«Σε κυνηγάνε;» Σχολιάζοντας την ταινία του Νίκου Κούνδουρου «Ο Δράκος»

*

του ΞΑΝΘΟΥ ΜΑΪΝΤΑ

Στον Στέλιο Χαραλαμπόπουλο 

Έτσι, σιγά, υποβλητικά! Σχεδόν συνωμοτικά.

— Σε κυνηγάνε;

Κι ύστερα με λίγες λέξεις αλλά ξεκάθαρα,

— Πες μου. Δεν καταλαβαίνεις είμαι μαζί σου.

Αυτή τη φορά ψιθυριστά.

— Αν ξανάρθουν το βράδυ, πρόσεξε να μη σε βρούν. Σκαρφάλωσε την πίσω μάντρα της αυλής σου, ύστερα άλλο ένα σπίτι, μια αυλή και μετά είναι το δικό μου. Έλα έχω τον τρόπο μου. Μπορώ να σε κρύψω.

Η φράση που αποκαλύπτει τον χαρακτήρα του έργου.  Σε κυνηγάνε; Ο Δράκος του Κούνδουρου, 1956.  Ο Ντίνος Ηλιόπουλος, του λείπει το μουστάκι, αλλιώς θα ήτανε ίδιος ο Νίκος Πλουμπίδης. Κι αυτόν στο κάτω-κάτω ένας δικός του τον κάρφωσε στο τέλος.

Στην ανάκριση του Δράκου-Ντίνου Ηλιόπουλου ο εξευτελισμός και τα χάχανα των χωροφυλάκων. Γι’ αυτό πάντοτε έλεγες: Το βράδυ στο κρεββάτι με τα ρούχα. Να μην μας πιάσουν με τα σώβρακα, είναι θέμα τιμής. Κι όταν γύρισες σπίτι, κάπου αρχές Δεκεμβρίου, έπεφτες με το παντελόνι να πλαγιάσεις. Για ύπνο ποιος μιλάει τώρα;

Όχι δεν το θέλω έτσι. Προκαλώ την ταινία  και συνεχίζω με άλλο τρόπο. Αντίθετο, εντελώς αντίθετο. Ανακατεύω σκηνές.

— Γιατί σε φέρανε εσένα εδώ;

— Γιατί με πιάσανε.

— Γιατί σε πιάσανε;

— Δεν έτρεξα αρκετά γρήγορα.

Ήταν η απάντηση του ήρωα, παιδιού των εργατικών συνοικιών του Λονδίνου στην Μοναξιά του δρομέα των μεγάλων αποστάσεων. Κι ύστερα αρχίζεις, για να φύγει το βάρος από το στήθος, πέντε χιλιόμετρα κάθε Σάββατο πρωί στις 7, σε 20 λεπτά. Δέκα χιλιόμετρα σε 43 λεπτά. Ο Μαραθώνιος που ακολουθεί είναι για τον πόνο. Πόνος στις αρθρώσεις. Ναι, δεν είναι παιχνίδι αντοχής αυτό, ούτε παιχνίδι με τον χρόνο, με τον πόνο, μόνο μ’ αυτόν αναμετριέσαι.

Συλλογίζομαι πάλι τον τραπεζικό υπάλληλο Ντίνο Ηλιόπουλο. Την συνάντησή του πρώτα με την Κάρμεν. Ένα κορίτσι που η ζωή του κάποια στιγμή σταμάτησε σ’ ένα καμπαρέ. Αυτή θα τον καταλάβει, θα τον ρωτήσει «Σε κυνηγάνε;» Θα τον κρύψει, θα τον φροντίσει.  Και τότε θα γνωρίσει την παρέα συμμορία, με τον διανοούμενο καθηγητή και το αφεντικό. Στο δρόμο για την μεγάλη δουλειά.

— Αν πουλήσουμε στον Αμερικάνο αυτή την κολώνα, την κάναμε όλοι μας!

Την πεσμένη από χρόνια στήλη του Ολυμπίου Διός στην είσοδο της Πόλης.

Ύστερα έρχεται το μωρό. Το κορίτσι –κάπου ανάμεσα σε παιδί και γυναίκα– που το αφεντικό, δηλαδή ο ιδιοκτήτης του καμπαρέ και αρχηγός, έσωσε κάποτε από την ορφάνια μα τώρα την θέλει δική του, γυναίκα του. Το μωρό αντιδρά κι ερωτεύεται τον Δράκο.

Θυμάμαι την αφήγησή σου. Την ανοιχτή πόρτα του σταθμευμένου λεωφορείου (ναι λεωφορείο ήταν, όχι τρόλλεϋ). Σε κυνηγάνε από τη Νομική μέχρις εδώ, χαμηλά στην Πανεπιστημίου. Μπαίνεις την ώρα που ξεκινάει, αμέσως κλείνουν οι πόρτες. Γλυτώνεις προς το παρόν. Είσαι όρθιος και το στήθος σου πάει να σπάσει. Είναι από φόβο. Όχι δεν το παραδέχεσαι, όχι. Από το άγριο κυνηγητό είναι.  Άλλωστε ο φόβος σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις έρχεται αργοπορημένα. Τον νοιώθεις ώρες πολλές ή και ημέρες μετά.  Έτσι με την παράταση της αναμονής γίνεται πιο δυνατός. Πολύ δυνατός κι ανυπόφορος.

Μια ηλικιωμένη γυναίκα κάνει τόπο στο κάθισμα και σου ζητάει να καθίσεις, μήπως και ηρεμήσεις.

— Σε κυνηγούσανε;

Η μόνη της ερώτηση. Κουνάς το κεφάλι καταφατικά, κι ύστερα κάθεσαι δίπλα της. Γλυκιά μητρική φιγούρα.

Ο χορός της τραγωδίας, στο πάλκο του καμπαρέ είναι γυναικείος. Το τραγούδι τους από τα πιο σπάνια, σχεδόν άγνωστο αλλά με την υπογραφή του Μάνου Χατζηδάκι.

— Τα παλληκάρια πρέπει να ξεσκάσουν  το τελευταίο βράδυ πριν τη δουλειά, κι εδώ περιμένει η μεγάλη δουλειά. Ο πελάτης είναι Αμερικάνος και θέλει καλό πράμα. Αρχαίο!

(πολύτιμο σημάδι μνήμης που ακόμη δεν ξεπουλήθηκε). Με το τραγούδι των κοριτσιών, ο χορός διπλασιάζεται. Είναι οι άντρες, όλοι μαζί αδέρφια σε γάμο, σ’ ένα ζεϊμπέκικο που τους μετασχηματίζει. Δεν είναι τα κλεφτρόνια, οι αρχαιοκάπηλοι, οι μαχαιροβγάλτες. Ψιθυρίζουν καθώς σπαρταράνε στον αργό χορό τους. Ψιθυρίζουν έναν βαθύ πόνο.

— Βάστα πατέρα! Μαζί θα δουλέψουμε το χωραφάκι.

— Θα γίνεις καλά αδερφέ, στο υπόσχομαι. Αύριο θα πληρώσω τους γιατρούς.

Αυτό το κατακάθι της σάπιας μεταπολεμικής ζωής έχει γίνει  λαός που υποφέρει κι αντιστέκεται. Κι είναι ο χορός, δηλαδή η φωνή – το τραγούδι – το μουρμούρισμα των γυναικών και το ζεϊμπέκικο των ανδρών που φανερώνουν τον μετασχηματισμό!  Και είναι πια λαός συγκροτημένος, με κίνηση –ίσως επαναστατική– και οργάνωση που αντλεί από την τραγική φωνή του γυναικείου χορού, που του δίνει παράγγελμα και δύναμη για να σκοτώσει αν χρειαστεί ή να σκοτωθεί, ακολουθώντας το μεγάλο έργο στην ατέρμονη συνέχειά του! Φως και σκοτάδι συνυπάρχουν, συγκρούονται, μαστίζονται και δεν υπάρχει πουθενά και καμμιά βεβαιότητα, πως κάποια στιγμή θα προβάλλει η λύση που θα ξεπεράσει το τέρας των αντιθέσεων. Λαός σε εγρήγορση στην πιο ρεαλιστική του αναπαράσταση.

Ναι, ακόμη και οι σκιές που παραμορφώνουν τα σώματα των ανδρών στους νυχτερινούς τοίχους του ρημαγμένου Πειραιά, ή οι σκιές που σβήνουν μέρος του προσώπου τους, δίνουν την αληθινή εικόνα της συντριβής και του μαρασμού των ανθρώπων που εκ τύχης δεν σκοτώθηκαν, ή που δεν κατάφεραν να φύγουν εργάτες στην Γερμανία και ξαπόμειναν έρμαιοι κι ανήμποροι.  Και γι’ αυτό, παραμορφωμένοι!

Όπως σ’ όλες τις τραγωδίες το τέλος έρχεται με το αναπάντεχο φονικό. Ο Δράκος που έχει γίνει ένα μαζί τους, που περνάει –ακόμα και μετά το φιάσκο της σύλληψης και του χλευασμού του– για αρχηγός, που θα παραχωρήσει μέχρι και το μωρό στο αφεντικό – μαζί της είχε τις μόνες όμορφες στιγμές της ζωής του. Αυτός που τώρα είναι ο πραγματικός αρχηγός θα δεχτεί κατάστηθα τη μαχαιριά.  Ο δράστης ένας εκ των συντρόφων, ο πιο απελπισμένος. Κι όλα μένουν κρυφά, στ’ αυτί τους είχε ψιθυρίσει ο αγγελιοφόρος του κακού. Είχε προδώσει ο Δράκος κατά τη σύλληψή του ή κάποιος άλλος; Ο ίδιος ο αγγελιοφόρος ίσως, και τα ρίχνει σ΄ αυτόν; Τίποτα, τίποτα απ’ όλα αυτά. Ο κόσμος τους είναι πολύ σκληρός για ν’ ανεχτεί μια τόσο μεγάλη ατιμία.  Απλώς ο αγγελιοφόρος, τρόφιμος κι ο ίδιος των ανακριτικών γραφείων, έμαθε και μετέφερε ότι ό Δράκος είναι ψεύτικος. Τους εξαπάτησε λοιπόν ο Δράκος, έστω κι αν η συγκυρία αλλά και οι ίδιοι τον είχαν ανεβάσει ψηλά.  Όφειλε λοιπόν να πεθάνει!

Γεμάτος αίματα θα πάρει το καπέλο του και θα φύγει κυνηγημένος στους έρημους δρόμους του Πειραιά. Τελευταία στιγμή θα περάσει από το μυαλό του η ερώτηση της Carmen.

— Σε κυνηγάνε;

Και η δική του καφκική  απάντηση. Δεν θ’ απαντήσει μ’ ένα ναι ή μ’ ένα όχι. Θ’ αποκριθεί γεμάτος φόβο.

— Γιατί;

Θα πεθάνει τραυματισμένος από το χέρι δικού του, ξημερώματα  δεύτερης ημέρας του χρόνου, δίπλα στις γραμμές του τραμ. Ενώ όλοι οι παριστάμενοι θα δηλώνουν πως τους είναι παντελώς άγνωστος.

*

*

*