*
Ἀγῶνες πνεύματος
(καί ὁ Μιχαήλ Μητσάκης)
γράφει ὁ ΤΕΤΟΣ ΣΟΥΡΔΟΣ
///
Κεφάλαιο 2
Σεβαστή ὁμήγυρις!
Ἄς θυμηθοῦμε πώς «στήν πολιτεία τοῦ 1850 κεντρικό πρόσωπο εἶναι ὄντως ὁ ποιητής»[1] καί ἄς ἐπανέλθουμε στούς κριτές καί στούς κρινόμενους, στούς διαγωνισμούς καί στούς ἀγωνοθέτες. Τόν θεμέλιον λίθον ἔθεσαν οἱ πανεπιστημιακοί ἀθηναϊκοί διαγωνισμοί. Μέ αὐτούς ἔγινε ἡ πρωταρχή. Ὅλοι σχεδόν οἱ κριτές ὑπῆρξαν καί κρινόμενοι. Κουμανούδης, Παπαρρηγόπουλος, Ραγκαβῆς, Ὀρφανίδης, Βερναρδάκης κ.ἄ. «Ἕνας ἔμπορος τῆς Τεργέστης, ὁ Ἀμβρόσιος Ράλλης, ἀναθέτει στό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν τή διεξαγωγή ποιητικῶν διαγωνισμῶν».[2] Τό ἀριστεῖο τοῦ διαγωνισμοῦ θά συνοδεύεται ἀπό χρηματικό ἔπαθλο 1.000 δραχμῶν. Ὑπό τήν προϋπόθεση, βεβαίως, πώς ὁ συντάξας «ἄξιον τί λόγου ποίημα» θά ἐπωμίζεται ὑπόθεση «μή ἀπαδούσης πρός τήν θρησκείαν καί ἐν γένει πρός τήν ἠθικήν».[3] Καί ὅσον ἀφορᾶ τή γλῶσσα, αὐτή πρέπει νά εἶναι «πάντοτε κοσμία καί εὐφραδής».[4] Τουτέστιν, ὁ ποιητής θά μεταχειρίζεται γιά τήν ὑπόθεσίν του ἀποκλειστικά τήν καθαρεύουσα γλῶσσα. Ἡ τελετή τοῦ διαγωνισμοῦ θά λαμβάνει χώρα «τήν 25ην Μαρτίου μηνός, ἡμέραν τῆς Ἑλληνικῆς ἀναστάσεως».[5]
Αὐτοί εἶναι οἱ σημαντικότεροι ἀπό τούς ἑπτά ὄρους πού ὑπαγόρευσε ὁ Ράλλης. Τοιουτοτρόπως, ἡ ποίηση «καθιερώνεται μέ τούς διαγωνισμούς ὡς ἐπίσημος καί ἐθνωφελής θεσμός».[6] Ἐντός τοῦ θεσμοῦ καταλαμβάνουν θέση οἱ πανεπιστημιακοί, δηλαδή οἱ κριτές καί οἱ εἰσηγητές, ὑποστηρίζοντας συνήθως τήν ἀρχαΐζουσα γλῶσσα καί διορθώνοντας τά ὑποβαλλόμενα ποιήματα «ὅπως διορθώνουν τά ἀνορθόγραφα γραπτά τῶν φοιτητῶν τους».[7] Εἰς κάποιαν ἀπόστασιν διατρίβουν οἱ δεκάδες νεαροί ὑποψήφιοι ποιητές ἀνεμίζοντες «προκλητικά τή σημαία τοῦ βυρωνισμού».[8] Ἡ προβαλλόμενη ἀρχικά ἀντίρρηση τοῦ Σπ. Πήλληκα στίς ἀρχαϊστικές γλωσσικές πεποιθήσεις τοῦ ἀγωνοθέτη γρήγορα παίρνει τέλος, ὁ ἴδιος συμβιβάζεται, καί στόν πρυτανικό του λόγο στίς 28/2/1852 ἀνακοινώνει τήν ἐπιστολή τοῦ Ράλλη:
«Ἡ καθαρεύουσα [ἀποκρίνεται ὁ Ράλλης στόν Πήλληκα] δέν εἶναι αὐθαίρετον τί καί νεκρόν ἰδίωμα […] τοῦτο λαλοῦσιν ἐν ταῖς οἰκίαις αὐτῶν ἅπαντες οἱ ὁπωσοῦν παιδεύσεως μετέχοντες».[9]
Πολλές οἱ ἐξαρτήσεις τῶν πανεπιστημιακῶν μέ τούς ἀγωνοθέτες. Ἡ χρονική διάρκεια τοῦ Ράλλειου εἶναι: 1851-1860. Ὁ ἀγωνοθέτης Βουτσινάς, ἀπό τήν Ὀδησσό, ἦταν 27 χρονῶν ὅταν ἀντικατέστησε τόν Ράλλη στούς διαγωνισμούς. «Il avait le mècènat dans le sang».[10] Ἡ χρονική διάρκεια τοῦ Βουτσιναίου ἦταν: 1862-1877. Ἄν θυμᾶμαι καλά, ἀπό τό 1859 προστέθηκαν κι ἄλλοι τρεῖς διαγωνισμοί: τοῦ Τσόκανου, τοῦ Μελά καί τοῦ Ροδοκανάκη. Μέ τόν ἑπτανησιακῆς καταγωγῆς Βουτσινά αἴρεται τρόπον τινά ἡ ρητή ἀπαγόρευση τῆς δημοτικῆς∙ χωρίς αὐτό νά σημαίνει καί πολλά πράγματα, ἄν λάβουμε ὑπ’ ὄψιν πώς ἡ παιδεία ὀφείλει νά εἶναι ἀντάξια τῆς προγονικῆς δόξας καί ἑπομένως νά ἀρχαΐζει καί νά καθαρολογεῖ. Ὁ Βουτσινάς διατήρησε τό χρηματικό ἔπαθλο τῶν 1.000 δραχμῶν καί προσέθεσε χορηγία 500 δραχμῶν πρός τήν κριτική ἐπιτροπή. Κάπως ἔτσι, καί μέ αὐτούς τούς ὄρους, ἄρχισαν οἱ ἐπίσημοι πνευματικοί ἀγῶνες τοῦ ἔθνους. Ὁ Νουμάς σατιρίζει ἀνηλεῶς τούς διαγωνισμούς. Αὐτό σημαίνει πώς ξεδιψᾶ ἕνα κοινό πού ὑπάρχει καί παρακολουθεῖ. Οἱ ἀγῶνες δέν ἀπασχόλησαν ἁπλῶς τούς πάντες, ὓδρευσαν γιά δεκαετίες τήν ἀρτισύστατη Ἀθήνα, ἀλλά καί καταβρόχθισαν καί ξερομάσησαν καί χώνεψαν οὐκ ὀλίγους ἀπό τούς συμμετέχοντες σέ αὐτούς∙ εἰσηγητές καί ποιητές ἀδιακρίτως. Ἀρκεῖ νά ἀναλογιστοῦμε τόν Τερτσέτη πού, μετά ἀπό ἀπουσία 16 χρόνων, στερημένος τόσο καιρό τήν πίκρα τῶν διαγωνισμῶν, ἐπιστρέφει τό 1874 καί πεθαίνει 20 ἡμέρες πρίν από τήν τελετή. Ἔχασε τήν εὐκαιρία νά ἀκούσει, ἄλλη μία φορά, ἀπό τόν Ραγκαβῆ τούτη, τίς γνωστές ἐπικρίσεις. Ἀρκεῖ νά ἀναλογιστοῦμε, πρίν από τή νηφαλιότερη ἔλευση τοῦ Παλαμᾶ, τούς αὐτόχειρες βυρωνιστές: αὐτοκτόνησαν οἱ Καλαμογδάρτης, Ραπτάρχης, Καρασούτσας, Ραμπαγάς, Ρηγόπουλος, Σκυλίτσης, Πωπ. Ὁ γλυκύς Δ. Παπαρρηγόπουλος, γιός τοῦ ἱστορικοῦ, πεθαίνει τήν ἴδια μέρα, στίς 20/3/1873, μέ τόν ποιητή τῶν Ἑωθινῶν μελωδιῶν Ἰωάννη Καρασούτσα.
Ἀρκούντως διαφωτιστικές εἶναι οἱ σύντονες ἐνέργειες ὁρισμένων κριτῶν ἐναντίων τῶν ὑπολοίπων πανεπιστημιακῶν μελῶν ἤ καί ὑποψηφίων ποιητῶν∙ οἱ ἄληκτοι φατριασμοί. Δές τά καμώματα τοῦ Ὀρφανίδη καί τοῦ Βερναρδάκη, χολή κανονική, ὅταν ἀπέδωσαν τό βραβεῖο τοῦ Σταυρίδη σέ δάκτυλο τοῦ Ραγκαβῆ. Ὁ τελευταῖος ἐνδιαφερόταν νά βραβεύσει τόν φοιτητή ἰατρικῆς Σταυρίδη ἀπό τήν Ὠχρίδα, τόν μετέπειτα Γκριγκόρ Παρλίτσεφ, γιά νά ἐνισχύσει πολιτικά τό θεσμό τοῦ ὁποίου εἶναι εἰσηγητής. Τό ἔργο τοῦ Σταυρίδη ἦταν Ὁ Ἀρματωλός. Ὁ Βερναρδάκης ἔφθασε στό σημεῖο νά δημοσιεύσει «δικογραφία» τῶν γεγονότων. Συνέβησαν ἀνήκουστες μικρότητες. Δές ἐπίσης τούς καβγᾶδες, σχεδόν συμπλοκές, τοῦ 1864, «la querelle très peu poètique des universitaires».[11] Ἐξετράπησαν ὁ Ὀρφανίδης μέ τόν Βερναρδάκη, μεταξύ τους αὐτή τή φορά, σέ βαρύτατες ἀντεγκλήσεις σχετικά μέ τό ποιός ποιητής εἶναι ἄξιος γιά τό ἀριστεῖον. Τῆς Θήβης, ὁ Ἔρως Σουλτάνας ἤ ὁ Ἄγνωστος ποιητής; Δύο συνεδρίες ἔλαβαν χώρα στό σπίτι τοῦ ἑπτανήσιου καθηγητή Φρεαρίτη. Στή δεύτερη ὁ Ὀρφανίδης, εἰς τό μέσον τῆς νυκτός καί καταμεσῆς τοῦ δρόμου, χαλοῦσε κόσμο καί κραύγαζε στόν Βερναρδάκη, πού τασσόταν ὑπέρ τοῦ Ἔρωτος Σουλτάνας, πώς δέν πρόκειται νά συναινέσει σ’ ἕνα σκάνδαλο. Ξενύχτηδες τοῦ πνεύματος ἀλληλοφαγώθηκαν σάν τά σκυλιά ἐν μέση ὁδῶ. Οἱ ἑκατέρωθεν ἐκτοξεύσεις ἀπειλῶν συνεχίστηκαν γιά μέρες. Ὀρφανίδης:
«“Le poeme Ἔρως Σουλτάνας appartient à une jeune ami de Vernardakis, avec qui ce dernier a des rapports trés intime et pour qui il a une grande sympathie –innnocente, bien entendu!”».[12]
Ὁ Ὀρφανίδης ἔφθασε στό σημεῖο νά κακολογεῖ τούς Βερναρδάκη καί Παπαρρηγόπουλο στούς φοιτητές τῆς Ἰατρικῆς. Δέκα νοματαῖοι, ἕνας μόνος ψευτοθεσμός, καί μιά παράσταση, σέ συνέχεια μάλιστα ἀπό τήν ἀρχαιότητα, ἀγώνων τοῦ πνεύματος. Ὅσον γιά τόν Ὀρφανίδη:
«Poéte sans valeur, critique insignifiant, inculte et specialiste des fautes d’ orthographe, personnage vulgaire et intéressè, le professeur de botanique n’ avait ètè couronné à trois reprises dans le passé que grace à ses flatteries ou à ses menaces».[13]
Φρονοῦσε μάλιστα, πώς ὁ Περιπλανώμενος τοῦ Α. Σούτσου εἶναι «τό ἀριστούργημα τῆς νεωτέρας ἑλληνικῆς ποιήσεως».[14] Ὅλοι σχεδόν ὑπῆρξαν κριτές καί κρινόμενοι. Λ.χ. ὁ Βερναρδάκης, φοιτητής ἀκόμα, συμμετεῖχε μέ τό ἔργο Εἰκασία στό Ράλλειο διαγώνισμα τοῦ 1856 καί βραβεύτηκε ἀπό τήν ἐπιτροπή. Συμμετεῖχε καί στό ἑπόμενο διαγώνισμα τοῦ 1857 μέ τό ἔργο Μαρία Δοξαπατρῆ. Στόν πρῶτο Βουτσιναῖο τοῦ 1862 συμμετέχει πλέον ὡς εἰσηγητής, ἀφοῦ πρῶτα ἐκφωνεῖ τόν εἰσιτήριο λόγο του στό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν. Ὁ Δημ. Βερναρδάκης, τό «μεγαθήριον, [… τόν] ἔχοντα ἐν ἑαυτῷ τί τό μεφιστοφελικόν […], τόν εἰς τόν Ἔλεγχον Ψευδαττικισμοῦ ὅλον τόν ἰόν αὐτοῦ ἐκχέαντα»[15] ὅπως κομψολογοῦσε τόν τιμῶντα ὁ λόγιος Δ.Γ. Μοστράτος ἀπό τό βῆμα τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει Ἑλληνικοῦ Φιλολογικοῦ Συλλόγου, τελοῦσε ἀδιαλείπτως σέ κατάσταση ψυχικοῦ ἐρεθισμοῦ∙ χολωμένος, φαρμακωμένος καί ἐκδικητικός. «Ὑπέρ τά 140 ὑβριστικά ἄρθρα ἐδημοσιεύθησαν»[16] γράφει ὁ βιογράφος του, Μιχαηλίδης, κατά τῆς Ἑλληνικῆς Γραμματικῆς του.
Ἡ λιβελλογραφία ἦταν τήν ἐποχή ἐκείνη ὑποχρεωτικός μονόδρομος; Καί ὁ λόγος ἐξαναγκαστικός μονόλογος; Εἶναι ὡς ἐάν νά παρακολουθοῦμε ἀγῶνες πνεύματος στήν ἀμιγῆ τους μορφή∙ ἡ προγονική δόξα καί ἡ ἀρχαιομάθεια νά χρησιμοποιήθηκε συχνά ὡς δικαιολογία στήν ἀπόκτηση ἐγκόσμιας φήμης. Ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα νά ἦταν ἁπλῶς μιά μεγάλη εὐκαιρία πού παρουσιάστηκε! Προσπάθησαν νά μήν τήν ἀφήσουν νά πάει χαμένη. Ἦρθαν ὅλοι τους ἐσπευσμένα καί παρουσιάστηκαν, ξεπρόβαλλαν μονομιᾶς, φάντης μπαστούνης, πάνω στήν Πνύκα (δες τήν ὁμιλία τοῦ Ἰακωβάκη Ρίζου Νερουλοῦ στά ἐγκαίνια τῆς Ἀρχαιολογικῆς Ὑπηρεσίας τό 1837) προσκομίζοντας τά δικαιολογητικά τῆς γλώσσας. Ματαίως θά ἀνέμενε κανείς πώς στήν ἀοργησία τῆς λεσβιακῆς φύσεως, στήν Αχλαδερή τῆς Λέσβου, θά ἔβρισκε ἐπιτέλους ὁ Βερναρδάκης τήν εὐμενῆ οὐδετερότητα νά ἀναπτύξει ἀπερίσπαστος καί συστηματοποιημένα τό γραμματικό του ἔργο. Τουναντίον, Ὀλίγα λόγια…[καί αὐτός], Σύντομος ἀπάντησις…, ἄσπονδοι ἐχθροί, ἔριδες καί διενέξεις, ἐκδικητικότητα, ἀνεπίλυτοι λογαριασμοί καί σκοπούμενες ἀνταποδόσεις, τό ἀποτέλεσμα τῶν ὁποίων ἦταν τό προσωπικό κίνητρο νά ἀναμιχθεῖ καί στούς ἴδιους τούς γραμματικούς κανόνες, ἀποτέλεσαν τό μικροκλίμα στό ὁποῖο ἔζησε –και μήπως κατά παρόμοιο τρόπο δέν συγκρατούμαστε εἰς τή ζωή καί ἐμεῖς, ὅλοι μας;– αὐτός ὁ «σοφιστής τοῦ πάθους» Βερναρδάκης. Ἀρκοῦν τά συγκλονιστικά λόγια, γραμμένα στή Λέσβο, μέ τά ὁποία ὁ Βερναρδάκης συγκεφαλαιώνει τή μέχρι τότε ζωή του:
«Δεκαοκτώ ἔτη ἤδη συμπληροῦνται, ἀφ’ ὅτου ἡ ἑλληνική κυβέρνησις, ὄργανον γενομένη τῶν ἐχθρῶν μου, ἀνθρώπων βδελυρῶν καί ἐκπαντός λόγου φαύλων, μέ ἠνάγκασε νά παραιτηθῶ ἀπό τῆς ἐν τῷ Πανεπιστημίῳ θέσεώς μου καί νά ἀποχωρήσω ἐδῶ εἰς τήν γενέθλιόν μου νῆσον. Ἡ βδελυγμία, ἥν μ’ ἐνέπνευσεν ἡ ἐν Ἀθήναις φαυλοκρατία καί οἱ πρωτοφανεῖς καί ἀνήκουστοι ἐναντίον μου διωγμοί, μ’ ἔκαναν νά βδελυχθῶ καί αὐτά τά γράμματα καί νά ἐπιδοθῶ εἰς ἔργα ἀλλότρια τῆς εἰδημοσύνης καί κλήσεώς μου, εἰς ἅ δυστυχῶς ἀπώλεσα τήν μικράν τοῦ οἴκου μου περιουσίαν, καί τό ἔτι ἴσως πολυτιμότερον, δεκαοκτώ ὅλα ἔτη, τά ἀκμαιότερα τῆς ζωῆς μου. Διέκοψα πᾶσαν συγκοινωνίαν μέ τήν Ἑλλάδα, δέν ἔβλεπα ἐφημερίδας, καί ἠγνόουν ὡς καί αὐτά τά ἀλλεπάλληλα περιοδικά συγγράμματα, ὅσα ἐξέδιδε κατ’ ἐμοῦ ὁ ἄνθρωπος [ἐνν. τόν Κοντό] ὅν ἀνύψωσαν ἕως εἰς τό Πανεπιστήμιον οἱ πολυάριθμοι καί πολυειδεῖς μου ἐχθροί, ὅπως φυγαδεύσωσιν ἐμέ καί καταστρέψωσιν».[17]
Ἀρκεῖ νά ἀναλογιστοῦμε τόν Κουμανούδη, πνευματική μορφή μέ στέρεα παιδεία, ἐρχόμενος ἐκ τῶν ἔξω καί αὐτός, εἰσηγητής στούς δύο ποιητικούς διαγωνισμούς τοῦ 1857 καί 1866. Μέλος, νομίζω, καί τῆς ἐπιτροπῆς πού ἔκρινε στό Οικονόμειο μεταφραστικό διαγώνισμα τή μετάφραση ἀπό τόν Παρασκευαΐδη τοῦ Δάντη. Εἶχε καί αὐτός κάποτε συντάξει καί ὑποβάλει στόν ποιητικό διαγωνισμό τόν προσωπικό του θησαυρό: τόν Στράτη Καλοπίχειρο. Ἡ ὑποψηφιότητά του γιά τό ποιητικό ἀριστεῖο διέφυγε, παρά τόν ἔπαινο, ἐντελῶς τήν προσοχή τοῦ κοινοῦ:
«[…] ὄχι δέν ἐτιμήθη [θά γράψει ὁ Κουμανούδης, πολλά χρόνια ἀργότερα, γηραιός, σ’ ἕνα ἰδιωτικό στιχούργημα τοῦ 1889], καθώς τ’ ἄξιζε, ἀλλ’ οὐδέν κάν εἰς κρίσιν λόγιον τινά ἐκίνησεν ἤ ἔστω καί κατάκρισιν».[18]
«Πεθαίνοντας στά 1899, [λέει γι’ αὐτόν ὁ Δημαρᾶς] θά ἀφήσει […] ἕτοιμο γιά τύπωμα τόν Στράτη, στήν ὁριστική του, τήν ὁλοκληρωμένη μορφή, φάρμακο γεμᾶτο πικράδα, καυτήριο ὀδυνηρό».[19] Ἤθελε, φαίνεται, νά τόν ἀφήσει στή θέση του. Εἰς μάτην. Ἀρκοῦν ὅμως αὐτά τά ὀλίγα γιά νά κατανοήσουμε τήν ὥριμη κρίση τοῦ Δημαρᾶ ὅτι «ἦταν ἀδίστακτοι, σκληροτράχηλοι, δυσήνιοι καί ἀνελέητοι ἄνθρωποι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι, στόν περασμένο αἰῶνα θέλησαν νά κάνουν τόν νέο ἑλληνισμό».[20] (Εἶναι ἀλήθεια, ἄς εἴμαστε ὑπερήφανοι, τέτοιος ἦταν κάποτε ὁ νεοελληνισμός, δεινός· δέν εἶναι βέβαια πιά. Τήν σήμερον, οἱ νεοέλληνες, καί δέν γνωρίζω ἄν εἶναι οἱ τελευταῖοι Ἕλληνες ἤ οἱ πρῶτοι κάτοικοι μετά τούς τελευταίους, στρογγυλεύουν μέσα στά λόγια καί τίς σπουδές, μέσα στά ρεστοράν, γλιστροῦν στήν ἀχείμαντη ζωή. Κυλοῦν σάν τά νομίσματα. Λές κι ὁ ἄνθρωπος ἀφυπηρέτησε μετά ἀπό τόσους αἰῶνες ὑπηρεσίας στόν κίνδυνο… Ἔφθασαν εἰς ἄκρον ἐκλεπτυσμένον πλοῦτον. Συνεχῶς κομψεύουν. Καλοκαιρεύουν ξέσφιχτοι καί ἁπαλόσαρκοι μέσα σ’ ὅλη αὐτή τή θαυμάσια καί δανεική ἰδιοχρησία γύρω τους. Τί βελτιοδοξία, Θεέ μου!). Ἄς μή λησμονοῦμε, ἐπίσης, τίς πολλές αὐτοχειρίες, τούς ἀδόκητους θανάτους, τά γηρατειά τοῦ Σούτσου, τήν ἀκραία φτώχεια τοῦ Παράσχου… Δύσκολα χρόνια. Ὁ Στράτης «δέν ἐμακροζώησεν», καταπῶς ἐκφράζεται ὁ Κουμανούδης στή Συναγωγή γιά ὁρισμένα, ἀπό τά ὄχι καί τόσο κοινολεκτούμενα, λήμματά του∙ ὁ Ἀδριανοπολίτης ὁ ἴδιος ὅμως, ἔστω κι ἀπό ἄλλον δρόμο, διατηρήθηκε εἰς τή μνήμη ἀλλά καί στά ὑψηλά ράφια τῆς βιβλιοθήκης μου.
Συγκεντρωμένοι ἀθρόως στή μεγάλη σάλα τοῦ Πανεπιστημίου. Ὁ Ράλλης δέν ἐμφανίστηκε ποτέ αὐτός ὁ ἴδιος∙ ὁ Βουτσινάς μία φορά∙ οἱ ποιητές βρίσκονταν συνήθως ἐκεῖ, κρυμμένοι μέσα στό κοινό τους. Ἡ σύνθεση τοῦ κοινοῦ: προύχοντες τῆς ἀριστοκρατίας τοῦ πλούτου καί τοῦ πνεύματος, λέμε τώρα, ὑπουργοί, βουλευτές, κληρικοί, μέλη τῆς Ἱεράς Συνόδου, ἀλλά καί ὁ κατώτερος, χύδην λαός. Ὁ Ὄθων παρευρέθηκε μία φορά, στήν ἐναρκτήρια τελετή τοῦ διαγωνισμοῦ. Τίς ἐκφωνούμενες ὁμιλίες, γιατί ὄχι καί δημηγορίες;, συνόδευαν συχνά ποδοκρουσίες, γέλωτες, ἐπευφημίες καί χειροκροτήματα.
«Σεβαστή ὁμήγυρις! [τό 1876 ὁ εἰσηγητής Ὀρφανίδης ἔλαβε τόν λόγο ἀποτεινόμενος στό ἀκροατήριό του,] ἐν τῷ τεμένει τούτῳ τῶν Μουσῶν […]. Τί λοιπόν δύνανται τήν σήμερον νά εἴπωσιν οἱ κριταί τοῦ ποιητικοῦ τούτου ἀγῶνος, ὅταν βλέπωσιν εἰς τά πλεῖστα τῶν ἐκτεθέντων ὑπό τήν κρίσιν των ποιημάτων, ποῦ μέν τήν παχυλήν ἀμάθειαν, ποῦ δέν τήν ἀσυναρτησία τῶν ἰδεῶν, τή χυδαιότητα τῶν φράσεων, τήν ἀφόρητον ἀπεραντολογίαν […] [Παραταύτα] ἔσχον [οἱ κριτές] τήν ἰώβειον ὑπομονήν νά ἀναγνώσωσι πάντα τά ὑποβληθέντα ποιήματα, μή τυχόν εὑρεθῆ […] καί τίς μικροσκοπικός ἀδάμας εὐφυΐας […]».[21]
Ἀναφέρω ἐν παρενθέσει ὅτι στόν Βουτσιναῖο τοῦ 1876 ὑπέβαλε κι ὁ Παλαμᾶς τήν ποιητική του συλλογή Ἐρώτων ἔπη, γιά τήν ὁποία ὁ Ὀρφανίδης γνωμάτευσε: «Λογιωτάτου γραμματικοῦ ψυχρότατα στιχουργικά γυμνάσματα».[22] Βραβεύτηκε ἐν τέλει στούς δύο πρώτους Φιλαδέλφειους: 1889 καί 1890. Ἀξίζει ὁπωσδήποτε τόν κόπο ἡ περιγραφή τοῦ αὐτόπτη Eugène Yemeniz γιά τόν Ράλλειο:
«Μιά μεγάλη πανεπιστημιακή τελετή δίνει κάθε χρόνο στούς ταξιδιῶτες πού διατρέχουν τήν Ἑλλάδα τήν εὐκαιρία νά διαπιστώσουν τόν ἐντελῶς ἐθνικό χαρακτῆρα τῆς νέας ἑλληνικῆς ποίησης […] Τή μέρα αὐτή ὅλη ἡ Ἀθήνα βρίσκεται στό πόδι, ὅλες οἱ κοινωνικές τάξεις δείχνουν τόν ἴδιο ζῆλο. Τά καφενεῖα καί οἱ ἀγορές ἐρημώνουν […] Μετά τήν ἀνάγνωση μιᾶς ἔκθεσης σχετικῆς μέ τά διάφορα ἔργα […] ὁ πρόεδρος ἀνακηρύσσει τόν νικητή, τόν συγχαίρει ἐξ ὀνόματος τοῦ ἔθνους, ἀπαγγέλλει δυνατά τούς στίχους του καί θέτει στό μέτωπό του ἕνα στεφάνι δάφνης. Στό τέλος τῆς τελετῆς ὁ δαφνοστεφανωμένος ποιητής γίνεται δεκτός ἀπό τό πλῆθος μέ ζητωκραυγές καί ὁδηγεῖται στό σπίτι του μέ θριαμβευτική πομπή».[23]
Ὁ ἀπολογισμός τοῦ Ἄγγ. Βλάχου εἶναι ὁ ἑξῆς: σέ 10 χρόνια 8 συμμετοχές, ἕνας ἔπαινος καί δύο βραβεῖα (νῖκες). Ὁ Ἄ. Ἀντωνιάδης καί ὁ Ἄγγ. Βλάχος εἶναι οἱ πρωταθλητές τῶν ἀθηναϊκῶν πανεπιστημιακῶν διαγωνισμῶν. Ἰδιαίτερα ὁ δοξομανής Ἀντωνιάδης εἶναι ὁ καλός μαθητής τῶν διαγωνισμῶν. Εἶναι αὐτός πού γράφει προσαρμοσμένα, ὡς προσήκει, γιά τό ἀριστεῖο πού χορηγεῖ ἡ ἑλλανόδικος ἐπιτροπή: «Antoniadis avait assimilé l’ enseignement de la critique universitaire».[24] Ἄλλοτε μέ ἔργο σέ ἀρχαΐζουσα γλῶσσα καί ἄλλοτε σέ δημοτικίζουσα. Ἀνάλογα μέ τήν ἀνάγκη. Τό 1868 ἔλαβε τό βραβεῖο καί τόν ἔπαινο. Τό 1875, φθίνοντος τοῦ διαγωνισμοῦ, συμμετεῖχε μέ τέσσερα ἔργα! Συμμετεῖχε καί στόν τελευταῖο τοῦ 1877∙ τόν ὁποῖο καί κέρδισε. Εἶναι ὁ ἰδανικός διαγωνιζόμενος, συμμορφούμενος πρός τούς ὁριζόμενους ἀπό τόν ἀγωνοθέτη καί τήν ἐπιτροπή τύπους, ὁ μανδαρῖνος τῶν διαγωνισμῶν∙ ἡ «plume experimenté» τῆς ἀγωνιστικῆς ποιήσεως.[25] Διόλου τυχαία ἡ εἰρωνική ἀναφορά τοῦ Ροΐδη πρός τόν Ἀντωνιάδη, ἀλλά καί πρός τόν Ἀφεντούλη, πού τόν στεφανώνει. Τό 1904, εἰς ἀκατάλληλον δηλαδή στιγμήν, ὁ Μιστριώτης, λέει ὁ Μουλλᾶς, «estimait [γιά τό εὐνοημένο ἀπό τήν ἐπιτροπή τοῦ 1867 ἔργο τοῦ Ἀντωνιάδη Κρητηΐς] qu’ aucun poète èpique contemporain n’ égalait l’ auter de Κρητηΐς».[26] Θά τόν ὀνόμαζα: ὁ ἀπροπό διαγωνιζόμενος. Ὁ Ἄγγ. Βλάχος, τό 1857, κάνει τήν ἐμφάνισή του στόν Ράλλειο μέ τό Κλεόβουλος καί Ἀγγελική. Ἑξάμετρο ἐπικό ποίημα. Πῆρε τήν τελευταία θέση! «L’ auter [γράφει ὁ εἰσηγητής Κουμανούδης] èchoue completement».[27] Ἦταν 19 χρονῶν τότε. Δέν παρέλειψε βεβαίως νά ἀπαντήσει βιαίως στόν Κουμανούδη. Συμμετέχει στό διαγωνισμό τοῦ 1859 μέ τό ἔργο Τίτος καί Ὄθων. Ἔργο ἀφιερωμένο στόν Βύρωνα! Στόν Βουτσιναῖο τοῦ 1863 συμμετέχει μέ τό ἔργο Φειδίας καί Περικλῆς. Ὁ εἰσηγητής Βερναρδάκης ἀνακοινώνει: «[…] constitue le plus beau et le plus parfait de tous les poèmes de cette annèe».[28] Ἄς σχηματίσουμε λοιπόν ἀμυδρή ἰδέα περί τῆς ἑλικώνιας ἐν τῷ Ἀθήνησι Πανεπιστημίῳ ποιητικότητος του Ἄγγ. Βλάχου:
Καίουν χρυσαῖ πολύμυξοι λυχνίαι
ἀπό λευκών τοῦ Τάραντος λυχνούχων,
ὅπου θα πίουν φίλοι νεανίαι,
ὅπου θα πίῃ μετ’ αὑτῶν ὁ προύχων ὁμοῦ τῶν Ἀθηνῶν
[…]
Ἄς μήν ποῦμε, γι’ αὐτό πού μόλις παρέθεσα, καλύτερα τίποτα. Ἐξ ἀφορμῆς ὅμως τοῦ ἐμφανιζόμενου Τάραντος στό ποίημα, νά ἐκφράσουμε τήν προτίμησή μας γιά τήν ὑπεροπτική εἰρωνεία μέ τήν ὁποία ὁ Ἀρίστιππος ἀπάντησε, ἀποστέλλοντας τήν 9η ἐπιστολή, στίς κατηγορίες τοῦ πρώην συμμαθητή του, Ἀντισθένη, ὅτι ἀπεμπόλησε τή σωκρατική διδασκαλία περί ἀρετῆς καί λησμόνησε ὅτι ἡ ἀληθινή εὐδαιμονία συνίσταται στήν αὐτάρκεια τοῦ βίου.[29] Ἀναφέρομαι δι’ ὀλίγων λέξεων στίς λεγόμενες σωκρατικές ἐπιστολές. Αὐτές δέν τίς ἔγραψε ὁ Σωκράτης, εἶναι ψευδεπίγραφες. Ὁ συντάκτης τους εἶναι ἕνας ἠθικολόγος «πού φορώντας τό προσωπεῖο τοῦ Σωκράτη θέλει νά νουθετήσει τούς συγχρόνους του».[30] Ὁ ἐπιστολογράφος, ὑποδυόμενος συνήθως τόν Σωκράτη, ἕνα ἠθικό πρότυπο, θηρεύει ἁπλῶς τήν εὐκαιρία «νά ἐξαπολύσει κήρυγμα κατά τῆς φιλοχρηματίας». Τά τυπικά στοιχεῖα τῶν ἐπιστολῶν εἶναι τό μῖσος γιά τούς τυράννους, τό ἐγκώμιο τῆς φρονήσεως καί ἡ ἀντίθεση στή φιλοχρηματία.[31] Αὐτό εἶναι τό πλαίσιο ἐντός τοῦ ὁποίου διατάσσονται καί οἱ ὕβρεις τοῦ Ἀντισθένη γιά τόν ἀνέντιμο βίο πού διάγει ο Ἀρίστιππος.
«[Αυτός ὅμως] δέν χάνει τήν ψυχραιμία του. Ναί, ἀπαντᾶ μέ κάθε εὐγένεια, ἡ ζωή πού διάγω εἶναι ἐλεεινή, μιά καί καθημερινά παρακάθομαι σέ πλούσια γεύματα, χρησιμοποιῶ ἀκριβά ὑφάσματα καί φορῶ πολυτελεῖς ἐσθῆτες ἀπό λεπτό ταραντινό ὕφασμα. [Ἐπίσης, ἀπαντᾶ] ὅτι ὁ τύραννος τόν κρατᾶ κοντά του καί δέν τόν ἀφήνει νά φύγει, ἐπειδή τόν θεωρεῖ τόν καλύτερο ἐκπρόσωπο τῆς σωκρατικῆς διδασκαλίας∙ ἡ βαναυσότητα τοῦ τυράννου ἔφθασε μάλιστα στό σημεῖο νά τοῦ χαρίσει τρεῖς πανέμορφες Σικελιώτισσες [πόρνες]. Μία τόσο δυστυχισμένη ζωή ἀξίζει τή συμπάθεια τῶν φίλων».[32]
Τέτοιος, ὅπως οἱ σωκρατικές ἐπιστολές, εἶναι καί ὁ νεοελληνικός πολιτισμός: ψευδεπίγραφος. Ὑποδύεται τή μορφή μιᾶς ἀξιοσέβαστης παράδοσης. Οἱ κείμενοι ἐκπρόσωποί του, ἐκμεταλλευόμενοι μιά καθιερωμένη πνευματική παράδοση, παριστάνουν τό πνεῦμα, στό ὕψος πάντοτε καί σέ συνέχεια μέ τούς ἀρχαίους, σέ ἔργα ὑψηλῆς ἀποστολῆς. «Ποζᾶτοι χαμαμίκοι, κοκορίκοι / καί ρητορίσκοι φουσκωμένοι, / ἄβαθοι χαλκοσκούφηδες τή νίκη / ζητοῦν στήν πολιτεία [τῶν γραμμάτων] οἱ ξιπασμένοι» (Ρῶμος). Δές, ἐκ μέρους τοῦ Ἄγγ. Βλάχου, στή διαμάχη του μέ τόν Ροΐδη, τήν προσέλευση μαρτύρων ὅπως ὁ Πλάτων καί ὁ Ἀριστοτέλης, τῶν γιγάντων τῆς φιλοσοφίας∙ προσέρχονται μάλιστα ὡς ἐάν νά εἶναι οἱ δικοί μας ἄνθρωποι! Ὁ λόγος τοῦ Ἄγγ. Βλάχου εἶναι ἀποκλειστικά στραμμένος στό ἠθικό χρέος, στή διδαχή, στήν παιδαγωγία καί ἐλάχιστα στό στοχασμό καί στή μοῖρα τοῦ ἀνθρώπου. Χαίρομαι ὁπωσδήποτε νά μεταδίδω τίς εἰδήσεις γιά τήν ἀρχαϊκότητα τῆς νεώτερης Ἑλλάδος γαλλιστί, ὑποληπτόμενος συνάμα τή φιλοσκώμμονα γαλλική παιδεία τοῦ Ταραντινοῦ Μητσάκη.
Ὁ Ἄγγ. Βλάχος συμμετέχει στόν Βουτσιναῖο τοῦ 1865 μέ τή συλλογή Στίχοι. Τό 1866, μέ τόν Ἀντίνοο, θέτει ἐν ἀμφιβόλω τήν ἁρμοδιότητα τῆς ἐπιτροπῆς. Ὄχι ὅμως καί τήν ύπαρξή της, ὅπως ὁ Μητσάκης. Ὁ Βλάχος πλανεύει τήν ἐπιτροπή καί στέφει ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό του θριαμβευτή. Οἱ συμμετέχοντες πού ἐξέρχονται ἀπό τό διαγωνισμό ἡττημένοι, συνήθως, ἄν ὄχι πάντα, δημοσιεύουν ξέχωρα τή συλλογή τους, μέ τόν κατάλληλο κάθε φορά ἀντιρρητικό πρόλογο. Δέν λείπουν καί περιπτώσεις σάν τόν Σοφοκλῆ Καρύδη πού, ὅταν δέν τοῦ ἀπένειμαν τό γέρας, ἀπέσεισε πρός στιγμήν τόν ζυγόν τῆς ποιήσεως: «Au diable la courone, Messieurs le Juges!».[33] Ὁ Ἄγγ. Βλάχος τό 1868 βραβεύεται γιά τήν κωμωδία Ὁ λοχαγός τῆς ἐθνοφυλακῆς. Κατίσχυσε ἐναντίον τριάντα concurrents. Δέν μπόρεσα νά ἐξακριβώσω τί ἄσχημο τοῦ συνέβη ὅμως στήν προσωπική του ζωή καί δέν παρέλαβε τό βραβεῖο. Σωστά πάντως λέει ὁ Moullas ὅτι «son esprit comique ètait trop superficiel pour aller au fond des choses».[34] Ἡ σοβαρότητα πνεύματος πού διακρίνει τόν Ἄγγ. Βλάχο, ἐν σχέσει μέ τή φευγαλέα, σκιτσαρισμένη ὕπαρξη τοῦ Μητσάκη, θηρεύεται σέ κάθε του κείμενο, πρωτόλειο ἤ ὥριμη δημιουργία. Δημοσίευσε σέ βιβλίο τόν Ἀντίνοο καί προέταξε πρόλογο γιά τήν προσφυέστερη ὑπεράσπιση τῆς ἐργασίας του. Στόν πρόλογο δέν θά μποροῦσε νά γράψει παρά τά ἀκόλουθα: «Ἐκλήθησαν εἰς κρίσιν ποιητικῶν ἔργων ἄνθρωποι οὐδεμίαν ἤ σχεδόν οὐδεμίαν ἰδέαν ἔχοντες περί ποιήσεως …]».[35]
Ποῖος ἦρε ἐν τέλει τήν αὐλαία, λές καί εἶναι δυνατόν κάτι τέτοιο, παραδίδοντας εἰς κοινή θέα τούς κριτές; Ὁ Μητσάκης; Ἤ ὁ Ἄγγ. Βλάχος ὅταν «ἑσπέραν τινά τοῦ παρελθόντος χειμῶνος», τοῦ 1866, «κλείσας ἕναν τόμο τοῦ Göthe», συνέλαβε ἐπαρκῶς τήν ἰδέα νά ἀποδείξει τήν ἀκαταλληλότητα τῶν κριτῶν; Ἀπέστειλε γιά τό λόγο αὐτό στόν Βουτσιναῖο ποιητικό διαγωνισμό μετάφραση ἑνός ἔργου τοῦ Paul Heyse, χωρίς ὅμως καί νά πληροφορήσει, πάρεξ στόν συνοδευτικό φάκελο πού ἀποσφραγίστηκε στό τέλος τοῦ διαγωνισμοῦ, τήν ἐπιτροπή ὅτι πρόκειται περί μεταφράσεως. Ὡς ἐκ τούτου οἱ κριτές δέν ἀναγνώρισαν τόν διάσημο «ἐξ ἀλλοφύλου μητρός ποιητικό τέκνον»[36] ἀλλά τό θεώρησαν «ἔργο γνήσιον ἑλληνίδος μούσης»[37] καί τό «ἤλεγξαν [τιμώντας τόν ρόλο τους] γιά ἐλαττώματα σπουδαῖα».[38] «Δέν ἀναγνώρισαν οἱ πολυμαθεῖς κριταί μου τό γερμανικόν περιεχόμενο ὑπό τό ἑλληνικό περιέχον».[39] Ἡ ἐν λόγω ἐνέργεια τοῦ Ἄγγ. Βλάχου δέν ἀμφισβητεῖ τή θέση τους, ὅπως στήν περίπτωση τοῦ Μητσάκη, ἀλλά τή σύνθεσή τους: κάποιος λείπει! Ὁ Ἄγγ. Βλάχος παρακολουθεῖ ἐκ τοῦ σύνεγγυς τό σκεπτικό τῆς ἐπιτροπῆς. Ἀποστέλλει ἐπιστολές σέ ἐφημερίδες. Πρός τόν Μιστριώτη, γιά παράδειγμα, καί γιά τήν κριτική πού ἄσκησε στό Γαμβροῦ πολιορκία. Σφυρηλατεῖ ἔριδες. Ἀκόμα καί στό ποιητικό μέτρο ἀκολουθεῖ τόν νεοελληνικό συρμό τοῦ ἀρχαιοελληνίζειν: τό ἰαμβικό τρίμετρο.
Ὁ Μητσάκης εἶναι ἀλλοῦ. Δέν μετέχει. Τά γαλλικά του, ἡ διαμέσου τῶν γαλλικῶν γνωριμία μέ τόν παρόντα κόσμο, ἡ σχετική ἀμεριμνησία του γιά τούς ἀρχαίους, καθόσον «δέν τούς πολυγνώριζ[ε] τούς ἀνθρώπους»[40], ἀλλά καί ἡ ἰδιορρυθμία του, τόν προστάτευσαν ἀπό τίς κακοτεχνίες τῆς νεοελληνικῆς συνθήκης. Ὁ Ἄγγ. Βλάχος, ἤδη τό 1874, εἶναι ὁ εἰσηγητής τοῦ Νικομήδειου δραματικοῦ ἀγῶνος. Ὁ ὑποναύαρχος Κων/νος Νικόδημος εἶναι ὁ χορηγός τοῦ φέροντος τό ὄνομά του δραματικοῦ ἀγῶνος. Ὅπως ἄλλοτε ὁ Βουτσινάς, ὁ Ράλλης καί ἄλλοι ἀγωνοθέτες, ἔτσι κι αὐτός χρηματοδότησε τή δική του ὑστεροφημία: τή δραματοποίηση «τῆς φοβεράς τῶν Ψαρῶν καταστροφῆς ἐν ἔτει 1824». Μάλιστα, ἡ ἔναρξη τῶν δραματικῶν ἀγώνων συνέπιπτε μέ τόν ἑορτασμό γιά τή συμπλήρωση τῶν πενήντα χρόνων. Τρεῖς μόνο ἀγωνιστάς! Δέν ἀπένειμαν τό γέρας εἰς κανέναν. Ἄν τό ἔκαναν θά παρεγνώριζαν τήν πρόθεση τοῦ ἀγωνοθέτου, ἡ ὁποία δέν εἶναι νά ἐμψυχώσει δι’ ἀπονομῆς βραβείων «ποιητικούς νεοσσούς» ἀλλά «νά προαγάγῃ […] εἰς φῶς ἔργον ἀληθῶς δραματικόν, ἄξιον τοῦ θέματός του».[41] Καί στόν ἑπόμενο Νικομήδειο, μόλις τρία δράματα ὑποβλήθησαν. Ἀποφάσισαν ὅμως νά παραγνωρίσουν τή θέληση τοῦ ἀγωνοθέτου καί νά ἀπονείμουν τό γέρας∙ ἀκριβῶς γιά νά ἐγκαρδιώσουν τούς συμμετέχοντες φερέλπιδες ποιητάς. Ἡ κριτική ἐπιτροπή θά ἀρκεσθεῖ νά «ἀναμένει ἔτι τόν δόκιμον δραματικόν ποιητήν ὅστις θέλει παραγάγει ἀληθές καί ἄψογον ἱστορικόν δρᾶμα».[42] Στόν Λασσάνειο δραματικό ἀγῶνα τοῦ 1898 εἶναι πρεσβύτης∙ δέν θέλει νά δίνει θέαμα στό κοινό, «νά ἀκούωσι μακρόν καί ὀχληρόν ὁρμαθόν κακιῶν καί κατακρίσεις καί ἀποδοκιμασίας […], τόν χαιρέκακον γέλωτα τῶν ἀσμενιζόντων εἰς ξένα ὀλισθήματα».[43] Δέν ἀπένειμαν βραβεῖο.
Ὁ Ἄγγ. Βλάχος εἶναι πλέον, ἀπό τό 1874, κριτικός λογοτεχνίας. Ἔχει μόνο καλά νά πεῖ γιά τήν ἀθηναϊκή ποίηση τῆς γενιᾶς πού προηγήθηκε. Τήν ἐποχή πού ὁ Μητσάκης “συμμετέχει” στόν Φιλαδέλφειο, δηλαδή τό 1891, οἱ ποιητικοί διαγωνισμοί ἔχουν πρό πολλοῦ παρακμάσει∙ ἀπό τήν ἐποχή πού ἔγινε κι ὁ τελευταῖος Βουτσιναῖος, δηλαδή τό 1877. Μάλιστα τήν ἴδια χρονιά, στίς 19/3/1877, στήν αἴθουσα τοῦ Παρνασσοῦ, ὁ εἰσηγητής Ροΐδης ἀνακοίνωσε τήν ἐτυμηγορία του: νεοελληνική ποίηση δέν ὑπάρχει. Οἱ ἀναλίσκοντες τόν βίο τους στή ἀρτισύστατη Ἀθήνα μέ λογοτεχνικά ζητήματα, νεήλυδες ἀρχαιοπώληδες οἱ περισσότεροι, συναισθάνονταν ἀπολύτως τή μεγίστη σημασία πού ἀπέδιδαν οἱ παλαιότεροί τους, ἀλλά καί οἱ σύγχρονοι, στήν ποίηση, σέ αὐτήν τήν ἀνακτορική ἅμαξα ἐξαρχαϊσμοῦ. Γνώριζαν ἐκ φήμης ἤ εἰς τήν ἐντέλειαν τήν ἱστορία τῶν ποιητικῶν διαγωνισμῶν. Ὁ Μητσάκης συμμετεῖχε νεαρός, μέ τό Βάπτισμα, στό διαγωνισμό διηγήματος τοῦ 1883 πού διοργάνωσε ἡ Ἑστία. Τό διήγημά του μοιράστηκε τόν ἔπαινο μαζί μέ ἄλλα τρία. Τό βραβεῖο ἀπονεμήθηκε, ἀπό τούς Πολίτη, Ροΐδη καί Λάμπρου, στή Χρυσούλα τοῦ Δροσίνη. Οἱ διαγωνισμοί συνεχίζονται, διαβαίνουν τό κατώφλι τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνα. Χωρίς ὅμως πλέον νά διέρχονται ἔφιπποι καί δαφνηφόροι οἱ ποιητές των. Ὁ Λασάνειος ἀπό τό 1889, ὁ Παντελίδειος ἀπό τό 1906, ὁ Αβερώφειος ἀπό τό 1910. Ὁ Καζαντζάκης συμμετεῖχε στόν δεύτερο Παντελίδειο τοῦ 1907 καί ὁ Φώτος Πολίτης μέ τό ἔργο Βρυκόλακας (;) κέρδισε τίς 500 δρχ. τοῦ Παντελίδειου μέ εἰσηγητή τόν πατέρα του, Γ. Ν. Πολίτη, ἐν τῇ μεγάλῃ αἰθούσῃ τοῦ Ἐθνικοῦ Πανεπιστημίου. Καί ὁ Καρυωτάκης συμμετεῖχε στόν Φιλαδέλφειο τοῦ 1920 μέ τρία ποιήματά του (Διᾶκος, Κανάρης, Byron). Ὄχι βέβαια ἀπό τά καλά του· καί τά τρία, ἄν καί δέν δεοντολογούν ὅπως σέ ἀνάλογες περιπτώσεις τοῦ 19ου αἰῶνα, εἶναι ὅμως καταστρωμένα διά τήν κατάλληλον περίσταση.
Ὅταν τό φιλολογικό σαλόνι τοῦ Οὐράνη (ὁμάδα τῶν Δώδεκα), τή δεκαετία τοῦ ’50, μέ κυριότερους συμμετέχοντες τούς Ι.Μ Παναγιωτόπουλο, Θεοτοκά, Τερζάκη, Καραγάτση, Ἄλκη Θρῦλο, ἱδρύει λογοτεχνικό βραβεῖο μέ χρηματικό ἔπαθλο 10.000.000 δρχ.(!), τί νά ὑποθέσουμε γιά τό ἐγχείρημα; Ὅτι παρίσταται μεγάλη ἀνάγκη συγκέντρωσης καί κύρωσης τοῦ ἐθνικοῦ πνευματικοῦ κεφαλαίου; Βράβευσαν τό 1951 τόν Καββατζή Ἀστέρη καί τό 1967 τόν Σαμαράκη (Λάθος). Ποῖος ἐνέχεται περισσότερο στήν κοινωνική σπουδαιότητα; Ὁ ἐκφέρων ἀνεπηρέαστος τή γνωμοδότηση πεφωτισμένος κριτικός ἤ ὁ κρινόμενος διεκδικητής, προεξοφλημένος στά γνωστά ἐπιμύθια τῶν κριτῶν; Μοῖρα τῆς ἀξίας εἶναι νά διαφεύγει τήν προσοχή τῶν κριτικῶν· ὑπονόησε ὁ Μητσάκης.
///
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Μαριλίζα Μήτσου, Στέφανου Ἀ. Κουμανούδη, Στράτης Καλοπίχειρος, τόμ. Β΄, ΜΙΕΤ 2005, σελ. 24.
[2] Παναγιώτης Μουλλᾶς, Ρήξεις καί συνέχειες, Σόκολη 1993, σ. 53.
[3] Αὐτ., σ. 279.
[4] Αὐτ., σ. 279.
[5] Αὐτ., σ. 280.
[6] Αὐτ., σ. 65.
[7] Αὐτ., σ. 286.
[8] Αὐτ., σ. 286.
[9] Κ. Θ. Δημαρᾶς, Κ. Παπαρρηγόπουλος, ΜΙΕΤ Αθήνα 2006, σ. 195.
[10] Panayiotis Moullas, Le concours poètiques de L’ Université d’ Athénes 1851-1877, Archives historiques de la jeunesse grecque 1989, σ. 210, σ. 44.
[11] Αὐτ., σ. 191.
[12] Αὐτ., σ. 195.
[13] Αὐτ., σ. 198.
[14] Μαριλίζα Μήτσου, Στέφανου Ἀ. Κουμανούδη…, ὅ.π., σ. 19.
[15] Νικολάου Καλοσπύρου, Εισαγωγή, ὅ.π., σ. 43.
[16] Αὐτ., σ. 21.
[17] Αὐτ., σ. 30.
[18] Κ. Θ. Δημαρᾶς, Προλεγόμενα στό Σ. Ἀ. Κουμανούδη, Συναγωγή νέων λέξεων, Ἑρμῆς 1998, σ. xxiv.
[19] Αὐτ., σ. xxvii. Ὁ ἴδιος ὁ Κουμανούδης, σέ προσωπικό ἀντίτυπο τῆς Β’ ἔκδοσης τοῦ Στράτη σημειώνει: «Ὁ Ροϊδης στίς 17 Ἰουλίου [μέ συνάντησε] … δέν ἐπήνεγκεν [ρ. ἐπιφέρω] ὅμως κρίσιν [γιά τόν Στράτην]». Ὁ Βιζυηνός, ἐπίσης, τήν 1η Αὐγούστου «κρίσιν δέν ἐπήνεγκεν». Ἀλλά καί ὁ Πανταζίδης, 6η Αὐγούστου, «κρίσιν οὐδεμία ἐπήνεγκεν». Τέλος, ὁ Δημ. Κορομηλᾶς, «τίποτε δέν μοί εἶπεν» (βλ. Μ. Μήτσου, ὅ.π., σελ. 52-53). Καημός μεγάλος. Λίγο ἀργότερα, μετά τή Β’ ἔκδοση, ἔγραψε τό γνωστό παραμυθητικό στιχούργημα· ὁ Στράτης του δέν τά πῆγε καλά, «καθώς τ’ ἄξιζε». Ὅταν δέ, ἐπιτέλους, ὁ Ραγκαβῆς τοῦ «ἐπήνεγκεν κρίσιν» περί τοῦ ποιητικοῦ μέτρου πού χρησιμοποιοῦσε, ἔπιασε ἀμέσως τίς διορθώσεις· σ’ ἕνα γιομάτο ὡς ἐπάνω γραφεῖο μέ χειρόγραφα, ἀντίγραφα, σημειωματάρια καί βοηθήματα μετρικῆς, πάλευε μ’ ἕνα σῶμα «ὑπεροκτακισχιλίων ἰαμβικῶν στίχων»· μέτραγε καί ξαναμέτραγε, ἐνῶ δίπλα του «οἱ ἄτμητοι στίχοι τοῦ Βερναρδάκη [τοῦ ἔργου του: Μαρία Δοξαπατρῆ] ἔρρεον οὕτω ἐκ τοῦ καλάμου του» (Μ. Μήτσου, ὅ.π., σελ. 100).
[20] Αὐτ., σ. xxvii.
[21] Ἔκθεσις τῆς ἐπί τοῦ Βουτσιναίου ποιητικοῦ διαγωνισμοῦ (1876) στό Γεώργιου Βιζυηνοῦ, Ἐπιστολές, ὅ.π., σ. 137-138/
[22] Π. Δ. Μαστροδημήτρης, Εἰσαγωγή στή νεοελληνική φιλολογία, Δόμος 2012.
[23] Παναγιώτης Μουλλᾶς, Ρήξεις καί συνέχειες, Σόκολη 1993, σ. 283.
[24] Panayiotis Moullas, ὅ.π., σ. 210.
[25] Ἡ καλλιέργεια παρόμοιων δεξιοτήτων δέν εἶναι βεβαίως μόνο ἑλληνική μέριμνα. Ὁ Π. Μουλλᾶς ἀναφέρει ὅτι στή Γαλλία κυκλοφοροῦσε τό 1954 τό ἔργο ἑνός Louis Chaffurin, μέ τόν τίτλο Le parfait secrètaire, καί τό ὁποῖο ὁ ἀναγνώστης μποροῦσε νά συμβουλευτεῖ γιά νά λάβει γνώση τῶν ἀκόλουθων ζητημάτων: «Πῶς ἕνας συγγραφέας ὑποβάλλει ὑποψηφιότητα γιά λογοτεχνικό βραβεῖο [καί] πῶς κολακεύει τά μέλη τῆς κριτικῆς ἐπιτροπῆς» (βλ. Π. Μουλλᾶς, Ὁ λόγος τῆς ἀπουσίας, δοκίμιο γιά τήν ἐπιστολογραφία, ΜΙΕΤ 1992, σ. 188).
[26] Panayiotis Moullas, ὅ.π., σ. 236. Ἡ Κρητηΐς, ἀποτελούμενη ἀπό 10 χιλ. δακτυλικούς ἑξαμέτρους, «ὑποδείχθηκε μέ βασιλικό διάταγμα ὡς διδακτικό ἀνάγνωσμα στά σχολεῖα τῆς Κρήτης» (Μ. Μήτσου, ὅ.π., σελ. 124).
[27] Αὐτ., σ. 118.
[28] Αὐτ., σ. 187.
[29] Βλ. Ἰωάννης Συκουτρῆς, Μελέτες καί ἄρθρα. Τα γερμανόγλωσσα δημοσιεύματα, τόμ. Α’, μτφρ. Δ. Ἰ. Ἰακώβ, Α. Ρεγκάκος, ΜΙΕΤ 2004, σ.75-76.
[30] Αὐτ., σ. 35.
[31] Αὐτ., σ. 74.
[32] Αὐτ., σ. 76.
[33] Panayiotis Moullas, ὅ.π., σ. 254.
[34] Αὐτ., σ. 254.
[35] Ἄγγελος Βλάχος, Κριτικά κείμενα, θεατρικά, τόμ. Β’, Ἵδρυμα Κώστα καί Ἑλένης Οὐράνη, Ἀθήνα 2016, σελ. 34.
[36] Αὐτ., σ. 41.
[37] Αὐτ., σ. 37
[38] Αὐτ., σ. 38.
[39] Αὐτ., σ. 43.
[40] Ὀλίγα λόγια, Μιχαήλ Μητσάκης, Κριτικά κείμενα, ἐπιστολές, ποίηση, τόμ. Β’, ὅ.π., σ. 192.
[41] Ἄγγελος Βλάχος, Κριτικά κείμενα, θεατρικά, τόμ. Β’, ὅ.π., σ. 112.
[42] Αὐτ., σ. 115.
[43] Αὐτ., σ. 218.
///
**
*
