*
Απέναντι από το σπίτι της, στον φράχτη του απέναντι οικοπέδου, δίπλα στον δρόμο ακριβώς, είναι η μυγδαλιά. Οι γείτονες που τη φύτεψαν και μαζεύουν τους καρπούς έρχονται κάθε καλοκαίρι, όταν το χωριό γεμίζει κόσμο και τα πράγματα αλλάζουν, γενικά, άλλη καθημερινότητα, άλλος ρυθμός. Μετά τον Σεπτέμβρη όμως, μένει σχεδόν μόνη στη γειτονιά, τι σχεδόν, μόνη όλο το πρωινό, αφού κι ο άντρας της φεύγει για τη δουλειά του. Πάει, όμως, να πλύνει τα πιάτα, κι απέναντι ακριβώς η μυγδαλιά. Παίρνει να μαγειρέψει, τη μυγδαλιά βλέπει σηκώνοντας τα μάτια της προς το παράθυρο. Κάθεται στον καναπέ να πιει καφέ, να τη η μυγδαλιά έξω από το τζάμι. Πάει να ξαπλώσει λίγο για μεσημέρι, με το παντζούρι ανοιχτό, μην την πάρει κι ο ύπνος για πολλή ώρα και ξυπνήσει μετά μουρτζούφλω, τη μυγδαλιά έχει στα μάτια της. Δεν γίνεται κι αλλιώς, όλα τα παράθυρα του σπιτιού κατά κει ανοίγουν.
Είναι η καθημερινή της εικόνα, η καθημερινή της ζωή, Να βλέπει τον χειμώνα να έρχεται όταν γυμνώνουν τα κλαδιά της, να περιμένει με λαχτάρα να ανακαλύψει να φουσκώνουν τα μπουμπούκια της λίγο μετά τις γιορτές, να τρελαίνεται από τη χαρά της όταν ανθίζει κάτασπρη κι αέρινη και, μετά το Πάσχα, όταν καλωσυνεύει κι ο καιρός και μπορούν πια να κάθονται στην αυλή, να κόβει και κάνα τσάγαλο για μεζέ στο ούζο. Τα αγαπάει τα δέντρα, τα φροντίζει τα λουλούδια της, αλλά με τούτη τη μυγδαλίτσα είναι σαν φιλενάδες, τρέμει η ψυχή της μήπως και πάθει κάνα κακό. Ώρες ώρες σκέφτεται κιόλας μπας και δεν είναι καλά, τι της κόλλησε; Αλλά πάλι, αυτή τη χαρά, για μήνες, να βλέπει κάθε μέρα τα κλαδάκια να παίρνουν ζωή, να μαλακώνουν, κι ύστερα να έρχεται εκείνη η γιορτή με τα άσπρα, και να γεμίζει ο δρόμος κι η αυλή της αυτή τη μυρωδιά τη μελένια και τα άσπρα πέταλα… Αχ, ευτυχία χωρίς κόπο! (περισσότερα…)

