Εἰσαγωγὴ – Ἐπιλογὴ
ΣΥΜΕΩΝ ΓΡ. ΣΤΑΜΠΟΥΛΟΥ
Ὁ Wilhelm Müller (1794-1827), κορυφαῖος Γερμανὸς φιλέλληνας, ὑμνητὴς τοῦ Εἰκοσιένα, ποιητής, μεταφραστὴς στὴ γερμανικὴ γλώσσα τῆς συλλογῆς ἑλληνικῶν δημοτικῶν τραγουδιῶν τοῦ Κλὼντ Φωριέλ, ἔγραψε καὶ δημοσίευσε τὸν κύκλο ποιημάτων Τὸ χειμωνιάτικο ταξίδι (Die Winterreise) σὲ δύο περιόδους (1823-1824). Συνολικὰ εἴκοσι τέσσερα ποιήματα ποὺ μελοποιήθηκαν ὅλα ἀπὸ τὸν Φρὰντς Σοῦμπερτ τὸ 1827. Οἱ χρονολογικές, ἢ μᾶλλον, ἡμερολογιακὲς λεπτομέρειες τῆς σύνθεσης εἶναι ἀπὸ τὶς πιὸ συγκινητικὲς στὴν ἱστορία τῆς μουσικῆς. Ὅπως ἀναφέρει σὲ χειρόγραφο σημείωμα, ὁ Σοῦμπερτ καταπιάστηκε μὲ τὴ σύνθεση τῶν δώδεκα πρώτων ποιημάτων τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1827, καὶ μὲ τὸ δεύτερο μέρος ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ καλοκαιριοῦ μέχρι τὸ τέλος Ὀκτωβρίου τῆς ἴδιας χρονιᾶς. Ὁ Μύλλερ, βαριὰ ἄρρωστος στὴ γενέτειρά του, τὸ Ντεσσάου, πέθανε στὶς 20 Σεπτεμβρίου, πιθανότατα χωρὶς νὰ πληροφορηθεῖ τὸ συνθετικὸ ἐγχείρημα τοῦ Σοῦμπερτ καὶ φυσικὰ χωρὶς νὰ ἀκούσει τὶς μοναδικὲς στὴν ἱστορία τῆς μουσικῆς, καὶ τοῦ ρομαντισμοῦ εἰδικότερα, συνθέσεις.
Ἦταν 33 χρόνων. Εἴκοσι μέρες ἀργότερα ἔγινε ἡ ναυμαχία τοῦ Ναυαρίνου (20 Ὀκτωβρίου 1827) ποὺ σήμανε γιὰ τοὺς Ἕλληνες τὴν ἀπαρχὴ τῆς ἀπελευθέρωσης ἀπὸ τὸν ὀθωμανικὸ ζυγό. Ὁ Μύλλερ εἶχε γράψει καὶ δημοσιεύσει περισσότερα ἀπὸ πενῆντα λῆντερ (ὅπως τὰ ὀνόμαζε), τὰ πασίγνωστα πλέον Griechenlieder ἢ Lieder der Griechen, φόρο τιμῆς στὸν ἀγώνα. Τὰ τέσσερα τελευταῖα γιὰ τὴν Ἔξοδο τοῦ Μεσολογγίου. Ὁ Σοῦμπερτ, ἄρρωστος ἤδη ἀπὸ τὸ 1823, πέθανε ἕνα χρόνο ἀργότερα, στὶς 19 Νοεμβρίου 1828. Ἦταν 31 χρόνων. Ὁ ποιητὴς καὶ ὁ συνθέτης (ποὺ δὲν εἶχαν γνωριστεῖ προσωπικὰ οὔτε συναντηθεῖ) συναντήθηκαν μέσα ἀπὸ τὴν τέχνη τους. Τὰ τραγούδια τοῦ Σοῦμπερτ συγκινοῦν, καὶ θὰ συγκινοῦν στοὺς αἰῶνες, ὅπως συνέβη στὴ πρώτη παρουσίαση τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1828 στὴν Βιέννη, καὶ πάλι (δύο μῆνες μετὰ τὸν θάνατο τοῦ συνθέτη) τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1829.
Ποιήματα-τραγούδια τῆς περιπλάνησης, τοῦ ἀπεγνωσμένου ἔρωτα καὶ τῆς βύθισης στὴ μελαγχολία. Στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου, ἀναπόφευκτη κατάληξη, ἡ αὐτοκτονία. Εἴκοσι τέσσερα λιτά, ἔμμετρα, μὲ πλεκτὴ κατὰ βάση ὁμοιοκαταληξία καὶ πλούσια σὲ εἰκόνες καὶ ἀποχρώσεις γλώσσα. Κατὰ ἕναν τρόπο ἀποτελοῦν τὴν ποιητικὴ ἐκδοχὴ τῆς πορείας τοῦ Βέρθερου τοῦ Γκαῖτε (Τὰ πάθη τοῦ νεαροῦ Βέρθερου, 1774-1787), στὸ μυθιστόρημα μαθητείας ποὺ ἄνοιξε τὸν δρόμο στὸν γερμανικὸ ρομαντισμό.
Μὲ τὸν ἴδιο ἀριστουργηματικὸ τρόπο ὁ Σοῦμπερτ εἶχε μελοποιήσει ἐνωρίτερα, τὸ 1823, τὸν ὁμόθυμο ποιητικὸ κύκλο τοῦ Μύλλερ Ἡ ὡραία μυλωνού, γραμμένον τὸ 1820 (μελοποιήθηκαν εἴκοσι ἀπὸ τὰ εἴκοσι πέντε ποιήματα). Ὅσο γνωρίζουμε, ὁ Μύλλερ δὲν εὐτύχησε νὰ ἀκούσει οὔτε αὐτὲς τὶς συνθέσεις ποὺ πρωτοπαίχτηκαν, καὶ μάλιστα στὸ βιεννέζικο κοινό, τρεῖς δεκαετίες ἀργότερα, τὸ 1856.
Περισσότερα γιὰ τὸν «Ἕλληνα-Μύλλερ» ἢ «Μύλλερ τῶν Ἑλλήνων» στὴν πρόσφατη ἔκδοση: Βίλχελμ Μύλλερ, Ἐκλογὴ ἀπὸ τὸ ποιητικὸ καὶ πεζογραφικὸ ἔργο (ἐπιμ. Ἀναστασία Ἀντωνοπούλου – Συμεὼν Γρ. Σταμπουλοῦ). Μεταφράσεις των Ἑλένης Βίσκα, Παναγιώτας Καλογερᾶ, Φιλαρέτης Καρκαλιᾶ, Εἰρήνης Κορώνη, Ἀγγελικῆς Λυσικάτου, Λίνας Φιλοπούλου. Ἵδρυμα Τάκης Σινόπουλος, Νέα Ἰωνία Ἀττικῆς 2024.
~.~
Δέκα τραγούδια ἀπὸ τὸ Χειμωνιάτικο ταξίδι
Καληνύχτα
Ξένος ἦρθα στὸν κόσμο αὐτὸ
Καὶ ξένος πάλι θὰ χαθῶ.
Ὁ Μάης μὲ δέχτηκε καλά,
Μὲ ἀνθοδέσμες μι᾽ ἀγκαλιά.
Μιλοῦσε ἡ κόρη γιὰ φιλιὰ
Κι ἡ μάνα της γιὰ παντρειά —
Τώρα μιὰ θλίψη ἔχει ἁπλωθεῖ,
Στὸ χιόνι ἡ στράτα ἔχει κρυφτεῖ.
Πότε θὰ βγῶ στὸν πηγαιμό,
Ἀναρωτιέμαι κι ἀπορῶ:
Ν᾽ ἀποφασίσω μιὰ φορά,
̔Ο δρόμος μου εἶναι ἡ καταχνιά.
Τοῦ φεγγαριοῦ τ᾽ ἀσήμωμα
Θά ᾽ν᾽ ἡ πιστή μου συντροφιὰ
Καὶ στὴν ὁλόλευκη ἁπλωσιὰ
Τοῦ ζώου ἡ πατημασιά.
Ἐδῶ γιατί χασομερῶ;
Θὰ μ᾽ ἀποδιώξουν στὸ λεπτό.
Ἂς μοῦ γαβγίζουν τὰ σκυλιὰ
Στὸ σπίτι τοῦ ἀφέντη ἐμπρός!
Ἡ ἀγάπη παίρνει τὰ βουνά,
Ἔτσι τὴν ἔφτιαξε ὁ θεός,
Τοῦ ἀνέμου χάδι ἐδῶ κι ἐκεῖ,
Καλή σου νύχτα, ἀγαπητή!
Στὰ ὄνειρά σου δὲν θὰ μπῶ,
Νὰ σ᾽ ἐνοχλήσω, εἶναι κακό.
Ἀλαφροπάτητος θὰ βγῶ
Τὴν πόρτα κλείνοντας σιγά!
Πάνω της γράφω μοναχὰ
Μιὰ καληνύχτα, πάω γι᾽ ἀλλοῦ,
Γιὰ νὰ τὸ νοιώσεις στὴν καρδιὰ
Πὼς μόνο ἐσένα ἔχω στὸ νοῦ.
(«Gute Nacht»)
///
Ὁ ἀνεμοδείχτης
Παίζει μὲ τὸν ἀνεμοδείχτη ὁ καιρὸς
Στῆς κόρης ποὺ κρυφαγαπῶ τὸ σπίτι.
Κι ἐγὼ στὸν παραλογισμό μου ὁ φτωχὸς
Μ᾽ ἐμὲ θὰ παίζει λέω τὸν ἀλήτη.
Μὰ θά ᾽πρεπε, πρὶν κὰν ἀρχίσει, νὰ τὸν δεῖ
Ψηλὰ στὸ σπίτι τὸν βαλμένο δείχτη
Καὶ νὰ μὴν ψάχνει ἀδίκως νά ᾽βρει μιὰ πιστὴ
Εἰκόνα τῆς γυναίκας μέσ᾽ στὸ σπίτι.
Μὲ τὶς καρδιὲς παίζει ὁ ἄνεμος ἐκεῖ,
Χωρὶς τὸν θόρυβο στὴ στέγη ἐπάνω.
Ρωτᾶτε γιὰ τὸν πόνο πού ᾽χω στὴν ψυχή;
Ἡ κόρη σας, νυφούλα ποὺ δὲν φτάνω.
(«Die Wetterfahne»)
///
Παγωμένα δάκρυα
Σταγόνες πάγος, τοῦ χιονιᾶ,
Κυλοῦν στὰ μάγουλά μου∙
Καὶ δὲν τὸ ἔνοιωσα σταλιὰ
Πὼς εἶν᾽ τὰ δάκρυά μου.
Δάκρυα, δάκρυα πικρά,
Σὰν πάγος ποὺ σταλάζει,
Πῶς γίνεστ᾽ ἔτσι ἀνάλαφρα
Στὸ πρωινὸ τ᾽ ἀγιάζι;
Ἀπὸ τοῦ στήθους τὴν πηγὴ
Ξεχύνεστε καυτά,
Σὰν γιὰ νὰ διῶξτε στὴ στιγμὴ
Τὴ βαρυχειμωνιά.
(«Gefrorene Tränen»)
///
Στὸν ποταμό
Ἐσὺ ποὺ ἀχοδιαβαίνεις ζωηρό,
Ποτάμι χρυσαφένιο, ἀγριωπό,
Πῶς μοῦ γαλήνεψες μεμιᾶς
Κι οὔτε ποὺ μ᾽ ἀποχαιρετᾶς.
Μιὰ φλούδα παγωμένη καὶ σκληρὴ
Σὲ κατασκέπασε θανατερή,
Νὰ κείτεσαι ἀκούνητο, ψυχρό,
Στὴν ἄμμο μὲ τὸ κούφιο σου νερό.
Στὸ σκέπασμά σου χάραξα κι ἐγὼ
Μὲ κάποιο λιθαράκι αἰχμηρὸ
Τ᾽ ὄνομα τῆς καλῆς μου ἀναγλυφτὸ,
Τὴ μέρα καὶ τὴν ὥρα, τὸ λεφτό:
Τὴ μέρα ποὺ εἴπαμε τὸ πρῶτο «γειά»,
Τὴ μέρα ποὺ ἔφυγα παντοτινά,
Μὲ τ᾽ ὄνομά της καὶ τοὺς ἀριθμοὺς
Σὲ δαχτυλίδι ραγισμένο σκαλιστούς.
Καρδιά, θυμήσου τὸ ρυάκι αὐτό,
Ἀναγνωρίζεις τὴ μορφή σου ἐδῶ;
Κάτω ἀπ᾽ τῆς κρούστας βλέπεις τὰ νερὰ
Κι ἐκείνη νὰ φουσκώνει ὁρμητικά;
(«Auf dem Flusse»)
///
Τὸ γκρίζο κεφάλι
Τοῦ πρωιοῦ ἡ πάχνη ἁπλώνει στὰ μαλλιὰ
ὁλόγυρα στρῶμα λευκὸ καὶ τὰ γκριζάρει.
Μὲ κάνει γέρο μὲ τὴν κόμη πολιά
Κι αὐτὸ χαρὰ μοῦ δίνει ξέχωρη καὶ χάρη.
Σὲ λίγο ὅμως θὰ φύγει ἡ πάχνη, θὰ χαθεῖ,
τὰ μαῦρα μου μαλλιὰ στὸ φῶς θὰ ρθοῦνε πάλι,
ἡ γκρίζα νιότη μου εἶναι ποὺ ἔχει μαραθεῖ –
καὶ δρόμο ἔχω πολὺ ὣς τὴ ζωὴ τὴν ἄλλη.
Ἀπὸ τὸ δειλινὸ ὣς τὴν κροκάτη αὐγὴ
Εἶν᾽ ἀρκετὸς ὁ χρόνος νὰ γκριζάρεις ἤδη.
Ποιός τὸ πιστεύει αὐτό; Κι ἐγὼ τὴν ὥρα αὐτὴ
Δὲν ἔχω κάνει ἀκόμη ὅλο τὸ ταξίδι.
(«Der greise Kopf»)
///
Αὐταπάτη
Ἕνα φωσάκι τρεμοπαίζει ἐμπρός μου χαρωπὸ
Κι ἐγὼ τ᾽ ἀκολουθῶ ποὺ μὲ τραβάει ἐδῶ κι ἐκεῖ∙
Τ᾽ ἀκολουθῶ χαρούμενα, κι ἂς βλέπω τὸν σκοπό,
Κρυφὰ τὸν ὁδοιπόρο νὰ πλανέψει προσπαθεῖ.
Ἄχ, ὅποιος εἶναι τόσο δυστυχὴς ὅσο εἶμ᾽ ἐγώ,
Αὐτὸς ἐνδίδει πρόθυμα στὸ δολερὸ λαμπιόνι,
Καὶ μέσ᾽ στὸ φόβο τῆς νυχτιᾶς, μέσα στὴν παγωνιά,
Φαντάζεται κάποιο ζεστὸ σπιτάκι πὼς ζυγώνει
Καὶ μιὰ ζεστὴ ὅτι γι᾽ αὐτὸν φωλιάζει ἐκεῖ καρδιά –
Ἡ αὐταπάτη ἁπλῶς εἶναι γιὰ μένα ἡ χαρά!
(«Taüschung»)
///
Τὸ πανδοχεῖο
Σὲ κοιμητήριο μακρινὸ
Μ᾽ ἔφερε ὁ δρόμος γύρω ,
Καὶ μοῦ ᾽ρθε ξάφνου στὸ μυαλὸ
Ἐδῶ σιμὰ νὰ γείρω.
Οἱ γκριζωποί του οἱ σταυροὶ
(νὰ δείχνουν τὸ σημεῖο;)
Τοὺς ὁδοιπόρους προσκαλοῦν
Στὸ κρύο πανδοχεῖο.
Νά ᾽ναι στὸ οἴκημα αὐτὸ
Οἱ κάμαρες δοσμένες;
Ἀπόκαμα. Θὰ κοιμηθῶ.
Πληγὲς ἔχω ἀνοιγμένες.
Ὢ πανδοχεῖο ἄσπλαχνο,
Μακριὰ μὲ διώχνεις πέρα,
Μὲ τὸ ραβδί μου τὸ πιστὸ
Τραβῶ γι᾽ ἄλλον ἀγέρα.
(«Das Wirtshaus»)
///
Ἀνάπαυλα
Τώρα ποὺ γέρνω νὰ ξεκουραστῶ,
Νοιώθω πόσο πολὺ εἶμαι κουρασμένος∙
Σὲ δρόμους ἀφιλόξενους χαμένος
Πλανήθηκα ἀκούραστος καιρό.
Ἀνάπαυλα τὰ πόδια δὲν ζητοῦν,
Πῶς νὰ σταθεῖς ἀκούνητος στὸ κρύο,
Ἡ πλάτη δὲν τὸ νοιώθει τὸ φορτίο
Κι οἱ θύελλες μὲ πᾶν᾽ ὅπου φυσοῦν.
Σ᾽ ἑνὸς ἀνθρακωρύχου σπιτικὸ
Βρῆκα μισὴ σοφίτα ν᾽ ἀπαγκιάσω∙
Μὰ πῶς ἀπ᾽ τὶς πληγὲς νὰ ἡσυχάσω,
Τὸ σῶμα μου δὲν βρίσκει ἀναπαμό.
Κι ἐσὺ καρδιά μου μέσ᾽ στὴν ταραχὴ
Τόσο παράτολμη κι ἀγριεμένη,
Νοιώθεις τὴ σιγαλιὰ σὰν πεπρωμένη
Νὰ σὲ κεντάει μὲ καυτὸ κεντρί.
(«Rast»)
///
Θάρρος!
Στήνουν χορὸ στὰ μάτια μου οἱ νιφάδες
Καὶ χάμω τὶς τινάζω τότ᾽εὐθύς.
Σὰν ἡ καρδιὰ στὰ στήθια μου μιλήσει,
Εὔθυμος γίνομαι τραγουδιστής.
Ὅ,τι καὶ νὰ μοῦ λέει, δὲν τ᾽ ἀκούω,
Γι᾽ αὐτὴν δὲν ἔχω πρόθυμα τ᾽ ἀφτιά.
Καὶ τὰ παράπονά της δὲν τὰ νοιώθω
Παρὰ γιὰ τῶν τρελῶν ἀποκοτιά.
Χαρούμενοι ἀπ᾽ τὰ σώθυρα τοῦ κόσμου
Διαβαίνουν οἱ βοριάδες κι οἱ καιροὶ!
Θεοὶ στὴ γῆ ἂν δὲ θέλουνε νὰ ζοῦνε,
Ἐμεῖς στὴ γῆ θὰ γίνουμε θεοί!
(«Mut!»)
~.~
*
*
*
