Ένα σχόλιο του Κ. Π. Καβάφη περί της οικίας του

*

του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

Με την πρόσφατη ολοκλήρωση της αποκατάστασης και της αμφιλεγόμενης αναδιαμόρφωσης (εδώ) της οικίας του Καβάφη στην Αλεξάνδρεια, κυκλοφόρησε σχετικό δελτίο τύπου από το Ίδρυμα Ωνάση (εδώ & εδώ) και από το Ίδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού, που πανομοιότυπα αναπαράχθηκε από το μεγαλύτερο τμήμα του έντυπου και ηλεκτρονικού τύπου. Μέσα εκεί διαβάζουμε τα εξής αξιοπρόσεκτα σχετικά με την καβαφική κατοικία στην Αλεξάνδρεια:

Ο δρόμος όπου βρίσκεται η Οικία Καβάφη ονομαζόταν Lepsius κατά την εποχή του Καβάφη, ωστόσο αργότερα μετονομάστηκε σε C. P. Cavafy, προς τιμήν του Έλληνα ποιητή. Το κτίριο περιβαλλόταν από το Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο, το Ελληνικό Νοσοκομείο και τους οίκους ανοχής της πόλης, τα οποία ο Καβάφης αποκαλούσε ο «Ναός της Ψυχής», ο «Ναός του Σώματος» και ο «Ναός της Σάρκας», αντίστοιχα.

Αυτό το ―φερόμενο ως καβαφικό― σχόλιο έχει κυκλοφορήσει αρκετά χρόνια νωρίτερα, χωρίς να μπορώ να εντοπίσω την ακριβή χρονολογία και τον πρώτο συντάκτη του (ήδη συναντάται στον ιστότοπο του ΙΕΠ (εδώ), και σε διπλωματική εργασία στο ΕΑΠ, από το 2020 (εδώ).

Το αστείο είναι ότι παρά την εκτενή αναπαραγωγή του κειμένου δεν πέρασε από κανενός τον νου να αναρωτηθεί ποια η διαφορά της σάρκας από το σώμα στην καβαφική ποίηση, ώστε να δικαιολογείται διαφορετική χρήση από τον Καβάφη στην ―υποτιθέμενη― ρήση του περί της γειτονιάς του. Μια πρόχειρη ματιά στο καβαφικό corpus επιβεβαιώνει ότι ο ποιητής χρησιμοποιούσε αδιαφοροποίητα και τις δύο λέξεις (σώμα-σάρκα) με ταυτόσημη σημασία (με καταφανώς λιγότερες τις εμφανίσεις της λέξης ‘σάρκα’). Βέβαια, όχι μόνο δεν συνοδεύεται από καμία παραπομπή, αλλά πουθενά και κανείς δεν καταγράφει ούτε διασώζει ένα τέτοιο καβαφικό σχόλιο κι είναι απορίας άξιο, τουλάχιστον για το Ίδρυμα Ωνάση (που κατέχει και το Αρχείο Καβάφη), πώς υιοθέτησε και διατηρεί μέχρι σήμερα αυτή την ψευδώνυμη ρήση, ώστε να την αναπαράγει στον ιστότοπό του με κάθε σοβαρότητα.

*

Όπως είναι γνωστό, στο διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου της οδού Λέψιους 10, ο Καβάφης μετακόμισε με τον αδελφό του Παύλο στις αρχές Δεκεμβρίου του 1907. Αυτή έμελλε να παραμείνει και η ιστορική κατοικία του έως το τέλος της ζωής του. Βρισκόταν στη συνοικία Αλ Ατταρίν, η οποία σύντομα μεταβλήθηκε σε κακόφημη περιοχή καθώς μεταφέρθηκαν εκεί οι περισσότεροι οίκοι ανοχής της πόλης. Απέναντι βρισκόταν το Νοσοκομείο του Αγίου Σωφρονίου της Ελληνικής Κοινότητας και στο βάθος, στην άλλη γωνία, η παλαίφατη ιστορική πατριαρχική μονή του Αγίου Σάββα. Περιγραφές διασώζονται από αρκετούς, οι πιο ζωηρές όμως προέρχονται από τον Ι. Σαρεγιάννη και τον Ατανάζιο Κατράρο. Για να γυρίσουμε όμως στο θέμα μας, έχει πει κάτι ο ίδιος ο Καβάφης ―και τι ακριβώς― για τον τόπο της κατοικίας του και το περιβάλλον της; Σκιαγραφώντας τον ποιητή στο αφιέρωμα «Ο εικοστός ελληνικός αιώνας: τα πρόσωπα, στα Νέα, σημειώνει ο βιβλιογράφος του, Δημήτρης Δασκαλόπουλος:

Ο Καβάφης […] ζούσε συντηρητικό και μονήρη βίο στο διαμέρισμά του της οδού Λέψιους 10, στο κέντρο της Αλεξάνδρειας. Πολύ κοντά βρισκόταν το Ελληνικό Νοσοκομείο και η ορθόδοξη εκκλησία του Αγίου Σάββα. Εξίσου κοντά και τα πορνεία της περιοχής. “Πού θα μπορούσα να ζήσω καλύτερα;” συνήθιζε να λέει. “Κάτω από μένα ο οίκος ανοχής θεραπεύει τις ανάγκες της σάρκας. Κι εκεί είναι η εκκλησία όπου συγχωρούνται οι αμαρτίες. Και παρακάτω το νοσοκομείο, όπου πεθαίνουμε”.

(Τα Νέα, 22/11/1999).

Αυτή η δήλωση επαναλαμβάνεται και στο έργο που από κοινού συνέγραψε με την Μαρία Στασινοπούλου, Ο βίος και το έργο του Κ. Π. Καβάφη και φυσικά έχει αναπαραχθεί σε πολυάριθμους ιστότοπους και δημοσιεύσεις. Και πάλι όμως, παρά το γεγονός πως η καβαφική φράση μεταφέρεται εντός εισαγωγικών, παραπομπή ακριβής δεν προσφέρεται. Και όντως σε κανένα από τα έργα που διασώζουν καβαφικά σχόλια και ρήσεις δεν υπάρχει αυτή η φράση για την κατοικία του ποιητή. Τι συμβαίνει άραγε;

Αλλά ας ζωντανέψουμε λιγάκι τη γειτονιά του Αλεξανδρινού, μέσα από τις αφηγήσεις κάποιων συχνών επισκεπτών του. Γράφει ο Γιάγκος Πιερίδης:

Αδύνατο νάχει κανείς ολοκληρωμένη εντύπωση του ανθρώπου αν δεν τον έβλεπε μέσα στο σπίτι του. Βρισκόταν στην οδό Lepsius, μια συνοικία που «τη νύχτα μόνο ζει με όργια και κραιπάλη» και που για να προλάβει την έκπληξη του επισκέπτη του, έλεγε πως όταν προ ετών, έπιασε το σπίτι, δεν είταν «κακοφημισμένος δρόμος αυτός».

Πίσω από τις πόρτες και τα παραθύρια τους, οι βαμένες γυναίκες, ιταλίδες, γαλλίδες, αραπίνες, ρωμιές, διασκέδαζαν όταν τον έβλεπαν να περνά σκυμένος, με τα χέρια στις τσέπες. Εκείνος δεν έδινε σημασία.

«Τες καημένες!» μου έλεγε με συγκρατημένο οίκτο, ένα βράδυ που τον συνόδεψα ως την πόρτα του σπιτιού του. «Είναι να τες λυπάται κανείς, τες καημένες. Δέχονται κάτι σιχαμερούς ανθρώπους, κάτι τέρατα, αλλά (και η φωνή του πήρε ένα βαθύ, φλογερό τόνο, που έλεγες στεναγμό) δέχονται και κάτι αγγέλους, κάτι αγγέλους!»

Για να διαλύσει τη δυσάρεστη εντύπωση του ξένου επισκέπτη από τον «κακοφημισμένο αυτό δρόμο» βιαζόταν να μνημονέψει δυο ιδρύματα που βρίσκονταν πολύ κοντά του: Το Νοσοκομείο της Ελληνικής Κοινότητος Αλεξανδρείας και την αρχαία εκκλησία του Αγίου Σάββα. «Βλέπετε, έλεγε στον ξένο θαυμαστή του, γύρω από το σπίτι μου έχω ό,τι χρειάζεται: το νοσοκομείο και την εκκλησία».

*

Παρόμοια περιγραφή δίνει κι ο Ατανάζιο Κατράρο:

Το σπίτι του ποιητή βρισκόταν, όπως είπα, στην οδό Λέψιους. Ένας δρόμος στην καρδιά της Αλεξάνδρειας, σαν ένα χώρισμα ανάμεσα σε μια μικρή κακόφημη συνοικία και στο επιβλητικό κτήριο του νοσοκομείου της Ελληνικής Κοινότητας. Έτσι, το φάντασμα ενός πεθαμένου επιστήμονα (ο Λέψιους ήταν περίφημος αιγυπτιολόγος) στριμωχνόταν αδιάκοπα ανάμεσα στον θορυβώδη μικρόκοσμο του πάθους και τη νυχτερινή ησυχία του κάστρου του πόνου.

Ο Καβάφης κατοικούσε στον δεύτερο όροφο ενός μεγάρου κτισμένο σε ρυθμό «liberty» αιγυπτιοποιημένο, βαμμένο στο χρώμα του πορτοκαλιού. Η πρόσοψή του έβλεπε στο νοσοκομείο. Τη νύχτα, πίσω από την πλάτη του βρισκόταν εν κινήσει ένας ταπεινός κόσμος, αχόρταγος για πληρωμένη ηδονή, που χανόταν μπουλούκια μπουλούκια πίσω από τις μικρές πόρτες με το κόκκινο φαναράκι πάνωθέ τους. Η εκλογή αυτή της κατοικίας φανέρωνε μια από τις πιο παράξενες πλευρές της προσωπικότητας του ποιητή: την τάση, λίγο ματαιόδοξη, να κάνει εκείνο που οι άλλοι δεν θα τολμούσαν. Κατοικούσε ανάμεσα σε καμιά εικοσαριά κοινά σπίτια κι ένα νοσοκομείο, για να αποδείξει ίσως ότι δεν φοβόταν τις κριτικές; Ή γιατί η αντίθεση ανάμεσα στην κτηνώδη απόλαυση και το δράμα των αρρώστων και των ετοιμοθανάτων κέντριζε τη φαντασία του, τον ανάγκαζε να σκέφτεται, του μεγάλωνε την απαισιοδοξία, από την όποια αντλούσε τις εμπνεύσεις του;

Και με τα λόγια του Έντμουντ Κήλυ, που μήτε τον ποιητή βέβαια γνώρισε μήτε τη γειτονιά του:

Από εκεί ξεκινούσαν στενά σοκάκια γεμάτα μπορντέλα, κάπως πιο αστικά και ευυπόληπτα (με πόρνες Γαλλίδες τις περισσότερες) από κείνα του Quartier Attarine. […] Όσοι είναι εξοικειωμένοι με την ποίηση του Καβάφη, δε θα βρουν τίποτε αταίριαστο στην απόφασή του να μετακομίσει σε τέτοια γειτονιά, ούτε θα πιστέψουν πως έμεινε μόνο και μόνο επειδή τον βόλευε (εκεί κοντά ήταν το γραφείο του, το ελληνικό πατριαρχείο, το νοσοκομείο, καθώς και μερικά από τ’ αγαπημένα του καφενεία), ή για το χαμηλό νοίκι – ιδιαίτερα αφού συνέχισε να μένει ακόμα κι όταν το ισόγειο του κτιρίου άρχισε να στεγάζει πόρνες, που είχαν ξεθαρρέψει και χαιρετούσαν τον ίδιο και τους επισκέπτες του, κάθε που πλησίαζαν την είσοδο.

*

Το ερώτημα παρόλ’ αυτά, παραμένει κι επανέρχεται επίμονο: από πού λοιπόν προέρχεται αυτή η μαρτυρία του καβαφικού σχολίου για την κατοικία του;

Το 1974 ο γνωστός λεξικογράφος Robert Liddell εκδίδει τη βιογραφία του Καβάφη, Cavafy, A biography. Μέσα εκεί γράφει:

The Rue Lepsius, indeed the whole quarter, called Massalia, was very ill-famed, but respectable people had always lived in Cavafy’s house, and in 1910 the funeral of a highly esteemed lawyer started from there. Forster makes no comment, and it may have been after his time in Alexandria that a brothel was opened on the ground-floor. I have been told of “an important English Sir” (unidentified) who called to see Cavafy, and was very much surprised at what he saw when he tried the wrong door. “The whores looked out of the windows, and called to passers-by,” I have been told by an old Alexandrian. “We called it the Rue Clapsius.”

They were civil to Cavafy. “Poor things!” he said, to a friend who had accompanied him to his door one night. “One must be sorry for them. They receive some disgusting people, some monsters, but” (and his voice took on a deep, ardent tone) “they receive some angels, some angels!”

It was an old Greek quarter: opposite was the Greek hospital and round the corner was the patriarchal church of St Saba, whose evening bell was a familiar sound to the poet’s visitors. He was fond of saying: “Where could I live better? Below, the brothel caters for the flesh. And there is the church which forgives sin. And there is the hospital where we die.” Sometimes he would say: “I’m the spirit, below me is the flesh”, and sometimes: “Alone up here, hero and victim.”

 Στην ελληνική μετάφραση που σύντομα ακολούθησε από τον Ίκαρο (1980), η Καίτη Λογοθέτη-Άντερσον μετέφρασε την φράση που μας απασχολεί ως εξής:

Του άρεσε να λέει: «Που θα μπορούσα να ζήσω καλύτερα; Κάτω από μένα ο οίκος ανοχής θεραπεύει τις ανάγκες της σάρκας. Κι εκεί είναι η εκκλησία όπου συγχωριούνται οι αμαρτίες. Και παρακάτω το νοσοκομείο όπου πεθαίνουμε». Κάπου κάπου έλεγε: «Εγώ είμαι το πνεύμα, κάτω από μένα η σάρκα». Κι άλλοτε: «Μόνος μου πάνω εδώ, ήρωας και θύμα».

Επιτέλους, αρχίζει να διαφαίνεται κάποιο φως. Kαι πάλι όμως η ίδια απορία, το ίδιο ερωτηματικό. Η πεισματικά εντός εισαγωγικών κλεισμένη καβαφική ρήση που μας απασχολεί δεν οδηγεί στον αυτήκοο μάρτυρα από τον οποίο αντλεί την αξίωση της αξιοπιστίας και της κυριολεξίας της, κι αυτό σε καταφανή αντίθεση με την προηγούμενη φράση που αποδίδεται στον Γιάγκο Πιερίδη, όσο και με την τελευταία, που με βεβαιότητα νομίζω μπορούμε να αποδώσουμε στην Ρίκα Σεγκοπούλου. [1] Από πού την άντλησε λοιπόν ο Λίντελ;

Η αλήθεια είναι πως τόσο στις προλογικές Ευχαριστίες όσο και στο Επίμετρο της βιογραφίας, ο Βρετανός συγγραφέας διόλου δεν φροντίζει να μας διαφωτίσει. Ανάμεσα στις μνείες των ανθρώπων που τον βοήθησαν, ευχαριστεί τον Βασίλη Αθανασόπουλο, «στενό φίλο του ποιητή και τακτικό επισκέπτη στην οδό Λέψιους», που τον «βοήθησε με την υπέροχη μνήμη του» και μνημονεύει επίσης τον Νάνη Παναγιωτόπουλο και τον Τίμο Μαλάνο.

Με τον Νάνη Παναγιωτόπουλο (έναν ακόμη αγαπητό φίλο που δεν ζει πια) τριγυρίσαμε στις γειτονιές του Καβάφη, οδηγός μας ο Τ. Μαλάνος, στο φεγγαρόφωτο […] “Εδώ έζησε”, είπε ο Τ. Μαλάνος έξω από το σπίτι της οδού Λέψιους. “Εδώ πέθανε”, και έδειξε το παλιό ελληνικό νοσοκομείο όπου τώρα στεγαζόταν η Λέσχη του Στόλου. “Εδώ τον διαβάσανε”, και βρισκόμασταν δίπλα στην πόρτα του Αγίου Σάββα.

Ξαναγυρίζουμε εκεί από όπου ξεκινήσαμε. Είναι αδιαμφισβήτητο πια πως η συγκεκριμένη καβαφική ρήση αντλείται από τη βιογραφία του Λίντελ, αλλά η αρχική της πηγή παραμένει κρυφή και αδήλωτη. Ας σημειώσουμε εδώ πως κανείς από τους “ξεναγούς” του Λίντελ στην καβαφική Αλεξάνδρεια δεν έχει διασώσει τουλάχιστον γραπτά ή με προφορικά μνημονευόμενη αναφορά αυτή τη μαρτυρία.

Θα χρειαστεί να μεταφερθούμε αρκετά χρόνια πίσω, τη χρονιά που πέθανε ο Καβάφης, την ημέρα που πέθανε (στο Νοσοκομείο της Ελληνικής Κοινότητας), τη μέρα που διαβάστηκε (στην εκκλησία του Αγίου Σάββα) και κηδεύτηκε ο Αλεξανδρινός ποιητής Καβάφης, στις 29 Απριλίου 1933. Και νοητά να ακολουθήσουμε τη μικρή συνοδεία εξ ιερέων και λαϊκών που κατηφής και τεθλιμμένη προέπεμπε τον ποιητή στην τελευταία του κατοικία, στο νεκροταφείο της Ελληνικής Κοινότητας στο Σάτμπυ, ψάλλοντας μάλιστα Το «Χριστός Ανέστη», λόγω της Αναστάσιμης περιόδου. Ανάμεσα σε αυτή τη μικρή σεμνή πομπή, θα διακρίναμε έναν σχεδόν τριαντάχρονο πια νέο, συρομελχιτικής καταγωγής από τον πατέρα ―βρετανικής υπηκοότητας― και εβραϊκής από τη μητέρα του (που είχε μεταστραφεί στον χριστιανισμό)· πρόκειται για τον Γκαστόν Ζανανίρι. Ο πατέρας (Ζωρζ Ζανανίρι Πασά) κι ο θείος του (Μιχαήλ) ήταν οι άνθρωποι που είχαν βοηθήσει τον Καβάφη να βρει εργασία στην Υπηρεσία Αρδεύσεων του Υπουργείου Δημοσίων Έργων το 1889.

Όταν μόλις δυο μήνες μετά την εκδημία του ποιητή, στις 22 Ιουνίου 1933, τελέστηκε στην Αλεξάνδρεια ένα φιλολογικό μνημόσυνο, ανάμεσα στους πέντε εξέχοντες ομιλητές και φίλους του Καβάφη ήταν και ο Gaston Zananiri, ο νέος λογοτέχνης, που μόλις στα είκοσι δύο του χρόνια είχε γνωρίσει τον Καβάφη το 1926, και έκτοτε επισκεπτόταν συχνά το σπίτι του ποιητή, συνομιλούσε και περπατούσε μαζί του τις νύχτες στην πόλη. Σε εκείνη την ομιλία είπε λοιπόν σχετικά με τον Καβάφη, το σπίτι του, τη γειτονιά του:

Εκείνοι που ήθελαν να τον δουν ήξεραν ότι θα ημπορούσαν να τον βρουν κάθε απόγευμα αργά στο παληό του σπίτι της οδού Lepsius. Της οδού αυτής που ο Καβάφης εχαρακτήριζε με το χαμόγελό του ως “ένα κακοφημισμένο δρόμο”. Άξιζε να τον βλέπατε να περπατά σιγά, με την κυρτωμένη κορμοστασιά του, στην οδό Lepsius όπου πίσω από τα κάγκελα των παραθύρων των, οι πόρνες εκύτταζαν, αδιάφορες τον άνθρωπον αυτόν που, γι’ αυτές απετέλει μέρος του δρόμου αυτού, της συνοικίας αυτής. Ο Καβάφης δεν εσκέφθη ποτέ να εγκαταλείψη τη γειτονιά αυτή, την τόσο θορυβώδη κάποτε. […] Κάποτε στο σούρουπο, ακούαμε την απήχησι της καμπάνας του Αγίου Σάβα, ενώ τα βλέμματά μας επλανώντο πάνω στον κήπο του Ελληνικού Νοσοκομείου. Μια βραδιά μου είπε:

―Βλέπετε, τάχω όλα γύρω στο σπίτι μου: το νοσοκομείο, την εκκλησία.

Μέσα σ’ αυτό το νοσοκομείο έχει πεθάνη, μέσα σ’ αυτήν την εκκλησία έχομε προσευχηθή μπροστά στο φέρετρό του.

Συχνά, μετά από μικρές συζητήσεις, κατεβαίναμε αργά τη νύχτα: διασχίζαμε την οδό Lepsius. Ήταν η ώρα που οι πόρνες επερίμεναν. Παράξενη αντίθεσις: το οικείο εσωτερικό όπου όλα συνέτειναν στο στοχασμό και ο ζωηρός δρομίσκος, σωρός σάρκας και φτώχιας· πράγμα που έκαμε τον ποιητή να πη μια μέρα φεύγοντας απ’ το σπίτι του: “Εδώ είναι το πνεύμα, κάτω, είναι η σάρκα”

(Μεταφρασμένο από το γαλλικό πρωτότυπο και δημοσιευμένο στο αφιερωματικό τεύχος στα Παναιγύπτια, αρ. 233, 8/7/1933, σ. 14-15· το γαλλικό πρωτότυπο είχε δημοσιευθεί μια εβδομάδα νωρίτερα στο αφιέρωμα της La semaine égyptienne, no. 25-26, 1/7/1933, σ. 3-4).

Ο Ζανανίρι μάλιστα απέστειλε και επιστολή στην αλεξανδρινή Εφημερίδα προτείνοντας ως χρέος των Αλεξανδρινών να στήσουν προτομή του αποθανόντος Αλεξανδρινού σε μια γωνιά του δημόσιου κήπου (1/5/1933).[2]

Τριάντα χρόνια αργότερα, στα τέλη του Απρίλη της γέννησης και της εκδημίας του ποιητή, ο Γ. Π. Σαββίδης στον Ταχυδρόμο (αρ. 472, 27/4/1963), που διευθύνει, τελεί ένα άλλο μικρό φιλολογικό μνημόσυνο στον Αλεξανδρινό, φιλοξενώντας και μεταφράζοντας από τα γαλλικά ένα απόσπασμα από τα Απομνημονεύματα της ανηψιάς του Καβάφη Χαρίκλειας Βαλιέρι, με τίτλο «Ο θείος μου Κωστής». Εκεί, η τελευταία των Καβάφηδων γράφει μεταξύ των άλλων αναμνήσεών της για τον Καβάφη:

Μια φορά την εβδομάδα, η μητέρα μου και εγώ πηγαίναμε να περάσουμε το απόγευμα στην οδό Lepsius. Η γειτονιά απωθούσε τόσο πολύ την μητέρα μου, ώστε μια φορά του εσύστησε επίμονα να μετακομίση. Εκείνος τότε σηκώθηκε, πήγε προς το παράθυρο, τράβηξε την κουρτίνα, και είπε: “Πού αλλού θα βρισκόμουν καλύτερα, παρά ανάμεσα σε τούτα τα τρία κέντρα της ύπαρξης: τα σπίτια της αμαρτίας, την Εκκλησία που συγχωρεί, και το Νοσοκομείο που πεθαίνεις”.

Η Τζένη Μαστοράκη στη μετάφραση του έργου του Edmund Keeley, Η καβαφική Αλεξάνδρεια (Ίκαρος, 1979), χρησιμοποιώντας την πολυμάθεια και τα διαβάσματά της, έκαμε μια ενδιαφέρουσα μείξη των δύο διασωζόμενων μνειών (τελούσα καταφανώς εν αγνοία και των δύο αρχικών πηγών). Στο συγκεκριμένο σημείο όπου ο Κήλυ μεταφέρει εντός εισαγωγικών αυτούσια τη φράση που είδαμε παραπάνω από την καβαφική βιογραφία του Λίντελ, η Μαστοράκη στη μετάφρασή της βάζει εντός των εισαγωγικών την ακριβή φράση της ανιψιάς του Καβάφη Χαρίκλειας Βαλιέρι, όπως την έχει δει στο έργο του Γιάγκου Πιερίδη, όπου και μας παραπέμπει (σ. 79), ενώ ο συγγραφέας Κήλυ δεν κάνει καμία τέτοια μνεία κι απλώς εξαίρει τις οφειλές του στον Λίντελ.

Ο Ρόμπερτ Λίντελ πραγματοποίησε την επιτόπια έρευνά του και συναντήθηκε με όσους γνώρισαν τον Καβάφη στην Αλεξάνδρεια τα χρόνια του πολέμου, οπότε και συγκέντρωσε τότε το θεμελιώδες πρωταρχικό υλικό του για την καβαφική βιογραφία και τη μυθιστορία (Unreal city). Την Αλεξάνδρεια την άφησε για πάντα το 1953, αποχαιρετώντας την για τελευταία φορά από ψηλά, μες στο αεροπλάνο που τον έφερνε στην Αθήνα. Όπως είδαμε, ο Λίντελ στηρίχθηκε στις πληροφορίες που άντλησε από τους Β. Αθανασόπουλο, Ν. Παναγιωτόπουλο και Τ. Μαλάνο. Στο Επίμετρο της Βιογραφίας αναφέρει: «Συνέβη να γνωρίσω πολλούς φίλους και γνωστούς του [του Καβάφη] (που δεν ήταν πάντα φίλοι μεταξύ τους […] Ο Αλέξανδρος Σεγκόπουλος μου έδειξε μερικά από τα έπιπλά του και ό,τι απέμεινε από τη βιβλιοθήκη του. Άκουσα μια διάλεξη γι’ αυτόν στα γαλλικά από τον φίλο του Gaston Zananiri». Κι ενώ ―βρετανικώ τω τρόπω― δεν λέει κάτι περισσότερο για μια συνάντηση και συζήτηση με τον Ζανανίρι, στη σ. 181 έχει ήδη γράψει:

Ο Gaston Zananiri έλεγε πως έβγαινε μαζί του τη νύχτα σε μέρη γεμάτα άνεργους νέους που έπαιζαν χαρτιά, ντόμινο και τάβλι. Σε μια ταβέρνα είπε: “η αλήθεια βγαίνει από το στόμα των παιδιών…και των μεθυσμένων”.[3]

Ας συμπληρώσω εδώ, πως κι η πιο πάνω αναφορά του Γιάγκου Πιερίδη («Βλέπετε, έλεγε στον ξένο θαυμαστή του, γύρω από το σπίτι μου έχω ό,τι χρειάζεται: το νοσοκομείο και την εκκλησία») απηχεί σχεδόν με ακρίβεια μια φράση του Ζανανίρι ― εάν δεν την υπαινίσσεται («Βλέπετε, τάχω όλα γύρω στο σπίτι μου: το νοσοκομείο, την εκκλησία»).

Σπεύδω να απαντήσω σε μερικές ερωτήσεις που ευλόγως αναδύονται. Θα μπορούσε άραγε ο Λίντελ να έχει χρησιμοποιήσει τη μαρτυρία της Χαρίκλειας Βαλιέρι σχετικά με την καβαφική ρήση για το σπίτι του; Σε υποσημείωσή του γράφει πως για την περιγραφή του διαμερίσματος και του Καβάφη, όταν δεχόταν στο σπίτι του, στηρίζεται σε κείμενα των Σαρεγιάννη, Περίδη και Μαλάνου, καθώς και σε προσωπική επικοινωνία με τον Βασίλη Αθανασόπουλο. Η αλήθεια είναι βέβαια πως μια-δυο σποραδικές μνείες του κάνουν σαφές πως έχει δει το ―γαλλικό μάλιστα― πρωτότυπο του κειμένου της Χαρίκλειας Βαλιέρι (εικάζω μέσω του Γ. Π. Σαββίδη, που του επιδαψίλευσε φιλόξενα την πρόσβαση στο Αρχείο του ποιητή), το οποίο όμως δεν αναφέρει πουθενά, ούτε και στη βιβλιογραφία. Γράφει: «Madame Valieri, the poet’s niece, speaks of the “meubles de famille que ses freres lui avaient abandonnes”. She found in his flat “plus evocateur des rives du Bosphore que de l’Egypte modern”» (σ. 89, μα και σ. 185 για τις εβδομαδιαίες επισκέψεις της ανιψιάς και της νύφης του). Παρόλ’ αυτά, από τη στιγμή που επιμένει για την ακρίβεια της φράσης παραθέτοντάς την εντός εισαγωγικών, είναι ξεκάθαρο πως δεν μπορεί να είναι αυτή της Χαρίκλειας Βαλιέρι. Συνεπικουρεί δε σε αυτό και η παράθεση του γαλλικού πρωτοτύπου της Βαλιέρι, πράγμα που φανερώνει πως εάν είχε πάρει από αυτήν την επίμαχη φράση, λογικά θα την είχε παραθέσει στα γαλλικά, όπως και τις παραπάνω. Στην ενδεχόμενη αντίρρηση ότι μπορεί να την άκουσε από κάποιον άλλο, ας σημειώσουμε με έμφαση πως κανείς από τους μνημονευόμενους οδηγούς του στην καβαφική πολιτεία και γειτονιά δεν έχει καταγράψει τίποτα σχετικό με το συγκεκριμένο καβαφικό σχόλιο. Απομένει πάντα βέβαια θα πει κανείς η πιθανότητα της ενημέρωσης μέσω της προφορικής επικοινωνίας με τον στενό φίλο του ποιητή, Β. Αθανασόπουλο. Υπάρχουν όμως δυο-τρεις μικρές αλλά χαρακτηριστικές λεπτομέρειες, που κατά την άποψή μου αποκλείουν αυτή την υπόθεση. Εκτός από την παράθεση της μαρτυρίας του Ζανανίρι για τους νυχτερινούς περιπάτους με τον Καβάφη σε μπαρ και ταβερνεία, αμέσως μετά τη ρήση περί της οικίας του, στην αναφορά του ο Λίντελ μνημονεύει τον ήχο της καμπάνας του Αγίου Σάββα και τη φράση του Ζανανίρι «Εδώ είναι το πνεύμα, κάτω, είναι η σάρκα». Θα επιμείνω κι ας φανώ φορτικός: τόσο αυτή η φράση όσο και η άλλη «η αλήθεια βγαίνει από το στόμα των παιδιών…και των μεθυσμένων», είναι σαφώς αντιγραμμένες από τη μετάφραση της ομιλίας του Γκαστόν Ζανανίρι, το βράδυ της 22ας Ιουνίου 1933, στην αίθουσα της American Mission της Αλεξάνδρειας, στο φιλολογικό μνημόσυνο του Καβάφη, όπως αυτή δημοσιεύτηκε στα Παναιγύπτια (δες παραπάνω).

Ποιες πιθανότητες απομένουν λοιπόν; Είτε να την έχει μεταφέρει από τον Ζανανίρι (όπως πιστεύω και θα αποπειραθώ για μια τελευταία φορά να υποστηρίξω κλείνοντας) είτε να έχει δημιουργήσει ένα κράμα των όσων ενδεχομένως άκουσε ή διάβασε (και από τη Βαλιέρι), πράγμα δύσκολα πιστευτό λόγω του φορτικού εμποδίου των εισαγωγικών που δηλώνουν την ακριβή μεταφορά του σχολίου.

Τον Zananiri όμως τον συνάντησαν κι αρκετοί από όσους έγραψαν για τον Καβάφη και την Αλεξάνδρεια. Πιο πρόσφατα, το 1996, τον συνάντησε ο Michael Haag, σε ηλικία εβδομήντα ετών, συζήτησε μαζί του για το βιβλίο του Αλεξάνδρεια. Η πόλη της μνήμης (μτφρ. Δημ. Γ. Στεφανάκης, Ωκεανίδα, 2005). Εκεί γράφει σχετικά:

Για να ανέβουν τις δυο σειρές σκαλοπατιών οι επισκέπτες έπρεπε να περάσουν ανάμεσα από τις πόρνες που έσκουζαν στους περαστικούς από τα παράθυρα του μπορντέλου στο ισόγειο· έτσι στους χωρατατζήδες της Αλεξάνδρειας η οδός έγινε γνωστή με το όνομα Κλάψιους. […] Ο Φόρστερ δεν κάνει καμία μνεία για τις πόρνες, που ίσως μετακόμισαν εκεί μόλις μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο […] αλλά στα δεκαετία του 1920 και του 1930 ο Γκαστόν Ζανανίρι θυμόταν πως “την ώρα που σουρούπωνε και έπεφτε το βράδυ”, καθόταν με τον Καβάφη στο μπαλκόνι και έβλεπαν τους κήπους του Ελληνικού Νοσοκομείου, όπου σήμερα υπάρχουν γκαράζ και συνεργεία αυτοκινήτων, και πιο πέρα τον πατριαρχικό ναό του Αγίου Σάββα του Ηγιασμένου. Πίνοντας ζαμπίμπ συζητούσαν μερικές φορές για τον βυζαντινό πολιτισμό, “Πού θα μπορούσα να ζήσω καλύτερα;” του έλεγε ο Καβάφης. “Κάτω το μπορντέλο φροντίζει για τη σάρκα· εκεί είναι η εκκλησία που δίνει άφεση στην αμαρτία· κι απέναντι είναι το νοσοκομείο όπου πεθαίνουμε” (σ. 94).[4]

Το παράθεμα βέβαια στο πρωτότυπο είναι το ίδιο με του Λίντελ. Σε συναφή υποσημείωσή του ο Haag όλη αυτή την ανάμνηση την αποδίδει ρητά σε συζήτηση του ίδιου του Ζανανίρι με τον συγγραφέα, και παραπέμπει επιβεβαιωτικά και στον Λίντελ. Και συνεχίζει ο συγγραφέας:

[…] όπως θυμόταν ο Ζανανίρι, αυτός και ο Καβάφης “σύχναζαν σε καμπαρέ. Συνήθιζε να περνά τις νύχτες του εκεί ψάχνοντας για παλικαράκια. Κι όταν γύριζε στο σπίτι του δεν παρέλειπε να γράψει βιαστικά τις εντυπώσεις του από αυτές τις βόλτες. Θα δείτε πως σε μερικά ποιήματά του μιλά για γέρους που γέρνουν και ακουμπούν στις αναμνήσεις τους”. Τον καιρό εκείνο ο Ζανανίρι ήταν ένας νεαρός λογοτέχνης, μόλις είκοσι δύο ετών, όταν γνώρισε τον Καβάφη το 1926· εβδομήντα χρόνια αργότερα ζούσε σαν Δομινικανός μοναχός στο Παρίσι, στην οδό Φωμπούρ Σαιντ-Ονορέ, και, όταν τον ρώτησαν τι άλλο εκτός από την ποίηση είχε συμβεί ανάμεσα σε αυτόν και τον Καβάφη, απάντησε: “Η ποίηση ήταν το μόνο πράγμα που συζητούσαμε με τον Καβάφη. Αλήθεια! Οι σχέσεις μου με τον Καβάφη ήταν ολωσδιόλου καλλιτεχνικές ― ποίηση και πνεύμα του Βυζαντίου. Ο Καβάφης ποτέ δεν με είδε διαφορετικά”.

Σε μια πρόσφατη ανάρτησή του (26 Ιουνίου 2015) στο μπλογκ του ο Χάαγκ επανέρχεται στη συνέντευξη που είχε με τον Ζανανίρι στο Παρίσι το 1996, για το βιβλίο του, και κάτω από τη φωτογραφία τους επαναφέρει κι επανεπιβεβαιώνει τα όσα είχε γράψει:

For example, there you see me talking with Gaston Zananiri in Paris in 1996. […] We are talking about Alexandria, the city where he was born, knew intimately and was a recognised man of letters. Zananiri was a friend of Constantine Cavafy in the 1920s and delivered the eulogy at his graveside in 1933. Later Zananiri became a friend of Lawrence Durrell during the war years in Alexandria. Durrell partly based the character of Balthazar in his Alexandria Quartet on Gaston Zananiri.

In the 1920s and early ’thirties, as Zananiri recalled for me, ‘towards twilight, towards evening’, he would join Cavafy on his balcony and their view would be over the gardens of the Greek Hospital, today filled with mechanics’ workshops and garages, and to the Patriarchal Church of St Saba beyond. With glasses of zabib in hand, they would sometimes talk about Byzantine civilisation, ‘this model’, in Zananiri’s words, ‘of poetry, sentiment and sex’. ‘Where could I live better?’ Cavafy said to him. ‘Below, the brothel caters for the flesh. And there is the church which forgives sin. And there is the hospital where we die.’

Μια τελείως αυθαίρετη παρουσία ενός υποτιθέμενου καβαφικού σχολίου, στην ιστοσελίδα μάλιστα του Ιδρύματος που κατέχει και το Αρχείο Καβάφη, αντλεί και έλκει την ασυνάρτητη ύπαρξή του ―και μάλιστα επί σειρά ετών!― δια της λογοτεχνίζουσας παρερμηνείας μίας άλλης, πραγματικής, καβαφικής ρήσης. Μιας καβαφικής ρήσης που, όσο και εάν θεωρείται γνωστή, διαδόθηκε ευρέως, όπως όλα δείχνουν, αποκλειστικά από τη βιογραφία του ποιητή που έγραψε ο Ρόμπερτ Λίντελ. Παρά και τη μεταγενέστερη ―ταυτόσημη σχεδόν― ρητή μαρτυρία της ανιψιάς του Καβάφη, Χαρίκλειας Βαλιέρι, του Γκαστόν Ζανανίρι τη μαρτυρία για το καβαφικό σχόλιο περί της οικίας και της γειτονιάς του κατέγραψε και μνημόνευσε πρώτος ο Robert Liddell στη βιογραφία του Καβάφη κι έκτοτε αυτή αναπαράγεται, χωρίς ευθεία αναφορά στην πηγή της, τον αυτήκοο δηλαδή μάρτυρα και στενό φίλο του Αλεξανδρινού, που τη διέσωσε στον χρόνο.

*

*

[1] Τουλάχιστον μία καταγεγραμμένη μαρτυρία της Σεγκοπούλου είναι η ακόλουθη: « “Μ ό ν ο ς  ε κ ε ί  ε π ά ν ω,  ή ρ ω ς   κ α ι  θ ύ μ α”, έλεγε συχνά και στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Καβάφης, δείχνοντας το σπίτι του. Ήτανε ένα αστείο του που έκρυβε, ωστόσο όλη την πίκρα του ανθρώπου που έζησε, παρά την επιθυμία του, μ ό ν ο ς» (Ρίκα Σεγκοπούλου, «37 χρόνια από τον θάνατό του: Ο Καβάφης», περ. Ορίζοντες, τχ. 2, 1970, σ. 4).
[2] Το ότι ο Γκαστόν Ζανανίρι όχι απλώς δεν ήταν παρέλκον πρόσωπο στον κύκλο του Καβάφη αλλ’ όλως αντιθέτως διεδραμάτιζε και σημαίνοντα ρόλο στον κύκλο των Αλεξανδρινών φίλων του ποιητή, μα και της διάδοσης της ποιητικής κληρονομιάς του, το επιβεβαιώνει (μεταξύ άλλων) και η άμεση ― και αυτοδίκαιη― ένταξή του στην εκτελεστική επιτροπή «Φίλοι του Καβάφη», που συνέστησαν οι στενοί φίλοι και θαυμαστές του Καβάφη στην Αλεξάνδρεια (16/5/1934, Αρχείο Καβάφη). Ταυτόχρονα δε, όπως υποστήριζε ο Λίντελ απετέλεσε για τον Λώρενς Ντάρελ τη βάση για τη διαμόρφωση του Μπαλτάζαρ, στο Αλεξανδρινό Κουαρτέτο του, και σίγουρα, όπως φαίνεται, άντλησε από αυτόν πληροφορίες για τον ποιητή: «Σκυθρωπά τα νεανικά κορμιά αρχίζουν να κυνηγούν μια συντροφική γύμνια, και σε εκείνα τα μικρά καφενεία όπου ο Μπαλτάζαρ πήγαινε τόσο συχνά με τον γέρο ποιητή της πόλης, τα αγόρια στριφογυρίζουν ανήσυχα στο τάβλι τους κάτω από τις λάμπες πετρελαίου: ενοχλημένα από αυτόν τον ξηρό άνεμο της ερήμου ―διόλου ρομαντικό, διόλου αξιόπιστο― ανακατεύονται και γυρίζουν να παρακολουθήσουν κάθε ξένο. Αγωνίζονται για να αναπνεύσουν και σε κάθε καλοκαιρινό φιλί ανιχνεύουν τη γεύση του ασβέστη».
[3] Χρησιμοποιώ τη μετάφραση των Δέσποινας Τσεκούρα και Ευσταθίας Θωμά, από τον Γκοβόστη, 2002.
[4] Είμαι υποχρεωμένος να σημειώσω εδώ δύο σημαντικά λάθη, που οδηγούν σε σοβαρές παρανοήσεις. Το πρώτο του πρωτοτύπου και το άλλο του μεταφραστή. Στο παράθεμα του Λίντελ, που μεταφέρει ο Χάαγκ: “Here he lived’, said Malanos, outside the house in the Rue Lepsius. “Here he died, and he indicated the former Greek Hospital, by then the navy’s Fleet Club. “Here they read the service over him’, and we were by the door of St Saba” (σ. 220), στη θέση του ‘lived’ τοποθετήθηκε το ‘loved’ (συλλογίζομαι βέβαια τι ευτυχής συγκυρία θα ήταν αυτή! αλλά φευ πρόκειται για lapsus calami) το οποίο και αντιστοίχως μεταφράστηκε. Και ακολούθως η φράση “Here they read the service over him” αποδόθηκε παραπλανητικά, με παντελή άγνοια και ασχετοσύνη: «Εδώ έγιναν τα σαράντα του» (σ. 321).

///

*

*