Περιήγηση στη Μαδουρή της οικογένειας Βαλαωρίτη

*

Το νησί, το αρχοντικό, το παρεκκλήσι
του Ευαγγελιστή Ιωάννη και ο τάφος της Όλγας Βαλαωρίτη

γράφει η
ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΠΟΛΙΤΗ

///

Το νησί

Το όνομά της η Μαδουρή λέγεται ότι το πήρε από κάποιο μαντρί που βρισκόταν στο νησάκι,  και με τα χρόνια η λέξη παρεφθάρη: μαντρί, μαδρί, Μαδουρή. Άλλη εκδοχή υποστηρίζει ότι το όνομα προέρχεται από τη λαϊκή λέξη μαδερή, που σημαίνει γυμνή. Πράγματι η Μαδουρή υπήρξε ένα ξερό, πετρώδες, άγονο νησάκι με άγριους θάμνους -ερυμνός και ακατέργαστος βράχος γράφει ο Σάθας- και είχε ελαιόδεντρα μόνο στη βορειοδυτική πλευρά του. Η έκταση του υπολογίζεται πάνω από 127 στρέμματα (0,127 τ.χλμ.). Ανήκει στο σύμπλεγμα των Εχινάδων το οποίο μετονομάστηκε τη δεκαετία του 1950 από τον Αντώνη Τζεβελέκη καθ’ ομοίωσιν του νησιωτικού συμπλέγματος των Πριγκιπονήσων της Κωνσταντινούπολης. Τα Πριγκιπόνησα της Λευκάδας αποτελούν τα νησάκια Σκορπιός, Σκορπίδι, Σπάρτη, Τσόκαρι, Μαδουρή, Χελώνη που με τη σειρά τους αποτελούν μέρος ενός μεγαλύτερου συμπλέγματος, αυτού των Τηλεβοΐδων Νήσων: Κάλαμος, Καστός, Μεγανήσι, Θηλιά, Κυθρός, Άτοκος, Αρκούδι, Φορμίκουλα, Πρασονήσι, Προβάτι, Αλαφονήσι, Πεταλού. Το όνομα τους συμπλέγματος έλκει την καταγωγή του από τον αρχαίο τοπικό λαό των Τηλεβόων ή Ταφίων. Οι Τηλεβόες ή Ταφίοι είχαν σαν βασική τους δραστηριότητα την πειρατεία και ως βάση τους το Μεγανήσι, που το όνομά του ήταν και Τάφος ή Ταφιάς.

Σύμφωνα με πηγές, το μικρό αυτό αρχιπέλαγος κατά τον Μεσαίωνα υπήρξε ορμητήριο Καταλανών και Τούρκων πειρατών καθώς οι ορμίσκοι των νησίδων λειτουργούσαν ως τέλεια κρησφύγετά τους. Γενικά δεν υπάρχουν στοιχεία για τα νησάκια αυτά πριν από το έτος 1684. Ο ιστορικός Πάνος Ροντογιάννης αναφέρει ότι μέχρι την εποχή αυτή το Μεγανήσι και τα πέριξ αυτού μικρότερα νησιά ήταν ακατοίκητα. Με την έλευση των Βενετών φαίνεται ότι οι γαίες τους παραχωρήθηκαν σε διάφορους ιδιώτες. Από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους – Αρχεία Νομού Λευκάδας αντλούμε πληροφορίες για παραχωρήσεις γαιών σε συγκεκριμένα πρόσωπα, σε ορισμένο χρόνο. Η Μαδουρή πέρασε από πολλά χέρια. Γύρω στα 1740 το όριζε ένας Γάλλος, ο Κάρλ Λεμπόν. Μετά το θάνατό του πέρασε στα χέρια της οικογένειας Βρεττού και στη συνέχεια στη βενετσιάνικη οικογένεια Σεττίνι. Ο Ροντογιάννης αναφέρει ότι το νησάκι είχε περιπέτειες κωμικές, γιατί οι κατοπινοί ιδιοκτήτες, μετά τον Λεμπόν, είχαν δικαστικές φασαρίες με τους καθολικούς ιερείς της Λευκάδας που αξίωναν 50 χρόνων «σαββατιάτικα» αναδρομικά που είχαν κάνει στον Λεμπόν και δεν τα είχαν πληρωθεί. Μάλιστα τα αξίωναν με τόκους. Και είχαν βγάλει τόσο μεγάλο το ποσό της οφειλής που έντρομοι οι ιδιοκτήτες εγκατέλειπαν το νησί. Μετά την πτώση των Βενετών φαίνεται να έχει περάσει στην ιδιοκτησία της οικογένειας Βαλαωρίτη. Συγκεκριμένα στα 1860 ήταν κτήμα των δύο αδελφών, του Ευστάθιου και του Ιωάννη Βαλαωρίτη. Την ίδια χρονιά, οι δυο οικογένειες μοίρασαν την περιουσία τους με συμβόλαιο διανομής. Η διανομή έγινε ανάμεσα στα τέσσερα ξαδέρφια: τον Σπυρίδωνα, τον Δημοσθένη, τον Αριστοτέλη και τον Ξενοφώντα. Μετά από κλήρο, το νησί κληρονόμησαν ο Αριστοτέλης και ο Ξενοφώντας.

Στο νησάκι προϋπήρχε ένας οικίσκος και το παρεκκλήσι του Ευαγγελιστή Ιωάννη που ανακαινίστηκε από τον ποιητή μαζί με το χτίσιμο της έπαυλής του και την γενικότερη αναμόρφωση του νησιού. Βοηθός του ήταν ο έμπιστος επιστάτης του Στυλιανός Βερύκιος από την Εξάνθεια ο οποίος μαζί με τα αδέλφια του και άλλους εργάτες από την Εξάνθεια και τον Δρυμώνα κουβάλησαν καινούριο χώμα από τον κάμπο του Νυδριού, έφτιαξαν ξερολιθιές που στήριζαν αναβαθμίδες στις οποίες φύτεψαν αμπέλια, ελιές, αμυγδαλιές και κέντρωσαν τις αγριλίδες που ήδη υπήρχαν. Επίσης βοήθησαν στις εργασίες για την οικοδόμηση της έπαυλης που ολοκληρώθηκε το 1864, μετά από τέσσερα χρόνια αφότου είχαν μπει τα θεμέλια. Τα σημερινά μεγάλα πεύκα που βλέπουμε φυτεύτηκαν αργότερα από τον γιο του ποιητή. Κατά καιρούς υπήρξαν συκιές, ευκάλυπτοι, κυπαρίσσια, ροδοδάφνες. Στο πίσω μέρος του νησιού ύστερα από παραγγελιά του ποιητή φύτεψαν Βαυκερίτες αμπέλια ποικιλίας «βαρτζαμί» που είχαν φέρει από το χωριό τους.

Η Μαδουρή έγινε ο επίγειος παράδεισός του ποιητή, εδώ αποσυρόταν κάθε φορά που ήθελε να απομονωθεί, να σκεφτεί, να διαβάσει, να γράψει, να θαυμάσει τη φύση στις διάφορες εναλλαγές της. Πολλά από τα ποιήματά του γράφτηκαν στο μαρμάρινο τραπέζι, έξω από το αρχοντικό του, κάτω από την αιωνόβια ελιά: Ο Διάκος (1866), Ο Αστραπόγιαννος (1866), Το ξεριζωμένο δέντρο (1866), το ποίημα για τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄(1871), το ποίημα για τον Κανάρη (1877 με αφορμή τον θάνατό του), Ο Καλογιάννος (1878) και τέλος ο Φωτεινός (1877-1879). Στη μοναξιά του είχε πιστό σύντροφο και φύλακα, εκτός από το υπηρετικό του προσωπικό και έναν μολοσσό, στον οποίο είχε δώσει το όνομα Οσμάν. Το σκυλί αυτό καθόταν πάντα στα πόδια του, στον ίσκιο της ελιάς, όταν έγραφε τα ποιήματά του.

Από προφορικές πηγές μαθαίνουμε ότι του άρεσε να περπατάει πολύ  και όταν άκουγε κουβέντες από βάρκα που έρχονταν προς την Μαδουρή έβγαινε για να πιάσει κουβέντα με τους απλούς ανθρώπους, τους γεωργούς, τους βοσκούς, τους ψαράδες, τους ναύτες αναζητώντας στην ντοπιολαλιά τους, αλλά και στα ήθη και στα έθιμά τους τον πλούτο της λευκαδίτικης γλώσσας, που βλέπουμε και στην ποίησή του.  Του άρεσε επίσης να ανεβαίνει και να κάθεται στην κορυφή του νησιού του, στη θέση «Φούρνος» και να αγναντεύει προς τα βουνά της Ακαρνανίας και της Ηπείρου και μάλιστα χαρακτηριστικά έλεγε: «Άμα με βλέπετε και κάθομαι σε αυτή την πέτρα και κοιτάζω εκεί πέρα, να μη με ενοχλεί κανείς». Τον διασκέδαζε ακόμα να παρακολουθεί το αργό πέρασμα των μεγάλων ιστιοφόρων που σε περίπτωση μπουνάτσας είχαν κατεβασμένα τα πανιά και τα ρυμουλκούσαν με μια μικρή βάρκα που κωπηλατούσαν γερά δύο ναύτες (γεντέκι στην παλιά ναυτική γλώσσα). Και τότε συνήθιζε να λέει: «Αντί το μεγάλο πλεούμενο να σέρνει το μικρό, τώρα το μικρό τραβάει το μεγάλο».

Εκατό χρόνια πίσω, στις 8 Ιουνίου του 1925, εδώ είχαν συγκεντρωθεί για να τιμήσουν την μνήμη του ποιητή (για τα εκατόχρονα από τη γέννησή του) πλήθος προσκεκλημένων επισήμων και μη, οι οποίοι έφτασαν στην Μαδουρή με το ατμόπλοιο «Αγγελική» της εταιρείας Γιαννουλάτου που είχε ναυλωθεί γι’ αυτό το σκοπό. Μεταξύ των επίσημων προσκεκλημένων ήταν ο τότε πρωθυπουργός Ανδρέας Μιχαλακόπουλος, ο Υπουργός Παιδείας Ιωάννης Μανέτας, ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου Κωνσταντίνος Ζέγγελης, ο Μητροπολίτης Κερκύρας και Πατριάρχης κατόπιν Κωνσταντινουπόλεως Αθηναγόρας, ο πανεπιστημιακός καθηγητής Σίμος Μενάρδος, ο ιστορικός της λογοτεχνίας και δημοσιογράφος Ηλίας Βουτιερίδης, οι πολιτικοί Ανδρέας Μεταξάς και Φίλιππος Δραγούμης, οι πληρεξούσιοι της Λευκάδας Μάρκος Τσαρλαμπάς και Κωνσταντίνος Σολδάτος, άλλοι επίσημοι και ιδιώτες που ήρθαν για το σκοπό αυτό από την Αθήνα, καθώς και πλήθος Λευκαδιτών συνέρρεαν από τα χωριά τους με την τοπική ενδυμασία για να συμμετάσχουν σε αυτή την γιορτή μνήμης του ποιητή.

Στα χρόνια που ακολουθούν η Μαδουρή θα εμπνεύσει και άλλους ποιητές, κυρίως ντόπιους, που θα θελήσουν να τιμήσουν τον ποιητή και να υμνήσουν την φυσική ομορφιά του νησιού του: η Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου, ο Χριστόφορος Λάζαρης, ο Κώστας Καλάνης και ο Κώστας Πάλμος.

 

Το Αρχοντικό

Η έπαυλη σώζεται σε πολύ καλή κατάσταση και εξωτερικά έχει την ίδια μορφή που είχε και τότε. Με μόνη διαφορά το χρώμα το εξωτερικών τοίχων που τότε ήταν ροζ. Εσωτερικές αλλαγές στο ισόγειο και στο υπόγειο έγιναν κατόπιν από τον Ιωάννη Βαλαωρίτη που έφτιαξε την στέρνα, αλλά κυρίως την είσοδο προς το υπόγειο ώστε να δημιουργηθεί χώρος για να φυλάσσονται το χειμώνα οι βάρκες. Σημαντική επίσης διαφορά αποτελεί η κατοπινή κατασκευή του σημερινού μώλου. Ο ποιητής για την αποβίβαση στο νησί είχε προβλέψει τον μώλο στη νότια πλευρά του νησιού. Το λιμανάκι μπρος από το σπίτι ήταν ελεύθερο και ο ποιητής έλεγε στο γιο του: «Πρόσεξε εδώ μπροστά να μην αφήσεις ούτε βάρκα να στέκεται. Το λιμανάκι αυτό είναι όλη η αξία της Μαδουρής». Ήθελε δηλαδή το κύμα να χτυπάει μέχρι τον τοίχο της αυλής του σπιτιού. Όταν όμως ο Ανδρέας Μπαριάμης πήρε την εντολή να δημιουργήσει το υπόγειο λεμβαρχείο, σκέφτηκε να στρώσει τα χώματα από την εκσκαφή στα ρηχά και με την βοήθεια ενός γερανού που είχε φέρει ο W. Dörpheld για τις ανασκαφές του, έβαλε και μεγάλες πέτρες και έτσι δημιουργήθηκε ο σημερινός μώλος και ενώθηκε με τον παλιό με το πεζούλι, πράγμα που προκάλεσε και την αγανάκτηση του Ιωάννη, όταν γυρίζοντας βρήκε φτιαγμένο τον σημερινό μώλο. Έτσι χάλασε η ρομαντική μορφή του παλιού λιμανιού, όπως το ήθελε ο ποιητής, αλλά προστατεύτηκε η ακτή από όσα απορρίμματα μαζεύει ο σύγχρονος πολιτισμός στο Νυδρί και φέρνουν τα κύματα και τα ρεύματα της θάλασσας στις απέναντι ακτές.

*

*

Καθώς βγαίνουμε από την αποβάθρα μπαίνουμε στο μακρύ θολωτό διάδρομο, που οδηγεί στο υπόγειο. Έχει διαμορφωθεί κατά το σύστημα των υπογείων των μεσαιωνικών πύργων με τις πολεμίστρες που αντικρίζουν την αποβάθρα και τη θάλασσα σαν να έχουν γίνει ειδικώς για την απόκρουση επίθεσης πειρατών από την θάλασσα.

Από την αποβάθρα του μώλου μια πέτρινη σκάλα οδηγεί στην νότια αυλόθυρα. Ένας αυλόγυρος  περιτρέχει την έπαυλη με πλούσια βλάστηση, αφήνοντας όμως την θέα προς την θάλασσα ελεύθερη. Υπάρχουν δύο είσοδοι, μία στα δυτικά που είναι η κεντρική και μία στα νότια. Από κει προχωράμε στο εσωτερικό. Η έπαυλη έχει καλή διαίρεση, με διαδρόμους που την διασχίζουν από την μια άκρη ως την άλλη, ευρύχωρα δωμάτια και μεγάλα παράθυρα.

Βορειοδυτικά είναι τα διαμερίσματα της υπηρεσίας. Δεξιά και προς το νότο τα κύρια δωμάτια, δυο μεγάλες σάλες από τις οποίες η μια, προς το εσωτερικό του νησιού, χρησιμοποιούνταν -τουλάχιστον μέχρι το πρόσφατο παρελθόν- ως γραφείο και η άλλη ως σαλόνι. Και τα δυο διαμερίσματα είναι γεμάτα με παλιές εικόνες, βενετσιάνικες στάμπες, λιθογραφίες, πορτραίτα του ποιητή και των μελών της οικογένειας του,  κατά το πλείστον μεταγενέστερα. Σε ένα από αυτά τα δωμάτια βρίσκεται και το μεγάλο πορτραίτο του ποιητή. Παντού  βλέπει κανείς έπιπλα, σοφάδες, καναπέδες, τραπέζια δρύινα και γενικώς έπιπλα πολυτελείας από τα οποία λίγα σώζονται από την εποχή του ποιητή, και άλλα είναι μεταγενέστερα. Ανάμεσα στα άλλα και μια βιβλιοθήκη, όχι φυσικά του ποιητή, αλλά των απογόνων του, εφόσον η βιβλιοθήκη εκείνου δωρίστηκε μετά τον θάνατό του στη Βιβλιοθήκη της Βουλής.

Στον πάνω όροφο, ανεβαίνει κανείς από μια ξύλινη εσωτερική σκάλα. Η διαίρεση του ορόφου δεν έχει σχεδόν καμία διαφορά από αυτή του ισογείου. Τα μπροστινά δωμάτια του ορόφου καταλήγουν στον εξώστη, από τον οποίο ξανοίγεται μια θέα πανοραμική προς τη θάλασσα και προς την βορειοδυτική πλευρά του νησιού.

.

To παρεκκλήσι του Ευαγγελιστή Ιωάννη

Το παρεκκλήσι του Ευαγγελιστή Ιωάννη είναι γοτθικού τύπου και προϋπήρχε στο νησάκι. Ανακαινίστηκε από τον Βαλαωρίτη το 1863. Στο μπροστινό μέρος της εισόδου φέρει αναθηματική επιγραφή, όπου δηλώνεται ότι ο ναός είναι αφιερωμένος από τον Αριστοτέλη και τον Ξενοφώντα στη μνήμη των γονιών τους, Ιωάννη και Αναστασία.

ΙΕΡΟΝ ΤΩΝ (ΕΝ) ΟΙΚΟΥΝΤΩΝ
ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΕ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ
ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ ΤΟΝΔ’ ΕΠ ΟΝΟΜΑΤΙ ΤΟΥ ΘΕΗΓΟΡΟΥ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΟΥ ΕΥΚΤΗΡΙΟΝ ΟΙΚΟΝ ΟΙ ΠΑΙΔΕΣ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΤΕ ΚΑΙ ΞΕΝΟΦΩΝ ΟΙ ΒΑΛΑΩΡΙΤΑΙ
ΕΔΕΙΜΑΝΤΟ ΕΤΕΙ ΑΠΟ ΘΕΟΓΟΝΙΑΣ ΑΩΞΗ

Αξίζει σε αυτό το σημείο να αναφέρουμε ότι πίσω από την εικόνα της Θεοτόκου σε αυτό το εκκλησάκι βρέθηκε ένα χειρόγραφο του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη κατά την επισκευή του από τον επιμελητή της κατασκευής και  ξάδερφο του ποιητή, Ανδρέα Σταύρο.

«Σήμερον Α΄ Μαΐου 1878 Εβαπτίσθη εν τω Ναώ τούτω η Οθωμανίς σύζυγος του ταγματάρχου Τουρκαλβανού Εμήν Αγά ονόματι Φιρδεύς, μετονομασθείσα Μαρία, μετά του εξαετούς τέκνου της Μπεσίμ, ονομασθέν Γεώργιος. Ανάδοχος υπήρξεν ο κυρ Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, εκτελεστής δε του Μυστηρίου ο ηγούμενος της Ιεράς Μονής Κόκκινης Εκκλησιάς Βησσαρίων Κατοχιανός.»

Ο συντάκτης εικάζεται ότι είναι ο ίδιος ο ποιητής από τον γραφικό χαρακτήρα του κειμένου, χωρίς να επιβεβαιώνεται από άλλα στοιχεία. Το εξαετές αγοράκι που βάπτισε ο ποιητής  είναι ο Γεώργιος Κορτζάς. Ο Γεώργιος Κορτζάς διετέλεσε υπουργός Συγκοινωνιών στην κυβέρνηση Τσουδερού και δολοφονήθηκε τον Ιανουάριο του 1945, στις σκοτεινές ημέρες της περιόδου του Εμφυλίου. Παντρεύτηκε την Ιφιγένεια Στεφανίτση και κόρη τους ήταν η Ελένη Κορτζά, η Ραχήλ του Κωστή Παλαμά.

Χωρίς να επεκταθούμε περισσότερο σε ιστορικά στοιχεία που αναφέρονται στον πρωταγωνιστή του χειρογράφου, Μπεσίμ – Γεώργιο Κορτζά, ας σχολιάσουμε δύο πράγματα που προκύπτουν από το χειρόγραφο και που είναι ούτως ή άλλως γνωστά: Κατ’ αρχάς η σχέση του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη με τον ηγούμενο του μοναστηριού της Κόκκινης Εκκλησιάς Βησσαρίωνα Κατοχιανό, τόσο μέσα από το ιστορικό της δημιουργίας του διθυράμβου για τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε’ και πιο συγκεκριμένα του τρόπου με τον οποίο εμπνεύστηκε την αρχή του ποιήματός του, όσο και μέσα από το τελευταίο του δημιούργημα, τον «Φωτεινό» και όσα ιστορούνται σε αυτό. Και δεύτερον οι αγώνες του ποιητή σχετικά με τα εθνικά ζητήματα εκείνης της περιόδου και ιδιαίτερα με το ζήτημα της Ηπείρου. Δεν είναι τυχαίο ότι ο σύζυγος της Μαρίας και πατέρας του μικρού Γεωργίου, ήταν ο Εμίν Βέης, Αλβανός αξιωματικός του τουρκικού στρατού, που οραματιζόταν την απελευθέρωση της πατρίδας του από τον τουρκικό ζυγό, μέσω όμως της ενσωμάτωσής της στην Ελλάδα. Όταν το σχέδιό του έγινε γνωστό, διέφυγε στην Κέρκυρα και αγωνίστηκε να πείσει την ελληνική κυβέρνηση να υποστηρίξει τις ιδέες του. Χάνοντας εν τω μεταξύ τα τρία από τα τέσσερα παιδιά του, αυτοκτόνησε στη θάλασσα του Φαλήρου τον Ιούνιο του 1887. Η χήρα του «Φιρδεύς» κατά το σημείωμα, βρήκε καταφύγιο στη Μαδουρή μαζί με τον μικρό Μπεσίμ, για να ακολουθήσει η ιστορία που περιγράφει στο ιδιόχειρο σημείωμά του ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης.

 

Ο τάφος της Όλγας Βαλαωρίτη

Όλγα Βαλαωρίτη (1869-1897): Η Όλγα ήταν ερωτευμένη με τον γλωσσολόγο, λογοτέχνη, καθηγητή της νεοελληνικής γλώσσας στο Παρίσι, Γιάννη Ψυχάρη. Όπως ο ίδιος περιγράφει σε ανέκδοτο πεζοτράγουδό του με την Όλγα γνωρίστηκαν το 1893 στις 25 του Σποριά (Νοέμβρη) στην Κηφισιά και μόλις την αντίκρυσε «ποίηση και αγάπη σμίξανε αγκαλιασμένες, η νύχτα έλαμψε, το σκοτάδι έγινε ήλιος».  Όμως η Όλγα ύστερα από την τετράχρονη αισθηματική περιπέτεια μαζί του και καθώς ο ίδιος ήταν παντρεμένος, θέλησε να βάλει τέρμα στη ζωή της και η επιθυμία της ήταν να ταφεί στην Μαδουρή, πλάι στο κύμα, όπως και έγινε. Ο Ψυχάρης θα γράψει και άλλα κείμενα για την Όλγα (την Μυριάννα των γραπτών του) και θα είναι στη σκέψη του έως το τέλος της ζωής του.

*

*

Ακριβώς αυτό επιβεβαιώνεται σε επιστολή του προς ανώνυμο παραλήπτη στις 17 Αυγούστου 1929, τριάντα δύο χρόνια μετά το θάνατο της Όλγας και έναν μήνα πριν τον δικό του:

Φίλε αγαπημένε,

Προσοχή στη σφραγίδα μου. ιστορική. Όταν πέθανε η Μυριάννα μου, έβαλε στη διαθήκη της, που φρόντισε να μου στείλη αντίγραφο, πως ήθελε να χαράξουνε στο μνήμα της στη Μαδουρή την ακόλουθη επιγραφή, που την είχαμε μαζί διαβασμένη στον Daniele Cortis του Φογκατζάρου:

[Et] hyeme et aestate
Et prope et procul
Usque dum vivam et ultra.

[=[Και] χειμώνας και καλοκαίρι,
τόσο κοντά όσο και μακριά,
 όσο ζω και παραπέρα]

Εννοείται, οι δικοί της δε σεβαστήκανε τη θέλησή της. Τη σεβάστηκε η σφραγίδα. Σου παραστήνει δύο μνήματα, το δικό της με ένα πεύκο, επειδή στον ήσκιο καθόμεστα ενός πεύκου στην Κηφισιά και κουβεντιάζαμε ώρες. Ένα στεφάνι μας ενώνει πεθαμένους, αφού δεν μας ένωσε ζωντανούς.

Μνήματα ταιριάζουνε για το σημερνό μου το γράμμα.

Πάντοτε δικός σου

Ψυχάρης

*

*

 

[Βιβλιογραφία: Πάνος Ροντογιάννης, Τουριστικός οδηγός Λευκάδος, Αθήνα, χ.ό, 1966, Κωνσταντίνος Σάθας, «Μαδουρή», περ. Χρυσαλλίς, τχ. 95 (1866) 607-608, Γρηγόρης Γεράσιμος (Σύνθεση – επιμέλεια), Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, ο αρματολός της λύρας, 1824-1879, Βίος, έργα, ανθολογία, κριτική, εικόνες, βιβλιογραφία, Αθήνα, Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών, 1975, Αθήνα 22008,  Πηνελόπη Κοψιδά, «Η Μαδουρή του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη» [Η Μαδουρή του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη – aromalefkadas – Ενημερωτική ιστοσελίδα της Λευκάδας], «Ξαναδιαβάζοντας τον Ηλία Βενέζη:  Ο Βαλαωρίτης, ο ηγούμενος της Ι. Μ. Κόκκινης Εκκλησιάς και η βάπτιση στη Μαδουρή» [(Ξανα)διαβάζοντας τον Ηλία Βενέζη: Ο Βαλαωρίτης, ο ηγούμενος της Ι.Μ.Κόκκινης Εκκλησιάς και η βάπτιση στη Μαδουρή*. – Νικήτας Ψαθάς (wordpress.com)], Μαρία Βλασσοπούλου, «Ελληνογαλλικά Αποτυπώματα στη Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων: Ο Ψυχάρης, Ρωμιός και Γάλλος, στην Μπενάκειο Βιβλιοθήκη», 2016, Ημερίδα «Γαλλία-Ελλάδα, 1915-1995: αρχεία, ιστορία, μνήμη» (20 Δεκεμβρίου 2016), Αθήνα, Γαλλικό Ινστιτούτο, Γενικά Αρχεία του Κράτους & Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών [(99+) Ελληνογαλλικά Αποτυπώματα στη Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων: Ο Ψυχάρης, Ρωμιός και Γάλλος, στην Μπενάκειο Βιβλιοθήκη | Maria Vlassopoulou – Academia.edu]

///

*

*

*