*
ΣΑΠΙΟ ΝΕΡΟ
Βαστώ μιαν ανάσα φωτιά στο πνευμόνι·
φελλοί στα ρουθούνια, στο στόμα πανί.
Η σάρκα μου αλέθεται, σπάζει, παλιώνεικι αλέθει: φορέματα, δείπνα, ηδονή.
Γωνιές σκαληνών ανεκπλήρωτων λειαίνω
να γίνουνε τσέρκια, δακτύλιοι στιλπνοί·κυλάνε μακριά μου και πίσω ξεμένω,
σαν πάσσαλος μοιάζω μπηγμένος στη γη.
Και ποιο είν’ ενός πάσσαλου το πεπρωμένο;Να στέκει. Το σώμα του όλο πληγή·
μ’ αγκίστρια και σύρμα τα μέλη μπλεγμένα·
λιγότερος μένει από δύση σ’ αυγήκαθώς η σκουριά τα ’χει κανονισμένα…
Φορές σαν διαβαίνω από έλη κοντά
–σαν τραύματα χάσκουν κακοφορμισμένα–η εικόνα σε κάποια απορία απαντά:
«Ποια είμαι; Ποιας βίο διάγω;» Τι κρίμα
εδώ ο εαυτός σου να σε συναντάστις λάσπες του βούρκου… Αβάδιστο βήμα
σ’ αργό σημειωτόν ξοδεμένο, νωθρό·
σαν να ’σαι του κόσμου το στάσιμο τμήμασαν να ’σαι, εσύ η ίδια, το σάπιο νερό…
Βαστάω μια λέξη, στουπί σε μπιτόνι
βενζίνης· καλά μουλιασμένη καιρό.Βαστώ και μι’ ανάσα φωτιά που φουντώνει.
///
ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ
Σ’ ένα παλιό παγκάκι παρά θιν’ αλός
διαβάτισσα ξαπόσταινα, όπως τόσοι κι άλλοι…
Και νά! Παράμερα ένας τσαλαπετεινός!Μέσ’ απ’ τα χόρτα το λοφίο ξεπροβάλλει
κι είναι το ράμφισμα πελέκι ρυθμικό
σε θαλασσόξυλο στου νου το περιγιάλι –υπενθυμίζει των θνητών το ριζικό…
Τόσος καβγάς για περιφράξεις κεκτημένων,
τόση λαχτάρα, τόσο πάθος κτητικόγια όλα αυτά που είναι προικιά των επομένων
κι απ’ τους παλιούς σκυτάλη και κληρονομιά.
Σ’ ένα βλεφάρισμα σε πρόφτασε το μέλλον:τραβάς την πόρτα, το κλειδί στην κλειδωνιά
κι είν’ ελαφριά η αποσκευή σου: μόνο ζέστη
φιλιού και γεύσεις, ψιθυρίσματα, καπνιάμαχών, οσμές κορμιού κι ένα «Χριστός Ανέστη»…
Ίδια κι ο άθλιος, ίδια κι ο ικανός
θα βαφτιστεί γυμνό σαρκίο στον ασβέστηπριν τη βουτιά στο ελλειπτικό του μηδενός.
Όσο ανήκει το παγκάκι στον διαβάτη
κι έχει δικό του το χορτάρι ο πετεινόςτόσο ανήκει σ’ οποιονδήποτε ένα «κάτι»
ή στον Αλέξανδρο η δόξα της Περγάμου…
Ένα πλατάγισμα μου χάιδεψε την πλάτητις σκέψεις σκόρπισε σαν τα σπυριά της άμμου.
Ο φτερωτός μου φίλος, κυνηγός δεινός
χορτάτος πια, βαρέθηκε τη συντροφιά μου·μακριά πετάρισε ξέροντας προφανώς
πως τα δικά μου μόνο σήμερα είν’ δικά μου·
αύριο ετέρου και ουδέποτε τινός.///
ΚΟΝΤΟΡΕΒΥΘΟΥΛΗΣ
Έχω στις τσέπες μου σωρό χαλίκια.
Σαν εξοκείλω από τον ίσιο δρόμο
κι ακολουθήσω μι’ άλλη οδό ανοίκεια,τα ρίχνω πίσω μου πάνω απ’ τον ώμο
με πειθαρχία υπνωτισμένης δούλης
που υπηρετεί απαρέγκλιτα τον νόμο.Ένας μοντέρνος κοντορεβυθούλης
που να γυρίσει πρέπει πριν νυχτώσει
και τον στριμώξει κάποιος βελζεβούλης– αλίμονο! Κυκλοφορούνε τόσοι!
Γι’ αυτόν του μύθου, στέρξατε πουλιά μου
το ήμαρ το νόστιμον να το γλιτώσει…Μα τα χαλίκια αλήθεια τα δικά μου
ποιος στο μολύβι τα ’χει βουτηγμένα;
Ποια διδαχή και ποια πληγή βαθιά μουκι είναι βαρίδια πιο βαριά από μένα
και κουβαλώ καδένες και πασσάλους
και στο κρανίο μου καρφιά μπηγμένα;Πίσω απ’ τη ράχη μου, γράφουνε άλλους
δρόμους οι πέτρες για να περπατήσω·
αχνούς μα ύπουλους μες στους μεγάλους,δρόμους αντίρροπους, που βγάζουν πίσω.
Φύσα νοτιά, σβήσ’ τα ίχνη, φύσα δίκαια
σκόρπα τα· να χαθώ και να σκορπίσω…Έχω στις πλάτες μου σωρό ζαλίκια.
ΑΝΝΑ ΣΠΥΡΑΤΟΥ
*
*
