*
Ο νους μου τα βουνά κρατεί # 2
Γράφει ο Γιάννης Ματθαιουδάκης
Η λαϊκότητα της κρητικής υπαίθρου συνομιλεί με τον λόγιο, υψηλό στοχασμό για τα μεγάλα ζητήματα της καρδιάς και του κόσμου. Φιλόσοφοι και μαντιναδολόγοι κάθονται μαζί, στο ίδιο λιτό κρητικό τραπέζι. Η στήλη αφορά την περίπτωση της Κρήτης, αλλά στην οικουμενική της διάσταση. «Κάθε πολιτισμός ωστόσο είναι δυνάμει όλοι οι πολιτισμοί», δηλαδή βαθύριζες εκδηλώσεις λαϊκής ποίησης όπως π.χ. το ηπειρώτικο μοιρολόι, η ιταλική βιλανέλα, το μαλαϊκό παντούμ, το περσικό ρουμπάι. Στη μεταβατική εποχή μας, οι κοινές αναφορές, ο συλλογικός βίος, η αίσθηση του μέτρου και του ιερού, αμφισβητούνται από τις «διαλυτικές πνοές» ενός μαζικού, άρρυθμου, δήθεν εξορθολογιστικού τρόπου ζωής. Η μαντινάδα δεν μένει ανεπηρέαστη.
///
Είναι το δημοτικό τραγούδι προϊόν Φύσης ή Τέχνης; Φυσικό φαινόμενο αντίστοιχο με την χλωρίδα και πανίδα ενός τόπου ή καλλιτεχνική δημιουργία συνειδητή; Ερώτημα αντάξιο μιας ολόκληρης επιστημονικής διαδρομής για τους μεγάλους μας λαογράφους Ν. Γ. Πολίτη και Σ. Κυριακίδη.
Η ανωνυμία και η αχρονικότητα, τα κύρια δηλαδή γνωρίσματα του δημοτικού τραγουδιού, επαληθεύονται και στην περίπτωση της Κρήτης. Μόνο με την εμφάνιση της δισκογραφίας θα έρθουν στο προσκήνιο οι μαντιναδολόγοι κι αυτό πολύ όψιμα. Δεν ήταν άλλωστε ζητούμενο να ξεχωρίσουν από την κοινότητα, να διακριθούν. Το αντίθετο μάλιστα. Το τραγούδι, ως έκφραση αρχετυπική της συλλογικής ζωής, εμπεδώνει την ενότητα, τον βαθύτερο δεσμό, το ομότροπο σκίρτημα. Για αυτό τον λόγο παρακάτω, δηλώνουμε έστω την επαρχία, όπου είναι δυνατό ή γενικά τον όρο «παραδοσιακή», για όσες μαντινάδες δεν εντοπίζεται πια ο δημιουργός. Ομοίως και οι μελωδίες που συνοδεύουν τις μαντινάδες, οι «σκοποί» όπως λέμε στην Κρήτη, έπαιρναν το όνομά τους από την ευρύτερη περιοχή, κι όχι από τον εμπνευστή τους, π.χ εθιανός πηδηχτός, μυλοποταμίτικες κοντυλιές, κισσαμίτικα συρτά, αμαριώτικα πεντοζάλια κτλ. Το πεδίο δράσης του λυράρη ήταν το χωριό του και τα διπλανά. Ακόμη και οι σημερινοί μαντιναδολόγοι, που πλέον διακρίνονται και καταγράφονται, δηλώνουν άλλες κύριες δραστηριότητες. Η ταυτότητά τους δεν γράφει «ποιητής» όπως του Καβάφη. Η απάντηση συνεπώς είναι δίσημη. Η κρητική στιχουργία είναι κατεξοχήν κοινωνική λειτουργία κι όχι ατομική πράξη. Οι μαντινάδες αναδημιουργούνται μέρα με τη μέρα κι από στόμα σε στόμα ως αντικείμενο συλλογικής επεξεργασίας στις διάφορες εκδηλώσεις της κοινότητας. Οι πειραματισμοί επιτρέπονται αρκεί να λειτουργήσουν στις χαρές και στα γλέντια. Για την παράδοση, οι διαρκείς παραλλαγές είναι κριτήριο γνησιότητας και ζωτικότητας. «Η καλή αλλοίωσις». Κατά τη διαδικασία αυτή, κάποιοι άνθρωποι οπωσδήποτε ταλαντούχοι, με ένστικτο, μεράκι, «ακουστική φαντασία», πάθος και εφευρετικότητα, θα καταφέρουν να “ταιριάξουν”, δηλαδή να τελειοποιήσουν τον στίχο. Είναι σίγουρα δημιουργοί κατά κυριολεξία (δήμος + έργο), αλλά όχι καλλιτεχνικές ατομικότητες με τη νεωτερική έννοια της αυτοέκφρασης.
Ο φυσικός χώρος της μαντινάδας είναι η «παρέα», δηλαδή η μάζωξη, η κοινή στιγμή. Εκεί δοκιμάζεται και «κατακυρώνεται» η αξία μιας μαντινάδας. Εκεί ανθίζουν οι παραλλαγές. Οι αφορμές αρίφνητες: σημάδι, αρραβώνας, πρόγαμος, αντίγαμος, γάμος, κουρές ζώων, η χάρη του Αγίου, φανταρικό, χοίρος που «ήρθε η ώρα του», άνοιγμα των βαρελιών, η εποχή της αγκινάρας, των κουκιών, της ρακής.
Όντε θα βρω εγώ ρακή, δε θέλω παρακάλια
κι ας έχει μόνο για μεζέ, σταφίδες και στραγάλια.
Ο Κρητικός γνωρίζει από πρώτο χέρι τα μυστικά του μόχθου· «η δουλειά είναι βαναυσία» γι” αυτό και την αφήνει όσο γίνεται «οπίσω». Τα στενά παραγωγικά όρια της γης και των ζωντανών τον ελευθερώνουν από την κενοδοξία του πλουτισμού. Μικρή παραγωγή και εκλεκτή, «μερακλίδικη». Ποιος θα βγάλει το καλύτερο κρασί, την πιο νόστιμη ντομάτα. Αφορμές για ανταγωνισμό, κέρασμα και πειράγματα. Προϊόντα επενδυμένα με φροντίδα και περίσκεψη, δεν προορίζονται όλα για την αγορά, δεν είναι «παραδεδειγμένης χρησιμότητας». Για τον Αριστοτέλη δεν ταιριάζει σε ελεύθερους και μεγαλόψυχους ανθρώπους το κυνήγι του κέρδους, η διαρκής χρησιμοθηρία. Στο κοινοτικό πλαίσιο οι άνθρωποι επιστρέφουν μεταξύ τους ευεργεσίες και μάλιστα πλειοδοτώντας. Η αρχή της αμοιβαιότητας[1], ένας πληθωρισμός της αρχοντιάς, ο ιπποτισμός του λαού.
Καλλιά ’ναι μιαν ευγένεια μιαν αρχοντιά, μια τάξη
παρά του κόσμου τ’ αγαθά άνθρωπος να ποτάξει.
Στην παρέα, λίγο ως πολύ, όλοι είναι ισότιμοι μορφωτικά και εισοδηματικά. «Παραπλησίως χαίρονται και λυπώνται». Στην απλή επίγνωση ότι είσαι μέρος ενός συνόλου, ενός ευρύτερου έργου όπου δεν πλεονάζει κανείς, υπάρχει μια ξέγνοιαστη σιγουριά, οι λέξεις σου δεν έχουν αμηχανία, το άτομο αναπτύσσεται ήρεμα. Η ιεροτελεστία της παρέας προϋποθέτει συμμετοχή και καλή όρεξη. Μόνη μας περιουσία ο χρόνος και ελεύθερος νοείται όποιος τον διαθέτει κατά βούληση. Χωρίς αυθεντίες, ο διάλογος και η αλληλεπίδραση παράγουν γνώση ως «κοινωνία της εμπειρίας». Όλοι γίνονται από κοινού σοφότεροι. Σκέφτονται συλλογικά και πράττουν με σοβαρότητα· «ορθώς διανοείσθαι δια το ορθώς κοινωνείν». Αυτή η ενότητα της σκέψης χαρίζει μια ευγενή αίσθηση δύναμης και καθήκοντος.
Τα ποτήρια υψώνονται, οι μερικότητες καταργούνται, «καλώς εσμίξαμε, καλώς εμονοιάσαμε» (ομονοιάζω). Η παρέα έχει τη δική της μελωδία. Όποιος παρατηρεί, θα δει στις εγκάρδιες ανταποκρίσεις τις υπόγειες αμοιβαιότητες, τους δεσμούς μεταξύ των ανθρώπων. Ακόμα και η παρεξηγημένη μέθη έχει τη θέση της εδώ. Η «ψυχή του κρασιού»[2] τραγουδά και λέει στον άνθρωπο:
«Γνωρίζω πόσο πόνο θέλει, πόσο ιδρώτα στις πυρωμένες βουνοπλαγιές, όπου τον ήλιο πίνω για να γενώ, για να γενεί η ζωή μου…και νιώθω τη χαρά, σαν πέφτω από το κλήμα μες τα λαρύγγια εργατικών ανθρώπων σε τραπέζια απλωμένα και στο ζεστό τους στήθος φαιδρό, γλυκύτατο να έχω μνήμα… καρπός πολύτιμος σπαρμένος από τον αιώνιο Σπορέα, κι έτσι από τον έρωτά μας θα γεννιέται η Ποίηση, και οσία θε ν’ ανεβαίνει στον Θεό σαν σπάνιο άνθος – και πιο ωραία».
Αυτό είναι η εκστατική μέθεξη, μια άσκηση στο να βλέπεις τον εαυτό σου από άλλη προοπτική, να ανακαλύπτεις το υπέρμετρο στο μέτρο. Η προσκόλληση στα φρένα του ορθολογισμού είναι κατά βάση φόβος και διαρκής υπολογισμός, ψευδαίσθηση ασφάλειας, περιχαρακωμένος εγωτισμός, απουσία τραγικού αισθήματος. Το ίδιο το Θέατρο το οφείλουμε σε μια στιγμή μέθης. Όταν κάποιος ρώτησε σε μια παρέα βεβακχευμένων «πού είναι ο θεός;», έλαβε την απάντηση «εδώ είμαι». Ο πρώτος άνθρωπος που υποδύθηκε κάποιον άλλον, κάποιο ρόλο. Πήρε το προσωνύμιο «Θέσπις» που σημαίνει κυριολεκτικά «ο θεός μίλησε»! Τέτοιες ευτράπελες εμπνεύσεις προκύπτουν ασταμάτητα στις κρητικές μαζώξεις. Ο Διόνυσος είναι πίσω από τις πυραμίδες, τον Σωκράτη, τον Χριστό, την Τραγωδία, τις ρωμαϊκές κατακτήσεις, την επιβίωση από τις μεσαιωνικές επιδημίες, τον ξεσηκωμό κατά των Οθωμανών, τις κρίσιμες αποφάσεις του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τον Δυτικό Πολιτισμό τελικά. Το στοίχημα για τον Τσόρτσιλ, διόλου τυχαία η αναφορά, είναι να πάρεις από το αλκοόλ περισσότερα από όσα θα πάρει αυτό από σένα. «Ο καλός, και στη θολή του την ορμή, το δρόμο τον σωστό τον βλέπει», πειθαρχεί κάτω από την τάξη του ρυθμού που κυβερνά την έκστασή του.
Η τραγική αντίληψη της ζωής βλέπει αξεχώριστα τον πόνο απ’ τη χαρά και με το κρασί στο αίμα αρχίζει η μελέτη θανάτου, δηλαδή η φιλοσοφία. Με τα λόγια του Παπαγιώργη[3]: «Η διαφορά της μέθης από την διαυγή ενατένιση βρίσκεται στην ικανότητά της να βιώνει την αλήθεια -την μόνη αλήθεια- του θανάτου ως παρούσα τραχύτητα και όχι ως αναμενόμενη εκμηδένιση». Στην Κρήτη οι νεκροί λέγονται «διψίες» και τους προσφέρονται χοές το πρωί του Πάσχα, ραίνοντας τους τάφους με κρασί. Υπέρ μακαρίας μνήμης.
Αλήθεια βιωμένη ο θάνατος για τους ανθρώπους του χωριού στον καθημερινό κύκλο της ζωής. Όποιος πεθαίνει εδώ αποσπά κι ένα κομμάτι από τους υπόλοιπους. Τα θρηνητικά μοιρολόγια στον νεκρό κρατούν μηνύματα και για τους παλιούς πεθαμένους, υφαίνοντας έτσι τη συλλογική μνήμη της κοινότητας σε μια τελετουργική ομοψυχία ζώντων και τεθνεώτων. Κάθε οικογένεια, κάθε κοινότητα, έχει τη δική της μικροϊστορία και αρεταλογία, τους νεκρούς, τους αγίους, την μυθολογία της. Μετά την κηδεία, «κι αφού χορτάσουν δάκρυα» όπως ο Πρίαμος με τον Αχιλλέα, όλοι μαζί θα καθίσουν να φάνε κι έτσι θα ξανασυνδεθούν με τη ζωή. Οι πρεσβύτεροι επωμίζονται το βάρος της μνήμης για να μπορέσουν οι νεότεροι να προχωρήσουν δοξαστικά στην ανηφόρα της ζωής. Μαύρα ρούχα και τραγούδι.
Ο έρωτας εδώ, ενόρμηση, συνέχεια και κάλεσμα της ζωής, διατηρεί την πίστη στα μελλούμενα και έχει τα πρωτεία. Επαναστατικός από τη φύση του και παρά τα αυστηρά ήθη, επιβάλλεται στη γνώμη των γονιών και επιταχύνει τις εξελίξεις υπέρ του ερωτευμένου ζευγαριού. «Σαν θες εσύ, θέλω κι εγώ, κανείς δεν μας ορίζει / κι ούτε βασιλικό σπαθί δεν μας εξεχωρίζει». Το έθιμο του χαρίσματος είναι μια συλλογική μορφή αποταμίευσης της κοινότητας που εγγυάται ένα καλό ξεκίνημα για τους νιόπαντρους.
Όσο για τις γυναίκες, αυτές είναι στην πραγματικότητα ο οργανωτικός νους πίσω από τη λήψη αποφάσεων της οικογένειας. Συμμετέχουν στις παρέες και διασκεδάζουν με τη φασαρία των ανδρών, ενώ βρίσκονται σε επαγρύπνηση για όλα· τα μικρά παιδιά που τριγυρίζουν τα τραπέζια, τις ανάγκες των φιλοξενούμενων, τις φροντίδες των γεροντότερων, δείχνοντας με άλλον έναν τρόπο την ανωτερότητά τους. Στα δύσκολα χρόνια σκέπασαν τη φτώχεια με ανεξάντλητη επινοητικότητα, υψώνοντας την περήφανη αυτάρκεια σε τέχνη. «Η ακατάλυτη δύναμη του Γένους».
Οι κρητικές κοινότητες είναι κατά βάση μητριαρχικές κι ας δείχνουν εξωτερικά πατριαρχικές. Θηλυκός νους και αντρική καρδιά. «Μητρίδα» έλεγαν και οι αρχαίοι Κρήτες τον τόπο καταγωγής τους. Μια μακραίωνη ισορροπία ρόλων μεταξύ των δύο φύλων στην υπηρεσία της ανανέωσης του πληθυσμού. Ποιο κοινωνιολογικό σχήμα μπορεί άραγε να εντάξει και να ερμηνεύσει το ριζίτικο τραγούδι «αρνάσαι πως με φίλησες» – την εξιστόρηση αποπλάνησης μιας κοπέλας σε πρώτο πρόσωπο, όταν τραγουδιέται από χορωδία αυστηρών και ταγμένων αντρών-πολεμιστών.
Τα θέματα της κοινότητας συζητιούνται ανακατεμένα, με ιστορίες, γέλια και τραγούδια. Ο καθένας έχει τον τρόπο του, την ιδιαιτερότητά του, τα πάθη και τις αντιφάσεις του, κι άρα τη δική του σκέψη. Όλοι μαζί διακωμωδούν την καθημερινότητα και αμοιβαία ενθαρρύνονται. Το γέλιο διατηρεί μια διανοητική ελαστικότητα στις περιστάσεις της ζωής. Προϋποθέτει όμως συντροφικότητα, ισοτιμία, για αυτό και απουσιάζει από πλαίσια που διέπονται από σχέσεις ιεραρχίας. Στο χωριό υπάρχεις ως πρόσωπο (προς + όψη) σε σχέση με τον άλλον. «Πρέπει να φανώ» λένε όταν επίκειται υποχρέωση, ή «άσχημα πάει» όταν κάτι πρέπει να γίνει, φράσεις με τις οποίες συνδέεται το αισθητικό με το δέον, κατά το αρχαίο ήθος. Ο καθένας αναγνωρίζεται όχι από το όνομα, αλλά με το κερδισμένο προσωνύμιο, το «παρανόμι» του. Αν μπεις σε καφενείο και δεν ακουστεί «κέρασέ τον», σημαίνει ότι είσαι εξοστρακισμένος από την κοινότητα, απόβλητος στην μοναξιά του τοπίου.
Το ζήτημα της ακαδημαϊκής εκπαίδευσης τίθεται επίσης υπό την πρακτική σοφία της ζωής. Οι άνθρωποι εδώ είναι πολύτροποι, εμπειροτέχνες, επιδέξιοι. Πέραν από τις αγροτικές εργασίες κατέχουν και κάποια «τέχνη». Η μαστοριά στον Όμηρο περιγράφεται με τη λέξη σοφία.[4] Παλιότερα ήταν χαρκιάδες, γανωτές, κιρατζήδες, ζευγάδες, σήμερα είναι μηχανικοί, ηλεκτρολόγοι, ψυκτικοί. Όλοι μαζί χτίζουν τις πλατείες, τις εκκλησίες, τις βρύσες του χωριού ακόμα και τα σπίτια τους, το «κοινοτικό μεροκάματο», όπως ήταν κάποτε γνωστό. Έχουν πρωτογενείς σχέσεις με τη δουλειά του κόσμου κι όχι εξάρτηση. Η χειρωνακτική εργασία, ως μελέτη του εξωτερικού περιβάλλοντος, χαρίζει αυτοτέλεια, αίσθηση δύναμης και χαράς. «Της αυτάρκειας καρπός μέγιστος ελευθερία». Διαβλέπουν μάλιστα τις αναπτυξιακές δυνατότητες της περιοχής τους άμεσα και καλύτερα από κάθε θεωρητικό τεχνοκράτη· είναι οι «άνθρωποι μεταρρυθμιστές» του Έμερσον. Αν και στη συνάντηση με την κεντρική πολιτική και τους εκπροσώπους της, αυτή η γνώση υποχωρεί δυστυχώς σε άλλες σκοπιμότητες.
Η ίδια η ζωή λοιπόν χειροτεχνία, την οποία μαθαίνει κανείς από τα βασικά της στοιχεία και σταθερά, «παίρνει πράξη» όπως λένε, για να μην εκκολάπτονται απειρότεχνοι και φλύαροι. Η πείρα και ο χρόνος φτιάχνουν τον «φρόνιμο», τον άνθρωπο της δράσης που σταθμίζει ορθά και πράττει επ’ αγαθώ. Διανοητική αρετή ύψιστη για την κοινότητα. «Μυρίζουν οι βασιλικοί, μυρίζουν κι οι βαρσάμοι, μα σα μυρίζ’ ο φρόνιμος, βαρσάμια δε μυρίζουν».
Αν κάποιο παιδί θέλει να σπουδάσει δεν αποτρέπεται, αλλά θα αναγκαστεί να φύγει από το χωριό. Η σπουδαγμένη μόρφωση περιβάλλεται με σεβασμό, κι αν βρεθεί κανείς στην παρέα να μιλά «με γνώση και με τρόπο», οι ντόπιοι τον υποδέχονται με ενδιαφέρον και διάθεση να μάθουν. Η απλή αγνωσία, σε αντίθεση με την ημιμάθεια, επιτρέπει μια άμεση σχέση με τα αντικείμενα, που μπορεί να μετεξελιχθεί σε κριτική συνείδηση χάρη στον δυναμικό σκεπτικισμό, το χιούμορ και την ειρωνεία – ιδιότητες που ευδοκιμούν σε χώρους ελεύθερους, μη εξημερωμένους· «στα άγρια δέντρα πάνω ευωδιάζουν τα άνθη, στα ήμερα οι καρποί».[5] Άγνοια θετική, σωκρατική και όμορφη για τον Θορώ. «Υπάρχουν κι άλλα γράμματα να μάθει κανείς εκτός από εκείνα του Κάδμου». Στον Βιτγκενστάιν επίσης, «η φιλοσοφία είναι δραστηριότητα και πνευματική άσκηση, όχι γνώση». Και ο Πασκάλ στους στοχασμούς του με το ίδιο νόημα: «η πραγματική φιλοσοφία χλευάζει τη φιλοσοφία». Απλοί άνθρωποι, αλλά ικανοί να ξεχωρίζουν αμέσως τους επηρμένους και τους πνευματικά νεόπλουτους της εποχής μας, τους «παραγεμισμένους» όπως ειρωνευόταν ο Μονταίνιος. Είναι άριστοι ψυχολόγοι στο να λαμβάνουν τα μη γλωσσικά σήματα, τη στάση στο χώρο, αυτό που λέμε «vibe» σήμερα.
Η ανάγκη προσδίδει ευγένεια μέχρι και στη σκληρότητα, όπως αυτή συνοψίζεται στη φυσικότητα της σφαγής. Μετρημένα λόγια, βαθύ βλέμμα, αργές και περιεσκεμμένες αντιδράσεις. Άνθρωποι με γλυκιά όψη, καμωμένη από τα βάσανα και τη μνήμη και με μια κρυμμένη τρυφερότητα για τον «πόνο του ανθρώπου και των πραμάτων». Ταυτόχρονα περήφανοι, χωρίς εκζήτηση και μεμψιμοιρία, «κρατούν τον πόνο στο σωστό του ύψος». Η ετοιμότητα μιας γερόντισσας να κεράσει τον απρόσκλητο μουσαφίρη με τα βρισκούμενα, έχει το μεγαλείο μιας χειρονομίας απλής και ταυτόχρονα υπεράνθρωπης.
Ακόμα και τα ερείπια μιλούν στο χωριό. Η φυσική μοίρα της αργόρυθμης φθοράς. Τα παρατημένα σπίτια που επιμένουν να στέκουν, με τα μαυρισμένα μαδέρια όπως προβάλουν από το βάθος μιας πέτρινης καμάρας, κάθε τειχίο και πλακόστρωτο, όλα κι από μια λαϊκή ιστορία ξεχασμένη. «Ξέρω τα χέρια που τα έχτισαν, τα πόδια που τα περπάτησαν», αναπολεί ο Μιχάλης Γκανάς στα Μαύρα Λιθάρια. Δεν είναι επιβλητικά, δεν επιδέχονται σημασιοδοτήσεις ένδοξου παρελθόντος, δεν αποθρυμματίζονται με αριστοκρατική χάρη, είναι όμως υποβλητικά. Όσο μάλιστα η όψη υποχωρεί, τόσο προκαλείται η αναστοχαστική νοσταλγία. Περπατώντας τα στενά τη σωστή ώρα, με το απογευματινό φως να πέφτει και να ολοκληρώνει την νοερή αποκατάσταση, η τοπική σιωπή είναι ταυτόχρονα πραγματική και συμβολική. «Ως ερημώνουν τα χωριά και ως παραμελούνται».[6]
Όποιος όμως αποφάσισε να μείνει στο χωριό, διαφυλάσσει, τιμά και κοιτάζει πίσω, προς τα εκεί που προέρχεται, με πίστη και αγάπη. Η ιστορία του χωριού γίνεται η ιστορία του εαυτού του. Βλέπει το χαλασμένο τείχος, τα ορεινά μονοπάτια, την παλιά εκκλησία και το πανηγύρι του χωριού σαν ένα εικονογραφημένο ημερολόγιο της νιότης του και ξαναβρίσκει σε αυτά τον ίδιο του τον εαυτό, τη δύναμη, την εργατικότητα, τη χαρά, τα νιάτα του.
Τα έθιμα συνέχουν τους πληθυσμούς και δένουν σταθερά το άτομο με τους συντρόφους και το περιβάλλον. Αυτές οι επίμονες, ανιδιοτελείς συνήθειες στις γυμνές ράχες των βουνών, «στις πλαγιές της μνήμης», μοιάζουν με ανόητο πείσμα για κάποιον απ’ έξω. «Είναι ωστόσο το ευχάριστο αίσθημα του δέντρου για τις ρίζες του, η ευτυχία να μη νιώθεις αυθαίρετος και τυχαίος στον κόσμο, αλλά ότι προέρχεσαι από ένα παρελθόν, ως κληρονόμος, ανθός και καρπός».[7] Οι άνθρωποι εδώ βρίσκουν το κοινό που τους ενώνει στα πράγματα πίσω από αυτούς, στις κοινές προσπάθειες, στο τοπίο της αρχής και του τέλους. «Είμαστε αυτό που υπήρξατε, θα είμαστε αυτό που είστε».[8]
«Σοβαρό το πρόσωπο της Κρήτης..», αναθυμάται ο Καζαντζάκης προς το τέλος της ζωής του.[9]
Τούτα ’δώ είναι βάσανα, έχει ακόμα κι’ άλλα
μα τούτα ’δώ είναι μικρά και πίσω τα μεγάλα.
Ο λαός ανθίσταται στο βάρος των περασμένων. Στο βαθμό που λησμονείται το παρελθόν για να μην παραλύσει το παρόν φαίνεται και η πλαστική δύναμη ενός λαού, μιας κουλτούρας. Η δύναμη δηλαδή που υπερβαίνει τον ορίζοντα του βιώματος, αναδιαμορφώνει και ενσωματώνει το περασμένο, επουλώνει πληγές, αντικαθιστά τις χαμένες μορφές. Η ιστορική μνήμη οφείλει να υπηρετεί τη θέληση για ζωή. Δεν πρέπει να μείνει καθηλωμένη, στοιχειωμένη, παθητική, αυτοαναφορική, ένα μόνιμο πένθος. «Τα πουλιά δεν τραγουδούν μέσα στις σπηλιές».
Αυτή η διαλεκτική άσκηση λήθης και μνήμης, το χάρισμα του λαού κατά τον Ν. Πολίτη «να φιλιώνει την τρομερή κι ανελέητη όψη της μοίρας με τη χαρά της ζωής», περνάει μέσα από τη μαντινάδα σε όλες τις όψεις της κοινοτικής ζωής. Ο Ρίτσος θα το εκφράσει με απαράμιλλη ευστοχία:
Καλώς τηνε τη συμφορά αν έρθει μοναχή της
μην έρθει με τη μάνα της και με την αδερφή της.
Σε αυτό το υπαρκτικο πλαίσιο αναφύονται ακόμη οι μαντινάδες, τα άνθη της πέτρας.
///
[1] Όρος του ανθρωπολόγου Mauss για το ίδιο φαινόμενο.
[2] Ποίημα του Μπωντλαίρ.
[3] Περί μέθης.
[4] Ιλιάδος Ο, στ. 412.
[5] Φιλόστρατος, Ηρωικός.
[6] Ποίημα του Γ. Βάρδα.
[7] Φρ. Νίτσε, Παράκαιροι στοχασμοί. Την ίδια μεταφορά χρησιμοποίησε και ο Ίων Δραγούμης στη «Σαμοθράκη».
[8] Aρχαίος σπαρτιατικός ύμνος, δωρική καταβολή.
[9] Ν. Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο.
*
*
*
