*
του ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ
Τις τελευταίες εβδομάδες, η οικονομία των ΗΠΑ έχει δείξει σημάδια απροσδόκητης ανθεκτικότητας, τόσο στο μέτωπο των καταναλωτών όσο και στην αγορά εργασίας. Ακόμη και οι χρηματοπιστωτικές αγορές, παρά την υποβάθμιση του αμερικανικού δημόσιου χρέους από τη Moody’s, καλωσόρισαν τις εμπορικές συμφωνίες που υπογράφηκαν πρώτα με το Ηνωμένο Βασίλειο και μετά με την Κίνα. Αυτές οι εξελίξεις φαίνεται να δείχνουν ότι η αρχική επιθετική πολιτική του Τραμπ μπορεί να μετριαστεί από τις αντιδράσεις των χρηματιστηρίων και των αγορών ομολόγων, από τα συμφέροντα του εκλογικού σώματος — που εξαρτάται από το διεθνές εμπόριο για την παραγωγή και την πώληση των υπηρεσιών τους– και από τους Αμερικανούς καταναλωτές, που δεν μπορούν να κάνουν χωρίς εισαγόμενα αγαθά.
Ωστόσο, αυτές οι συμφωνίες –οι οποίες είναι και προσωρινές– δεν μας επαναφέρουν στην κατάσταση την πριν από τις 2 Απριλίου, τη λεγόμενη «Ημέρα της Απελευθέρωσης», όσον αφορά τους μέσους δασμούς. Επιπλέον, δεν εξαλείφουν την αβεβαιότητα γύρω από τα μέτρα της κυβέρνησης Τραμπ, ενώ επικυρώνουν ουσιαστικά το τέλος της πολυμερούς προσέγγισης που είχε χαρακτηρίσει τις μεταπολεμικές εμπορικές συμφωνίες, πρώτα στο πλαίσιο της GATT και μετά στον ΠΟΕ.
Το διεθνές εμπόριο γίνεται έτσι ένα όργανο πολιτικής πίεσης παρά ένα μέσο για τη μεγιστοποίηση της συλλογικής ευημερίας, όπως φαντάζονται οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι (Σμιθ, Ρικάρντο, κ.λπ.). Εξάλλου πάντα τέτοιο ήταν και με αυτόν τον τρόπο λειτουργούσε, παρά τις φαντασιώσεις τους. Σε αυτό το άκρως πολιτικά αβέβαιο πλαίσιο, η πρόβλεψη των επιδόσεων της αμερικανικής οικονομίας –και κατ’ επέκταση της παγκόσμιας οικονομίας– γίνεται εξαιρετικά περίπλοκη. Ως εκ τούτου, είναι προτιμότερο να κατασκευάζονται διαφορετικά σενάρια και να αναστοχαζόμαστε πάνω σε αυτά. (περισσότερα…)

