
*
του ΠΑΝΟΥ ΣΤΑΣΙΝΟΥ
ΚΑΠΟΙΑ φορά κάποιον καιρό ἕνας ψαρὰς-ζωγράφος
῎Ελεγε ἀτός του «Καθετόσο
»Ψαρεύω στὰ νερὰ τούτης τῆς θάλασσας
»Κι ἀνακαλύπτω τὴν Κακία της
»Μὰ πότε θὰ τὸ πάρω ἀπόφαση
»Πῶς εἶναι θάλασσα-ἐγωίστρια;»
᾿Ετοῦτος ὁ ψαρὰς τὰ δίχτυα του
Τὰ στόριζε περίφημα ποὺ λὲν
Εἶχε τὰ τέλεια δίχτυα ἰδεατὲς
Πλεχτάνες γι᾿ ἄλλα ψάρια
Μὲ βλεφαρίδες καὶ σκιὲς
Καὶ τὸν ἀρχαῖο κοπετὸ στὴν προστασία τους
Λοιπὸν αὐτὸς περιπλανήθηκε
Στὴ φρυκτωρία τῶν τενάγων τῶν παθῶν του
Οἱ δισυπόστατες φρικτές του ἐξαπάτησες
Εἰσέλαυναν ἀργὰ-βουερὰ
Στὴν πνιγηρὴν εὐαισθησία του
Καὶ προσπορίζονταν τὸ αἷμα καὶ τὴ νιότη του
Ἀνταποδίδοντας ὀδύνη
Ἀχά! δυσώνυμε ψαρά
Οἱ ἀνυφαντάκοι ποὺ ζωγράφιζες σ᾿ ἀδράξανε.
Στη «Βαρκαρόλα τοῦ Ψαρᾶ-Ζωγράφου» (Βίαιες Ἐντυπώσεις, ύψιλον: 2009, σ. 325), σκοντάφτω στο καταληκτικό δίστιχο: «Ἀχά! δυσώνυμε ψαρά / Οἱ ἀνυφαντάκοι ποὺ ζωγράφιζες σ’ ἀδράξανε.». Λέξη αν μη τι άλλο λιγοφορεμένη, οι «ανυφαντάκοι» μού φανερώνονται μόλις ανατρέξω στην παλιότερη εκδοχή του ποιήματος (βλ. «Ἡ Βαρκαρόλα τοῦ Ψαρᾶ-Ζωγράφου» στον τόμο Ποιήματα ΙΙ [1979-1984], Gutenberg: 1985, σ. 22). Εκεί το δίστιχο έχει ως εξής: «(Ἀχά! δυσώνυμε ψαρά· / σ’ ἀδράξανε οἱ ἀράχνες πού ζωγράφιζες).» Ακαριαία ανακαλώ ένα άλλο —απ’ τα μικρά του αυτό— ποίημα του Αρμάου, όπου συναντάται επίσης το εν λόγω αρθρόποδο ζωγραφισμένο: «Ἐλέησέ μας Κύριε / Τὰ παιδάρια // Ζωγραφίζουμε ἀράχνες.» (Βίαιες Ἐντυπώσεις, «Μικρὸς Παρακλητικός», σ. 170). Εδώ οι αράχνες δεν σαρκώνονται και δεν επιτίθενται — ίσως εξαιτίας ακριβώς της αφέλειας και του ερασιτεχνισμού των καλλιτεχνούντων ποιητικών υποκειμένων… Κάνοντας ο Αρμάος τις «αράχνες» «ανυφαντάκους», για ν’ αποφύγει την επανάληψη της διατύπωσης, κατορθώνει μια ισχυρότερη αντήχησή της: η ίδια εικόνα επιστρέφει κάμποσες σελίδες μετά (διότι οι Βίαιες Ἐντυπώσεις δεν είναι συγκεντρωτική συλλογή ποιημάτων αλλά Βιβλίο Στίχων) ενισχυμένη, εμπλουτισμένη με μια λέξη σημαντικά βαρύτερη· δεν είναι τυχαίο πως απαλείφονται και οι παρενθέσεις της αρχικής εκδοχής. Η λέξη παίρνει, εδώ, τα ηνία και καθίσταται σημαντικότερη από την ενέργεια. Αφού οι «αράχνες», λοιπόν, απαλείφθηκαν, και μαζί τους και η παρήχηση με το ρήμα «αδράξανε», αυτό εκτοπίζεται στο τέλος του στίχου. Σε μια υποσημείωση της ανάλυσής του επί του «Μικρού Παρακλητικού» (βλ. Ἀναγνωστικὸ τῶν Βίαιων Ἐντυπώσεων τοῦ ποιητῆ Δημήτρη Ἀρμάου, Gutenberg: 2018, σ. 33), ο Α. Κ. Χριστοδούλου επισημαίνει την ενδεχόμενη ετυμολογική συγγένεια «αράχνης» και «ἄρκυος» (διχτυού), θεωρώντας πως ο Αρμάος την «εκμεταλλεύεται»· παρ’ ότι ομολογώ πως δυσκολευόμουν να συμμεριστώ την οπτική αυτή στο πλαίσιο του «Μικρού Παρακλητικού», στη «Βαρκαρόλα τοῦ Ψαρᾶ-Ζωγράφου» είναι σαφές και πως και πώς την εκμεταλλεύεται. Χάρη στην αναστροφή του τελευταίου στίχου, δε, δημιουργούνται δύο παράλληλες διατυπώσεις: «τὰ δίχτυα του / Τὰ στόριζε» (σττ. 7-8) και «Οἱ ἀνυφαντάκοι ποὺ ζωγράφιζες» (στ. 21). Ο ένας στίχος παραλλάσσει τον άλλον νοηματικά, εναλλάσσοντας, σε κάθε μια απ’ τις δύο παραλλαγές, μία λέξη κοινή και μία καθόλου κοινή, με χιαστί μεταξύ τους τρόπο· σταυροβελονιά. Ακόμα και οι «φριχτές εξαπάτησες» της πρώτης εκδοχής (που έπαιζαν με τα «δίχτυα» και τις «πλεχτάνες») γίνονται εδώ «φρικτές», ώστε να παρηχούν με τη «φρυκτωρία» — κι έτσι ν’ ανακτάται η χαμένη παρήχηση του τέλους…
Όλα αυτά μοιάζουν σχολαστικά επειδή ολοφάνερα είναι· πώς ν’ αποφύγει κανείς τη λεπτολογία όταν αποπειράται να προσεγγίσει λεπτολογήματα… Θέλω να πω πως ζητήματα τεχνικά ή και αμιγώς εργαστηριακά είναι αδύνατο να μην ανακύψουν όταν έχουμε να κάνουμε με την ποίηση αυτού του ανθρώπου. Ωστόσο — ο Αρμάος δε λύνει sudoku· μεριμνά για την ισορροπία της σύνθεσης (πόσο μάλλον σε ένα ποίημα που δανείζεται την ονομασία του από ένα μουσικό είδος και αφορά έναν ζωγράφο!), επειδή είναι πεπεισμένος πως κάτι μπορεί να λεχθεί όταν λέγεται όσο το δυνατόν καλλίτερα. Αντιλαμβανόμενος τα ποιήματα σαν υφαντά, για καθετί που ξηλώνεται, υφαίνει κάτι άλλο· δημιουργούνται, έτσι, ιστοί επί ιστών, εντός των οποίων ο αναγνώστης καλείται να κινηθεί. Αναπόφευκτα, θα κατακρεουργήσει πολλούς εξ αυτών και περίτεχνους, είτε με την βιασύνη είτε με την αδεξιότητά του· στο ευτυχέστερο σενάριο, θα πιαστεί εκεί μέσα και θα αναγκαστεί να τους εξετάσει πιο εξονυχιστικά, με πιθανό τον κίνδυνο να το πληρώσει με το τομάρι του. Έχει να αναμετρηθεί με μια παρέλαση προσώπων και προσωπείων, εκατοντάδων πραγματολογικών στοιχείων, περίπου με την ιστορία του πολιτισμού — μα προ πάντων με μία γλώσσα τόσο πολυποίκιλη που μπορεί να καταστεί ασφυκτική· θ’ αναγκαστεί να αναζητήσει έως και λήμματα που δεν έχουν συνταχθεί ποτέ από κανέναν… Το αξιοπερίεργο είναι πως δεν έχουμε να κάνουμε με μία ποίηση που πάσχει από φιλολογίτιδα, ούτε καν με έναν «φιλόλογο-ποιητή»· το ότι η ποίηση του Δημήτρη Αρμάου μπορεί να συνιστά τη χαρά (ή τον τρόμο — αναλόγως) των φιλολόγων, με όλα της τα στριφνά «κλειδιά», τα easter-eggs, την ιδιοσυγκρασιακή της στίξη και τους απίθανους λεκτικούς της τύπους (και αυτά πάντα σε συνδυασμό με το άσβεστο πάθος και την εμμονική επιμέλεια αναφορικά με την τυπογραφία), είναι, βέβαια, εύλογο. Ο τρόπος του (η ιδιοτροπία του δηλαδή) είναι που όχι απλώς υποβάλλει, αλλά που επιβάλλει ατελείωτη διασταύρωση σημείων, επαναληπτικούς ελέγχους και χειρουργικού τύπου εμπλοκή· ανταποδίδει, όμως, με κρυμμένες ποιότητες, δυνάμεις, ρίγη και ιλίγγους εντελώς άλλης τάξεως από τους φιλολογικούς.
Διακινδυνεύω την πρόκληση ενός αμφίθυμου μορφασμού στον φίλο μου Δημήτρη Μαύρο, εξαντλητικό μελετητή του συνονόματού του Αρμάου (ελάχιστη απόδειξη το κείμενο «Το ανώφελο επιτήδευμα ενός διστακτικά αδίστακτου», Νέο Πλανόδιον, τχ.6), όμως αρνούμαι πεισματικά να δεχτώ πως στην ποίηση του Δημήτρη Αρμάου πρωτεύει η εγκεφαλικότητα (όπως επίσης τυγχάνει να μην πρωτεύει και στη δική του). Αν ο Αρμάος εισέρχεται στο (όποιο) ποίημα οπλισμένος με όλα του τα φιλολογικά και γνωσιολογικά εφόδια (και διαθέτει ντουζίνες από τέτοια), δεν είναι παρά για να διαμηνύσει πόσο αφοπλιστικά άοπλος παραμένει απέναντι στην ίδια τη φύση των αισθημάτων, των γεγονότων και των άλλων υποκειμένων. Αυτή η αντιδιαμετρική στρατηγική διατρέχει, άλλωστε, πολυπρόσωπα όλο του το έργο. Επανέρχομαι, αφορμής δοθείσης, στην επίμαχη «Βαρκαρόλα», που πυροδότησε και το παρόν σημείωμα: αφού αρχίζει να πλέκεται σαν ανάλαφρο παραμυθοαφήγημα σε γ΄ ενικό και αφού παρατίθενται κάποια λόγια του ομολογουμένως μελαγχολικού ψαρά-ζωγράφου, που κορυφώνονται σε μια ψιλοκαλαμπουρτζίδικη-ψιλοοδυνηρή ρητορική αναρώτηση («Μὰ πότε θὰ τὸ πάρω ἀπόφαση / Πῶς εἶναι θάλασσα-ἐγωίστρια;»), εκτρέπεται σε μια ανηλεή και όλο και πιο παράδοξη στα συστατικά της ψυχογράφηση, για να καταλήξει στο δίστιχο όπου ξαφνικά ο αφηγητής απευθύνεται σε β΄ ενικό, σαν σε γνώριμο, στον ψαρά-ζωγράφο (που, παρεμπιπτόντως, πλέον δεν είναι «ἕνας» κάποιος, «κάποια φορά», «κάποιον καιρό», αλλά «δυσώνυμος» και άρα συγκεκριμένος) και τον/μας ενημερώνει για το τέλος του. Αυτό το αναφώνημα, μάλιστα, το «Ἀχά!», λες και πρόκειται για τη λύση κάποιου μυστηρίου, μας τραντάζει — και ένα σκοτεινό και μακάβριο συμπέρασμα συνάγεται σε τόνο σχεδόν πανηγυρικό… Δεν είναι οι ιδέες ή οι έννοιες καθαυτές που τσακίζουν κόκκαλα εδώ· είναι η ρυθμική αγωγή σε συνδυασμό με την ακατάπαυστη φροντίδα για τη μορφή, για την επιλογή των λέξεων και των διαστημάτων μεταξύ στίχων, ημιστιχίων, χαρακτήρων. Είναι η αντίθεση ανάμεσα στην οριακά χαρωπή εξιστόρηση και στα δυσοίωνα δεδομένα (αντίθεση η οποία τονιζόταν αυτοπαρωδούμενη στην αρχική εκδοχή, με τον τρουβαδουρικό υπότιτλο «trobar clus», που μας προειδοποιούσε για τη συνθετότητα και τον ερμητισμό της κατάστασης). Η φύση κάθε τέχνης που ασκείται όντως κοστίζει στο δημιουργικό υποκείμενο, όσο κι αν εξωτερικά φαντάζει μια ανώδυνη καλλιέπεια — αυτό λέγεται εν ολίγοις εδώ. Γίνεται, όμως, δραστικό και πειστικό χάρη στο «στήσιμό» του, στις αλλαγές του φακού, στο ξεγύμνωμα μιας φιγούρας που επινοείται (;) για να ζωντανέψει την αρχική υπόθεση ή πίστη. Οι λεπτομέρειες που συνοδεύουν το πρόσωπο γίνονται ανεπαίσθητα σημαντικότερες από το όποιο επιχείρημα ή επιμύθιο. Ο σπαραγμός ενδύεται μανδύα μύθου και μας αφήνει χάσκοντες, να συμπληρώνουμε κενά και να συλλέγουμε στοιχεία, ενώ μας έχει ήδη πλήξει.
Πολλές είναι οι στιγμές, στην ποίηση του Δημήτρη Αρμάου, που κάτι απλό λέγεται με τόσο αναντίστοιχα κρυπτικό και πολύπλοκο τρόπο, ή και αντίστροφα· αυτό που ενίοτε διαφεύγει στους ευαγγελιστές της απλότητας, όταν μιλάμε για ποίηση, είναι πως και το απλό, κάπως δοσμένο, αρχίζει να φέγγει, να κόβει και να ελίσσεται, να διχοτομείται, να εκτραχύνεται και να διαφεύγει. Η ποίηση ανέκαθεν δεν είχε να κάνει με απλότητα — εκτός αν είναι κανείς σε θέση να διακρίνει κάτι απλό και ευκόλως περιγράψιμο στο βάθος μιας αυθεντικής συγκίνησης. Η ποίηση του Δημήτρη Αρμάου μόνον απλή δεν είναι· κι αν επιμένω στο ότι δεν είναι πρωτίστως εγκεφαλική είναι διότι θεωρώ πως είναι πρωτίστως σωματική. Όλη της η σκληροπυρηνική αρτιότητα είναι το προκάλυμμα ενός ταλανιζόμενου εαυτού που επιτελείται από ένα ταλανιζόμενο σώμα. Η ιστορία του ψαρά-ζωγράφου είναι κι αυτή ενδεικτική· με καμβά του τη θάλασσα, ζωγραφίζει τα δίχτυα του με τρομερή μαεστρία, αλλά εκείνη συνεχίζει να μην του φέρεται με τον καλύτερο τρόπο. Για να περιγραφούν τα πάθη του, επιστρατεύεται η αντίφαση των φλεγόμενων πυρσών σε στάσιμα νερά· σταδιακά, η έτσι κι αλλιώς «πνιγηρή» του ευαισθησία αλώνεται από τις πάσης φύσεως αυταπάτες. Αφαίμαξη, γήρας, οδύνη, θάνατος — και δη θάνατος οφειλόμενος στα ίδια του τα δημιουργήματα, που κερδίζουν τη σωματική τους υπόσταση, στερώντας του τη δική του. Φεύγω από τη «Βαρκαρόλα» και σταχυολογώ: «Ἕναν αἰώνα τοῦτο τὸ κορμὶ δερνότανε ἀπ’ τὸν ἄνεμο τοῦ κόσμου», «Γερὰ τὰ σπλάχνα μου ἀνοιγμένα μπροῦντζο ἀναλυτό», «Καὶ πάνω ἀπ’ τὸν καιρὸ ποὺ μόνο φθείρεται / Τὸ θαῦμα τῶν σωμάτων / Ὅ,τι πνευματικότερο χάρισε ὁ οὐρανὸς / Στὰ πλάσματα ποὺ κλαῖνε γιὰ νὰ παίζουν.» Αν βαλθεί κανείς να αφαιρεί (με κόπο και υπομονή) την διανοητική κρούστα από τα αραχνοΰφαντα ποιήματα του Αρμάου, θα μένει πάντα, στο τέλος, με ένα σώμα που επιθυμεί και πάσχει. «—Πεθαίνω καρδούλα μου / Πεθαίνω ἀπὸ πάχος καὶ πένθος!» Προσωπικά, από τη στιγμή που κατάφερα να υποπτευθώ κάνα-δυο μονοπάτια εντός των αλλεπάλληλων ανυφαντόπανων της ποιητικής του τέχνης, δεν έπαψε να με αφορά κυρίως ο πικραμένος Αρμάος — αυτός που λαβώνεται, σωριάζεται, παραπονιέται και σφαδάζει, φορώντας την παντοδύναμη φιλολογική του αρματωσιά για ξεκάρφωμα.
*
*