Mary Oliver, Λάμπες

*

Στίς ὀκτώ, ὄχι ἀργότερα
Ἀνάβεις τίς λάμπες,

Τή μεγάλη πλάι στό φαρδύ παράθυρο,
Τή μικρή πάνω στό γραφεῖο σου.

Δέν προορίζονται γιά νά βλέπεις περνώντας –
Ἔξω πλανιέται τό λυκόφως πάνω ἀπό τήν ἄμμο,

Τίς χαμηλές βελανιδιές καί τά κούμαρα.
Ἀκόμη καί τά μικρόπουλα δέν ἔχουν καταλαγιάσει

Πέφτοντας γιά ὕπνο, ἀνέγγιχτα
Ἀπό τίς ἀλεποῦδες πού γυροφέρνουν. Ὄχι,

Ἀνάβεις τίς λάμπες γιατί
Εἶσαι μόνος στό σπιτάκι σου

Καί τά φιτίλια πού σταλάζουν χρυσάφι
Μοιάζουν δυό ἐπισκέπτες μέ καλές ἱστορίες

Θά τίς διηγηθοῦν σιγανά, μέ μαλακές φωνές,
Ἐνῶ ὁ ἀέρας ἔξω γυρίζει ἥσυχα

Σέ κόκκους λαμπεροῦ γαλάζιου.
Εὔχεσαι νά μήν ἄλλαζε ποτέ –

Ἀλλά βέβαια, ἡ νύχτα εἶναι πιστή
Στό ραντεβού της. Κάθε βράδυ,

Ἀνεξιχνίαστη μιά παρουσία, αὐτή ἔχει τήν τελευταία λέξη
Ἔξω ἀπό κάθε πόρτα.

(Twelve Moons, 1979)

Μετάφραση- Επιμέλεια στήλης
ΝΑΤΑΣΑ ΚΕΣΜΕΤΗ

*

*

*