Steve Sem-Sandberg, Μια νύχτα με τον Χόλαν (και άλλους επισκέπτες)

*

Ακουστικές μνήμες   Επιστρέφω στην Πράγα μαζί με τον ποιητή και τον νυχτακουστή. Ξέρετε τι είναι ένας νυχτακουστής; Νυχτακουστής είναι κάποιος που αφουγκράζεται διαρροές νερού, όλα όσα αποβάλλει μια μεγάλη πόλη. Ακριβώς αυτός ο νυχτακουστής πηγαίνει στο πόστο του στις δέκα το βράδυ και φεύγει ξανά το πρωί, στην ώρα αιχμής, στις έξι ή επτά. Η νύχτα είναι σαφώς η πιο κατάλληλη ώρα για κάποιον που θέλει να αφουγκραστεί διαρροές, όπως τα σαββατοκύριακα είναι προτιμότερα από τις εργάσιμες και ο χειμώνας από το καλοκαίρι. Άλλωστε, μια διαρροή δεν είναι κάτι που απλώς το πιάνεις με τα αυτιά σου στα καλά καθούμενα: απαιτεί κριτική ικανότητα, εμπειρία και μια καλή δόση τύχης. Ο νυχτακουστής ανοίγει το κάλυμμα του υπονόμου, κατεβάζει τον αισθητήρα του και ακούει. Τα αυτιά του ακούν βουητά και νερό να κυλάει σε σωλήνες και αγωγούς δικτύου· μερικές φορές ακούγονται μόνο τικ τακ, όπως ο χτύπος μικρών ρολογιών. Άλλοτε μπορείς να ακούσεις ολόκληρα κτίρια να τραγουδούν, μια ηχητική δόνηση παρόμοια με εκείνες που εμφανίζονται στο κάλυμμα μιας βάρκας ή στον σιδερένιο οπλισμό ενός εργοταξίου όταν κάνει κρύο και φυσάει. Σε αυτό το επάγγελμα αναπτύσσεις την ακοή σου. Ο νυχτακουστής μπορεί να ακούσει άνδρες να αγκαλιάζουν τις γυναίκες τους, να χτυπούν τα παιδιά τους ή να φωνάζουν στοργικά τα σκυλιά τους· μπορεί να ακούσει απορροφητήρες κουζίνας να βουίζουν, πλυντήρια να περιστρέφονται, πόρτες να τρίζουν και να χτυπούν με δύναμη. Μερικά πράγματα ενδεχομένως να τα περιφρονεί, μερικά να τον ελκύουν: είναι μέρος του επαγγέλματος. Ωστόσο, το σημαντικό είναι οι διαρροές, να τις εντοπίσει, να σταματήσουν να στάζουν έστω για λίγο. «Ούτε μια νύχτα χωρίς μια γερή διαρροή», αυτό είναι το μότο του. Την περασμένη εβδομάδα ανακάλυψε μια μεγάλη διαρροή στην περιοχή Λίμπενι. Δεκαπέντε χιλιάδες λίτρα νερού τη μέρα έσταζαν από ένα απλό ενοικιαζόμενο διαμέρισμα, και ο σπιτονοικοκύρης δεν το είχε καν παρατηρήσει. Υπάρχουν επιφανειακές διαρροές, όπως εκείνες που φαίνονται και ακούγονται, και εσωτερικές διαρροές, ακριβώς όπως στους ανθρώπους υπάρχουν τραύματα που φαίνονται και όσα χρειάζονται ένα εκπαιδευμένο μάτι –ή αυτί– για να τα ανιχνεύσει. Αν μέσα σε έναν χρόνο ο νυχτακουστής τύχει να βγει σε σύνταξη, θα έχει σαράντα χρόνια στο επάγγελμα και θα έχει δει και ακούσει τα περισσότερα· όμως γι’ αυτόν τον λόγο δεν θα σταματήσει να ακούει. Έτσι όπως κάθεται ευθυτενής στην καρέκλα, θα προσπαθήσει να συλλάβει τον πιο φευγαλέο ψίθυρο που περνά μέσα από το αυτί του, αλλά του λείπει το σημαντικότερο: ένα μοτίβο μέσα στο οποίο θα υφάνει τους ήχους. Η ζωή μάς εγκαταλείπει πάντα όταν βρισκόμαστε στη μέση της. Σε αντίθεση με ό,τι πίστευε ο Γιαν Άμος Κομένιους, ο λαβύρινθος δεν ανοίγει όταν πλησιάζουμε στο τέλος του: πεθαίνουμε στη μέση μιας ανάσας, με φωνές που κραυγάζουν ακατανόητες λέξεις στα αυτιά μας.

*

Vladimír Holan

 

Μια νύχτα με τον Χόλαν   Στη μιάμιση μετά τα μεσάνυχτα είναι μια μαγική στιγμή στην Πράγα. Όταν το τράνταγμα των τραμ δεν ακούγεται πια και τα ασθενοφόρα δεν ουρλιάζουν, το ποτάμι κυριεύει ολόκληρη την πόλη: ο Μολδάβας ακατάπαυστα κυλάει, ρέει, ξεχύνεται μέσα από τα φράγματα. Παρκάρω το αμάξι μπροστά στον τοίχο στην Ου σοβοβίχ μλίνου 7, στο νησί Κάμπα, μόλις ένα βήμα από το ποτάμι.

*

Kampa, U Sovových mlýnů

Για πάνω από δύο δεκαετίες ο ποιητής Βλαντιμίρ Χόλαν έμεινε απομονωμένος στο σπίτι πίσω από αυτόν τον τοίχο. Δεν έβγαινε έξω. Σπανίως δεχόταν επισκέπτες. Τη μέρα κοιμόταν. Τη νύχτα, όπως τώρα, καθόταν πίσω από κλειστές κουρτίνες, έγραφε, μετέφραζε ελισαβετιανή ποίηση και άκουγε Μότσαρτ στο ραδιόφωνο, το οποίο είχε στήσει σαν βωμό στο πίσω μέρος του γραφείου. Ο Γιαν Χάλας, γιος του ποιητή Φράντισεκ Χάλας, ήταν βαφτισιμιός του Χόλαν και ένας από τους λίγους στους οποίους επέτρεψε να μπουν στο σκοτεινό του εργαστήριο. Ο Χάλας έχει περιγράψει με τρυφερότητα το ραδιόφωνο του Χόλαν: ένα μεγάλο ρουστίκ αντικείμενο, σαν εκείνα που κατασκευάζονταν τη δεκαετία του 1950 (ο παππούς μου είχε ένα παρόμοιο), με μεγάλα καφέ κουμπιά και ένα φωτεινό πάνελ στη μέση, όπου μπορούσες να διαβάσεις όλους τους σταθμούς πάνω από τις συχνότητες: Λονδίνο, Βουδαπέστη, Βιέννη, Λένινγκραντ. «Σε μια τόσο προχωρημένη ώρα, η καρδιά σφίγγεται από φόβο / ακούγοντας διαρκώς μουσική, κι ούτε μια ανθρώπινη φωνή», γράφει ο Χόλαν στη δεύτερη από τις σουίτες με τίτλο Mozartiana. Ο Μότσαρτ ήταν ο αγαπημένος του συνθέτης. Μετά βίας άκουγε κάτι άλλο. Ίσως γιατί, όπως ο Μολδάβας τώρα, που τίποτα δεν διαταράζει την προς βορρά πορεία των ισχυρών υδάτων, έτσι και ο Μότσαρτ κατορθώνει με τη μουσική του να γεμίσει την παραμικρή γωνιά και κόγχη του κόσμου. Απλώς δεν υπάρχει ούτε ένα μέρος όπου να μπορεί να τρυπώσει η αγωνία.

*

Kampa, πάρκο – προτομή Josef Dobrovský

 

Κάμπα   Ένας περίκλειστος χώρος, ένας κόσμος από μόνος του: έτσι μπορεί να περιγραφεί αυτό το νησί στο κέντρο της Πράγας. Ενώνεται σαν πτυχή με το «Μικρό Μέρος» (Μαλά Στράνα), τη «Μικρή Πόλη» της Πράγας, με το ένα άκρο στη Γέφυρα του Καρόλου και την προέκταση της Βασιλικής Οδού πάνω στο Κάστρο, και με το άλλο εκεί που η Γέφυρα της Λεγεώνας οδηγεί στην παλιά Πλατεία Νίκης, κάτω από την οποία βλέπουμε ακόμη τις παλιές μαούνες να επιβιβάζονται στα φράγματα, με τα φανάρια στην πρύμνη και τον υπόκωφο παλμό των μηχανών. Λες και σε μια σχεδόν αδιόρατη χειρουργική τομή στο εσωτερικό της πτυχής, το Τσέρτοβκα, το «Κανάλι του Διαβόλου» (στην ουσία ένα κανάλι για νερόμυλο στον βραχίονα του Μολδάβα), τρέχει και χωρίζει το νησί απ’ όλη τη στεριά. Το Κανάλι του Διαβόλου σχεδόν ξεχειλίζει από βλάστηση στο νότιο άκρο του νησιού, αλλά κυλάει αυστηρά και απαλά μπροστά από τις ψηλές προσόψεις των βόρειων σπιτιών, των οποίων οι χαμηλές πέτρινες κολώνες και οι μπαρόκ αψίδες δίνουν στις γειτονιές μια σχεδόν βενετσιάνικη αύρα. Έτσι όσοι κατοικούν εκεί μπορούν να πάνε κατευθείαν από το σπίτι στις αγκυροβολημένες βάρκες και να αφήσουν το ρεύμα να τους βγάλει στον Μολδάβα.

Στις αρχές του αιώνα, το Κάμπα δεν ήταν καθόλου ευχάριστο θέαμα: ένα από τα φτωχότερα μέρη της ήδη παρηκμασμένης Μικρής Πόλης, με υγρά σπίτια, όλο ρεύματα, που γονάτιζαν μέσα στο νερό. Ένα γκέτο για τους φτωχούς και τους περιθωριοποιημένους, έτσι αποκαλείται για παράδειγμα το νησί στο πρώτο και μοναδικό μυθιστόρημα του Έγκον Έρβιν Κις, Der Mädchenhirt (1914), του οποίου ο ήρωας Γιάρντα κατάγεται από εδώ. Με πονηριά και τεχνάσματα, αυτός ο τυπικός της εποχής του μπάσταρδος ανελίσσεται από σερβιτόρος σε προαγωγό, ώστε να εκδικηθεί τελικά τον πλούσιο Γερμανό πατέρα που κάποτε τον ανέθρεψε. Μετά τον πόλεμο και την ανεξαρτησία το Κάμπα αλλάζει όψη. Η παρακμή γίνεται πιο εκλεπτυσμένη. Το νησί αποκτά τα χαρακτηριστικά αποικίας καλλιτεχνών. Το σπίτι όπου έζησε ο Χόλαν είναι ουσιαστικά ένα μικρό ροκοκό παλάτι, που χτίστηκε το 1797 ως κατοικία του Γιόζεφ Ντομπρόβσκι, ο οποίος έγραψε μια από τις πρώτες μελέτες για την τσεχική γλώσσα και λογοτεχνία. Αν και έζησε εδώ μόνο πέντε χρόνια, το σπίτι μέχρι σήμερα ονομάζεται U modrého abbé, «σπίτι του μπλε ιερέα», και ο Ντομπρόβσκι απεικονίζεται σε μια προτομή πάνω σε ψηλό βάθρο στην είσοδο του κοντινού πάρκου. Στον όροφο πάνω από τον Χόλαν έζησε ο διάσημος ηθοποιός και καλλιτέχνης του βαριετέ Γιαν Βέριχ, ενώ στο σπίτι στην άλλη πλευρά της πλατείας, όπου έμεινα για ένα διάστημα με τη γυναίκα και το παιδί μου, έζησε ο επίσης διάσημος συνάδελφος του Βέριχ, ο Έντουαρντ Κόχουτ. Ακόμη και σήμερα μπορεί κανείς να δει τον βαριά αλκοολικό σύντροφό του, κύριο Χούντετσεκ, να κατεβαίνει τρεκλίζοντας τα φθαρμένα σκαλοπάτια για να μαζέψει ή να ξαναγεμίσει τα άδεια ποτήρια της μέρας.

Αυτή η εκλεπτυσμένη λίστα ονομάτων είναι μόνο μια εικόνα του Κάμπα. Κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, το πάρκο στο βόρειο τμήμα του νησιού καταλαμβάνεται από τους νεαρούς αποστάτες του κράτους πρόνοιας, νεαρούς άνδρες και γυναίκες με χένα και χίπικα ρούχα. Τις ζεστές μέρες που δεν φυσάει, ο χτύπος του τύμπανου αιωρείται σαν ακουστική κουβέρτα κάτω από τις βελανιδιές και η μυρωδιά των τσιγάρων με χασίς και μαριχουάνα τσιμπά τα ρουθούνια. Αναρωτιέται κανείς τι θα σκεφτόταν ο ποιητής βλέποντας το νησί του να κυριεύεται από αυτό το νέο λούμπεν προλεταριάτο. Πιθανόν να μην τον ένοιαζε. Γι’ αυτόν (ιδίως αφού δεν έβγαινε ποτέ έξω) το Κάμπα ήταν πρωτίστως ένα νοητικό τοπίο, όπως το νησί στην Τρικυμία του Σαίξπηρ: εξημερωμένο πάρκο και κατάφυτη ζούγκλα συγχρόνως· ένας κόσμος με κατουρημένους ψηλούς τοίχους και βαθιά, σκιερή βλάστηση: ένας λαβύρινθος όπου ο χρόνος και ο χώρος διατρέχουν ο ένας τον άλλον. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια πολύ απλή ιστορία. Οι κομμουνιστές τον εκτόπισαν. Ο ποιητής απάντησε με το να κλειστεί στον εαυτό του, και πίσω από τους τοίχους πήρε μαζί του όχι μόνο βιβλία και φυλλάδια με ποιήματα, αλλά και τη μουσική του Μότσαρτ, την ποίηση και όλη αυτή τη λαμπρή κλίμακα των ξένων πόλεων.

 

Στον λαβύρινθο   Στις αρχές Νοεμβρίου του 1995, έκανε ασυνήθιστη για την εποχή ζέστη σε όλη την κεντρική Ευρώπη. Αν ανασύρει κανείς παλιούς μετεωρολογικούς χάρτες, μπορεί να δει πώς το κύμα καύσωνα διατρέχει όλη την ήπειρο σαν μια μακριά ράχη: στενή σαν σπονδυλική στήλη στο ύψος του Βερολίνου, έπειτα διογκώνεται σιγά σιγά μέχρι να φουσκώσει στο ύψος του Βελιγραδίου και των άλλων βαλκανικών πόλεων. Στην Πράγα επίσης σημειώνονται υψηλές θερμοκρασίες: 20 με 22 βαθμοί σχεδόν καθημερινά. Τη μέρα ένας διογκωμένος ήλιος εκτοξεύει ένα χαμηλό αλλά έντονο φως, σαν να βγαίνει από τούνελ, κάτω από τις πλατιές βελανιδιές του Κάμπα. Όταν πέφτει το σούρουπο, η αφύσικη ζέστη ανεβάζει από το ποτάμι μια αποπνικτική υγρή αχλή που επικάθεται σαν πάπλωμα πάνω από τα πάντα. Ακόμη και το γυάλινο καπάκι της παλιάς συλλογής εντόμων που αγόρασα από τον παλιατζή στην Οστροβνί σκεπάζεται από ένα λεπτό στρώμα υγρασίας. Εκεί πίσω, αόρατα, τα έντομα ακούγονται να ξύνουν και να σέρνονται ανήσυχα ολονυχτίς. Καθώς αυτή η όψιμη βρετανική καλοκαιρινή ζέστη εισβάλλει στην Ευρώπη, οι αρχηγοί τριών δημοκρατιών της πρώην Γιουγκοσλαβίας κάθονται κλειδωμένοι επί μέρες στην αεροπορική βάση Ράιτ-Πάτερσον, στο Ντέιτον του βόρειου Οχάιο. Από τα αρχηγεία τους επικοινωνούν μόνο μέσω διαμεσολαβητών, οι οποίοι ταξιδεύουν συνεχώς στους στρατώνες με νέες διορθώσεις στους χάρτες και προτάσεις επανεγκατάστασης. Έτσι είναι που «ο κόσμος κρατά την ανάσα του», όπως λένε τα καθημερινά δελτία ειδήσεων. Έχοντας μόλις επιστρέψει από τα Βαλκάνια, κάθομαι στο χαμηλό φως που μοιάζει να βγαίνει από τούνελ, κάτω από τις βελανιδιές του Κάμπα, και διαβάζω το Labyrint světa a ráj srdce (Ο λαβύρινθος του κόσμου και ο παράδεισος της καρδιάς) του Γιαν Άμος Κομένιους. Ίσως το πιο διάσημο έργο του, που το έγραψε το 1623 στο Μπραντίς ναντ Ορλιτσί της Βοημίας, με την υποστήριξη του κόμη Καρόλου του Πρεσβύτερου του Ζεροτίν. Καταβεβλημένος από την απώλεια της γυναίκας και των δύο παιδιών του, έβαλε στο έργο τον υπότιτλο: «μια φωτεινή περιγραφή, που σκοπεύει να δείξει ότι σε αυτόν τον κόσμο δεν υπάρχει τίποτε άλλο παρά σύγχυση και ψηλάφηση, ολισθήματα και μόχθος, δόλος και παραπλάνηση, δυστυχία και θλίψη, και τελικά εξάντληση και απελπισία για όλα· αλλά ότι αυτός που μένει μόνος του με τον Κύριο, θα βρει εν τέλει πλήρη γαλήνη και χαρά».

Ως προς τη μορφή, δεν πρόκειται για ιδιαίτερα πρωτότυπο έργο: ένα είδος Πορείας του Προσκυνητή σε βοημικό έδαφος. Το περιεχόμενο όμως είναι πιο πρωτότυπο, εξίσου και η συνεπής χρήση των μεταφορών. Ο αφηγητής έχει φτάσει στο στάδιο της ζωής όπου νιώθει την ανάγκη να αναζητήσει τη γνώση του κόσμου και γι’ αυτό ζητά τη βοήθεια δύο συντρόφων, του κυρίου Πανταχού παρόντα και του κυρίου Απατηλού. Ο κύριος Πανταχού παρών στην αρχή ρωτά τον αφηγητή αν έχει ακούσει για τον διάσημο λαβύρινθο της Κρήτης και, όταν ο αφηγητής απαντά ναι, τον διαβεβαιώνει ότι είναι μια κουκίδα σε σύγκριση με τον λαβύρινθο που είναι ο κόσμος. Ο πειρασμός να γνωρίσει τον λαβύρινθο γίνεται ασυγκράτητος, ο αφηγητής δέχεται να τον οδηγήσουν οι δύο σύντροφοι, και έτσι αρχίζει το ταξίδι.

Ο Κομένιους σχεδίασε ένα σκίτσο του λαβύρινθου όπως τον φαντάστηκε: στο κέντρο του υπάρχει μια αγορά και γύρω της, σαν ένα σύστημα ομόκεντρων κύκλων, στενά μονοπάτια όπου μυριάδες άνθρωποι κινούνται σε ένα φαινομενικά χαοτικό ρεύμα. Έτσι απεικονίζεται ο λαβύρινθος στο βιβλίο. Αποδεικνύεται να είναι ένας φοβερός, θορυβώδης τόπος, γεμάτος δυστυχία και συμφορά, θυμό, φθόνο, απληστία και μίσος. Με την καινούργια του ματιά και με τις εξηγήσεις των συντρόφων του, ο αφηγητής συνειδητοποιεί πως ακόμη και ό,τι ίσως φαινόταν σημαντικό, μέχρι εξυψωμένο και ευγενές, κείται σε μια βάση ψευδαίσθησης και εξαπάτησης. Τίποτα δεν κερδίζει την εύνοιά του, ούτε καν ο γάμος μεταξύ άνδρα και γυναίκας, και καμιά επαγγελματική κατηγορία, ούτε καν οι δικαστές ή ο κλήρος. Πάνω απ’ όλα όμως ο λαβύρινθος εμφανίζεται σε όποιον η ματιά του έχει απαλλαγεί απ’ όλες τις ψευδαισθήσεις ως ένας κόσμος όπου κάθε φαινομενικά ελπιδοφόρα είσοδος αποδεικνύεται ένα λάθος, ένα στενό και δύσκολο πέρασμα που δεν οδηγεί πουθενά παρά μόνο μακρύτερα από τον στόχο που νομίζαμε ότι ήταν τόσο κοντά. Δεν υπάρχει κανένα τέλος, μας διδάσκει ο Κομένιους, δεν υπάρχουν έξοδοι. Αφού σταματήσουμε να έρπουμε μάταια, μας περιμένει μόνο η αποσύνθεση και ο θάνατος.

*

Ο λαβύρινθος του Comenius

 

Ένα ταξίδι ζωής   Ο Κομένιους πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του είτε ως φυγάς είτε περιπλανώμενος άσκοπα στη σπαραγμένη από πολέμους Ευρώπη. Από το Νίβνιτσε της Μοραβίας, όπου γεννήθηκε στις 28 Μαρτίου 1592, μετακόμισε στο Πρέροφ, όπου σπούδασε στη λατινική σχολή. Για περαιτέρω σπουδές ταξίδεψε στην Πράγα και από την Πράγα μέσω Χέρμπρον στη Χαϊδελβέργη («πεζός», όπως επιπλέον αναφέρει στον χάρτη). Ύστερα επέστρεψε στην Πράγα και τη Μοραβία, και από κει αναχώρησε για το Λέζνο της Πολωνίας, όπου θα κατέφευγε πολλές φορές. Κατόπιν νέες αναχωρήσεις, νέα ταξίδια: στο Άμστερνταμ και στο Λονδίνο, στο Σάροσπατακ της Ουγγαρίας, στο Γκντανσκ και στο Έλμπλαγκ, ενώ για ένα διάστημα περιπλανήθηκε μακριά, μέχρι το Νόρσεπινγκ  και τη Στοκχόλμη. Λίγοι άνθρωποι ενσαρκώνουν τη δυστυχία της εξορίας τόσο βαθιά όσο αυτός· ή μήπως ενσαρκώνεται σε αυτόν μια ολόκληρη εποχή; Η λατινική λέξη exsilium σημαίνει εξορία αλλά και στέρηση, ένδεια: «Scribebam in exilio, 4 Martii 1631», σημειώνει από έναν από τους πολλούς τόπους διαμονής στον πρόλογο του Janua linguarum reserata (Η ανοιχτή πύλη των γλωσσών). Το αξιοσημείωτο είναι πως δεν έχασε ποτέ την πίστη του. Σε κάθε μέρος κρατούσε σημειώσεις για την κατάσταση και τα έθιμα των ανθρώπων. Ρωτούσε να μάθει για το πώς δούλευαν τη γη, σφυρηλατούσαν το σίδερο, έχτιζαν τις κατοικίες και μεγάλωναν τα παιδιά τους. Ήταν πεπεισμένος ότι ήταν δυνατόν να αποκτήσει κανείς γνώση για τα πάντα, μια γνώση που μπορούσε να ενσωματωθεί σε ένα κατανοητό σύστημα όπου όλα –από τα πιο στοιχειώδη ως τα υψηλότερα επίπεδα της ανθρώπινης γνώσης– θα είχαν τη θέση τους. Ήταν επίσης πεπεισμένος ότι αυτό το σύστημα θα μπορούσε να γίνει προσιτό σε όλους: από τα παιδιά ως τους ενήλικες που διψούν για γνώση. Ονόμασε το σύστημα Πανσοφία (Pansophia), και δεν πέρασε ούτε μια μέρα στην περιπλανώμενη μακρά ζωή του χωρίς να εργαστεί πάνω σε αυτό με τη μορφή διδακτικών εικονογραφημένων έργων, των λεγόμενων Orbis pictus, τα οποία εξηγούσαν διεξοδικά πώς όλα τα όντα και τα πράγματα είχαν κατασκευαστεί και συνδέονταν μεταξύ τους. Ασφαλώς, απώτερος στόχος ήταν μια εικόνα του κόσμου τόσο τέλεια ώστε να μιμείται λεπτομερώς τον ίδιο τον κόσμο και συνεπώς να ενσαρκώνει το πνεύμα που τον διαπερνούσε και τον εξηγούσε: τον Θεό.

Τα πορτρέτα τον απεικονίζουν συχνά σε στυλιζαρισμένη ευσεβή στάση, αξιοπρεπώς ευθυτενή, αλλά με χαμηλωμένο κεφάλι για να ακούει όσους γονατίζουν ευλαβικά στα πόδια του. Υπάρχουν και άλλα πιο κοσμικά πορτρέτα. Σε κάποιο βλέπουμε έναν μάλλον πρόωρα γερασμένο άνδρα, με ελαφρώς γκρίζα μαλλιά που ήδη υποχωρούν από το μέτωπο, να κοιτάζει σοβαρά τον θεατή, με τις γωνίες του στόματος να κλίνουν ελαφρώς προς τα κάτω, μέσα στην αραιή γενειάδα. Ο 17ος αιώνας, κατά τον οποίο έζησε και εργάστηκε, δεν έμοιαζε με την εποχή μας. Όταν σήμερα πέφτουν κεραυνοί, ενεργοποιείται ο συναγερμός σε εκατοντάδες σταθμευμένα αυτοκίνητα. Κάθε γεγονός, όσο ασήμαντο κι αν είναι, πάντα πυροδοτεί μια περίπλοκη αλυσιδωτή αντίδραση. Εκείνη την εποχή, όταν έπεφτε κεραυνός, απλώς κυλούσε βαριά πάνω στους λόφους. Είναι δύσκολο να αποκτήσουμε έστω και μια φευγαλέα αίσθηση του βάθους της σιωπής που απλώθηκε εκεί όπου περπατούσαν οι άνθρωποι. Ίσως ήταν αυτή η σιωπή που υποκίνησε την ανάγκη να ονομάζουμε όλα τα πράγματα με τα ακριβή τους ονόματα και τις ιδιότητες. Από μια οπτική, ωστόσο, ο αιώνας του Κομένιους είναι μια τέλεια αντανάκλαση του δικού μας. Τότε, όπως και σήμερα, οι πόλεμοι άνοιξαν βαθιές πληγές στον χάρτη της Ευρώπης, οι άνθρωποι εγκατέλειπαν κατεστραμμένα και καμένα χωριά. Το 1618 ξέσπασε ο Τριακονταετής πόλεμος. Την ίδια χρονιά μετέβη στο Φούλνεκ της Μοραβίας, όπου ανέλαβε θέση δασκάλου και ιερέα στην αδελφότητα (Unitas Fratrum) όπου ανήκε. Επίσης το 1618 παντρεύτηκε για πρώτη φορά με τη Μαγκνταλένα Βιζόβσκα, η οποία γέννησε δύο παιδιά σε σύντομο διάστημα. Το 1621 η θρησκευτική διαμάχη φτάνει στην πατρίδα του τη Μοραβία, οι μη καθολικοί διώκονται· πρέπει να αλλάζει συνεχώς διεύθυνση και να κρύβεται ο ίδιος και η οικογένειά του. Την επόμενη χρονιά το Φούλνεκ καταστρέφεται από τις καθολικές δυνάμεις και πολλά μέλη της αδελφότητας δολοφονούνται· η νεαρή σύζυγος και τα δύο παιδιά πεθαίνουν από την πανώλη που σάρωσε τη χώρα ως επακόλουθο της πυρκαγιάς. Για τα επόμενα χρόνια, ο ίδιος και τα απομεινάρια της αδελφότητας ήταν σε διαρκή φυγή σε διάφορες κρυψώνες μέχρι το 1628, όταν βρήκαν ένα μονιμότερο καταφύγιο στο Λέζνο της Πολωνίας, τότε υπό σουηδική κυριαρχία. Μια έγχρωμη καρτ ποστάλ των αρχών του 19ου αιώνα τον απεικονίζει με μερικούς από τους άνδρες του. Τα μουλάρια είναι δεμένα στα κάρα. Είναι χειμώνας, τα γυμνά δέντρα λυγίζουν από το χιόνι: λέει μια τελευταία προσευχή για να τους προστατεύσει ο Θεός κατά το μεγάλο ταξίδι. Είναι το 1627: δεν θα ξανάβλεπε ποτέ την πατρίδα του.

*

Οστεοφυλάκιο Sedlec, Kutná Hora – έργο του František Rint

 

Vanitas mori   Με όλα αυτά τα σεβάσμια έγχρωμα χαρακτικά και τις εικονογραφήσεις είναι φυσικά εύκολο να εξωραΐσουμε την εικόνα αυτού του πατέρα της σύγχρονης παιδαγωγικής. Ακριβώς όπως η κοσμική ζωή της Ευρώπης κυβερνιόταν από πολλούς μικρούς απόλυτους και δεσποτικούς μονάρχες, έτσι και η θρησκευτική ζωή της εποχής ήταν διαιρεμένη σε σέχτες. Οι ισχυρισμοί ότι είχαν βρει τη σωστή ερμηνεία των Αγίων Γραφών και των εντολών του Ιησού ήταν απόλυτοι και δεν επέτρεπαν κανένα έλεος στους διαφωνούντες. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι αυτό ίσχυε και για τον Κομένιους, όσο ανεκτική και φιλελεύθερη κι αν ισχυριζόταν πως ήταν η αδελφότητά του. Εξάλλου, η ισόβια προσπάθεια να ενσωματωθεί ο κόσμος σε ένα κλειστό σύστημα, η πανσοφία, δεν μαρτυρά στην ουσία μια τεράστια ύβρη; Δεν νομίζω. Όσο πιο βαθιά εισχωρώ στον λαβύρινθο του Κομένιους, τόσο πιο καθαρά εμφανίζεται στην εσωτερική μου όραση το δημιούργημα του δεξιοτέχνη Φράντισεκ Ριντ. Ο Ριντ ήταν Τσέχος ξυλογλύπτης και χτίστης –«σχεδιαστής εσωτερικών χώρων» θα λέγαμε σήμερα–,  ο οποίος το 1870 ανέλαβε να κατασκευάσει ένα οστεοφυλάκιο (που δεν έμοιαζε με κανένα άλλο) απ’ όλα τα οστά που ήταν θαμμένα πλάι στο παλιό Κιστερκιανό μοναστήρι κοντά στην πόλη Κουτνά Χόρα. Εφόσον εδώ είχαν ταφεί άνθρωποι από την ίδρυση του μοναστηριού τον 12ο αιώνα και καθώς ο Τριακονταετής πόλεμος είχε προκαλέσει μαζικές απώλειες, είχε να δουλέψει με ένα ασυνήθιστα πλούσιο υλικό. Στο έργο του έβαλε όλη την εφευρετικότητα και την ακρίβεια που είχε αποκτήσει στη μακρά επαγγελματική ζωή του. Από τα οστά του ισχίου, της κνήμης και του βραχίονα έχτισε σταυροθόλια και κολόνες, ανέγειρε έναν βωμό και δύο τερατουργήματα και επιστέγασε το έργο του με έναν γιγάντιο «πολυέλαιο», τον οποίο βάλθηκε να συναρμολογήσει απ’ όλα τα οστά που απαρτίζουν το ανθρώπινο σώμα, από τα μικρότερα οστά των αρθρώσεων των δαχτύλων μέχρι το πλατύ οστό της λεκάνης. Χρειάστηκαν τα λείψανα περίπου 40.000 ανθρώπων ώστε ο Ριντ να ολοκληρώσει τον φόρο τιμής του στην παράλογη και ακατανόητη χάρη του Θεού. Φαντάζομαι πως το ίδιο ισχύει και για τον Κομένιους. Ήταν τόσο εμποτισμένος με την πίστη στον Θεό ως απόλυτη λογική, ώστε καμιά αντιξοότητα, όσο παράλογη κι αν μας φαίνεται, δεν έμοιαζε να στερείται νοήματος. Επιπλέον, όσο περιορισμένη κι αν ήταν η όρασή του, δεν υπήρχε καμιά περιφέρεια στον κόσμο του και συνεπώς κανένα μονοπάτι, όσο στενό και αδιέξοδο κι αν ήταν, που να μπορούσε να τον παρασύρει.

*

Jaroslav Seifert

 

Μόνος στο Κάμπα   Ασφαλώς, ο Χόλαν και ο Κομένιους δεν έμοιαζαν μεταξύ τους. Ο καθένας βρισκόταν στον αιώνα του, με το βλέμμα του στραμμένο σε τελείως διαφορετικές εποχές – ο ένας σε εξωτερική εξορία, ο άλλος σε εσωτερική: μόνο ο διωγμός μοιάζει να αποτελεί μια σταθερά. Αν και κάτι στο μπαρόκ ως εποχή –η αναζήτηση της γνώσης και η τερατώδης αίγλη– αντηχούσε και στην καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία του Χόλαν.

Η τελευταία άποψη σώζεται από τον Βλαντιμίρ Γιουστλ. Ο Γιουστλ ήταν ο εκδότης του Χόλαν τα θυελλώδη χρόνια της δεκαετίας του ’60, ο οποίος εξέδωσε όλα τα γραπτά του. Σήμερα ζει μόνος σε ένα ωραίο διαμέρισμα με προεξέχοντα παράθυρα, στην Κριζοβνιτσκά, καλυμμένο από το πάτωμα ως την οροφή με τα βιβλία του Χόλαν σε κάθε πιθανή έκδοση και σχέδιο, και με τα χειρόγραφα του Χόλαν, ολόκληρη τη λογοτεχνική κληρονομιά του, σε μεγάλες κούτες στον διάδρομο. Καθώς η διερχόμενη κυκλοφορία στριμώχνεται μες στο ζεστό φθινοπωρινό ημίφως, ο Γιουστλ διηγείται πώς παρουσιαζόταν τα απογεύματα στο σπίτι του Χόλαν με τη γραφομηχανή κάτω από τη μασχάλη, πώς έπαιρνε λίστες με ψώνια και βοηθούσε τον ποιητή να μεταφέρει κρασί στο σπίτι και να παραγγείλει κάρβουνο όταν η γυναίκα και η κόρη του απουσίαζαν. Ο Χόλαν ήταν άνθρωπος με πολύ αυστηρές συνήθειες. Το κρασί ήταν μια από αυτές. Επέτρεπε στον εαυτό του να αρχίσει να «σιγοπίνει» –όπως έλεγε– μόλις έπεφτε το σούρουπο. Συνήθως το σούρουπο ερχόταν πιο σύντομα όταν τραβούσε τις χοντρές κουρτίνες στο γραφείο. Τον χειμώνα επομένως άρχιζε να «σιγοπίνει» από το μεσημεριανό. Μαζί με το κρασί ο Χόλαν έτρωγε τυρί και ψωμί, σπανίως μαγειρεμένο φαγητό. Κάπνιζε ακατάπαυστα. Τρία-τέσσερα πακέτα τη μέρα δεν ήταν κάτι το ασυνήθιστο σε δημιουργικές περιόδους, όπως και τέσσερα-πέντε μπουκάλια κρασί. Έμενε ξύπνιος όλη τη νύχτα γράφοντας, καπνίζοντας και πίνοντας. Από το ραδιόφωνο ακουγόταν Μότσαρτ ή Μπαχ. Αν και λίγοι τον έβλεπαν, ο Χόλαν, που έγραφε τη νύχτα, έγινε κάτι σαν θεσμός. Ο Γιάροσλαβ Σάιφρτ διηγείται στα απομνημονεύματά του πώς αυτός και άλλοι «κανονικοί» ποιητές διέσχιζαν τακτικά το Κάμπα μετά από μια βραδιά στις ταβέρνες της Μικρής Πόλης. Αν έβλεπαν μια λάμψη στην κουρτίνα, πίσω από τα ημικυκλικά παράθυρα του γραφείου του παλιού παλατιού του Ντομπρόβσκι, μπορούσαν να επιστρέψουν στο σπίτι τους με σιγουριά. Ο ποιητής συνέχιζε να γράφει. Παρόλα αυτά ο κόσμος δεν είχε τελειώσει.

 

«Κι εγώ, πεπτωκώς μεταξύ εκπεσόντων….»   Ο Βλαντιμίρ Χόλαν μετακόμισε στο Κάμπα το 1948, κατά ειρωνικό τρόπο την ίδια χρονιά που οι κομμουνιστές κατέλαβαν την εξουσία στη χώρα. Πριν από αυτό, η πορεία του είχε συμπέσει σε μεγάλο βαθμό με εκείνη της μεσοπολεμικής πρωτοπορίας, η οποία, κατά τον Γιαν Πέτρμιχλ, «ήξερε ότι δεν μπορούσε κανείς να ζει και να σκέφτεται όπως ζούσε και σκεφτόταν ως τότε, αλλά κι ούτε ήξερε πώς να σκέφτεται και να ζει διαφορετικά…». Ο Χόλαν καθόταν σε ένα καφέ. Έγραψε κακούς στίχους που έκαψε. Έγραψε μυθιστορήματα που επίσης έκαψε. Έκανε μια γενναία προσπάθεια να βρει δουλειά σε ασφαλιστική εταιρεία. Εξέδωσε ένα περιοδικό μαζί με τον Γιόζεφ Τσάπεκ, τον αδελφό του Κάρελ Τσάπεκ. Μετέφρασε Σαίξπηρ, Γκόνγκορα και Ρίλκε και επιμελήθηκε, μαζί με τον ποιητή φίλο του Φράντισεκ Χάλας, μια επιλογή από τσεχικές μπαλάντες και δημοτικά τραγούδια. Το άλμα από τον Γκόνγκορα και τον Ρίλκε στην ποίηση των δημοτικών τραγουδιών ίσως φαντάζει μεγάλο, αλλά ήταν εντελώς φυσικό για μια γενιά όπως αυτή του Χόλαν. Για τους ποιητές αυτούς η δημιουργία του σλαβικού έθνους-κράτους συνέπεσε με την ανάδυση του μοντερνισμού· δεν υπήρχε κανένα χάσμα μεταξύ παράδοσης και καινοτομίας. Πρέπει επίσης να θυμόμαστε ότι αυτή η γενιά έκανε ένα μεγαλύτερο άλμα από κάθε άλλη προηγούμενη: βγήκε πίσω από τις βελούδινες κουρτίνες της αψβουργικής μοναρχίας σε μια λαμπρότερη εποχή όπου ο λαός (όχι ο αυτοκράτορας και το κράτος) ήταν το μέτρο των πάντων. Θα ήταν τελείως ξένο για τη γενιά αυτή να υποπτευτεί την κοινωνία για οποιοδήποτε δεινό. Απεναντίας, καλλιτέχνες και ποιητές συμμερίζονταν το πιστεύω του Προέδρου της Τσεχοσλοβακίας Τόμας Γκ. Μάσαρικ πως οτιδήποτε ευνοούσε την ανάπτυξη του πνεύματος ήταν καλό για το έθνος. Το πρόβλημα ήταν απλώς ότι η πτώση από αυτόν τον παράδεισο ανθρωπισμού στη σκληρή πραγματικότητα ήταν τεράστια. Όταν επήλθε η καταστροφή με τη Συμφωνία του Μονάχου είκοσι χρόνια μετά τη δημιουργία της Τσεχοσλοβακίας, ο Κάρελ Τσάπεκ για παράδειγμα πήρε την προδοσία και τη συνθηκολόγηση τόσο βαριά ώστε πέθανε από πνευμονία, από την οποία ένας υγιής άνδρας, σχεδόν πενήντα ετών όπως αυτός, εύκολα θα έπρεπε να είχε επιζήσει. Ήταν Χριστούγεννα του 1938. Απλώς δεν ήθελε να ζήσει περισσότερο.

Ο Χόλαν και άλλοι ποιητές της μεσοπολεμικής γενιάς ήταν, ωστόσο, πολύ νέοι ή άπειροι για να ενδώσουν στη βαρβαρότητα. Απεναντίας, πολλοί από τους σύγχρονους του Χόλαν είδαν την ποίησή του να αποκτά εκφραστική δύναμη τώρα που αναγκαζόταν να αντιμετωπίσει μια συγκεκριμένη πραγματικότητα. Αρκετά ποιήματα, μεταξύ των οποίων τα μακροσκελή «Září 1938» («Σεπτέμβριος 1938») και «Sen» («Όνειρο», 1939), είναι ποίηση επαγρύπνησης με την καλύτερη έννοια της λέξης, συχνά με ρητορική αιχμή: είτε ο σκοπός είναι για να επικαλεστεί λαϊκά έθιμα ώστε να τα εξυμνήσει καλύτερα, είτε για να χτίσει μεταφορικά προπύργια μπροστά στην επερχόμενη αποκάλυψη. Ο Χόλαν συχνά κάνει και τα δύο, όπως στο δυνατό ποίημα «Όνειρο», όπου η συμπαγής μορφή της μπαλάντας έρχεται σε έντονη αντίθεση με το χαοτικό παρόν που περιγράφει. Στην πρώτη εικόνα του ποιήματος, ο νεκρός βλέπει μέσα από μια τρύπα στο φέρετρο να πυκνώνει το παγερό φεγγάρι πάνω από το χωριό. Ο νεκρός είναι ασφαλώς ο ποιητής, το χωριό είναι η πόλη: η πολιορκημένη Πράγα.

Κι ενώ η πόλη κοιμόταν πάντα
την ώρα αυτή, όπως συνηθιζόταν,
ξαφνικά καταρρέει σαν άμορφη μάζα
σε γοερό κλαυθμό, σε βογγητά
που επώδυνα εξασθενούν σε αναστεναγμούς,
που πνίγονται περίτεχνα από ψεύτικες πλεξούδες.
Τι να ήταν άραγε;… Οι τρυφερές Μοίρες;…
Και τώρα ξαφνικά, σαν κρασί, σαν ποτήρι
από κάπου ακούστηκε ένα κρυστάλλινο γελάκι…

Παρά τον πόλεμο και τη γερμανική κατοχή, η γραφή του Χόλαν αυτή την περίοδο δεν περιέχει ρητές δηλώσεις πολιτικού προγράμματος· το ποίημα δεν λιμνάζει ποτέ σε συνθηματολογία. Αντιθέτως, υπάρχει μια μακρά σειρά από δεσμεύσεις του ίδιου είδους που πάντα έφερνε τους ποιητές κοντά στις δικτατορίες – ένα αόριστο, άκριτο εγκώμιο της Μεταμόρφωσης με κεφαλαίο Μι, της ποίησης καθώς και του ανθρώπου. «Κάθε ποιητής και καλλιτέχνης άξιος του ονόματός του μεταμορφώνεται και αναδημιουργεί αυτόν τον κόσμο, είτε από ταπεινότητα είτε από εξέγερση, αλλά πάντα με έναν μοναδικό στόχο: την απελευθέρωση», γράφει ο Χόλαν έναν χρόνο μετά τον πόλεμο, το 1946, και καταφέρνει να φτάσει τον ίδιο υψηλό τόνο με τον Ρίλκε, ενώ συγχρόνως ακούγεται ως υπάκουος κομμουνιστής, πιστός στο κόμμα.

Όταν μετά από δύο χρόνια οι κομμουνιστές κατέλαβαν την εξουσία, δύσκολα ξεγελάστηκαν από επαναστατικά ποιήματα-φόρους τιμής όπως το «Dík Sovětskému svazu» («Ευχαριστίες στη Σοβιετική Ένωση», 1945) ή το «Rudoarmějci» («Κόκκινοι Στρατιώτες», 1947). Σύντομα ο Χόλαν συνειδητοποίησε επίσης ότι κανένας ποιητής με απόλυτες αξιώσεις δεν μπορεί να είναι αληθινός στον εαυτό του και συγχρόνως στο κράτος που απαιτεί την τυφλή υπακοή του.

Η σκηνή είναι τόσο γνωστή που είναι δύσκολο να μην τη φανταστούμε τόσο θεατρική, όπως πιθανώς θα την είχε αφηγηθεί ο Χόλαν. Έχει περάσει μόλις ένας χρόνος αφότου οι κομμουνιστές έχουν εγείρει αδιαπέραστα τείχη γύρω από τη χώρα. Οι φίλοι Γιάροσλαβ Σάιφρτ και Βλαντιμίρ Χόλαν κάθονται σε ένα εστιατόριο κοντά στη Νάροντνι τρίντα και συζητούν ως συνήθως. Αυτή τη φορά όμως βρίσκεται και ένα τρίτο πρόσωπο, κρυμμένο στις σκιές, που μες στο παλτό έχει ένα αχρησιμοποίητο μαχαίρι με μακριά λαβή. Λίγες μέρες ή μήνες αργότερα, αρκεί να συνδεθεί το όνομα του Χόλαν με τη λέξη «φορμαλισμός» σε ένα από τα φιλοκυβερνητικά λογοτεχνικά περιοδικά. Η μαχαιριά έχει δοθεί, και με έναν απόλυτα αισθητό, σχεδόν εκλεπτυσμένο μεταλλικό ήχο, οι πόρτες των μεγάλων εκδοτικών οίκων κλείνουν ξανά.

 

La vie intérieure

Δεν βγήκες να πας πουθενά
Κι επέστρεψες μόνο σε σένα ή από σένα:
Περιπλανώμενος, ταξιδιώτης, σκέτος πλάνης.
 
Δεν συναναστράφηκες κανέναν, δεν μίλησες σε κανέναν,
Το όλον ήταν γραφτό να εισέλθει αποσπασματικά στη φρίκη.
 
Ήδη ζούσες και διάβαζες μόνο στο σκοτάδι,
Δεν έριχνες ούτε μια σκιά,
Ήδη κοιτούσες μόνο ένα τυφλό παράθυρο,
Έκλεισες μια τυφλή πόρτα,
Κι απλώς κοιμήθηκες στο νεκροκρέβατο,
Κι όμως σε παρακολουθούσε ακόμη ένας πληροφοριοδότης
Εκεί πάνω στη σκάλα κινδύνου…

(«Κι όμως…», από τη συλλογή Na sotnách [Την ώρα του θανάτου], 1967)

Κι όμως, επισημαίνει ο Βλαντιμίρ Γιουστλ, είναι λάθος να φανταστούμε ως δυστυχισμένα αυτά τα δεκαπέντε χρόνια σε σχεδόν πλήρη απομόνωση. Έναν χρόνο μετά τη μετακόμιση στο Κάμπα, γεννιέται η κόρη του Κατερίνα. Έχει σύνδρομο Down, αλλά στα μάτια του πατέρα της είναι τέλεια. Μαζί γίνονται ένα ζευγάρι, ο Πρόσπερο και η Μιράντα, που κάνουν μεγάλες φανταστικές βόλτες στο Κάμπα. Ο κόσμος δεν είναι μεγαλύτερος από το νησί. Αλλά εδώ υπάρχουν όλα όσα αξίζουν να περιγραφούν: τα ανθισμένα ρείκια, ο παρθενόκισσος που αγκαλιάζει τους τοίχους και αποκτά μια πορφυρο-βιολετί απόχρωση το φθινόπωρο· η ομίχλη που πέφτει απροσδόκητα, εξαφανίζοντας όλη την αιωρούμενη βλάστηση, ωσότου μένει μόνο η γυμνή πέτρα. Πόσα μάτια έχει μια πέτρα; ρωτά η κόρη, και ο Χόλαν απαντά με ένα ποίημα. Αυτά τα παιδικά ποιήματα ακολουθούνται από άλλα: μεγάλα επικά ποιήματα, ποιήματα ρόλων, και επίσης σύντομα εντυπωσιακά επιγράμματα. Ο Μότσαρτ γίνεται ηθοποιός και πρότυπο σε μια νέα σουίτα Mozartiana του 1952. Δεν είναι όμως ο αβρός ροκοκό ποιητής Μότσαρτ που συναντά τον Χόλαν αυτή τη φορά, παρά ένας μέθυσος, αγχωμένος συνθέτης που «αναποδογύρισε τις Άλπεις, / ακουμπώντας μετά με αστάθεια το μπουκάλι / σ’ ένα σκαλί που τρίζει, το σκαλοπάτι του φόβου του θανάτου». Το άγχος είναι η μηχανή της δημιουργίας, το άγχος δεν ησυχάζει ποτέ· ακόμη και σε ακινησία δεν είναι ακίνητο. Το άγχος παίρνει πολλές διαφορετικές εκφράσεις και μορφές. Συγκεκριμένα, μπορεί να αφορά τον πληροφοριοδότη που σκαρφάλωσε στη σκάλα κινδύνου έξω από το σπίτι· ή τον φόβο της πτώσης στη βουβαμάρα και στην απώλεια νοήματος τώρα που δεν υπάρχει πια κανένας εξωτερικός κόσμος να ανακόψει την πτώση. Η συνέπεια αυτού του τρόμου, εντούτοις, είναι ότι ο Χόλαν ρίχνεται σε μια γιγάντια δημιουργική τροχιά που διαρκεί ωσότου μια απειλητική για τη ζωή του ασθένεια, ένας όγκος στο πάγκρεας, το 1957, τον αναγκάζει να σταματήσει προσωρινά να γράφει. Όταν ο Βλαντιμίρ Γιουστλ, υπό την εποπτεία του Χόλαν στις αρχές της δεκαετίας του ’60, επιμελήθηκε και δημοσίευσε όλο το υλικό που γράφτηκε στην εξορία, ήταν αρκετό για έξι πυκνές ποιητικές συλλογές. Σύμφωνα με τον Γιουστλ, ο ίδιος ο Χόλαν εξεπλάγη που είχε γράψει όλα αυτά.

 

Μια νύχτα με τον Άμλετ  Ο Γιάροσλαβ Σάιφρτ μιλά επίσης για τις νυχτερινές συγκεντρώσεις των επισκεπτών στο σπίτι στο Κάμπα. Τις ομιχλώδεις νύχτες ο Γιόζεφ Ντομπρόβσκι κατέβαινε από το ψηλό βάθρο του και πήγαινε να διηγηθεί κάτι στον Χόλαν («δεν ξέρω τι», γράφει ο Σάιφρτ). Μετά τον τραγικό πρόωρο χαμό του, το 1948, εμφανίστηκε επίσης ο παλιός του φίλος Φράντισεκ Χάλας. Τον συνοδεύει ένα τσούρμο από περίεργους και παράταιρους επισκέπτες: Νίτσε, Σοπενάουερ, Σαίξπηρ, ο τελευταίος συχνά με τη μορφή του πιο διάσημου χαρακτήρα του, του πρίγκιπα Άμλετ· για τον Χόλαν μια φλύαρη, ρακένδυτη φιγούρα, με τον άνεμο να φυσά μέσα από το κενό μανίκι του παλτού του.

«Ήταν μια ατελείωτη συζήτηση», γράφει ο Χόλαν. «Όχι όλες τις φορές τόσο υποφερτή ή φιλική, μα πάντα παθιασμένη. Ίσως κατάφερα να ενσωματώσω κάτι από αυτό στο ποίημα».

Το ποίημα στο οποίο αναφέρεται είναι το Noc s Hamletem (Μια νύχτα με τον Άμλετ, 1964), το αδιαμφισβήτητο αριστούργημά του, που συνελήφθη ως μέρος του μεγάλου δημιουργικού οίστρου μεταξύ 1949 και 1956. Το έτος 1962 που έχει προστεθεί στο τέλος του ποιήματος, παραπέμπει σε μια διαγραφή πολλών στίχων. Ο Γιουστλ διηγείται πώς συνέβη. Ήταν άλλο ένα από τα απογεύματα που ο Γιουστλ παρουσιάστηκε στο σπίτι στο Κάμπα για το τεστ της υπαγόρευσης. Ενώ καθόταν στο τραπέζι με τη γραφομηχανή, ο Χόλαν στεκόταν πλάι στη σόμπα και υπαγόρευε δυνατά, με στόμφο.  Όταν ο Χόλαν «άκουσε» το ποίημα με αυτόν τον τρόπο, είδε επίσης τις ελλείψεις και τις υπερβολές και, με σταθερό χέρι, τράβηξε μια γραμμή σε περίπου τριάντα φύλλα του χειρογράφου, τα οποία έπειτα φαινόταν να τα πετά στη σόμπα. Ο Γιουστλ τον σταμάτησε το τελευταίο λεπτό, και μπορεί τώρα να δείξει ολόκληρο το χειρόγραφο του ποιήματος (συμπεριλαμβανομένων των τριάντα διαγραμμένων σελίδων). Η γραφή κυλάει σταθερά, μεγάλη και καθαρή στο χαρτί. Κάθε σελίδα περιέχει περίπου δέκα στροφές. Αυτά είναι όλο. Οι αλλαγές είναι ελάχιστες. Ο Χόλαν προτίμησε να διαγράψει τα πάντα και να ξαναρχίσει, παρά να επεξεργαστεί και να διορθώσει. Αρχικά το χειρόγραφο ήταν πιο εκτενές, αλλά μέσω αυτής της αρχής της σύνθεσης –να διαγράφει και να ξαναρχίζει– είχε συμπυκνωθεί αργά μα προσεκτικά σε περισσότερες από εκατό χειρόγραφες σελίδες.

Στο Μια νύχτα με τον Άμλετ η γραφή του Χόλαν παίρνει μια στροφή στα ίχνη του Κομένιους. Αντί να αναδεικνύει και να επισημαίνει μεμονωμένα φαινόμενα, το ποίημα τώρα αγκαλιάζει και αναζητά τις συνδέσεις με τα πάντα· κυριολεκτικά με τα πάντα. Το Μια νύχτα με τον Άμλετ είναι ένα ποίημα για την αγάπη και τον θάνατο, για τον πόλεμο και την αδυναμία, αλλά και για τις συνθήκες της ύπαρξης, συγκεκριμένα για την αναπαραγωγή, τη γέννηση, το γήρας και τον θάνατο. Ως προς τη μορφή, πρόκειται για έναν διάλογο που διακόπτεται συνεχώς. Υπάρχει ένα ποιητικό εγώ που μάλλον αποτελεί κυρίως ένα λεκτικό αντηχείο για τον Άμλετ, γνωστό για τη φλυαρία του, ο οποίος μιλά ακατάπαυστα, με αρκετά περισσότερο ή λιγότερο παραποιημένα αποσπάσματα του συγγραφέα του, αλλά επίσης παρουσιάζει το κείμενο για τον εαυτό του, για την Οφηλία και τη δύστυχη μοίρα του. Στον λόγο του Άμλετ υφαίνονται και άλλες φωνές, συχνά αντιφατικές. Υπάρχει επίσης ένα μεγάλο δραματικό απόσπασμα, μια συνομιλία που άκουσε τυχαία ανάμεσα στον Ορφέα και την Ευρυδίκη όταν αυτός την παίρνει από τον Κάτω Κόσμο: μια συνομιλία γεμάτη από αγάπη και αγωνία αλλά και ζήλια, αξιολύπητη, γεμάτη υπερβολές και παρεξηγήσεις.

Από μια βασική άποψη, ωστόσο, ο Χόλαν διαφέρει από τον Κομένιους. Όταν παρουσιάζει τον «ορατό κόσμο» στο παιδαγωγικό λεξικό του Orbis pictus, επίσης οι συνδέσεις είναι ορατές παντού. Βλέπουμε τον Δάσκαλο να διηγείται στον Μαθητή για τα σύννεφα που συγκεντρώνονται στον ουρανό, για τη βροχή που γονιμοποιεί τις σοδειές και τη βλάστηση· για το πώς το ξύλο αφαιρείται από τον πολτό του, πώς το χαρτί πρεσάρεται, τοποθετείται σε πλαίσια, αποξηραίνεται, κόβεται και γίνεται δεσμίδες· πώς ο βιβλιοδέτης κολλά και δένει το τελειωμένο βιβλίο, οι σελίδες του οποίου είναι τώρα έτοιμες να γεμίσουν με το κείμενο. Στον Χόλαν δεν υπάρχει τέτοια λογική· αντιθέτως, αφήνει τον Άμλετ να τον χλευάζει: «Δεν υπάρχει γνώση… Ζούμε μονάχα με χίμαιρες. / Κι όμως μας διαπερνά μια αγωνία / ότι ούτε αυτές θα επιβιώσουν μετά από μας / – ή ότι θα επιβιώσουν για μας παντοτινά», λέει σε ένα κεντρικό απόσπασμα. Γραφικά αυτή η αγωνία αντανακλάται στις άφθονες (μετρικές) τομές του ποιήματος, στους αιφνίδιους διασκελισμούς ανάμεσα σε ευθύ και πλάγιο λόγο, σε τυπογραφικά στοιχεία όπως η πλάγια γραφή και τα κεφαλαία γράμματα· και ίσως, πάνω απ’ όλα, σε μια μετατόπιση από το οπτικό στο ακουστικό: από την εικόνα, ως κεντρικό φορέα νοήματος, στον ήχο. Το οπτικό, που ήταν το κύριο μέσο έκφρασης του Κομένιους, υποδεικνύει τη σύνδεση και τη συνοχή. Το ακουστικό αναφέρεται σε διακοπές και παρεμβολές. Στον Χόλαν όλοι μιλούν διαρκώς ο ένας πάνω στον άλλον. Από τη λογομαχία δημιουργείται ένα χάος από φωνές σε κάθε πιθανό επίπεδο, σε υψηλό και χυδαίο τόνο.

Το γεγονός ότι οι συνδέσεις που επιδιώκει το ποίημα είναι όλες εξαντλημένες δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι το ποίημα δεν θεμελιώνει κανένα νόημα, απλώς ότι το νόημα είναι μεταβλητό. Αν κάθε δήλωση απειλεί αμέσως να παγιωθεί σε πεποίθηση και δόγμα, είναι εξίσου καλό να μην εκφέρει κανείς καμιά πεποίθηση, ή να τη διαστρεβλώνει σε παρωδιακές κοινοτοπίες. Αν καθετί που λες στρέφεται κατευθείαν εναντίον σου, είναι εξίσου καλό να εμπλακείς και ο ίδιος σε μια αυτοαναίρεση. Το χιούμορ του Χόλαν, ένα από τα πιο υποτιμημένα χαρακτηριστικά του, είναι ωμό, τολμηρό, ενίοτε τελείως αχαλίνωτο. Για παράδειγμα, όταν ο Άμλετ περιφέρεται και απαιτεί ιατρικά πιστοποιητικά απ’ όσους ισχυρίζονται ότι είναι ευτυχισμένοι· ή όταν το ζευγάρι που διαφωνεί, ο Ορφέας και η Ευρυδίκη, βγαίνει τελικά από τον Κάτω Κόσμο, και γίνεται βραχυκύκλωμα σε ολόκληρο το σύμπαν.

*

Θέατρο Viola

Η απόδειξη, έστω και καθυστερημένα, ότι οι κρυφές νυχτερινές συγκεντρώσεις επισκεπτών κάπου οδήγησαν τελοσπάντων, έφτασε στις 18 Νοεμβρίου 1963 όταν το Μια νύχτα με τον Άμλετ παρουσιάστηκε σε μια φημισμένη ανάγνωση στο Θέατρο Βιόλα στη Νάροντνι τρίντα, απέναντι από το Εθνικό Θέατρο. Κατόπιν ακολούθησε η μια ανάγνωση μετά την άλλη, με ελικοειδείς ουρές στο πεζοδρόμιο έξω από το θέατρο κάθε βράδυ. Αν και όσοι επισκέφθηκαν το θέατρο δεν κατάλαβαν εντελώς το ποίημα, υπήρχε μια διαίσθηση ανάμεσα σε όσους το άκουσαν ότι ένα μέρος της νέας ελευθερίας ήταν ακριβώς το ότι το ποίημα δημιουργήθηκε εκεί και τότε: στη συλλογική πράξη της ανάγνωσης και της ακρόασης. Μαζί με το συνέδριο του Λίμπλιτσε, που την ίδια χρονιά «αποκατέστησε» τον Κάφκα υπό την καθοδήγηση του Έντουαρντ Γκολντστύκερ, η ανάγνωση του Μια νύχτα με τον Άμλετ θεωρείται ένα από τα γεγονότα που εγκαινίασαν τη λεγόμενη Άνοιξη της Πράγας. Ξαφνικά ο ποιητής ήταν και πάλι ελεύθερος. Τα βιβλία του μπορούσαν να εκδοθούν ξανά από κρατικούς εκδοτικούς οίκους.

*

 *

Πόλεις του ήλιου   Ενώ οι αρχηγοί κρατών σχεδιάζουν νέα σύνορα στην άλλη πλευρά των καλά φυλασσόμενων τειχών της βάσης Ράιτ-Πάτερσον, οι χιλιάδες δημοσιογράφοι που έχουν μαζευτεί στο Ντέιτον σκοτώνουν την ώρα τους με το να κάνουν επιφανειακά ρεπορτάζ, όπως να περιγράφουν λεπτομερώς τα επαναστατικά πειράματα του Ντέιτον, με τα «σαμαράκια» στους κεντρικούς δρόμους της πόλης· ή με το να επιδίδονται σε εμπνευσμένες παρεκτροπές της σκέψης. Ένα από τα πολλά άρθρα που έχω κρατήσει στον φάκελο για το Ντέιτον αφορά τις οχυρωμένες, φυλασσόμενες πόλεις που αναδύονται με ταχείς ρυθμούς στις Ηνωμένες Πολιτείες. Παλιότερα τις αποκαλούσαν sun cities: εθνικός δρυμός όπου πλούσιοι συνταξιούχοι θα μπορούσαν να αποσυρθούν μετά από μια καλή ζωή. Τώρα λέγονται CID και είναι για όλους τους απλούς ανθρώπους, ή μάλλον για τους πιο ευκατάστατους που κουράστηκαν να ζουν σε θλιβερά μεσοαστικά προάστια υπό τη συνεχή απειλή παρενόχλησης και βίας. Όσοι αγοράζουν σε μια CID, δεν πληρώνουν μόνο για φυλασσόμενη ευημερία και ασφάλεια, με σχολεία και βιβλιοθήκες, γήπεδα τένις και πισίνες, αλλά και για έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής, ο οποίος συνεπάγεται την υποταγή σε συγκεκριμένους περιορισμούς. Συνεπώς, σε ορισμένες από αυτές τις πόλεις δεν μπορεί κανείς να υπερβεί τα αυστηρά επιβεβλημένα όρια ταχύτητας, να επισκευάσει το αυτοκίνητό του, να κρεμάσει την μπουγάδα στο οικόπεδο ή να βάψει το σπίτι του σε όποιο χρώμα θέλει. Άλλες CID έχουν επιβάλει ακόμη πιο αυστηρούς κανόνες. Για παράδειγμα, υπάρχει ένα ανώτατο όριο στον αριθμό των καλεσμένων σε δείπνο, καθώς επίσης και πόσα κιλά πρέπει να ζυγίζει ο σκύλος της οικογένειας. Το πιο εντυπωσιακό είναι πόσοι Αμερικανοί είναι πρόθυμοι να αποχωρήσουν από μια ελευθερία για να αγοράσουν αυτή την άλλη, την περισσότερο αμφίβολη. Πριν από τριάντα χρόνια υπήρχαν 10.000 ανάλογοι προστατευόμενοι θύλακες στις ΗΠΑ· πριν από δέκα χρόνια ο αριθμός τους αυξήθηκε σε 130.000, με συνολικά 32.000.000 κατοίκους. Είναι σχεδόν το 15% του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Προφανώς δεν είναι μόνο στην προβληματική νοτιοανατολική γωνιά της Ευρώπης που οι άνθρωποι επιλέγουν να μένουν μακριά από απειλές και φοβίες με το να μεγαλοποιούν και να οριοθετούν τον εαυτό τους. Ίσως χειρότερη απειλή είναι ότι οι περισσότεροι από τους κατοίκους αυτών των θυλάκων αποφεύγουν τελείως τις ευθύνες τους ως πολίτες. Δεν χρειάζεται να ψηφίζουν σε εθνικές ή δημοτικές εκλογές, ούτε να πληρώνουν δημοτικά τέλη ή δαπάνες, αφού οι CID είναι εξίσου αυτοδιοικούμενες και αυτάρκεις ως προς τις υπηρεσίες, όπως η αποκομιδή απορριμμάτων, η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος και νερού, η πυροσβεστική και (φυσικά) η αστυνομία. Σε τελευταία ανάλυση, πολλοί από τους θύλακες προσφέρουν και μια διαφυγή από το ίδιο το παρόν, προσπαθώντας επιδέξια να μιμηθούν την αστική δομή της μεσαιωνικής Ευρώπης, με τάφρους, σπίτια γοτθικού ή αποικιακού στυλ, με μαγαζάκια που έχουν ονόματα όπως «Ye Olde Shoppe» κ.λπ. Η νοσταλγία είναι μια βίαιη δύναμη, η άλλη πλευρά της οποίας είναι η τύφλωση, η αυτάρκεια και ένας βαθιά ριζωμένος τρόμος για κάθε αλλαγή.

 

Τείχη   «Στο πέρασμα από τη φύση στο είναι / τα τείχη δεν είναι όντως φιλικά», διαβάζουμε στην τόσο δυνατή όσο και ειρωνική αρχική συγχορδία του ποιήματος Μια νύχτα με τον Άμλετ. Άπαξ κι αναφερθεί, η λέξη «τείχος» αντηχεί σαν μάντρα ή επιβεβλημένη λέξη μέσα σε όλο το ποίημα. Μπορεί να πρόκειται για τις επάλξεις στο Έρεσουντ, καθώς και για τους χαμηλούς τοίχους του κήπου, φαγωμένους από τον ήλιο, πίσω από τους οποίους ο Άμλετ και η Οφηλία παίζουν ως παιδιά, τοίχους που στηρίζουν την κρεμαστή βλάστηση και χαρίζουν στα φρούτα τη γεμάτη δροσερή τους οξύτητα. Μπορεί όμως να πρόκειται και για εντελώς ασήμαντα τείχη της πόλης, «κατουρημένα» από τα ταλέντα και άλλους νυχτόβιους που επιστρέφουν σπίτι: μέθυσους, κατακάθια της πόλης.

Τείχη: αυτή είναι η μόνη σταθερά στο μεταβαλλόμενο σύμπαν του Χόλαν· τα τείχη και η ελπίδα ότι οι κραυγές που ακούγονται εδώ πίσω μπορούν να γίνουν αισθητές και στην άλλη μεριά.

 

Αστείες εικόνες   Το 1968 ο Χόλαν μαζί με τη σύζυγο και την κόρη του μετακόμισαν από το παλάτι του 18ου αιώνα με τα πολλά ρεύματα σε ένα διαμέρισμα μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά, στην άλλη πλευρά του Καναλιού του Διαβόλου: από το σκοτεινό τοπίο του πάρκου του Κάμπα στην ηπειρωτική πλευρά με τις φωτεινές βενετσιάνικες προσόψεις, τις αποβάθρες με τις βάρκες και τις μεγάλες πλακόστρωτες πλατείες. Οι ημερομηνίες είναι επίσης σχετικές. Αν ο Χόλαν μετακόμισε στο Κάμπα το 1948, το έτος που οι κομμουνιστές κατέλαβαν την εξουσία, βγήκε από τη μακρά εξορία του την ίδια χρονιά που η Άνοιξη της Πράγας πνίγηκε από τα τανκς του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Αρκετά τανκς πρέπει να πέρασαν επίσης έξω από τη νέα κατοικία του Χόλαν στην Ου λουζτσέχο σεμινάρε. Στον τοίχο του απέναντι σπιτιού, στην άλλη πλευρά της πλατείας, μια πινακίδα είναι ακόμη χαραγμένη: Smíchov [Σμίχοφ], γραμμένο με κυριλλικούς χαρακτήρες, και από κάτω ένα βέλος που δείχνει τη μετέπειτα κατεύθυνση των κατακτητών.

Αναρωτιέται κανείς τι σημαίνει η αναχώρηση για τον Χόλαν. Εξακολουθεί να μένει στον εσωτερικό του λαβύρινθο και οι ελάχιστοι επισκέπτες που δέχεται δίνουν αντικρουόμενες μαρτυρίες για την υγεία του. Ο Μίλος Φόρμαν, που τότε εργαζόταν στην ονομαστή Ακαδημία Κινηματογράφου της Πράγας, τον επισκέφθηκε στο Κάμπα στα μέσα της δεκαετίας του ’60 μαζί με τον τριαντάχρονο θεατρικό συγγραφέα Βάτσλαβ Χάβελ. Ο Φόρμαν εντυπωσιάστηκε από την ιδιαιτερότητα ότι όλα τα δωμάτια του κάτω ορόφου ήταν απολύτως βυθισμένα στο σκοτάδι· δεν εισχωρούσε σχεδόν καθόλου φως. Άλλοι επισκέπτες, όπως ο Σουηδός σλαβολόγος Νιλς Όκε Νίλσον, ο οποίος γνώρισε τον Χόλαν στις αρχές της δεκαετίας του ’70, μιλά για έναν άνθρωπο σε σοβαρή σωματική παρακμή. Ο Χόλαν τους υποδέχεται μόνο με ένα φθαρμένο κοτλέ σακάκι ριγμένο στον γυμνό κορμό του. Δεν έχει σχεδόν καθόλου δόντια. Τα νύχια είναι μακριά πάνω από μισό εκατοστό, με βρόμικες μαύρες άκρες. Είναι προφανές πως η ακατάπαυστη συναναστροφή με τον Μότσαρτ και τα μπουκάλια τον έχει αναλώσει.

Παρόλα αυτά, είναι παραγωγικά χρόνια –ο Γιουστλ μετρά σχεδόν οκτακόσια ποιήματα που γράφτηκαν στην τελευταία δεκαετία του Χόλαν–, αν και δεν προστίθενται σχεδόν καθόλου νέα θέματα στο έργο του: νοητικά είναι σαν να μην μπορεί να κάνει τίποτε άλλο από το να αναδιαμορφώνει όσα έχει ήδη γράψει, όσα γράφτηκαν στο μακρύ δημιουργικό διάστημα μεταξύ 1949 και 1957. Η φήμη του όμως συνεχίζει να εξαπλώνεται στον κόσμο, οπωσδήποτε με τη βοήθεια της μυθικο-ηρωικής λάμψης που εκ των υστέρων θα επικαθήσει πάνω από την Άνοιξη της Πράγας. Ως το τέλος της δεκαετίας του ’60, το Μια νύχτα με τον Άμλετ είχε μεταφραστεί σε σχεδόν δέκα ευρωπαϊκές γλώσσες. Διοργανώνονται σεμινάρια για το έργο του Χόλαν. Το όνομά του αναφέρεται όλο και συχνότερα στα πλαίσια του βραβείου Νόμπελ. Η φήμη όμως δημιουργεί και προβλήματα. Τώρα είναι αδύνατο για τους αρχιτέκτονες της λεγόμενης κανονικοποίησης να τον φιμώσουν ή να σβήσουν το όνομά του από λεξικά και σχολικά εγχειρίδια. Αντιθέτως, δοκιμάζουν άλλη στρατηγική: να επισημάνουν στον πρώην άστεγο ότι είναι πάλι ευπρόσδεκτος στο σπίτι. Ενώ ο Βλαντιμίρ Γιουστλ προσπαθεί με τεράστιες δυσκολίες να ολοκληρώσει τη σχεδιαζόμενη δεκαεξάτομη έκδοση των ποιητικών απάντων του Χόλαν, μεμονωμένα ποιήματα εμφανίζονται παντού σε δημόσιες ανθολογίες. «Ποιητής της αντίστασης» αποκαλείται τώρα ο πρώην φορμαλιστής, και αρκετά από τα ποιήματα χρονολογούνται και υφίστανται επεξεργασία με τέτοιο τρόπο ώστε να ανταποκρίνονται καλύτερα στην επιθυμητή κομμουνιστική βιογραφία. Τα χρόνια της δεκαετίας του ’50, για παράδειγμα, ονομάζονται χρόνια «αυτοεπιβαλλόμενης σιωπής», και τα κείμενα για αυτή την εποχή αναφέρουν μόνο όσα επιτρέπεται να υπάρχουν: τα εμπνευσμένα παιδικά στιχάκια για την κόρη του Κατερίνα, που εκδόθηκαν ως παιδικό βιβλίο γύρω στο 1953, το επίμοχθο μεταφραστικό έργο. Όλα τα υπόλοιπα, όλη η γιγάντια πάλη με τις απαιτήσεις αλήθειας του ποιήματος που το 1957 τον οδήγησε στα πρόθυρα ψυχικής και σωματικής κατάρρευσης, αποσιωπώνται για να μη διαταραχθεί η εικόνα του ποιητή ως επαναστάτη ποιητή του έθνους και υπέρμαχο της πατρίδας.

Ο Χόλαν δεν είναι βέβαια τόσο αφελής ώστε να πιστεύει ότι μόνο η δημόσια εικόνα διαστρεβλώνεται· τίποτα δεν είναι αθώο, ούτε καν το ποίημα. «Ό,τι έγραψε ένας ποιητής, / θα το ΚΑΝΕΙ ένας άγγελος ή δαίμονας… / Έτσι θα εκδικηθεί το όνειρο για την αδιάλειπτη συνείδηση!», λέει στο Μια νύχτα με τον Άμλετ. Οι άνθρωποι δεν κρύβονται ατιμώρητοι πίσω από τείχη και εσωτερικές ασπίδες. Ίσως η τελευταία δεκαετία της ζωής του Χόλαν μπορεί να παρομοιαστεί με τη διαβολική κολακεία του Κάλιμπαν προς τον Τρίνκουλο και τον Στέφανο στην Τρικυμία. Ο Κάλιμπαν γνωρίζει ότι για να προσεγγίσει τον Πρόσπερο, πρέπει πρώτα να τον απαλλάξει από τα βιβλία του· χωρίς τις λέξεις και την παιδεία, ο Πρόσπερο είναι ανίσχυρος και απογυμνωμένος, και μόνο τότε μπορεί να τον σκοτώσει. Γι’ αυτή την περίοδο δεν υπάρχουν σχόλια του ίδιου του Χόλαν. Σίγουρα όμως, μέσα από το σκοτάδι του, θα απεχθανόταν τον καταιγισμό επευφημιών που βάθαιναν την απελπισία του, εγκωμιάζοντάς τον για κατορθώματα που ποτέ δεν έκανε. Όταν η κόρη του Κατερίνα πέθανε το 1977, σε ηλικία είκοσι οκτώ ετών, ο ποιητής σταμάτησε οριστικά να γράφει. Σχεδόν δυόμισι χρόνια αργότερα, στις 31 Μαρτίου 1980, πέθανε από εγκεφαλική αιμορραγία.

 

Τείχη, σκάλες, πέτρινα λόγια   Αυτό που απομένει είναι το ίδιο το τοπίο· ένας κόσμος από σκάλες, τείχη, πέτρινες κορυφές. «Μα πού οδηγούν οι σκάλες / προς τα πάνω ή προς τα κάτω;», αναρωτιέται ο ανώνυμος πλάνης στη σουίτα ποιημάτων «Schody» («Σκάλες») του Κάρελ Πέτσκα. Οι ηθοποιοί του Χόλαν θα μπορούσαν να πουν το ίδιο. Το πέρασμα φωτίζεται μόνο για λίγο. Στο υπόλοιπο της διαδρομής πρέπει να βρεις τον δρόμο μόνος σου.

Το παλάτι του Γιόζεφ Ντομπρόβσκι νοικιάζεται τώρα ως γραφείο σε εταιρείες που έχουν την δυνατότητα να πληρώσουν το πανάκριβο ενοίκιο. Μια από τις εταιρείες που έχουν εγκατασταθεί στο κτίριο είναι η Hill & Knowlton: η διαφημιστική εταιρεία που «σχεδίασε» την πολεμική στρατηγική και το εθνικό προφίλ της Κροατίας. Τον Αύγουστο του 1995, από ένα σταυροδρόμι στο ύψος της κροατικής πόλης Σίσακ, είχα δει πώς οι κροατικές δυνάμεις έδιωχναν εκατοντάδες χιλιάδες Σέρβους της Κράινα. Λες και είχε ανοίξει μια ρωγμή στο τείχος του χρόνου και είχαν βγει από έναν τελείως διαφορετικό αιώνα, οι πρόσφυγες ξεχύνονταν στον στενό αυτοκινητόδρομο, με τα υπάρχοντά τους δεμένα σφιχτά σε ράχες γαϊδουριών, καρότσες φορτηγών και σχάρες αυτοκινήτων. Αλλά στις οθόνες των τηλεοράσεων, πίσω από τους τοίχους των προστατευμένων σπιτιών, δεν φαινόταν τίποτε από αυτά. Αντιθέτως, όλη την ημέρα προβαλλόταν ένα βιντεοκλίπ όπου οι νέοι καλλιτέχνες και τραγουδιστές της χώρας τραγουδούσαν –υπό την υποβλητική συνοδεία πιάνου– μια κοινότοπη προπαγανδιστική μπαλάντα, «Croatia, my home»· στο βιντεοκλίπ η μια φωνή διαδέχεται στην άλλη, όπως ακριβώς στο δημοφιλές τραγούδι «We are the world, we are the people». Το φύλο και το χρώμα του δέρματος των τραγουδιστών μπορεί να διαφέρει, είναι το μήνυμα, αλλά η χώρα μας είναι για όλους. Όταν οι διαπραγματευτές του Ντέιτον αργότερα παρουσιαστούν και ανοιγοκλείσουν τα μάτια στο έντονο, χαμηλό φθινοπωρινό φως, θα θεωρήσουν και αυτές τις στρατηγικές των μέσων ενημέρωσης απείρως πιο ανθεκτικές και αποτελεσματικές από οποιοδήποτε ωμό πολεμικό ψέμα. Έτσι θα εκδικηθεί το όνειρο για την αδιάλειπτη συνείδηση.

Νωρίς το πρωί το Κάμπα καταλαμβάνεται απ’ όλους τους ιδιοκτήτες σκύλων της Μικρής Πόλης. Οι περισσότεροι που βγάζουν βόλτα τα σκυλιά τους είναι κυρίες που ζουν εδώ πολύ προτού μετακομίσει ο Χόλαν. Μαζεύουν τα ντάτσχουντ και τα παγκ τους γύρω από τα κρατημένα παγκάκια, κι αν κάποιος τολμήσει να μπει στην περιοχή τους, βρίσκεται αντιμέτωπος με άγριες ματιές και μια ντουζίνα θυμωμένα στόματα σαν του Κέρβερου. Είναι και άλλοι κάτοικοι της Μικρής Πόλης που κάνουν εδώ τον πρωινό τους περίπατο. Σε ένα παγκάκι στην πλατεία του Κάμπα ο πρώην αντιφρονών, νυν Πρόεδρος της Γερουσίας, Πετρ Πίτχαρτ κάθεται με το μπιγκλ του, κοιτώντας προς το παράθυρο του δεύτερου ορόφου όπου ο γιος μου ετοιμάζεται για το νηπιαγωγείο με τσάι και φρέσκα ψωμάκια rohlíky, αγορασμένα από τον φούρνο απέναντι από τη γέφυρα του Καρόλου. Ύστερα πατέρας και γιος περπατούν αργά στα πλακόστρωτα δρομάκια κάτω από τα ψηλά δέντρα του πάρκου, οι κορυφές των οποίων καίγονται στο πρωινό φως. Η απομόνωση, ή η φήμη για την απομόνωση, έκανε τον Χόλαν να φαντάζει πιο ερμητικός ποιητής απ’ ό,τι είναι στην πραγματικότητα. Στο σύνολό του το έργο του βάζει σε κάποια δοκιμασία τον αναγνώστη, είναι αλήθεια. Αν όμως τα ποιήματα διαβαστούν μεμονωμένα, στροφή-στροφή, πρόταση-πρόταση, συχνά είναι εκπληκτικά απλά: αποτελούνται από συγκεκριμένες παρατηρήσεις και ευθείες δηλώσεις. Υπάρχει ένας καθημερινός συγκεκριμένος τόνος που αντιστοιχεί στη ρυπαρότητα η οποία ακόμη εντοπίζεται σε ορισμένες γειτονιές γύρω από τον πλακόστρωτο δρόμο Ούγιεστ της Μικρής Πόλης, με στενά δρομάκια που παραπαίουν πίσω από τις κουζίνες των μπυραριών. Το Κάμπα επίσης έχει μείνει ανέπαφο ως σήμερα. Οι τοίχοι έχουν παραμείνει διαβρωμένοι, στο μεγαλύτερο μέρος καλυμμένοι με γκράφιτι· όπως και όλα τα αγάλματα με ακαθαρσίες περιστεριών στις μαρμάρινες πτυχώσεις, με κομμένα χέρια και μύτες.

Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι ο Σαίξπηρ ανήκε στα είδωλα του Χόλαν. Και στους δύο ποιητές υπάρχει το μείγμα υψηλού και χαμηλού, θρήνου και μεγαλοστομίας. Όταν ο Θεός εγκαταλείπει τον κόσμο ή γίνεται αντιληπτός μόνο ως η απέραντη σιωπή από πίσω του, είναι λες κι η ύπαρξη μπορεί να κατανοηθεί μόνο με αυτόν τον τρόπο: ως ακατανόητο ψέλλισμα και βρυχηθμός, μια πειστική απαγγελία στίχων, με υψηλόφρον ή αγοραίο ύφος. Οι λέξεις είναι αυτό που ο Θεός έχει βάλει στη θέση της παρουσίας του, καθώς και όλα τα χιλιάδες πράγματα που οι λέξεις μπορούν να φέρουν πιο κοντά στον άνθρωπο: «“Μονάχα αν συμφιλιωθείς με τον θάνατο”, είπε ο Άμλετ, / “θα καταλάβεις ότι υπό τον ήλιο όλα είναι όντως καινούργια…”».

Ίσως αυτός ο τρόπος ανάγνωσης και κατανόησης του κόσμου πρωτίστως ως ποίημα να είναι επίσης ένας αμυντικός μηχανισμός: ένας τρόπος να αμυνθεί κανείς απέναντι σε έναν κόσμο σε παρακμή. Τον καιρό των διώξεων, τη δεκαετία του ’50, ήταν οπωσδήποτε έτσι. Η προσκόλληση στο ποίημα ήταν ο μοναδικός τρόπος για να ανυψωθεί η ψυχή όταν το σώμα σκέβρωνε. Τα τελευταία χρόνια η αυτοάμυνα εξελίχθηκε σε στάση ζωής. Σπάνια όμως ένας ποιητής που ομολογούσε όλες τις αδυναμίες του ανθρώπου, πάσχισε να «διαπεράσει το όριο του ανθρώπινου», ώστε με το ποίημα ως εργαλείο να φτάσει βαθιά στα θεμέλια της ανθρώπινης ύπαρξης. Τόση πολλή φύση μάς κάνει να λαχταρούμε την καθαρή ύπαρξη, όπως λέει ο Χόλαν· ή (για άλλη μια φορά): τόση πολλή μουσική μάς κάνει να λαχταρούμε τον ήχο μιας ανθρώπινης φωνής.

Ίσως να μην πέρασε ποτέ από το μυαλό του μονήρη ποιητή στο Κάμπα ότι ήδη μιλούσε με τη φωνή που τόσο επίμονα αναζητούσε. Παρόλες τις παραφράσεις και τις αντιφάσεις, όλες τις παραδρομές και τις παρεκκλίσεις, η ποίησή του διαπνέεται από θαυμάσια διαύγεια και ακρίβεια· μια θερμή παραφωνία μέσα σε όλη τη μονότονη συνοχή:

Μέσα μου υπάρχει χώρος, περισσότερος: υπάρχει χώρος
Για τον θρήνο σας και τη βλασφημία
Καθώς και για τη χαρά… Όχι, τίποτα δεν σας εμποδίζει
Να υψωθείτε στο φως του ήλιου
Ακόμη λιγότερο όταν βροντά ο κεραυνός…
Εδώ μπορείτε να κλαίτε και να καταριέστε
Και, σχεδόν στα κρυφά, να γελάτε επίσης, ναι
Να γελάτε
Τίποτα δεν σας εμποδίζει να ξανάρθετε.
Εγώ είμαι δω, εσείς απλώς περνάτε.

(«Μπορείτε», από τη συλλογή Την ώρα του θανάτου, 1967)

Μετάφραση: Μαρία Φραγκούλη

Η μεταφράστρια ευχαριστεί τη Σόνια Στάμου-Ντορνιάκοβα για την απόδοση των στίχων από το ποίημα «Όνειρο».

///

Το κείμενο «Μια νύχτα με τον Χόλαν (και άλλους επισκέπτες)» είναι το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου Prag (no exit) (Bonniers, Stockholm, 2002) του Steve Sem-Sandberg (Όσλο, 1958). Η Πράγα είναι το πρίσμα μέσα από το οποίο διαθλώνται τα πέντε κείμενα που απαρτίζουν το βιβλίο: οι ατελείωτες στοές και δαιδαλώδεις αυλές της πόλης διακλαδίζονται στη λογοτεχνία μέσω συγγραφέων όπως οι Βλαντιμίρ Χόλαν, Φραντς Κάφκα, Μποχουμίλ Χράμπαλ, Ντανιέλα Χοντρόβα, Λιμπούσε Μονίκοβα. Αυτές οι προσωπικές αναγνώσεις του Sem-Sandberg γίνονται μια περιπλάνηση (ή μια νυχτερινή απόδραση) σε μια πόλη που αλλάζει και την ιστορία της· να σημειωθεί ότι τα κείμενα γράφτηκαν λίγο πριν το τέλος της δεκαετίας του 1990. Ο Σεμ-Σάντμπεργ έζησε για χρόνια στην Πράγα και κατόπιν στη Βιέννη, και έχει ασχοληθεί εκτενώς με την κεντροευρωπαϊκή λογοτεχνία. Το Πράγα (no exit) είναι ένα υβριδικό βιβλίο που κινείται μεταξύ δοκιμίου, ταξιδιωτικού ρεπορτάζ και προσωπικών αναμνήσεων, στα βήματα του Κάφκα και άλλων συγγραφέων της Πράγας, ενώ παράλληλα περιέχει θέματα που εντοπίζονται στο έργο του ίδιου του Σουηδού συγγραφέα.

Ο Στηβ Σεμ-Σάντμπεργ ζει στη Στοκχόλμη και είναι από τους πιο διακεκριμένους Σουηδούς συγγραφείς σε διεθνές επίπεδο. Γράφει μυθοπλασία, δοκίμιο και λογοτεχνική κριτική στην Dagens Nyheter. Από το 2020 κατέχει την έδρα αρ. 14 της Σουηδικής Ακαδημίας. Τρία βιβλία του, Theres (1996, βραβείο Aftonbladet), Allt förgängligt är bara en bild (Καθετί εφήμερο είναι μόνο μια εικόνα, 2002) και Ravensbrück (2003), επικεντρώνονται σε τρία πρόσωπα αντίστοιχα: την Ουλρίκε Μάινχοφ, τον Ρίλκε και τη Μίλενα Γιέσενκα. Το μνημειώδες μυθιστόρημα De fattiga i Łódź (Οι απόκληροι, μτφρ. Γρηγόρης Κονδύλης, Πατάκης 2011) αφορά το εβραϊκό γκέτο της πόλης Γουντζ στην Πολωνία και τον αμφίσημο ρόλο του διοικητή του Μορντεχάι Χάιμ Ρουμκόφσκι. Το 2009 κέρδισε το August Prize και ήταν υποψήφιο για το βραβείο λογοτεχνίας του Σκανδιναβικού Συμβουλίου, καθώς και για το βραβείο Jan Michalski. Το βιβλίο γνώρισε διεθνή επιτυχία, με περισσότερες από 25 μεταφράσεις. Το επόμενο έργο που διαπλέκει ιστορία και μυθοπλασία είναι το De utvalda (Οι εκλεκτοί, 2014), ένα μεγάλο πολυφωνικό μυθιστόρημα με θέμα την αυστριακή κλινική Spiegelgrund, όπου οι Ναζί εφάρμοζαν προγράμματα ευθανασίας σε παιδιά με σωματικές και ψυχικές ασθένειες. Το βιβλίο ήταν υποψήφιο για το August Prize, ενώ η γαλλική μετάφραση κέρδισε το Prix Médicis étranger. Το εμβληματικό έργο Βόιτσεκ του Μπύχνερ οδήγησε τον Sem-Sandberg, μέσα από την έρευνα σε δικαστικά αρχεία, να αναπλάσει αριστοτεχνικά την ιστορία του πεζικάριου στο πολυδιάστατο μυθιστόρημα W. (Β., μτφρ. Γιώργος Μαθόπουλος, Αλεξάνδρεια, 2023). Το Β. ήταν υποψήφιο για το August Prize, το βραβείο λογοτεχνίας του Σκανδιναβικού Συμβουλίου και το βραβείο μυθιστορήματος της Σουηδικής Ραδιοφωνίας. Ακολούθησε η συλλογή διηγημάτων Jägarna i Armentières: Büchnervariationer (Οι κυνηγοί στην Αρμαντιέρ: Παραλλαγές στον Μπύχνερ, 2020), τα οποία προέκυψαν παράλληλα με τη συγγραφή του Β. Το 2022 εκδόθηκε το μυθιστόρημα Oceanen (Ωκεανός, μτφρ. Γρηγόρης Κονδύλης, Αλεξάνδρεια, 2024), που εστιάζει στις 45 ημέρες που πέρασε ο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ, το 1765, στο νησί Σαιν Πιερ της λίμνης Μπιεν. Έχει τιμηθεί, μεταξύ άλλων, με τα βραβεία Marin Sorescu (2007), Samfundet De Nio (2009), Eyvind Johnsson (2020), Delblanc (2021), Selma Lagerlöf (2024). Σύντομα θα κυκλοφορήσει το νέο του μυθιστόρημα, De heligas stad (Η πόλη των αγίων), με σκηνικό την πολιορκημένη από τους Αναβαπτιστές πόλη του Μύνστερ κατά την ταραχώδη περίοδο της Μεταρρύθμισης.

*

Φωτογραφία Steve Sem-Sandberg, Copyright: Thron Ullberg

*

*