*
Προδημοσίευση από το βιβλίο «Ιστορίες Χωρισμών» της Γεωργίας Τριανταφυλλίδου που, εικονογραφημένο από τη Μυρτώ Δεληβοριά, θα κυκλοφορήσει αυτές τις μέρες από την Κάπα Εκδοτική. «Δέκα μικρές ιστορίες που μιλούν για διαφορετικούς χωρισμούς, εστιάζοντας, παράλληλα, στα πράγματα της καθημερινότητας. Γιατί όταν χωρίζουν οι άνθρωποι ένα σωρό αντικείμενα καθημερινής χρήσης έχουν ενωθεί εναντίον τους.» (από το ΔΤ).
///
Μάζεψες τίποτε;
Ήταν ξεκάθαρη. Να τα μαζέψεις όλα, του είπε, και να φύγεις. «Bέβαια, μπορείς να κοιμηθείς το βράδυ στο κρεβάτι. Είναι πιο εύκολο να μην χάσουν δυο άνθρωποι τη βολή τους άμα βρίσκονται πάνω στα χωρίσματα». Ευχαρίστως θα της άστραφτε ένα χαστούκι εκείνη τη στιγμή. Τη στιγμή που επιβεβαίωνε την απόλυτη περιφρόνησή της για κείνον με το να καταδεχτεί να μοιραστούνε τελευταίο βράδυ αυτό που μέχρι χθες ήταν «το κρεβάτι τους». Καρφάκι δεν μου καίγεται. Να τι του έλεγε. Μ’ άλλα λόγια, το σώμα σου μου είναι τόσο αδιάφορο που όχι να το λιμπιστώ δεν υπάρχει φόβος αλλά ούτε και να το σιχαθώ. Στο ψυγείο συνέχιζε να κρυώνει, από τρεις μέρες ανοιγμένο, ένα μισογεμάτο μπουκάλι λευκό κρασί. Τον παλιό καιρό, θα ερχόταν προς το μέρος του, θα άρπαζε το μπουκάλι και θα έμπηγε τις φωνές. «Τώρα πια αυτό το κρασί είναι για το μαγείρεμα, για σβήσιμο»! Πόσο του άρεζε η εν μέρει ακατανόητη κουβέντα της. Για σβήσιμο. Γέμισε το ποτήρι του. Την είδε που τον κοίταξε. Μάλλον αυτό ήθελε. Να καταλάβει εκείνος πως με το συγκεκριμένο μπουκάλι σβήνονταν όλα. Η φαινομενική έγνοια, η δύναμη της συνήθειας, αχ, η πολυαγαπημένη δύναμη της συνήθειας, το προσποιητό ενδιαφέρον, η προσποιητή έκπληξη απέναντι στο προσποιητό ενδιαφέρον, όλες οι ψευτιές που χτίζουν λίγο λίγο, μέρα με τη μέρα, το βασίλειο της αληθινής συμβίωσης. Τέλειωσε το κρασί του και σηκώθηκε αναστενάζοντας. Και πώς μαζεύεις τώρα τα πράγματά σου από το ίδιο σου το σπίτι; Και πώς ξέρεις ότι τα μάζεψες όλα; (περισσότερα…)
