*
Νιώθουμε συχνά την επιθυμία να ασχοληθούμε σε βάθος με ποιητές, πεζογράφους, καλλιτεχνικά κινήματα και σχολές. Ωστόσο μας δυσκολεύει πολλές φορές ο όγκος τους, η διαφορά του ύφους τους ανά περιόδους και χρονικές φάσεις, καθώς και ο φόβος μιας εσφαλμένης πρώτης εντύπωσης που θα μας αποθαρρύνει. Στο πνεύμα αντίστοιχων εκλαϊκευτικών και βοηθητικών άρθρων για συγγραφείς, σκηνοθέτες, μουσικούς κ.ο.κ., που αφθονούν σε ιστότοπους του εξωτερικού, ο Θάνος Γιαννούδης επιδιώκει να σκιαγραφήσει έναν οδικό χάρτη ανάγνωσης του νεοελληνικού ποιητικού τοπίου. Έναν χάρτη σε καμία περίπτωση πατερναλιστικό, παρά περισσότερο βοηθητικό για τον νέο, καλοπροαίρετο και –κυρίως– απροκατάληπτο αναγνώστη.
~.~
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ
(1798-1857)
-> Από πού να ξεκινήσω;
Όντας το έργο ζωής του Διονύσιου Σολωμού, «καταδικασμένο» εν πολλοίς να μείνει θραυσματικό, αποσπασματικό και ανολοκλήρωτο, φτάνοντας, εντούτοις, παράλληλα και σε ιδιαίτερες λυρικές κορυφώσεις, οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι αποτελούν για πολλούς λόγους την αντιπροσωπευτικότερη και την πλέον δυναμική είσοδο ενός νέου αναγνώστη στον σολωμικό κόσμο. Συνδέονται, αρχικά, άμεσα με ορισμένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της νεοελληνικής Ιστορίας, τον επαναστατικό αγώνα και τα γεγονότα της ηρωικής Εξόδου του Μεσολογγίου, ενώ, ταυτόχρονα, δίνουν τη δυνατότητα σε κάποιον: να αντικρύσει το έργο του Σολωμού σε όλες του τις περιόδους και στις κατά καιρούς μεταλλάξεις μέσω των διαφορετικών γραφών και των πολλαπλών (και απομακρυσμένων χρονικά μεταξύ τους) σχεδιασμάτων, να κατανοήσει το ποιητικό του όραμα και τον τρόπο σκέψης του μέσω των σημειώσεων και των κατευθυντήριων γραμμών που ο ποιητής έδινε στον εαυτό του κατά τη διάρκεια της συγγραφής, να διακρίνει τους βασικούς άξονες και τις επιρροές του ρομαντικού 19ου αιώνα αλλά και τον αγώνα του Σολωμού για την τιθάσευση της ελληνικής γλώσσας, την πλέον καίρια έκφραση, την ύψιστη λυρική διατύπωση και εντέλει τη δημιουργία εθνικής λογοτεχνίας, ενώ, τέλος, να διαβάσει εκ νέου ορισμένους στίχους του που λειτουργούν έκτοτε ως αυτόνομα ρητά και γνωμικά, έχοντας αποκτήσει το κύρος της αυτόνομης αιωνιότητας.
->Τι να διαβάσω στη συνέχεια;
Με τα όπλα που θα έχει δώσει στον αναγνώστη η πρώτη επαφή με το σολωμικό έργο, το επόμενο βήμα κατά την κρίση μας οφείλει να «ανοίξει» χρονικά προς δύο κατευθύνσεις, τη νεανική, δηλαδή, από τη μία περίοδο του έργου του και την ώριμη, από την άλλη, χαρακτηριστικά των οποίων ανιχνεύονται, εξάλλου, και στο προαναφερθέν έργο. Στην πρώτη μπορεί κανείς να ανακαλύψει πολλαπλά μοτίβα του ρομαντισμού, λεκτικά παιχνίδια που προσπαθούν να δαμάσουν την ελληνική γλώσσα, αλλά και ισχυρού ιδεολογικού βάρους (και άνισης, ωστόσο, λεκτικά αποτύπωσης) ιστορικά έργα, όπως ο (εθνικός μας) Ύμνος εις την Ελευθερίαν, αλλά και η σύνθεση προς τιμήν της θυσίας του Λόρδου Βύρωνα για την ελληνική Επανάσταση. Στην δεύτερη, τώρα, με έργα όπως: Ο Κρητικός, Ο Λάμπρος και Ο πόρφυρας, ο Σολωμός επιχειρεί, περήφανος ακόμα και στην «αποτυχία» του, να δώσει ένα συνεκτικό και ολοκληρωμένο έργο και να οδηγήσει τον λυρισμό του 19ου αιώνα σε πρωτόφαντα ως τότε υπαρξιακά ύψη, δίχως να απομακρύνεται στιγμή από την απλούστερη δυνατή διατύπωση και τη ρέουσα δημοτική γλώσσα. Παράλληλα, η μελέτη των ιταλικών του ποιημάτων (που δεν έχουν γνωρίσει, ακόμα, μια ισάξια του σολωμικού προτύπου απόδοση), της επιστολογραφίας του, καθώς και ορισμένων πεζών του έργων (με ισχυρότερο τον Διάλογο που αποτελεί μια δήλωση πίστης στη γλώσσα του λαού) έρχονται για να συμπληρώσουν καθοριστικά την εικόνα για τον καλόπιστο αναγνώστη.
->Από πού να ΜΗΝ ξεκινήσω:
Aν και αγαπημένο πολύ από τη φιλολογική κριτική και την ακαδημαϊκή κοινότητα, με τα περιεχόμενά του να έχουν τεθεί στη βάσανο των κάθε είδους καινοτόμων θεωριών και να έχουν γνωρίσει μέχρι και θεατρικές αποδόσεις, εντούτοις το αυτοβιογραφικό / μυθοπλαστικό / σατιρικό πεζό έργο του Σολωμού Η γυναίκα της Ζάκυθος δεν έχει κατορθώσει ποτέ να τύχει κάποιας πλατύτερης επιτυχίας στο ευρύτερο και μη «εξειδικευμένο» κοινό. Ενδεχομένως η δυσκολία να συνδεθεί το όνομα «Σολωμός» με τον πεζό λόγο, η ημιτελής / θραυσματική του φύση (που από κάποιες φωνές του σήμερα εξυμνείται ως προτέρημα), πιο δύσκολα αποδεκτή στην πεζογραφική διάσταση απ’ ό,τι στην ποίηση, σε συνδυασμό, μάλιστα, με την εφήμερη σατιρική στόχευση συγκεκριμένων προσώπων, συμπεριφορών και κοινωνικών μοτίβων των Ιονίων Νήσων του 19ου αιώνα να αποτελούν τους κομβικότερους ανασταλτικούς παράγοντες για την απεύθυνσή του στο πλατύ αναγνωστικό κοινό και να το καθιστούν μάλλον ατυχή επιλογή για την καταβύθιση ενός πρωτάρη στο σολωμικό σύμπαν. Η σατιρική του, πάντως, φλέβα, καθώς και οι ευρύτερες αντανακλάσεις που ενίοτε πετυχαίνει στην προσπάθεια να αναγάγει το επικαιρικό στοιχείο σε μια ευρύτερη υπαρξιακή και μεταφυσική διάσταση, κρίνουμε πως εντέλει το διασώζουν και του δίνουν δίκαια τη θέση του στον σολωμικό «κανόνα», σε δεύτερο, ωστόσο, χρονικό επίπεδο και συμπληρωματικά στα μείζονα έργα του ποιητή.
->Αν μου άρεσε, πού να στραφώ μετά;
Αφήνοντας κατά μέρους τις ξενόγλωσσες γερμανικές, αγγλικές και –ιδίως– ιταλικές ρομαντικές και κλασικιστικές ποιητικές αναλογίες (η σημασία και η διαλεκτική των οποίων με το σολωμικό διακείμενο μόνο μικρή δεν είναι), αξίζει κανείς να στραφεί, αρχικά, στην επτανησιακή ποιητική παραγωγή του 19ου αιώνα ώστε να αντιληφθεί το πνευματικό κλίμα μέσα στο οποίο έζησε και έδρασε ο εθνικός ποιητής, καθώς και τη δική του ριζική διαφορά από ποιητές του αναστήματος των Μαρτελάου, Κουτούζη αλλά και (εξίσου ελασσόνων) επιγόνων όπως οι Τυπάλδος και Λασκαράτος. Αν επιδιώκει κανείς, τώρα, να στραφεί στους σημαντικότερους σολωμικούς συνεχιστές, σαφέστατα η συνεξέταση των Γεράσιμου Μαρκορά και Αριστοτέλη Βαλαωρίτη τόσο με το ισχυρό πρότυπο όσο και μεταξύ τους θα είναι σε θέση να καταδείξει τι παραλαμβάνουν οι συγκεκριμένοι ως σκευή από τον «γενάρχη» Σολωμό, αλλά και σε ποιες προσωπικές αλλαγές και καινοτομίες (ισχυρότερες στην περίπτωση του δεύτερου) προβαίνουν πάνω στο προϋπάρχον υλικό. Κομβικές, ακόμα, σολωμικές απηχήσεις μπορεί κανείς να βρει ακόμα και αρκετό καιρό αργότερα, σε ποιητές όπως: ο Κ. Παλαμάς κατά τα χρόνια του τέλους του 19ου αιώνα και της εύρεσης της δικής του φωνής μέσω του Σολωμού, ο Αγγ. Σικελιανός που έχει εμποτιστεί σε βάθος στον σολωμικό λυρισμό οικειοποιούμενος επιλεκτικά κάποιες από τις εκφάνσεις του, αλλά και ο Κ. Βάρναλης που φτάνει έναν αιώνα αργότερα από τα χρόνια της Επανάστασης (και υπό το κράτος πια της αντίστοιχης «σοσιαλιστικής») στο σημείο να τολμήσει την απευθείας επικοινωνία με το πρότυπο μέσω των Σκλάβων Πολιορκημένων του. Αν, τέλος, επιθυμεί κανείς να εξετάσει τα ίδια ακριβώς γεγονότα του 1821 και της δημιουργίας εκ του μηδενός ενός νέου εθνικού αφηγήματος με τελείως διαφορετικά όπλα, λεκτικό, προβολή και στόχευση σε σχέση με το σολωμικό παράδειγμα, τότε η σύγκριση του έργου του ποιητή με φωνές του καιρού του όπως ο Ανδρέας Κάλβος και οι (παραμελημένοι σήμερα αλλά καθοριστικοί στην εποχή τους) αδερφοί Σούτσοι θα είχε σαφώς τη δική της σημασία.
ΘΑΝΟΣ ΓΙΑΝΝΟΥΔΗΣ
~.~
*
*
