενώ όσοι πάσχουν από λιμνάζοντα φθόνο καταφεύγουν με την πρώτη αφορμή στα Μέσα Μαζικής Εξυβρίσεως. Τον ρόλο αυτό τον επιτελούσαν κάποτε τα καφενεία, αλλά εκεί η αμεσότητα της επαφής επέβαλλε κάποια όρια ενώ το απύλωτο στόμα αργά ή γρήγορα προξενούσε απέχθεια. Σήμερα αντιθέτως, με την απόσταση ασφαλείας που παρέχουν τα σύγχρονα ηλεκτρονικά μέσα, οι κατρουλήδες των ύβρεων αυξάνονται επιδημικά και ασχημονούν δημοσίως και επιδεικτικά.
Μα η αποφορά τους ακολουθεί γιατί, όπως έλεγαν οι παλιότεροι, όσο και να την τινάξει κανείς οι τελευταίες σταγόνες πέφτουν στο σώβρακο.
///
*
*
*
