Η τάτσα και η σπουρτόλοη

*

Η τάτσα

«Εν τάτσα, κυρία, τούντο πράμαν μες στο κείμενον». Εθώρουν τον τζ̆ι έν επίστευκα στ’ αφκιά μου. «Εν πελλάρες τούντα πράματα που μας λαλείτε. Τζ̆αι τούντο σημαδούιν εν τάτσα, όπως τζ̆αι πολλά άλλα. Άμαν στάξει το παγωτόν πά’ στο παντελόνιν σου, τατσώννει σού το∙ άμαν παουρίζει ο τζ̆ύρης σου ούλλη μέρα τζ̆αι φκαίννεις να παίξεις με τους φίλους σου μες στον δρόμον τζ̆ι ακούουν ούλλοι τες παουρκές του, γίνεσαι η τάτσα της γειτονιάς∙ που επήα στο χωρκόν μας στα κατεχόμενα, εθώρουν τάτσες παντού: πά’ στα σπίθκια τζ̆αι τες εκκλησ̆ιές που τες σ̆σ̆ιπεθκιές τζ̆αι τες πόμπες∙ τούτη η κρεατοελιά που ’χω πά’ στην μούττην μου εν που γεννησιμιού μου –άδε τάτσαν πά’ στην φάτσαν μου!– τζ̆αι καμιά κορούα έν με θέλει∙ που επήεν τζ̆ι επαντρεύτην ο παππούς μου τζ̆είνην την Φιλιππινέζαν, ετάτσωσεν το σόιν μας. Τωρά εκατάλαβες, κυρία; Όι άνω τελεία∙ τάτσα».


τάτσα, η: λεκές∙ στίγμα
παουρίζω: ουρλιάζω
σ̆σ̆ιπεθκιά, η: πυροβολισμός

~.~

Η σπουρτόλοη

Ήθελες να τα σπουρτάς ούλλα, έννεν; Έν έκλειες τζ̆είντο στόμαν σου ποττέ. Όποιος τζ̆ι αν σ’ ερώταν για τζ̆είνον, για το άλλον, εσπούρτας του το. Έπρεπεν να πεις τον λόον σου. Γιατί έν εσιώπας, σιόρ; Γιατί έν εμίλας λλιόττερον; Πάντα ήθελες να συντυχάννεις. Ελάλουν που μέσα μου, πότε εννά αννοίξει τα μμάθκια της τούτη τζ̆αι να το πάρει πρέφαν πως ο κόσμος εν κακός; Έντζ̆ε ήτουν ανάγκη να ξέρει η αρφή γιά η φιλενάδα σου αν ι-μπορούμεν να κάμουμεν κοπελλούιν τζ̆αι τόσα χρόνια παντρεμένοι ίνταμπου φταίει τζ̆ι έν εκάμαμεν γιά πόσα ριάλλια πιάννω ή γιατί ζ̆ούμεν μες σε τούντο σπιτούιν κόμα. Έντζ̆ε ήτουν ανάγκη να ξέρουν με ποιον ετζ̆υλιέσουν μες στα παπλώματα τζ̆ι έδρωννες τα μαξιλάρκα, άμαν εγιώ επήαιννα για δουλειές στα ξένα. Αλλά εσού εσπούρτας τα ούλλα. Εποταυρίζεσουν που το παραθύριν πουρνόν-πουρνόν μες στον λάλλαρον ή τον σ̆ιονιάν για να σπουρτήσεις της γειτόνισσας την ψυσ̆ήν σου. Άρεσκεν σου να βάλλεις φωθκιές που εν ι-σβήννουν. Έν σ’ έκοφτεν αν τζ̆είνα που ελάλες ετρώαν τα συκώθκια μου, αν εγίναν ρότσος πά’ στην ράσ̆ην μου. Μα έν άντεξεν άλλον μέ η ράσ̆η μου μέ η ψυσ̆ή μου – ούτε τα σ̆έρκα μου αντέξαν. Εσπούρτησες όπως την παττίχαν που ππέφτει χαμαί που τα σ̆έρκα του πλασμάτου. Θκιάορκας σου. Εκαούρτισες με. Λαμπρόν να με κάψει. Μα τωρά έν θα σπουρτάς τίποτε πιον. Έν θ΄αννοίξεις το στόμαν σου ποττέ ξανά. Κανένας έν θα σε ξαναπεί σπουρτόλοην!


σπουρτόλοος, ο: αυτός ο οποίος δεν κρατάει τη γλώσσα του∙ επιπόλαιος
σπουρτώ: αμολώ∙ σκάω
συντυγχάννω: μιλώ, κουβεντιάζω
γιά: είτε
ποταυρίζουμαι: τεντώνομαι
λάλλαρος, ο: καύσωνας
σ̆ιονιάς, ο: βαρυχειμωνιά
ρότσος, ο: πέτρα
ράσ̆η, η: ράχη
μέ: ούτε
σ̆έριν, το: χέρι
παττίχα, η: καρπούζι
θκιάορκας σου: πανάθεμά σε
καουρτίζω: προκαλώ στενοχώρια
λαμπρόν, το: φωτιά
πιον: πια

ΜΑΡΙΑ ΤΖΙΑΟΥΡΗ ΧΙΛΜΕΡ

*

*

*