Αμφιγαμία

*

ΚΛΑΣΣΙΚΑ ΑΠΟΣΙΩΠΗΜΕΝΑ

γράφει ο Ηρακλής Δ. Λογοθέτης

Ξελογιάστρα εκ φύσεως, η λογοτεχνία γνωρίζει καλά πως λέγε-λέγε το κοπέλι κάνει την κυρά και θέλει, γι’ αυτό και προσφεύγει τόσο συχνά στα γλυκόλογα. Φυλάει τα δικά της βάζα σε παραπειστικές κρύπτες, ενίοτε μάλιστα δεν επιτρέπει στον ήρωα να βάλει το δάχτυλο σε μέλι προσφάτου εσοδείας αν δεν εξυμνήσει τις αρετές μίας παρελθούσας. Στην περίπτωση αυτή η αφήγηση αναλαμβάνει, ως καταλυτικά μεσιτεύουσα δύναμη, τη διακίνηση της αισθηματικής συνάφειας δύο προσώπων με την παρένθετη εμβολή ενός τρίτου. Έτσι, στις Φλωρεντινές νύχτες (Florentinische Nächte, 1836) του Χάινε, ο Μαξιμιλιανός, παραιτούμενος της αμέσου προσεγγίσεως, εξομολογείται τα αισθήματά του πλαγίως. Διηγείται στη Μαρία μία παλαιότερη ερωτική του περιπέτεια με τη Λωράνς με σκοπό να υποκινήσει τη μιμητική της συμπάθεια και γνωρίζοντας ότι στη δεύτερη από της αληθείας αφήγηση δεν χωρά τρίτο ενεργό πρόσωπο, μνημονεύει την απελθούσα ερωμένη από την απόσταση ασφαλείας που του επιτρέπει να ελπίζει στην εύνοια της παρούσας ακροάτριας. Σ’ αυτόν άλλωστε τον συνδυασμό μίας αισθηματικής αποδρομής και της παραινετικής της υποκαταστάσεως, οφείλεται το ότι επέλεξα τις Φλωρεντινές νύχτες ως βάση της εργασίας μου για την αφηγηματική αποπλάνηση, το σκεπτικό της οποίας σας εξέθεσα πολύ συνοπτικά — κατέληξα απευθυνόμενος στην κυρία Μάρτα Γουόλπολ, πρόεδρο του Institute for Advanced Study στο Χάρβαρντ, αλλά βολιδοσκοπώντας παραλλήλως με κλεφτές ματιές τη νεότερη, ιδιαιτέρως ελκυστική υφισταμένη της, την κυρία Γκουέντολιν Χαμ.

Υπέκυψα δηλαδή στον πειρασμό της διπλής στοχεύσεως, ευελπιστώντας αφενός σ΄ ένα πρώτο θετικό σήμα της κ. Γουόλπολ απέναντι στο αίτημα της υποτροφίας μου και αφετέρου ερευνώντας εάν οι διαθέσεις της κ. Χαμ θα καθιστούσαν την ολοκλήρωση της μελέτης μου στο εν λόγω ινστιτούτο όχι μόνο ανέξοδη αλλά και ευχάριστη. Μοιραίο, καθώς αποδείχθηκε, σφάλμα νεανικής υπεροψίας που υπερτιμώντας τη συνάφεια μεταξύ βλέψεως και βλήματος, προεκτείνει τη γραμμή του ελληνικού ημαρτημένου κάπως ανορθόδοξα, ισοφαρίζοντας την αστοχία των προθέσεων με την ορθή ανάγνωση του τιμήματος. Διότι η κ. Γουόλπολ αντιλαμβανόμενη τα βλέμματά μου προς την υφισταμένη της αντέδρασε μ’ ένα σαφώς ζηλοτυπικό εφέ αφού όταν έσπρωξα τον φάκελο με το σχεδίασμα της εργασίας μου προς το μέρος της, εκείνη επιχειρώντας να τον πάρει έριξε πάνω του με μία νευρική χειρονομία την κούπα του καφέ της. Η κυρία Χαμ πετάχτηκε και, κοιτάζοντάς με απολογητικά, μάζεψε ό,τι μπορούσε να μαζευτεί απλώνοντας μερικά χαρτομάντηλα στο γραφείο αλλά η ζημιά είχε γίνει. Ελπίζω να μη λερωθήκατε, είπε ουδέτερα, αντί συγγνώμης, η πρόεδρος και το ατυχές επεισόδιο έληξε, αν όχι αδιάβροχα πάντως αναίμακτα.

Κατά την αποχώρησή μου η κυρία Χαμ με συνόδευσε στο διάδρομο και μου έδωσε την κάρτα της. Αν κάνετε τον κόπο να μας ξαναφέρετε… χαμήλωσε το βλέμμα υπογραμμίζοντας την παύση με μία εύγλωττη χειρονομία, στην οποία απάντησα ρωτώντας αν διέβλεπε κάποια προοπτική στην επαναφορά μίας προτάσεως που ήδη απορρίφθηκε από την ψυχαναλυτικώς ευανάγνωστη παραπραξία της προέδρου. Έλαβα τη διαβεβαίωση ότι εκείνη τουλάχιστον θα τη μελετούσε προσεκτικά αν είχε την ευκαιρία — και αποχαιρετώντας την σχολίασα με υποκριτική αθωότητα πως ήλπιζα το ενδιαφέρον της να μη συνδέεται μόνο με την εικασία ότι η έστω και ανυπαίτια παρουσία της συνέβαλε στην όλη σκηνή με την προϊσταμένη της. Υπαινιγμός, ίσως λιγάκι άκομψος, για την διαφαινόμενη από την ως άνω σκηνή προβληματική της σχέση με την κ. Γουόπλολ, που δεν πέρασε, καθώς φάνηκε στη συνέχεια, διόλου απαρατήρητος.

Τι απομένει από τις φιγούρες χωρίς το σκηνικό που τις αναδεικνύει; αναρωτιέται ρητορικά ο Χένρυ Τζαίημς, έχοντας ήδη εξασφαλίσει τη συναίνεση πολλών ομοτέχνων του από τους οποίους διόλου δεν εξαιρείται ο Χάινε. Μα επειδή δεν συμμερίζομαι στον ίδιο βαθμό την κοινή τους προσήλωση στην λεπτομερή απεικόνιση του εισαγωγικού διακόσμου, στην πολλαπλώς διεξοδική, ήγουν ανοικονόμητη προοικονομία των δρώμενων και στην εικαστική προοπτική των εις βάθος εκτεινόμενων και κατά συνέπεια ελάχιστα ορατών πτυχών της όλης υπόθεσης, ομολογώ πως ευρισκόμενος στη θέση του άτυχου που βασανίζεται από ισχυρό πονόδοντο και ξεφυλλίζει απρόσεκτα κάποιο περιοδικό στην αίθουσα αναμονής αγωνιώντας να τον δεχθεί επιτέλους ο γιατρός, βιάζομαι λιγάκι να περάσω από τον ψυχρό προθάλαμο της κ. Γουόλπολ, στο εσωτερικό της ιστορίας μου. Οι Φλωρεντινές νύχτες λοιπόν αναπτύσσουν τα μοτίβα τους σε δύο βραδιές και δύο κρεβατοκάμαρες. Η μία στη Φλωρεντία με σκηνικό λιγάκι άβολο για τη σινιόρα Μαρία και η άλλη στο Παρίσι, όπου η Λωράνς, θα το δείτε, χορεύει σαν τον διάβολο. Τα όριά τους ωστόσο σταδιακά διευρύνονται και εντέλει συγχέονται καθώς ο Μαξιμιλιανός ανοίγοντας τις κουρτίνες των περιπετειών του γεφυρώνει την μεταξύ τους απόσταση και συντονίζει μιά παρελθούσα κατάκτηση μ’ έναν επικείμενο θρίαμβο.

Η πρώτη βραδυά ανοίγει την αυλαία της με τη Μαρία ασθενούσα σε αρκετά προχωρημένο στάδιο και ο γιατρός, αποχωρώντας ταυτόχρονα με την άφιξη του ήρωά μας, αφού τον πληροφορεί συνοπτικά για την έκτακτη επιδείνωση της καταστάσεώς της, τον παροτρύνει, να της αφηγηθεί ενδιαφέρουσες ιστορίες προκειμένου η προσοχή της να αποσπαστεί από τις δυσοίωνες περιστάσεις. Το μοτίβο της αναγνωστικής ή αφηγηματικής παραμυθίας στο πλευρό ενός αρρώστου είναι βέβαια παλιό όσο τα βάσανα και οι καημοί του κόσμου αλλά σπάνια χορηγείται έστω και κατόπιν ενθέρμου φιλικής συμβουλής, πολλώ δε μάλλον με τη συνοφρυωμένη παραγγελία της ιατρικής συνταγής. Οπωσδήποτε πάντως η σύσταση του γιατρού αφορά ευχάριστες ιστορίες που η σινιόρα Μαρία να παρακολουθεί από συναισθηματικά ασφαλή απόσταση και με την προσήκουσα στην αλγεινή της θέση εγκαρτέρηση, ενώ ο Μαξιμιλιανός, έρμαιος ασυγκράτητων παρορμήσεων και με την ψυχή στα χείλη, κάθε άλλο παρά τέτοιες ιστορίες αφηγείται στη νεαρή και όμορφη φυματική του φίλη. Αντίθετα, πιστός στο νοσηρό πνεύμα του αγγλικού αλλά και του πρώιμου γερμανικού ρομαντισμού, αυτός, ο ήρωας του Χάινε, θα ζέψει τ’ άλογα των ερωτικών του ενοράσεων σε μιά αφηνιασμένη νεκροφόρα που εκτελεί τις διαδρομές της εκτός του τρέχοντος συρμού και με μακάβρια επιτυχία. Το σκηνικό άλλωστε είναι έτσι στημένο ώστε να παρέχει στο κλειστό δωμάτιο τις κατάλληλες για την εξομολογητική συνθήκη αντηχήσεις και τη σωστή για επικήδειο ασμάτιο θερμοκρασία της ατμόσφαιρας: αμυδρό και τρεμάμενο φως από δυό καντηλέρια, ένα ντιβάνι στρωμένο με πράσινο μεταξωτό και πάνω του ξαπλωμένη σε ερεβώδη ακινησία, με σταυρωμένα δίκην πτώματος χέρια, η άρρωστη Μαρία. Με απορητικά βαθυγάλανα μάτια και διάφεγγη ωχρότητα, τυλιγμένη σ’ ένα μακρύ φόρεμα από λευκή μουσελίνα που υπογραμμίζει παρά κρύβει τις καθαγιασμένες από τη δοκιμασία γραμμές ενός εισέτι ελκυστικού σώματος, αυτή, η εκλεκτή της απωλείας, είναι έτοιμη πλέον, παρότι εμφανώς εξαντλημένη, ν’ απολαύσει με χιουμοριστική ικεσία, λαθραία ηδύτητα και παράσπονδη επίδειξη ασωτίας, «ιστορίες παράξενες σαν τα διηγήματα του Βοκκάκιου, τρυφερές όσο και τα σονέττα του Πετράρχη, με διαθέσεις αλλόκοτες σαν τα οκτάστιχα του Αριόστο και προδοσίες τρομερές από την κόλαση του Δάντη».

Διόλου δεν εκπλήσσει το ότι ο Μαξιμιλιανός, βαφτισμένος στα νερά της ρομαντικής λίμνης, στρέφει το ερωτικό του ενδιαφέρον σε δέσποινες που παρά πάσαν προσδοκίαν παριστάνουν κάπως πρόωρα τις χήρες, ενόσω τουλάχιστον υπερασπίζουν ολοχρονίς την ωχρότητά τους με καπελίνα και πυκνό βέλο, μακριά γάντια και μαβί ομπρελίνο, ώστε να είναι σε θέση να βγουν στον κόσμο καταθέλγοντας τους υποψήφιους μνηστήρες «με είκοσι φθινόπωρα και άνοιξιν καμίαν». Οι ρομαντικοί εν γένει, όσο κι αν επικαλούνται θύελλες και ορμητικά διαβήματα, δεν έχουν τις καλύτερες σχέσεις με τις αθλητικές κορασίδες και παρότι θαυμάζουν τη ζωτικότητα των λαϊκών τάξεων δεν υπολήπτονται ιδιαίτερα την αναιδή επίδειξη της υγείας. Προτιμούν τα διακριτικά παρά τα ζωηρά χρώματα και πιστεύουν, προλαβαίνοντας τον Μαρσέλ Προυστ, ότι τα εννέα δέκατα από την ευφυία των ανθρώπων ανιχνεύονται στις αρρώστιες τους. Σε κάθε ασθένεια προς θάνατον αναγνωρίζεται η ανωτερότητα της ευγενικής καρδιάς ενώ η επικείμενη συντριβή της θεωρείται τεκμήριο βαθιά πνευματικό. Οι εν ζωή ερωμένες τους επομένως, προεικονίζονται σε γύψινο εκμαγείο και η παρούσα ερωτική απόλαυση προβάλλεται ως τρόπαιο αναμνηστικό.

Προς τούτοις, η μνηστεία του Μαξιμιλιανού με τα κορίτσια της λευκής φρουράς επιστέφεται με την προσήλωσή του στη Μαρία, στην οποία ομολογεί ότι ξεστράτισε κάποτε, αγαπώντας μιά ζωηρόχρωμη ζωγραφιστή μαντόνα στην Κολωνία αλλά σύντομα την εγκατέλειψε για τη μαρμάρινη ομορφιά μιάς ελληνίδας Νύμφης από την Αρκαδία. Το πρότυπό της ανασύρεται από την αφήγηση ενός περιστατικού αγαλματολαγνείας που αντιστοιχεί ψυχαναλυτικά στην πρωταρχική σκηνή της αφυπνιζόμενης σεξουαλικότητάς του. Ήμουν δώδεκα χρονώ αγοράκι, θυμάται ο Μαξιμιλιανός,

«όταν επισκέφτηκα για πρώτη φορά το παλιό μας σπίτι με τον ρημαγμένο από τον πόλεμο κήπο κι αντίκρυσα μία μαρμάρινη θεά που με την ολοκάθαρη μορφή και το συμμετρικό της στήθος πρόβαλε απ’ το φουντωμένο χορτάρι ολόφωτη σαν αρχαία ελληνική εκδήλωση. Ήταν ακίνητη μα δεν ήταν ο θάνατος που κρατούσε ήσυχα τα μαρμάρινα μέλη αλλά ένας ελαφρύς ύπνος και πλησιάζοντας φοβήθηκα μήπως την ξυπνήσω. Έσκυψα πάνω της για να θαυμάσω τις γραμμές του προσώπου της κρατώντας την αναπνοή μου κι ενώ η καρδιά μου χτυπούσε σαν να έκανα έγκλημα φίλησα την ωραία θεά με μιά θέρμη, μια τρυφερότητα και μιά απόγνωση που ποτέ πιά δεν ξανάνιωσα στη ζωή μου».

Μ’ αυτό το ιστορικό το πάνθεον του Μαξιμιλιανού δεν αργεί να συμπεριλάβει εκτός από αγαλμάτινες θεότητες, γυναίκες που έρχονται με βάρκα από τα βάθη σκοτεινών ονείρων ενώ δεν λείπουν οι πεθαμένες σε μιά παρέλαση την οποία η Μαρία, μιά ολιγόζωη κερένια κούκλα και η ίδια, θα σχολιάσει σκωπτικά: Το φοβόμουν φίλε μου, πως οι αγαπημένες σας έχουν πολύ αμφίβολη σάρκα!

Η κυρία Γουόλπολ πάλι είχε στερεότερη και μάλλον απαιτητική σάρκα, αν έκρινα από τις διαδόσεις που άκουσα πρίν από τρία χρόνια όταν ήμουν ακόμα μεταπτυχιακός φοιτητής στο Κορνέλλ. Τότε η εν λόγω κυρία περνούσε το φεγγάρι της εκεί ως Visiting Fellow και είχε απομακρυνθεί εν μέσω υπονοιών για την εισέτι αδιευκρίνιστη, ως προς τα επίμαχα σημεία, εμπλοκή της με μιά βιβλιοθηκάριο η οποία εφέρετο σφόδρα ενοχλημένη από μία σειρά ανάρμοστων χειρονομιών. Ίσως βέβαια η όλη υπόθεση να ήταν απλώς το αποτέλεσμα εμπαθούς εικασίας, τίποτε παραπάνω πιθανώς από μια απόπειρα διστακτικών προσεγγίσεων και ανιχνευτικής θωπείας, ένα είδος τριβής όχι εντελώς επίμεμπτο και ασφαλώς χωρίς το αγοραίο ύφος που θα αποδίδαμε στον κοινό εφαψία. Εντούτοις και παρά τον κίνδυνο να υποπέσω σε φιλοσκώμμονα διάθεση διατηρούσα μια καχυποψία την οποία επέτεινε η αντίδραση της κ. Γουόλπολ στην εκτροπή του βλέμματός μου προς την κ. Χαμ και ως εκ τούτου δεν μπορούσα παρά να αναρωτηθώ ποια ήταν, πέραν της επαγγελματικής, η σχέση που την συνέδεε με την θελκτική της υφιστάμενη. Περιοριζόταν άραγε στη συνήθη, κάπως συμβατή με τα ακαδημαϊκά ήθη αν και πολλάκις ανυπόφορη, πνευματική πατρωνεία ή εκτεινόταν σε πεδία όπου, εφόσον τουλάχιστον εφάπτονται με τη σημειολογία της ιεραρχικής επιβολής, καλύπτονται ακόμα και σήμερα από το πέπλο μίας αιδήμονος σιωπής;

Για δυό μέρες δεν σήκωσα το τηλέφωνο και το βέλο παρομοίων ερωτημάτων έμεινε κατεβασμένο αλλά νωρίς το απόγευμα της τρίτης μέρας η αδημονία μου έλαβε τέλος. Η κ. Χαμ ή καλύτερα η Γκουέν, όπως μου επέτρεψε να την αποκαλώ δέκα λεπτά μετά τη συνάντησή μας στην είσοδο της βιβλιοθήκης του Χάρβαρντ, όχι μόνο είχε κοιτάξει εάν το σχεδίασμα της εργασίας μου ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις του metier αλλά βρήκε μία σχετική μου παρέμβαση στο Times Literary Supplement, με πλοηγούς τις σκοτεινές παρασημάνσεις του Πόε, το παραισθητικό ύφος του Χόφμαν και την ερωτική μεταφυσική του Θεόφιλου Γκωτιέ. Ξετρύπωσε από το Yale Review ένα άρθρο μου για το Romanzero, σε κλίμα, απ’ ότι θυμόμουν πολύ αμυδρά ομολογουμένως, αιχμηρής θλίψης και εξεγερμένου λυρισμού ενώ βρισκόταν από νωρίς το πρωί στη βιβλιοθήκη μελετώντας την μάλλον ατυχή εισαγωγή μου για τη Ρομαντική Σχολή (Die Romantische Schule) του Χάινε στο Liberal Arts Press, όπου διαλαμβάνω, κάπως απλουστευτικά, ολόκληρο το ρεύμα της ρομαντικής θνησιλατρείας ως βαρύθυμη νοσταλγία χαμένων μυστηρίων και απόπειρα αναβίωσης του μεσαιωνικού πνεύματος παράλληλη με το αρχιτεκτονικό πνεύμα του Gothik Revival.

Κοντοστάθηκα εντυπωσιασμένος μπροστά στη μνημειακή βιβλιοθήκη που αν και ανακαινισμένη ανταποκρίνεται ακόμα και σήμερα σε μεγάλο βαθμό στην περιγραφή του Χένρυ Τζαίημς και καθώς χάζευα τη Γκουέν θυμήθηκα με αποκαλυπτήρια ένταση καθώς ότι εδώ έλαβε χώρα η πρώτη μακρά συνομιλία της Βερίνα Τάραντ και του Μπέηζιλ Ράνσομ. Πράγματι στις Βοστονέζες ο Μπέηζιλ, ένας τραχύς νεαρός δικηγόρος από το Μισισίπι με αναχρονιστικές ιδέες σχετικά με τη γυναικεία απελευθέρωση, μάχεται να αποσπάσει την εκθαμβωτικής αφελείας Βερίνα από τα νύχια της προστάτιδός της η οποία διόλου δεν υστερεί σε πατριαρχική πυγμή. Εάν όμως αυτή, η στριφνή και λεσβιάζουσα δεσποινίς Τσάνσελορ, παρουσίαζε σκανδαλωδώς προφανή αναλογία χαρακτήρος με την κ. Γουόλπολ, οποιαδήποτε ακόμα και υπαινικτική σύγκριση ανάμεσα στη Βερίνα και στη Γκουέν θα ήταν ευθέως παρεξηγήσιμη και με δυσάρεστες επιπτώσεις. Ευλόγως λοιπόν την απέφυγα και επιπροσθέτως, στην προσπάθειά μου να απαμβλύνω ενδεχόμενες λανθασμένες εντυπώσεις, κατέφυγα σ’ ένα βεβιασμένο λογύδριο για την ευχέρεια του πουριτανισμού να μετέρχεται προοδευτικά προσωπεία, όπως του μίσανδρου φεμινισμού και τις συνέπειες που αυτός ο συρμός επιφέρει. Η Γκουέν εντούτοις περιορίστηκε να μου υπενθυμίσει, λιγάκι αμήχανα και εκτάκτως ερυθριώσα, πως η ενεστώσα κατάσταση διαφέρει και τα ήθη των Βοστωνέζων έχουν έκτοτε εξελιχθεί τουλάχιστον όσο και οι βιβλιοθήκες τους.

Φημολογείται, ενδεχομένως με αρκετή δόση υπερβολής της οποίας η πρόθεση είναι ραδίως ανιχνεύσιμη και άρα οι εγγυήσεις για τις πηγές των σχετικών διαδόσεων κρίνονται ως επισφαλείς, πως ορισμένες αρκούντως καλλιεργημένες οικοδέσποινες της βικτωριανής εποχής μεριμνώντας αισίως για την ηθικοπλαστική τάξη της βιβλιοθήκης, κρατούσαν τους άντρες συγγραφείς χώρια από τις ομότεχνές τους κυρίες, ώστε να αποφεύγονται ανοίκειες συνάφειες και ανεπίτρεπτες κρυφομιλίες, επίμεμπτες τριβές και κολάσιμες επιγαμίες. Είχαν στο χέρι απτές ενδείξεις για την επικινδυνότητα των παράλληλων λογοτεχνικών αφηγήσεων, διακριβωμένη και από την ολέθρια σχέση της Ελίζαμπεθ Μπάρεττ μ’ εκείνον τον προκομμένο τον Ρόμπερτ Μπράουνινγκ, και υπέβλεπαν την προέλαση της επιθυμίας και τις ύποπτες αφίξεις στο ναρκοθετημένο πεδίο της αισθηματικής συνακρόασης συγγραφέων διαφορετικού φύλου. Γνώριζαν ότι τα αλύγιστα φράκα των καλλιεργημένων δανδήδων και οι κολλαριστές φούστες των φιλότεχνων δεσποινίδων κυριαρχούνται πολύ συχνά από αμοιβαίως ευένδοτες διαθέσεις και τα μεταξύ τους σκληρά δερματόδετα εξώφυλλα, δεν συνιστούν παρά ανέτως προσπελάσιμα αναχώματα, η ανθεκτικότητα των οποίων υπονομεύεται διαρκώς από τους αλληλοπαθείς ψιθυρισμούς και τις περιπαθείς αναφωνήσεις των έσω, λεπτών άμα και ανυπεράπιστων σελίδων. Σε κάθε περίπτωση, μα ιδιαίτερα εφόσον οι συγγραφικοί αυτουργοί των συμπαρατιθέμενων λογοτεχνικών έργων βρίσκονταν ακόμα εν ζωή, τα δολίως υπαινικτικά βλέμματα και οι προσχηματικώς φιλολογικές νύξεις, πολλώ δε μάλλον τα ασυγκράτητα ωδικά ραμφίσματα, οι λιγυρές μεταμεσονύκτιες συμπτύξεις και τα απότολμα διαβήματα, ήταν επιβεβλημένο να αποτραπούν ή τουλάχιστον να καταστούν δυσχερή. Προς τούτοις λοιπόν οι γυναίκες συγγραφείς απωθούντο εν σπουδή στα επάνω, απροσέγγιστα ράφια της οικιακής βιβλιοθήκης, όπου μάλιστα πολλάκις παρέμεναν δια βίου ανέγγιχτες και κονιοτραφείς, φορώντας αντί νυφικού μαύρες πλερέζες, όπως τουλάχιστον υπελάμβαναν εγκαυστικώς μειδιώντες ορισμένοι κακεντρεχείς. Μεσολαβούσε μία ουδέτερη ζώνη με βαρείς ακαδημαϊκούς τίτλους και βλοσυρά εγκυκλοπαιδικά πονήματα, ιστορικές διατριβές και επιστημονικά μελετήματα, είδη εν όλω μίας συγγραφικής πανίδος θεωρουμένης κατά συνθήκην απωθητικής ή έστω ασύμβατης και επομένως ακίνδυνης για τις λεπταίσθητες γραμματικές υπάρξεις — ενώ στα κάτω, βαθύκολπα ράφια συνωθούνταν οι άρρενες λογοτέχνες, πεζογράφοι και ποιητές. Μπροστά οι ευπρεπέστερα καταγινόμενοι με ανεπίδοτες αισθηματικές εξομολογήσεις και μελίρρυτους επιστολιμαίους ασπασμούς προς τις απομακρυσμένες συναδέλφους τους και από πίσω, στην εκθύμως αποκαλούμενη Ζώνη του Πλούτωνα, όσοι κυνηγώντας με ιταμές αξιώσεις την Περσεφόνη εξανίσταντο για το βιβιοθηκονομικό άπαρντχάιντ.

Ήταν βέβαια η εποχή των άκαμπτων ταξικών διαχωρισμών που κατά το μάλλον ή ήττον αναπαρήγοντο παντού εν σχήματι διπολικών εντάσεων, από την διαπάλη του δόκτορα Τζέκυλ με τον κύριο Χάιντ σε συνθήκες προβληματικής συγκατοικήσεως, ως την αντιμαχία του Χάρροου με το Ήτον για την δέουσα εκτροφή των στελεχών της ανωτάτης βρετανικής διοικήσεως. Στο ίδιο πνεύμα ανάγεται η σύγκρουση της σιδηροπαγούς λογικής με την κατάφρακτη ευαισθησία και η αποδοχή της αναγκαιούσης πορνείας ως ανάχωμα για την προάσπιση της ανεπίληπτης παρθενίας. Όρια μίας ασφαλώς ξεπερασμένης ηθικής, παρατήρησε με ακανθώδες μειδίαμα η Γκουέν — μα καθώς είχαμε ήδη διασχίσει, με βηματισμό περιπάτου και ενδιάμεσες στάσεις αρκετούς από τους διαδρόμους της ανερυθριάστως μεικτής βιβλιοθήκης, με επανέφερε στο θέμα μου και πάλι, η σκέψη πως ο Μαξιμιλιανός παρά τα εμπόδια της αναλογούσης σε περασμένους καιρούς ηθοκακανονικής τάξεως έδρεψε ταχύτερα τα κάλλη της ακροάτριάς του απ’ ότι εγώ τους καρπούς της παρούσης εξετάσεως.

Πράγματι εάν η πρώτη από τις Φλωρεντικές νύχτες εξαντλείται στο νοσογραφικό σημείωμα που ο Μαξιμιλιανός καταθέτει στα πόδια της Μαρίας, η δεύτερη αφιερώνεται εξ ολοκλήρου στην περιπέτεια του με τη Λωράνς. Ένα δεκαπεντάχρονο κορίτσι με ελληνική ομορφιά, ευγενική μύτη και καλογραμμένα χείλη που ο ήρωάς μας χάριν συντυχίας θα πρωτοδεί στο Λονδίνο. Η μικρή είναι μέλος ενός ομίλου υπαιθρίων καλλιτεχνών και θα μαγέψει τον αφηγητή όχι με την ανύπαρκτη τεχνική του χορού της αλλά με το πάθος των σπαθάτων κνημών της:

«με χρώμα νεκρικά ωχρό, μάτια διεσταλμένα, χείλη τρεμάμενα και μαύρα μαλλιά που ανέμιζαν σαν κορακίσιες φτερούγες, έριχνε το κεφάλι πίσω με τον αγέρωχο τρόπο των βακχίδων και παρασύρονταν από κάτι σκοτεινά αναπόφευκτο σ’ έναν μεθυστικό χορό».

Ο Μαξιμιλιανός θα παρακολουθήσει για τρεις ολόκληρες εβδομάδες, τη Λωράνς και τον αλλόκοτο θίασο που περιλαμβάνει εκτός από την πρώιμη εκδοχή του Μελκιάδες, έναν πολυτάλαντο νάνο, ένα σοφό σκυλί και μιά μαυροντυμένη που πενθεί τον εγγαστρίμυθο άντρα της χτυπώντας μία γκρανκάσα. Θα μετρήσει με αυξανόμενους καρδιακούς παλμούς και κομμένη ανάσα κάθε βήμα του ξέφρενου χορού της Ατθίδας, χωρίς ωστόσο να βρει την ευκαιρία να της μιλήσει σε άλλη γλώσσα έξω από κείνη των εμπύρετων σημάτων κάποιας απροσδιόριστης ελπίδας που με τη νευματική ανταπόκριση της μικρής χορεύτριας υφαίνουν μεταξύ τους ένα δίχτυ υπόγειας συνενοχής, απρόσβλητο ως την ημέρα της αιφνίδιας φυγής του θιάσου.

Πέντε χρόνια θα περάσουν μέχρις ότου η τύχη να ενώσει ξανά, αυτή τη φορά στο Παρίσι, τα βήματα της Λωράνς με τον καλπασμό του Μαξιμιλιανού και πολύ νερό είχε κυλήσει από τις γέφυρες του Τάμεση στις γέφυρες του Σηκουάνα. Οι Γάλλοι, λέει ο Χάινε εμφορούμενος από εγελιανό πνεύμα, είχαν κιόλας ανεβάσει στην κεντρική πολιτική τους σκηνή την Ιουλιανή επανάσταση κι όλος ο κόσμος χειροκροτούσε γιατί το Παρίσι είναι το θέατρο όπου παίζονται οι μεγαλύτερες τραγωδίες της παγκόσμιας ιστορίας – ενώ στα τερπνά τους διαλείμματα, σπεύδω να συμπληρώσω, ανεβαίνουν τα ομορφότερα κωμειδύλλια. Σ’ αυτό το είδος κατατάσσεται, παρά τη μελαγχολική του πνοή, και το μονόπρακτο που θα επισφραγίσει τη σχέση του Μαξιμιλιανού με τη Λωράνς, η οποία παίρνοντας την πρωτοβουλία των κινήσεων θα αναλάβει και τη σκηνοθεσία του. Ο παλιός της θίασος έχει διαλυθεί προ πολλού και μάλιστα με τον χειρότερο τρόπο αλλά η νεαρή χορεύτρια ανασυντάσσοντας τη ζωή της από τα συντρίμμια, έχει βρει το δικό της αν όχι ευτυχές πάντως ασφαλέστερο παραδρόμι ιδιωτικής εξόδου. Είναι πλέον παντρεμένη μ’ έναν στρατηγό της ναπολεόντειας περιόδου, απολαμβάνει τις κοσμικές εσπερίδες και συχνάζει στην όπερα, διαθέτει πολυτελή άμαξα και ζεί φιλήδονα και τρυφηλά σ’ ένα κομψό μέγαρο, όπου θα παρασύρει ανεμπόδιστα τον Μαξιμιλιανό, ούσα εντελώς ελεύθερη αφού ο στρατηγός βρίσκεται αποσπασμένος σε κάποια μακρινή φρουρά.

Η τύχη σάς πηγαίνει πολύ μακριά απόψε, γιατί μόνο στην κρεβατοκάμαρα υπάρχει αναμμένη φωτιά, δηλώνει με υπαινικτικό χαμόγελο η Λωράνς στον Μαξιμιλιανό – που συνεχίζει ως εξής την αφήγησή του προς την αδημονούσα για περισσότερες λεπτομέρειες Μαρία:

«Στο τζάκι, που ήταν ανάλογης ωραιότητας με το επιβλητικών διαστάσεων δωμάτιο, σπιθοβολούσε πράγματι μιά ζωηρή φωτιά μα τούτη η κρεβατοκάμαρα, καλύτερα να πω το σαλόνι του ύπνου, ανέδιδε το άρωμα άλλων καιρών. Έπιπλα και διακόσμηση σήκωναν το βάρος μιάς εποχής που η λαμπρότητά της φαίνεται σήμερα σκονισμένη, η φήμη της ανασαίνει πίσω από θαμπό γυαλί και τα βαρύτιμα στολίδια της φαντάζουν ξεπερασμένα αν όχι γελοία. Μιλώ για την ηδεία εποχή της Αυτοκρατορίας, την εποχή των χρυσών αετών και των φτερωτών λοφίων, της στρατιωτικής δόξας και της ελληνικής χτενισιάς, τότε που ο Ταλμά διέπρεπε στη δραματική απαγγελία, η Μπικοτίνι χόρευε και ο Γκρασίνι τραγουδούσε, ο Γκρος ζωγράφιζε και η Παολίνα Μποργκέζε ποζάριζε σαν Αφροδίτη, τελείως γυμνή, γιατί το δωμάτιο ήταν καλά θερμασμένο, όπως η κρεβατοκάμαρα όπου βρισκόμουν τώρα με τη Λωράνς».

Εδώ βρίσκει κανείς, συγκεντρωμένα στην υπηρεσία του αφηγηματικού γοήτρου που επικαλείται ο Βάλτερ Μπένγιαμιν και στον υψηλότερο βαθμό, όλα τα στοιχεία της λαμπρής πρόζας του Χάινε. Με την πειθώ της αναδρομικής ισχύος, η ιδιωτική σκηνή της κρεβατοκάμαρας πλαταίνει στα όρια ενός κόσμου σμιλεμένου από κοπίδι έσω γλυφής, μιάς εποχής μισοθαμμένης από την ίδια τη μνημειακή της αίγλη κι ενός καιρού ανελέητα παραδομένου στη σκαπάνη της ληξιαρχικής ανασκαφής. Ελαφρώς αυτοειρωνική θλίψη, παιγνιώδης μελαγχολία και μια παρέλαση μισοξεχασμένων ονομάτων που βρίσκονταν άλλοτε σε κάθε στόμα και η σπουδαιότητά τους έμοιαζε άτρωτη στα γυρίσματα των καιρών, δίνουν φτερά στο βαρύ άρμα της νοσταλγίας με επιβαίνουσα τη Λωράνς και ηνίοχο τον Μαξιμιλιανό. Το φόντο της επανασύνδεσής τους είναι λοιπόν διάτρητο από μακρινά αναμνηστικά θραύσματα, ο έρωτάς τους, βραδυφλεγής και με χρονοδιακόπτη, πυροδοτήθηκε αλλού για να εκραγεί εδώ και το σμίξιμό τους έχει χαρακτήρα ερωτικού μνημόσυνου για ό,τι απωθημένο κι όμως αξέχαστο γυρίζει δυναστικά στο προσκήνιο της στιγμής από το παραπόρτι ενός πόθου λαθραίου κι αξημέρωτου. Η Λωράνς δεν είναι πια η αριστοκρατική κυρία που συνάντησε τυχαία στην παρισινή χοροεσπερίδα της Chaussee d’Antin, ούτε η μυστηριώδης σκιά που τον απήγαγε τα μεσάνυχτα από την πλαϊνή είσοδο της όπερας, δεν είναι η αξιοσέβαστη σύζυγος του παλιού ήρωα των ναπολεόντειων πολέμων ούτε κάποια ακόρεστη δεσποσύνη που αναζητά νέες περιπέτειες – αλλά η έφηβη που τον θάμπωσε στο Λονδίνο χορεύοντας με κείνο τον θίασο της συμφοράς, το κορίτσι με τη μελαγχολική ομορφιά και το αβάσταχτο βλέμμα, είναι ακόμα ή ίδια κι απαράλλαχτη όπως και τότε, η μικρή Λωράνς έτοιμη να ξαναρχίσει τον χορό της μπροστά στο αναμμένο τζάκι.

«Μπορεί εδώ να μην έχει τζάκι», χαμογέλασε αχνά η Γκουέν ανοίγοντας την πόρτα ενός μικρού αναγνωστηρίου, «αλλά αυτό δεν θα μας εμποδίσει φαντάζομαι να συνδαυλίσουμε τις στάχτες της ιστορίας σας, ελπίζοντας πάντα ότι ο σπινθήρας της παραμένει ενεργός». Τούτη η απόμερη αναγνωστική φωλεά, προορισμένη ασφαλώς για μελετητές που ετύγχαναν κάποιας ιδιαίτερης εύνοιας, μπορεί όντως να μην είχε την πολυτέλεια μιάς ναπολεόντειας κρεβατοκάμαρας ήταν ωστόσο επιπλωμένη ζεστά με γραφείο σεβαστών διαστάσεων και τριθέσιο δερμάτινο καναπέ, στον οποίο ανέτως θα μπορούσαν να λάβουν χώρα λογοτεχνικές περιπτύξεις προκεχωρημένης εγγύτητας, να εκδιπλωθούν για την προοδευτική τους θερμομέτρηση τα σκέλη μίας εμπιστευτικότερης του συνήθους αφηγηματικής πρακτικής ή να απογυμνωθούν σε προστατευτικό ημίφως τα διεστώτα μέλη της αναδιηγήσεως του Μαξιμιλιανού άθλου.

Ο έρωτας και ο πόλεμος συνδέονται με δεσμούς σφοδρής πλην εγκάρδιας αντιπαλότητας καθώς ο εραστής και ο πολεμιστής έχουν παραπλήσιες φιλοδοξίες. Από την εποχή της Ιλιάδας διαπρέπουν σε τεμνόμενα πεδία και επιζητούν την ίδια δάφνη. Την εναλλάξιμη προσδοκία τους ο Κωστής Παλαμάς τη συνοψίζει στον έξοχο στίχο: «Μια νύχτα στο κρεβάτι σου, στη Δαμασκό μια νίκη!» Στις παράλληλες επιχειρήσεις τους, τόσο ο επίδοξος πορθητής όσο και ο λαβωμένος εραστής μετέρχονται τη στρατηγική των ελιγμών και την τακτική του αντιπερισπασμού και των προσποιήσεων. Επινοούν στον ανοιχτό πόλεμο χαμαιλεόντια τεχνάσματα και στον κρυφό έρωτα όλες τις μεταμορφώσεις του Διός. Η έκβαση της πολεμικής αναμέτρησης και της ερωτικής προσέγγισης κρίνεται επί τόπου ενώ επίδικο σε αμφότερες τις περιπτώσεις είναι το σώμα του άλλου. Πάνω του συγκλίνουν μυστικά η λεωφόρος του πόθου και η ατραπός του τρόμου. Αδιάψευστος μάρτυρας της κομβικής τους διασταύρωσης είναι η κοινή αντίδραση της φρικιάσεως, η σηκωμένη τρίχα που στο ερωτικό άκρο του φάσματος δηλώνει ηδονικό ρίγος και στο πολεμικό οδυνηρή ανατριχίλα. Η συγγενής σχέση έρωτα και πολέμου είναι λοιπόν βαθύρριζη και κάποτε το ζεύγμα τους γίνεται διάζευγμα, σημείο καμπής όπου θα σμίξεις με τον άλλο ή θα τον σκοτώσεις. Τα σώματα των εραστών ανταμώνουν στο κλινάρι όπως τα σώματα στρατού στο πεδίο της μάχης. Τα θύματα της πολεμικής συρράξεως φωνάζουν στα τελευταία τους, σβήνω θεέ μου, πεθαίνω, χάνομαι! — και με τις ίδιες λυγμικές κραυγές καλωσορίζουν τη θριαμβική τους κορύφωση οι από κοινού νικηφόροι εραστές. Ο άνθρωπος εντούτοις μπορεί πάντα να διαλέξει: το ωχ του βάναυσου χαμού ή το αχ του αναστάσιμου οργασμού.

Πάλι ξεχάστηκα, τ’ ομολογώ, ψάχνοντας τα μυστήρια του γόρδιου δεσμού των επιφωνημάτων, πράγμα ανεπίτρεπτο αφού χάριν ενός περισπασμού χάνεται κάποτε μιά μάχη. Μα δεν είμαι ο μόνος που έχοντας προ ομμάτων εδέσματα καλώς καμωμένα, καθυστερεί αμποδεμένος και θρηνεί γλυκύθυμα πολύ σεφερικά, για κείνη τη φωνή που άκαρπη εμαράθη ούτε ο τελευταίος ασφαλώς που ’χει τα χείλη του πρησμένα από μελίσσι λάθη αγκουσεμένα — ενόσω τρεις γυναίκες, η Γκουέν στον καναπέ και η Λωράνς με την Μαρία στο κρεβάτι, αναδεύονται σεραφικά. Νωρίτερα, εκείνη τη βραδυά, η Λωράνς είχε εξομολογηθεί στον Μαξιμιλιανό πως ο άντρας της, ο στρατηγός, παρότι καταβεβλημένος μετά την ρωσική εκστρατεία, συνήθιζε κάθε βράδυ πριν κοιμηθούν να της σερβίρει αντί αναψυκτικού μία πολεμική του ανδραγαθία. Τελευταία της είχε αφηγηθεί τη μάχη της Ιένας και κανένας δεν θα πίστευε πως ο ήρωάς μας θα ήταν τόσο αφελής ώστε να χρονοτριβεί απέναντι σε μία ήδη κερδισμένη υπόθεση. Και όμως: «Δεν ξέρω πως έγινε», διηγείται στη Μαρία,

«η επίδραση ίσως της πολυθρόνας που καθόμουν — αλλά μου φάνηκε για μια στιγμή πως ήμουν ο γέρο-στρατηγός που απ’ αυτή τη θέση εξιστορούσε τη μάχη και σα να ’πρεπε να συνεχίσω τη διήγησή του είπα: Ύστερα από τη νίκη στην Ιένα παραδόθηκαν μέσα σε λίγες βδομάδες ένα-ένα όλα τα πρωσικά οχυρά χωρίς αντίσταση. Και πρώτο απ’ όλα παραδόθηκε το Μαγδεμβούργο, το πιο δυνατό φρούριο με τα τριακόσια κανόνια. Δεν είναι ατιμία αυτό; Η Λωράνς δεν μ’ άφησε να συνεχίσω. Η μελαγχολία χάθηκε αμέσως από το ωραίο πρόσωπό της, γέλασε παιδιάστικα και φώναξε: Μεγάλη ατιμία! Αν ήμουν φρούριο και είχα τριακόσια κανόνια δεν θα παραδινόμουνα ποτέ!»

Έχοντας επιτέλους καταστεί κύριος του πεδίου της συμπαθητικής ταυτίσεως, θέση αμφίβολη εάν κανείς αδρανήσει επί μακρόν, ο Μαξιμιλιανός, αφού υποκατέστησε τον στρατηγό με την κατάληψη της πολυθρόνας του, επείγεται τώρα να αντικαταστήσει το χλιαρό αναψυκτικό των συζυγικών αφηγήσεων με το υγρό πυρ των ερωτικών του στοχεύσεων και να στρώσει με τον χάρτη της μάχης την παρακείμενη κλίνη των ηδονικών αναμετρήσεων. Τριακόσια κανόνια άλλωστε θα ’καναν μεγάλη φασαρία μια νύχτα που κανείς δεν θέλει να ξυπνήσει και μονάχα οι τολμητίες ξαγρυπνούν. Πόσο μάλλον όταν υπάρχουν φρούρια που λαχταρούν να πιαστούν στον ύπνο, ποθούν τον τόσο αναμενόμενο αιφνιδιασμό και αντί εξαναστάσεως ενδίδουν συνενοχικά, με τα χείλη μισάνοιχτα, στη χαρά της συγκατακλίσεως με τον πορθητή.

Μισόκλειστα, βαριά από τον ύπνο, νυσταγμένες πολεμίστρες με χαμηλωμένα βλέφαρα, είναι και τα μάτια της παθητικής ακροάτριας του Μαξιμιλιανού, της σινιόρας Μαρίας η οποία εντούτοις αδημονεί όσο και το φιλοθεάμον αναγνωστικό κοινό για την εξονυχιστική αναψηλάφηση των πειρασμών της ανοχύρωτης Λωράνς και τις ερεθιστικές λεπτομέρειες της καθ’ όλα απολαυστικής της παραδόσεως. Ενώ όμως από την πλευρά μου δεν θα επιμείνω σέρνοντας το δάχτυλο πάνω στις ελαστικές γραμμές και τις αθέατες πτυχώσεις του εκτιθέμενου λογοτεχνικού σώματος, ούτε θα ενδώσω στον πειρασμό της εικονογραφήσεως μίας γραμματικής που θα προσέδιδε εναργέστερο νόημα στις προστακτικές εγκλίσεις ορισμένων παθητικών ρημάτων, ο Μαξιμιλιανός, οι μόλις έναρθρες αναφωνήσεις του οποίου αρκούν για να σκιαγραφήσουν το κλίμα της πυρετώδους αναμονής αλλά και την ανεσταλμένη δυναμική μέσω της οποίας παροξύνονται οι πόθοι του, αποδεικνύεται περισσότερο ευένδοτος στην απαίτηση της Μαρίας για μία πλήρη περιγραφή όχι μόνο της κρεβατοκάμαρας αλλά ιδιαιτέρως του κρεβατιού της Λωράνς: «Ήταν στ’ αλήθεια ένα πολυτελέστατο κρεβάτι. Τα πόδια του, όπως συνηθίζονταν στα κρεβάτια της αυτοκρατορικής εποχής, ήταν από σκαλισμένες Καρυάτιδ και ο θόλος με τα βαρύτιμα φατνώματα άστραφτε από δυό χρυσούς αετούς που φιλιόνταν σαν τρυγόνια. Οι κουρτίνες ήταν από κόκκινο μεταξωτό κι επειδή οι φλόγες του τζακιού αντιφέγγιζαν πάνω τους, βρισκόμασταν με τη Λωράνς μέσα σε μια καταπόρφυρη λάμψη και μου φάνηκε πως ήμουν ο Πλούτωνας, κυκλωμένος από το πυρ της κολάσεως, με την κοιμισμένη Περσεφόνη στα χέρια μου».

Δυό ώρες μετά, βγαίνοντας εξουθενωμένοι από το μικρό αναγνωστήριο — αναρωτιέμαι, είπα στη Γκουέν, πόσοι από τους αναγνώστες αυτής της λαλίστατης εικόνας θα αντιληφθούν πως ενώ ο συγγραφέας διεγείρει το ένστικτο της μιμητικής αντιπαράστασης και καλλιεργεί το έδαφος της ενδοτικής συναλληλίας, συγκαλύπτει με την εντυπωσιακή προβολή του κρεβατιού όσα έγιναν πάνω του και έτσι η αποσιώπηση του ερωτικής συνομιλίας του αφηγητή με τη Λωράνς, ίσως να συσκοτίζει επίσης τα επίμαχα στοιχεία για όσα τυχόν συνέβησαν με την αδημονούσα σινιόρα Μαρία. Σκέφτομαι ακόμα το Μαγικό βουνό του Τόμας Μαν, στο τέλος του πρώτου τόμου. Πόσοι από τους αναγνώστες του εννόησαν σωστά πως τα μυστήρια του ανθρώπινου σώματος, η έκθεση του Χάνς Κάστορπ για το κορμί, η μυρωδιά του δέρματος σε σχέση με την υφή των μελών του και η προφορική τους γλυφή, πόσοι λέω, γεωμετρώντας στην πλήρη έκτασή της την ξέφρενη καρναβαλική γιορτή, είδαν εν ολίγοις πως η κάθετη περιγραφή του ερωτευμένου ανατόμου συνέπιπτε και όχι μόνον οριακά με την οριζόντια στάση της Μαντάμ Σωσά;

Ερωτήματα που ως προς τις ιδιάζουσες ανά την περίσταση αποχρώσεις τους έμειναν αναπάντητα, καθώς αντιληφθήκαμε ότι η κ. Γουόλπολ, έξαλλη, αλλάζοντας πέντε χρώματα και με σπασμωδικό βηματισμό ερχόταν καταπάνω μας — ώσπου αιφνιδίως, σαν να προσέκρουσε σε τοίχο, έστριψε επιλέγοντας άλλο προορισμό. Πολύ φοβάμαι πως… στράφηκα στη Γκουέν με διάθεση απολογητική, αλλά εκείνη με καθησύχασε αφοπλιστικά: Θα την διαβεβαιώσω πως αν είχα τριακόσια επιχειρήματα για την αντίκρουση των ισχυρισμών σας, κάθε προέλαση θα είχε ανακοπεί στα σημεία που θα με καθιστούσαν ευπαθή.

///

* *

*