*
Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
Το Ευγλωττίας εγκώμιο παρουσιάστηκε το 1523 από τον Φίλιππο Μελάγχθωνα, στενό συνεργάτη του Λούθηρου, στο πανεπιστήμιο της Βιτεμβέργης, όπου δίδασκε Ελληνικά από το 1518. Στην παράδοση του αντισχολαστικού ανθρωπισμού του Βάλλα, του Αγκρίκολα και του Έρασμου, η declamatio του Μελάγχθωνα εξαίρει τον ρόλο των ανθρωπιστικών σπουδών, και ιδιαιτέρως της ρητορικής, στην κατάκτηση της καλλιέργειας και τη διασφάλιση του πολιτισμένου βίου.
Ο Μελάγχθων αρχικά αμφισβητεί τον δογματικό διαχωρισμό ευγλωττίας και ορθής έκφρασης. Το να εκφράζεται κανείς σωστά δεν είναι η βάση στην οποία επιστοιβάζεται απλώς, ως πολυτέλεια σχεδόν, η δεινότητα λόγου, η «ευγλωττία». Τουναντίον, το να εκφράζεται κανείς σωστά συνδέεται άρρηκτα με την ευγλωττία, την ουσία της οποίας ο Μελάγχθων συνοψίζει στον όρο elegantia, ήτοι τη μεθοδική και έντεχνη καλαισθησία γλώσσας και νοήματος.
Την κατάκτηση της καλαισθησίας καθιστούν δυνατή η μελέτη, η μίμηση και η κριτική κατανόηση του λόγου των κλασικών συγγραφέων. Ύψιστα πρότυπα λόγου θεωρεί ο Μελάγχθων τους ποιητές (πρωτίστως) μα και τους ιστορικούς της αρχαιότητας. Εξυμνεί μάλιστα ιδιαιτέρως την πρακτική εξάσκηση στην παραγωγή λόγου, έναντι της παθητικής υπαγόρευσης και απομνημόνευσης.
Η αμέλεια των ανθρωπιστικών σπουδών και η άγνοια της αρχαίας γραμματείας σηματοδοτούν γενικευμένη αμάθεια και πρωτογονισμό. Τα βέλη του στρέφει ο Μελάγχθων κυρίως στον σχολαστικισμό, ο οποίος ευνόησε την παρανόηση των αυθεντικών νοημάτων του Ευαγγελίου και τη διαστροφή της θεολογίας σε ανυπόφορη τιποτολογία. Με την αναζωογόνηση της μελέτης της υψηλής γραμματείας, δίνεται επιτέλους η ευκαιρία να αποκατασταθεί η ενδεδειγμένη τάξη (ordo) της μάθησης: στην ευγλωττία θα στηριχθούν αξιόπιστα οι δεσπόζουσες επιστήμες της φιλοσοφίας, της νομικής και της θεολογίας.
~.~
ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΜΕΛΑΓΧΘΩΝ
Ευγλωττίας εγκώμιο [1]
Ακριβώς όπως ο Ησίοδος θρηνεί που οι θνητοί αγνοούν πόση ωφέλεια μπορεί να κρύβουν η μολόχα και ο ασφόδελος[2] –ωσάν να ήταν άχρηστα βότανα– έτσι θρηνούμε κι εμείς, κι όχι για πρώτη φορά, που οι νέοι αγνοούν πόση σημασία έχουν οι τέχνες του λόγου στη διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης καλλιέργειας. Τούτες, βέβαια, φαινομενικά δεν παρέχουν καμία ωφέλεια από εκείνες τις οποίες είθισται να επικροτούν τα πλήθη, κι όμως, η χρησιμότητά τους για τους ανθρώπους ξεπερνά οποιαδήποτε άλλη. Γιατί δεν υπάρχει τίποτα, πουθενά, στο σύνολο των πραγμάτων, που να προσφέρει μεγαλύτερη ευεργεσία στους θνητούς από αυτήν την κατηγορία τεχνών. Ωστόσο, καθώς οι νέοι αγνοούν τη σπουδαιότητά τους, το αποτέλεσμα είναι να τις περιφρονούν και να τις απαξιώνουν, χάνοντας το κίνητρο να αφιερώσουν τον κόπο που απαιτείται για να εκπαιδευθούν κατάλληλα σε αυτές. Είναι εξαιρετικό να σε αποκαλούν φιλόσοφο, υπέροχο να ακούς έναν νομομαθή, και αυτές τις μέρες κανένας τίτλος δεν προκαλεί περισσότερο τον έπαινο του πλήθος από εκείνον του θεολόγου· αλλά τις τέχνες του λόγου όλοι τις καταφρονούν, όπως καταφρονούσαν άλλοτε τους Μεγαρείς[3].
Γι’ αυτόν τον λόγο, φαίνεται σκόπιμο να αναδείξουμε εδώ τους παράγοντες που επιτάσσουν τη μελέτη των τεχνών αυτών. Μακάρι να είχα, βέβαια, το χάρισμα του Περικλή τώρα που προσπαθώ να επαναφέρω στον σωστό δρόμο την ασύνετη νεολαία. Τούτη απορρίπτει την πιο καλαίσθητη γραμματεία εν μέρει από λάθος –αφού τη θεωρεί περιττή σε σύγκριση με άλλα γνωστικά αντικείμενα– και εν μέρει από νωθρότητα. Γιατί η φύση των γραμμάτων, όπως και άλλων αγαθών πραγμάτων, είναι τέτοια που δεν μπορεί να την αδράξει κανείς δίχως να καταβάλει μέγιστο μόχθο. Είναι άλλωστε γνωστό ότι τα όμορφα πράγματα είναι και δύσκολα.
Εκείνον βέβαια που είναι σε θέση να κατανοήσει με πόσο λίγο κόπο εξασφαλίζεται τόσο μεγάλο κέρδος, και που δεν χάνει από τα μάτια του το μέγεθος της ωφέλειας την οποία κομίζουν αυτές οι τέχνες, δεν πρόκειται να τον αποτρέψει κανένα εμπόδιο, όσο δύσκολο και αν είναι, από τη μελέτη τους. Εάν δεν το συνειδητοποιήσεις αυτό, θα είναι αδύνατον να σου εξηγήσω πόσο μάταιη θα αποδειχθεί η ενασχόλησή σου με οποιαδήποτε άλλη επιστήμη. Γι’ αυτό, λοιπόν, άκουσε απροκατάληπτα τους λόγους που με οδήγησαν σήμερα εδώ, και γιατί θεωρώ τη γλωσσική καλαισθησία απολύτως απαραίτητη στους ανθρώπους.
Πρώτον, κανείς δεν είναι τόσο κουτόμυαλος ώστε να μην βλέπει ότι χρειαζόμαστε μια ακέραιη μέθοδο λόγου, μέσω της οποίας είμαστε σε θέση να εξηγούμε ξεκάθαρα τις σκέψεις που έχουμε στο μυαλό μας, όποιο κι αν είναι το θέμα που συζητάμε, δημόσια ή ιδιωτικά. Κι ίσως θα ήταν γελοίο να αναπτύξουμε εδώ πόσο απαραίτητη είναι ο λόγος για τον άνθρωπο. Διότι εκείνοι που περιφρονούν τη μελέτη της γλώσσας, σε καμία περίπτωση δεν θέλουν να δώσουν την εντύπωση ότι πάνε να στερήσουν τον άνθρωπο από την ομιλία, παρά αποδοκιμάζουν την καλλιέργεια της ρητορικής. Για αυτό και θα επικεντρωθώ στο να αναφέρω εν συντομία πόσο σημαντικό είναι να υπάρχει μια ακέραιη μέθοδος λόγου. Όποιος επιθυμεί να εξετάσει ορθά το ζήτημα, καταλαβαίνει ότι δεν διαφέρει και πολύ το να είσαι εντελώς μουγγός από το να μην χρησιμοποιείς καθόλου την τέχνη της ομιλίας. Γιατί δεν είναι εφικτό να εκφράσεις αυτό που σκέφτεσαι με τρόπο που θα γίνει κατανοητό, παρά μόνον εάν αποκτήσεις και ενισχύσεις την ικανότητα να μιλάς με τέχνη.
Οι σοφοί γνωρίζουν εκ πείρας ότι τίποτα δεν είναι πιο δύσκολο από το να μιλάς καθαρά και λαγαρά για οποιοδήποτε θέμα. Πρώτα από όλα, αν δεν διαφυλάξεις τη δύναμη και το βάρος των λέξεων ενόσω μιλάς, ποιος ακροατής θα καταλάβει τον λόγο σου; Εφόσον οι λέξεις, όπως και τα νομίσματα, επικυρώνονται μέσω της χρήσης, πρέπει κανείς να χρησιμοποιεί από αυτές που παρέλαβε, εκείνες τις οποίες εύγλωττοι άνθρωποι παρέδωσαν στις επόμενες γενιές, θαρρείς από χέρι σε χέρι, απαλλαγμένες από ασάφεια. Τον προηγούμενο αιώνα, όταν ο καθένας έπλαθε τις δικές του λέξεις, και οι ξένες λέξεις ανακατεύονταν με τις λατινικές, προέκυψε μια γλώσσα που δεν μπορούσε να γίνει κατανοητή ούτε κι από τους συγκαιρινούς.
Το χάσμα είναι τόσο μεγάλο, ώστε είναι αδύνατον να καταλάβουν τη γλώσσα αυτή οι μεταγενέστεροι. Ειλικρινά, ποιος ήταν σε θέση να κατανοεί τον Σκώτο ή κάποιον άλλον συγγραφέα παρόμοιας κοπής εκείνη την εποχή; Ακόμα και οι πιο εξοικειωμένοι, μετά βίας θα δήλωναν ότι δεν παραβιάζεται κατά κάποιον τρόπο η δομή ή η εκφορά του λόγου. Και όταν αυτές αλλοιώνονται, αναγκαστικά και ο λόγος καταλήγει να είναι ασαφής. Δεν είναι βέβαια σπάνιο να μιλάνε εντελώς αλλόκοτα ακόμα και οι μορφωμένοι. Αλήθεια, πόσο συχνά καθιστούν τον λόγο τους ασαφή, με τις αταίριαστες και αλόγιστες μεταφορές που χρησιμοποιούν; Ποιος μπορεί να υποφέρει έναν Απουλήιο και τους μιμητές του; Τουλάχιστον ο Απουλήιος πράττει σωστά όταν, αναπαριστώντας τον γάιδαρο, τον βάζει να γκαρίζει και όχι να μιλά.
Τέλος, ακόμα κι αν γνωρίζεις αρκετά καλά τις λέξεις και την εκφορά τους, δεν παύει να είναι εξαιρετικά δύσκολο να τις τοποθετήσεις σωστά· να απορρίψεις κάποιες και να αναδείξεις κάποιες άλλες, κάποιες να τις περιορίσεις σε όρια στενά, και άλλες να τις αναπτύξεις γενναιόδωρα, κάποιες να τις παραλείψεις και να τις κρύψεις, και άλλες να τις διατρανώσεις, ώστε να ξεχωρίζουν και να προβάλλουν σαν φώτα ανάμεσα στις σκιές.
Η ευγλωττία, φυσικά, είναι κάτι πολύ διαφορετικής κλίμακας από έναν ηχητικό ορμαθό λέξεων. Ωστόσο, βλέπω τους νέους να βυθίζονται στο σφάλμα, καθώς αγνοούν τόσο τη δύναμη όσο και τη φύση της. Θαρρούν ότι δεν αξίζει τον κόπο, δεν καταλαβαίνουν ποιο είναι το νόημα να καταβάλει κανείς τόσο μόχθο και ζήλο για να την κατακτήσει, και μέμφονται εμάς τους δασκαλάκους που την επαινούμε τόσο κοινότοπα, σαν φαρμακοπώλες που επαινούν τις αλοιφές τους. Ούτε επηρεάζονται από την αυθεντία αρίστων και σοφότατων ανθρώπων οι οποίοι, με μια φωνή και σάλπισμα παλλαϊκό, προσκαλούν τους νέους στη μελέτη της. Πόσο άθλια καταλήγει να είναι η κατάσταση των ανθρώπων όταν τα σπουδαιότερα αγαθά χάνονται από τα μάτια μας και παραγνωρίζονται. Διότι δεν αμφιβάλλω ότι, αν το μεγαλείο της ευγλωττίας ήταν κάτι που μπορεί να διακρίνει κανείς με τα μάτια, θα διήγειρε έρωτες ανήμερους γι’ αυτήν, όπως γράφτηκε[4]. Επειδή, όμως, οι νέοι διάγουν τον βίο τους ευκαιριακά και όχι με σαφή προσανατολισμό, ολισθαίνουν, με προπετή ορμή, προς εκείνα τα πράγματα που υμνούνται περισσότερο από το πλήθος.
Επομένως, αν κάποιος δεν έχει ασύνετη κρίση, συνειδητοποιεί βαθιά ότι δεν υπάρχει τίποτα που να υπερβαίνει σε ωφελιμότητα την επιδεξιότητα στον λόγο. Ολόκληρη η κοινότητα των ανθρώπων, το σύστημα οργάνωσης του δημόσιου και ιδιωτικού βίου με το οποίο θωρακίζουμε τη ζωή, καθώς επίσης και όλη η επικοινωνία, εξαρτώνται από τον λόγο.
Στη συνέχεια, πρέπει κανείς να πειστεί ότι, είναι αδύνατον να μιλήσει κατάλληλα και καθαρά για οτιδήποτε αν δεν έχει διαμορφώσει τον λόγο του με κάποια τέχνη, με μίμηση των αρίστων και με μεγάλη επιμέλεια, αξιοποιώντας γλώσσα που χρησιμοποιούμε όλοι από κοινού. Μόλις το εμπεδώσει αυτό, τότε αναμφίβολα δεν δεν θα ιεραρχήσει τίποτε ως σπουδαιότερο και λαμπρότερο από την εκμάθηση των τεχνών του λόγου. Είτε καλείσαι να επιδράσεις πάνω σε κάποιον παρέχοντάς του συμβουλή ή διδασκαλία, είτε καλείσαι να υπερασπιστείς κάποιο φιλοσοφικό δόγμα, είτε καλείσαι να προασπιστείς έναν δίκαιο και αγαθό σκοπό, δεν πρόκειται να πετύχεις τίποτα περισσότερο από ό,τι κάνουν τα βουβά πρόσωπα στη σκηνή, εκτός κι αν μετέλθεις μια ομιλία σφυρηλατημένη με τέχνη, τέτοια που να επανάγει, τρόπον τινά, τα σκοτεινά πράγματα στο φως.
Ξέρω ότι υπάρχουν ορισμένοι οι οποίοι διαχωρίζουν τη γλωσσική καλαισθησία από τη μέθοδο του να μιλάς ορθά, και δεν θεωρούν ότι έχει σημασία πώς μιλά κανείς, υπό την προϋπόθεση ότι υποδηλώνει σωστά το αντικείμενο[5]. Αν εξέταζαν το θέμα πιο προσεκτικά, θα έβλεπαν ότι σε καμία περίπτωση δεν προασπίζουν οι δάσκαλοι της ευγλωττίας ένα ασύστατο και περιττό προκάλυμμα. Στην καθαρή της μορφή, η θεμελιακή όψη της ευγλωττίας είναι η καλαισθησία. Αν δεν τη διαφυλάξεις, θα μιλάς όχι μόνον χωρίς χάρη και ενάργεια, μα και ακατάλληλα, ασαφώς και αδέξια. Στη διάπλαση των σωμάτων η καλαισθησία προκύπτει μόνον όταν όλα τα μέλη συνέχονται μεταξύ τους στη σωστή αναλογία, και, όταν πλάθονται διαφορετικά, το σώμα γίνεται τερατώδες. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, αν αλλοιώσεις τη θεμιτή σύνταξη του λόγου, την καθιστάς απλά τερατώδη και αδέξια. Σε μια επιστολή στην οποία υπερασπίζεται τους βαρβαριστές συγγραφείς της φιλοσοφίας, ο Πίκο —αστειευόμενος, θέλω να πιστεύω— διαχωρίζει την καλαισθησία από τη μέθοδο του να μιλάς σωστά, με ευτελή επιχειρηματολογία[6], και εκτιμά ότι τα πράγματα μπορούν να εξηγηθούν με κάθε είδους ομιλία. Δεν μπορώ να θυμώσω, βέβαια, μαζί του που υπερασπίζεται τον βαρβαρισμό απερισσότερο από όσο θυμώνω με τον Φαβορίνο που εξυμνεί τον πυρετό[7]. Εκπλήσσομαι, όμως, που υπάρχουν κάποιοι που πείθονται από τόσο σαθρές σοφιστείες πως τάχα δεν έχει σημασία πώς μιλάμε. Ο ζωγράφος, άραγε, αναπαριστά πιστά το σώμα αν καθοδηγεί το πινέλο του χωρίς καμία μέθοδο, αν το χέρι του κινείται αλόγιστα και τα σχέδιά του δεν βασίζονται στην τέχνη; Κατά τον ίδιο τρόπο δεν μπορείς να θέσεις ενώπιον άλλων αυτό που έχεις στο μυαλό σου, παρά μόνον εάν χρησιμοποιήσεις κατάλληλες και ευκρινείς λέξεις, δόκιμη σύνταξη και επιδέξια αλληλουχία έκφρασης. Διότι, όπως αναπαριστάμε τα σώματα με τα χρώματα, έτσι αναπαριστάμε και τις σκέψεις μας με τον λόγο. Επομένως, στον λόγο, είναι απαραίτητο να διαμορφώσεις με τέχνη μια εικόνα, μέσω της οποίας θα καθίστανται, ούτως ειπείν, διακριτά τα πρόσωπα των νοημάτων.
Είναι ντροπή να προτείνεις ένα λοξοδρόμισμα σε κάποιον που δεν ξέρει πού πάει. Κατά τον ίδιο τρόπο, όμως, και μάλιστα συχνότατα, εκείνοι που δεν φροντίζουν να μιλούν σωστά απομακρύνουν τον αναγνώστη από το σωστό μονοπάτι. Πόσο συχνά δεν τον εξαπατούν με την κακή χρήση μιας λέξης; Επανειλημμένα στη φιλοσοφία και στις Γραφές επιβάλλονται σολοικισμοί από τους μεταφραστές μας. Ποιος μπόρεσε να καταλάβει το νόημα της φράσης του Παύλου στην Προς Κορινθίους, την οποία αυτά τα ανδρείκελα[8], οι περιφρονητές της καλαισθησίας, μετέφρασαν: «από πολλά προσωπεία προσώπων»;[9] Ποια παραζάλη παρασύρει τον Αυγουστίνο, και τον οδηγεί μακριά από τον στόχο του ενόσω εξηγεί τη φράση που συναντάμε στο Κατά Ιωάννη: τὴν ἀρχὴν ὅτι καὶ λαλῶ ὑμῖν;[10]
Υπάρχουν αμέτρητα παραδείγματα αυτού του είδους, όπου οι βαρβαρισμοί πλάνεψαν ακόμα και ανθρώπους κάποιας μόρφωσης. Πράγματι, δεν πρόκειται να ικανοποιήσεις τον αναγνώστη με οποιονδήποτε τρόπο έκφρασης. Η ικανότητα αυτή πρέπει να αποκτηθεί με φροντίδα και ζήλο· με την ικανότητα αυτή μπορείς να τοποθετήσεις με σαφήνεια τις σκέψεις που βρίσκονται στον νου σου κάτω από το βλέμμα των άλλων και να μιλήσεις κατάλληλα, τουτέστιν καλαίσθητα, για όλα όσα απαιτεί το θέμα.
Γι’ αυτό, ας χορηγούμε μάλλον ελλέβορο σε όσους ανακατεύονται με την ομορφιά του λόγου, αφού τους είναι τόσο ξένη η κοινή λογική, που δεν καταλαβαίνουν καν τι σημαίνει να μιλάς[11]. Διότι ήταν η αναγκαιότητα που έφερε στο προσκήνιο την καλαισθησία· καθετί βαρβαρικό είναι απροσδιόριστο, ενώ οτιδήποτε εκλαμπρύνεται με τα στολίδια της ρητορικής, καθίσταται πιο κατανοητό. Ο Φάβιος[12] έγραψε ότι τα ρητορικά σχήματα χρησιμοποιούνται για αυτόν ακριβώς τον σκοπό και πιστεύει ότι δεν είναι σε καμία περίπτωση σωστό να διαχωρίζουμε την αληθινή όψη από τη χρησιμότητα[13]. Αλλά και στις ιερές γραφές —για να αφήσουμε την κοσμική γραμματεία— υπάρχει, ρωτώ, κάποιο ρητορικό σχήμα που γυρεύεις μα δεν βρίσκεις; Πιστεύω, φυσικά, ότι οι προφήτες δεν θα τα είχαν αξιοποιήσει αν έκριναν πως δεν συμβάλλουν καθόλου σε όσα πραγματεύονται.
Είστε σε θέση να δείτε, λοιπόν, για ποιον λόγο σας συνιστώ τη μελέτη της ευγλωττίας· διότι δεν μπορούμε ούτε να εξηγήσουμε τι θέλουμε εμείς οι ίδιοι, αλλά ούτε και να κατανοήσουμε τα σωζόμενα γραπτά που συνέταξαν άξια οι πρόγονοί μας, παρά μόνον αν έχουμε μελετήσει διεξοδικά κάποιο ασφαλές πρότυπο λόγου. Από την πλευρά μου, δεν βλέπω πώς θα μπορούσαν να υπάρχουν άνθρωποι που δεν επιθυμούν ούτε να εξηγήσουν τι σκέφτονται, ούτε να καταλάβουν τι λέγεται άριστα. Επομένως, ακόμη κι αν η ευγλωττία δεν διέθετε αξιοπρέπεια και χάρη, είναι ωστόσο πιο ζωτική, όπως λένε, ακόμα κι από τη φωτιά, τον αέρα και το νερό[14]. Γιατί πώς θα μπορούσαν να σταθούν οι ανθρώπινες κοινωνίες, αν η ευγλωττία εγκατέλειπε την υπεράσπιση των ιερών και κοσμικών νόμων, εάν ο στρωτός λόγος δεν χρησιμοποιούνταν σε δημόσιες και ιδιωτικές διαβουλεύσεις ή εάν τα πεπραγμένα δεν μπορούσαν να μεταδοθούν στις μεταγενέστερες γενιές με κανένα γραπτό; Ποιο θα ήταν το αποτύπωμα της ανθρωπότητας σε μια τέτοια κατάσταση; Και πόσο θα διαφέραμε από την παρωχημένη εκείνη εποχή κατά την οποία σχεδόν κανείς δεν καταλάβαινε τη γλώσσα των ιερών βιβλίων, και οι ιεροί νόμοι διαμορφώνονταν και αναπλάθονταν σε καθημερινή βάση από την κρίση ανόητων σοφιστών;
Όσα έλαβαν χώρα εκείνη την εποχή βρίσκονται θαμμένα στο αιώνιο σκοτάδι, γιατί δεν υπήρχε κανείς που θα μπορούσε να τους χαρίσει το φως των γραμμάτων. Όλα τα αντικείμενα μάθησης διέπονταν από μια γλώσσα τόσο ασαφή, στην οποία δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν ακόμα και οι εμπειρότεροι δάσκαλοι. Ξιφουλκούσαν μεταξύ τους οι φιλόσοφοι ο καθένας με τη δική του γλώσσα, σαν μονομάχοι που τους έχουν δέσει τα μάτια, και τίποτε δεν γινόταν κατανοητό με σαφήνεια ακόμα και από τους ακολούθους τους. Σωστά είχε μιλήσει εκείνος που είπε ότι για τους Αθηναίους ο Ανάχαρσις σολοικίζει, ενώ για τους Σκύθες σολοικίζουν οι Αθηναίοι[15]. Αλλά και στο ίδιο τους το σπίτι, έπλαθε ο καθένας με απίστευτη ελευθερία τη δική του διάλεκτο. Θα ορκιζόσουν ότι ο καθένας έβρισκε ευχαρίστηση, όπως ο Ηράκλειτος[16], να διαχέει το σκοτάδι στους άλλους θνητούς.
Εφόσον είναι ήδη πολύ ξεκάθαρο πόσο μας έχει ζημιώσει η περιφρόνηση της ευγλωττίας, γιατί, άραγε, δεν αποστρεφόμαστε τον βαρβαρισμό ωσάν να ήταν η βλαβερότερη μάστιγα; Γιατί δεν τον απομακρύνουμε από τα σχολεία με καθολική συναίνεση; Γιατί κακολογούμε τόσο καιρό την ευγλωττία, λες και υπάρχει καλύτερο και σπουδαιότερο πράγμα από όσα βλέπουν το φως του ήλιου;
Μέχρι στιγμής εξηγήσαμε ότι η αναγκαιότητα μας επιβάλλει να επιδιώξουμε και να διατηρήσουμε μια ακέραιη μέθοδο λόγου. Αν κάποιος, βέβαια, συγκινείται ελάχιστα από αυτά, θα ήταν πιο δίκαιο οι θεοί να δώσουν σε αυτόν αυτιά γαϊδάρου, παρά στον Μίδα. Ας συμφωνήσουμε, λοιπόν, ότι δεν πρέπει να καταφρονείται ο καρπός της ευγλωττίας· το πνεύμα διεγείρεται και εκπαιδεύεται με τη χρήση των τεχνών στις οποίες συνίσταται η ευγλωττία, ώστε να αντιλαμβάνεται με σωφροσύνη όλες τις ανθρώπινες υποθέσεις, και μάλιστα με τρόπο τέτοιο που λιγότερο αδρά συνοδεύει η σκιά το σώμα, από όσο η ευγλωττία συνοδεύει τη σωφροσύνη. Ασχολούμαι προς το παρόν με τα ανθρώπινα θέματα, αργότερα θα καταπιαστώ και με τα ιερά. Οι πρόγονοί μας διείδαν ότι τούτα τα δύο –η γνώση του να μιλάς σωστά και η κριτική ικανότητα του νου μας– συνδέονται από τη φύση τους. Γι’ αυτό και είπαν επίσης κάποιοι, όχι άστοχα, ότι ο λόγος είναι η εκδίπλωση της λογικής σκέψης. Και ο Όμηρος, ο ποιητής, απέδωσε στα ίδια πρόσωπα ευγλωττία και σοφία. Αφήνοντας κατά μέρος τους άλλους ήρωες, στον Οδυσσέα, του οποίου τα λόγια παρομοιάζει με χιονονιφάδες[17], απέδωσε και τα δύο σε ένα μόνον στίχο, γράφοντας: Εσένα ωστόσο και τα λόγια σου έχουν μορφή και το μυαλό σου λάμπει[18]. Και δεν θα αντισταθώ στον πειρασμό να αναφέρω πώς το εξέφρασε αυτό στα λατινικά ένας λόγιος: «Έχεις δυνατό μυαλό και είσαι συνάμα χαριτόγλωσσος»[19]. Μα τι θεϊκή φράση! Πραγματικά, αξίζει πολύ περισσότερο να ενσταλαχθεί με πάθος στις καρδιές των νέων από τα Δελφικά αποφθέγματα! Γιατί τι άλλο διέκρινε ο άριστος αυτός πρεσβύτης από το ότι η σωφροσύνη και η ευγλωττία συνδέονται μεταξύ τους τόσο στενά, ώστε δεν μπορούν να διασπασθούν με οποιονδήποτε τρόπο; Μακάρι όλοι οι νέοι να λάμβαναν ως οδηγό τους αυτόν τον μικρό στίχο, ώστε να προσανατολίζουν όλες τις μελέτες και τις αναζητήσεις τους προς αυτόν, σαν στόχο τον οποίο σημαδεύουν· να συνειδητοποιήσουν πως οφείλουν να διοχετεύουν κάθε μόχθο, φροντίδα, φιλεργία, στοχασμό και πνεύμα, στην κατάκτηση αυτών των τεχνών, τις οποίες ο Όμηρος, άλλωστε, τις ανέδειξε ακριβώς επειδή θέλησε να φανούν αυτό που πραγματικά είναι –τα ομορφότερα και χρησιμότερα πράγματα για τον άνθρωπο.
Τι πιστεύετε ότι είχαν κατά νου οι αρχαίοι Λατίνοι, οι οποίοι αποκαλούσαν τις τέχνες του λόγου «ανθρωπιστικές»; Μα ότι έκριναν, δίχως άλλο, πως με τη μελέτη αυτών των πεδίων του επιστητού, όχι μόνο εκλεπτύνεται η γλώσσα, αλλά και εκπολιτίζεται η αγριότητα και βαρβαρότητα του ανθρώπινου πνεύματος. Γιατί, όπως με την κατάλληλη εκπαίδευση πολλά ζώα απεκδύονται την άγρια φύση τους, έτσι και ο νους του ανθρώπου εξημερώνεται και εξευγενίζεται.
Υπάρχουν δύο λόγοι για τους οποίους η κριτική μας ικανότητα οξύνεται με τη μελέτη του λόγου. Ο πρώτος είναι ότι, όσοι εντρυφούν σε αυτές τις τέχνες, είναι αναγκαίο να έρχονται σε επαφή με παραδείγματα συγγραφέων οι οποίοι κατέκτησαν την ύψιστη σωφροσύνη κατόπιν συνεχούς τριβής με τα σπουδαιότερα ζητήματα. Με την επαφή μαζί τους οι αναγνώστες ενστερνίζονται σημαντικές όψεις της κρίσης τους, όπως παίρνουν χρώμα εκείνοι που περπατούν στον ήλιο. Είθισται να μεταδίδουμε στα νεαρά πνεύματα ένα πρότυπο ορθής ομιλίας και σκέψης, από το οποίο θα κληθούν να μάθουν τη δύναμη των λέξεων, τη δομή του λόγου και τις μορφές έκφρασης. Η μίμηση, ασφαλώς, βοηθά την κατάκτηση του λόγου, όπως γίνεται και σε άλλες τέχνες. Δεν θα ήταν, ασφαλώς, δυνατό να φθάσει σε τόση ομορφιά και χάρη η ζωγραφική τέχνη του Απελλή, αν εκείνοι που πρώτα συνέθεσαν μονοχρώματους πίνακες ή, πλάγιες εικόνες[20] δεν είχαν διδάξει πολύ νωρίτερα πώς να σχεδιάζονται περιγράμματα. Έτσι και από τους άριστους συγγραφείς θα λάβεις μια ορθή μέθοδο κι ένα υπόδειγμα[21] λόγου και κρίσης, τα οποία θα ακολουθήσεις, όποιο θέμα κι αν πρόκειται να πραγματευθείς.
Ως εκ τούτου, όσοι έχουν ανά χείρας το έργο εύγλωττων συγγραφέων, σταθμίζουν αυτό που πρέπει να θαυμάζουν, να επαινούν και να μιμούνται σε καθέναν από αυτούς. Οι πρώτοι τους οποίους οι νέοι προτρέπονται να γνωρίσουν είναι οι ποιητές και οι ιστορικοί. Ακόμα κι όταν τους προσκαλούν μόνο για διασκέδαση, όπως τις κιθαρίστριες στα συμπόσια, τούτο δεν βλάπτει ιδιαίτερα την εκτίμηση αυτών των εξεχόντων ανδρών. Οι ποιητές άλλωστε αποσκοπούν στην ωφέλεια[22], και, ταυτόχρονα, τα εξαίρετα πράγματα τέρπουν πολύ τα όμορφα μυαλά. Πρέπει, λοιπόν, κανείς να αναζητήσει σε αυτούς ένα πρότυπο λόγου αλλά και να παρακολουθήσει την κρίση τους για πράγματα που απασχολούν όλους τους ανθρώπους.
Γελάω συχνά με το πλήθος των Ελλήνων φιλολόγων που ερμηνεύουν αλληγορικά ολόκληρο το έπος του Ομήρου με τη χρήση φυσικής θεωρίας και λαμβάνουν μεγάλη ευχαρίστηση όταν, με μια νέα μεταμόρφωση, ωσάν γουστόζοι θαυματοποιοί, μετατρέπουν τον Δία σε αιθέρα και την Ήρα σε αέρα – πράγματα που ο Όμηρος ούτε που θα ονειρευόταν ποτέ, ακόμα και υπό την επίδραση πυρετού. Πόσο χρήσιμο θα ήταν να αναδειχθούν όσα ενδιαφερόταν να θαυμάσουν ιδιαίτερα οι αναγνώστες του, δηλαδή η ποιότητα και η λαμπρότητα της αφήγησής του, μα επίσης η οικονομία[23] του έπους –ιδίως το πώς εντάσσει διάφορα συμβούλια, γεγονότα σε αξιοθαύμαστη σειρά, ή πώς βρίσκει την πρόσφορη αφορμή να επεκταθεί σε νέα επεισόδια–, η έγνοια του να υπηρετήσει την ευσχημοσύνη, πόση είναι η αφθονία και η ποικιλία λέξεων και εκφράσεων σε εκείνα τα μέρη στα οποία επεδίωκε να διατηρήσει αμείωτη την προσοχή του αναγνώστη. Βλέπεις, χαρακτηριστικά, πώς αφηγείται την ανταρσία στο δεύτερο βιβλίο της Ιλιάδας, επ’ ουδενί βαρετά ή άψυχα[24]. Διότι πράγματι, Θεέ μου, με τι σαφήνεια, με πόση δεινότητα πραγματεύεται το ξεκίνημα της στάσης, και την ίδια τη μανία του πλήθους, τα στασιαστικά λόγια ορισμένων χαρακτήρων, τη μορφή και τις αντιρρήσεις του Θερσίτη καθώς και τις δύο πολύ σημαντικές ομιλίες εκείνων που καταπράυναν τα πνεύματα, από τις οποίες πιο οξύς ήταν ο λόγος του Οδυσσέα και πιο ήπιος ο λόγος του Νέστορα! Δεν θα μπορούσες να βρεις πιο ιδεώδες πρότυπο άρτιου λόγου, την καλαισθησία και τις αρετές του οποίου θα έπρεπε να μελετά επισταμένως κάποιος που πασχίζει να το μιμηθεί και να το υιοθετήσει στον γραπτό λόγο. Και μην σου περάσει από το μυαλό ότι ο Κικέρων αποκάλεσε βεβιασμένα τον Όμηρο ‘ρήτορα’[25], ούτε ότι ο Φάβιος δήλωσε αλόγιστα ότι ο ποιητής αυτός διέπρεψε σε όλες τις αρετές της ρητορικής[26]. Ποιο θεατρικό έργο κατάφερε ποτέ να παρουσιάσει τις ανθρώπινες υποθέσεις καλύτερα από το έπος του Ομήρου, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, ώστε να είναι αδύνατο να μην μας συνεπάρει κατά την ανάγνωση ο θαυμασμός μας για το ύφος του; Επιπλέον, ο Όμηρος μας επιτρέπει τη θέαση χαρακτήρων, την κατανόηση των παθών του πλήθους και των ηγεμόνων, τη φύση των διαβουλεύσεων που προηγούνται ενός εγχειρήματος. Αν ο Αρκεσίλαος δεν είχε πειστεί ότι τούτα αποτελούν πηγές διάπλασης του πνεύματος, δεν θα αποκαλούσε τον Όμηρο εραστή του[27]. Μου φαίνεται ότι, ανάμεσα σε όλα όσα έχει πετύχει η ανθρώπινη διάνοια, δεν υπάρχει τίποτε που να ξεπερνά σε σωφροσύνη το έργο του. Ούτε θα δίσταζα να δηλώσω ότι, όπως υποστήριξε και ο Οράτιος, ο Όμηρος δίδαξε καλύτερα και από τον Χρύσιππο ή τον Κράντορα τι είναι σωστό και τι είναι χρήσιμο[28]. Αναρωτιέμαι, αλήθεια, πώς θα μπορούσε να αποτυπωθεί πιο απολαυστικά η προπέτεια των βασιλιάδων από εκείνο το επεισόδιο στο οποίο βάζει τον Αγαμέμνονα, παρορμημένο από ένα όνειρο, να οδηγεί ολόκληρο το ελληνικό στράτευμα σε κίνδυνο[29]; Είναι άλλωστε γνωστό ότι οι ηγεμόνες πολλές φορές αναστατώνουν τα πάντα για ασήμαντους λόγους. Τι υπάρχει στην ασπίδα του Αχιλλέα[30]; Δεν απεικόνιζε όμορφα τα στοιχεία των πραγμάτων και τα λαμπρότατα αστέρια, καθώς επίσης και τη θέση και τις τροχιές τους, από όπου αργότερα και οι φιλόσοφοι έμαθαν τη μέθοδο μέτρησης των ουρανίων μεγεθών; Λέει, για παράδειγμα, ότι η Μεγάλη Άρκτος δεν δύει ποτέ και πως ο Ωρίων βρίσκεται απέναντί της– με τη φράση αυτή διατρέχει ένα σημαντικό τμήμα της αστρονομίας. Και τι να πούμε για το γεγονός ότι, στο ίδιο σημείο αντιπαραβάλλει τα αγαθά της ειρήνης με τα δεινά του πολέμου, περιγράφοντας δύο πόλεις –τη μία να ακμάζει ειρηνικά και την άλλη να καταστρέφεται από τον πόλεμο; Πώς θα μπορούσε να δείξει καλύτερα πόσο απεχθές και ισοπεδωτικό για καθετί καλό στον κόσμο είναι ο πόλεμος! Στην ειρηνική πόλη λαμβάνει χώρα ένας γάμος, διεξάγεται δικαστική διαδικασία, αντιπαρατίθενται νομικά επιχειρήματα, και θαυμάζονται οι ρήτορες. Στην άλλη, τα παιδιά σφάζονται, οι νόμοι σιωπούν, η αγορά είναι έρημη, και είναι βαθιά αξιολύπητη η ερείπωση των πολιτικών μελημάτων. Μα, θα μπορούσε να επινοηθεί πιο σοφή απεικόνιση από τούτη;
Δεν μου φαίνεται φρόνιμο να επεκταθούμε εδώ και σε άλλα χωρία από τον Όμηρο. Αναφέρθηκα στα παραπάνω προκειμένου να πείσω τους μελετηρούς νέους ότι όχι μόνο το στόμα και η γλώσσα, αλλά και η καρδιά διαπλάθεται με τη γνώση των καλών συγγραφέων. Πιστεύω ότι αυτός ήταν παλαιότερα ο λόγος που οι Έλληνες ήθελαν να εξοικειώσουν τους άνδρες τους με τον Όμηρο. Ο Σόλων και ο Πεισίστρατος ήταν που όρισαν με νόμο την τελική διάταξη των ομηρικών επών[31]. Διότι σε εκείνη τη χρυσή εποχή οι ηγεμόνες αντιλαμβάνονταν ως ευθύνη τους να διασφαλίσουν πως κανένα ωφέλιμο γραπτό δεν θα κινδυνέψει να χαθεί (στις μέρες μας, από την άλλη, καθετί βασιλικό έχει γίνει συνώνυμο του άμουσου[32]). Λίγο αργότερα καθιερώθηκε το ομηρικό έπος να τραγουδιέται δημόσια στα θέατρα από τους ομηρικούς ραψωδούς, έτσι ώστε στα αυτιά των νέων να ηχεί αδιάκοπα το θείο έπος και να εξασκούνται έτσι στους κανόνες της ορθής ομιλίας και κρίσης.
Ανάμεσα στους Ρωμαίους, ο Βιργίλιος ήταν εκείνος που συναγωνίζεται περισσότερο τον Όμηρο, και σαφώς, αν δεν κάνω λάθος, οφείλεται ίσος έπαινος και στους δύο, είτε εξετάζουμε την έκφραση είτε τη σπουδαιότητα των νοημάτων. Και τι παρουσιάζουν οι τραγικοί μέσω πολλών παραδειγμάτων, αν όχι τα ήθη και τις τύχες των τυράννων; Και δεν είναι η κωμωδία ένας καθρέφτης της ιδιωτικής ζωής; Ο Φάβιος τόνισε ότι η ποίηση μπορεί να αποτελέσει οδηγό για τους μαθητές σε όλα τα πράγματα[33]. Κατά τη γνώμη μου, είναι άφθονα τα εκφραστικά σχήματα που απαντώνται στον λόγο, και από την ποικιλία αυτή το πνεύμα μας άλλοτε εκπαιδεύεται και άλλοτε τέρπεται. Ο Δημοσθένης πίστευε ότι η κρίση διαμορφώνεται και η ικανότητα του λόγου αυξάνεται από τη γνώση της ιστορίας. Ο ίδιος εξοικειώθηκε με τον Θουκυδίδη σε τέτοιο βαθμό, ώστε αντέγραψε το έργο του οκτώ φορές[34]. Ο Κικέρων αγαπούσε επίσης τον Ξενοφώντα[35]. Και εφόσον το σύνολο της ανθρώπινης ιστορίας αποτελεί ένα είδος πολιτείας[36], σκιαγραφεί διάφορες μορφές ρύθμισης των δημοσίων υποθέσεων. Για να μην μακρηγορήσω, ας ρωτήσω μόνον τι είναι πιο αξιοθαύμαστο από τη σύγκριση των πολιτευμάτων στον Ηρόδοτο, όπου Πέρσες σατράπες προκρίνουν είτε τη δημοκρατία, είτε την ολιγαρχία είτε τη μοναρχία[37]; Σε αυτή την ενότητα του έργου, βλέπεις ότι ο σπουδαιότατος αυτός συγγραφέας σκιαγράφησε όλες τις ασθένειες και τις αδυναμίες των πολιτευμάτων ωσάν να συνέθετε έναν πίνακα. Στην πραγματικότητα, άλλωστε, κανείς δεν είναι τόσο αδαής ώστε να μην αντιλαμβάνεται ότι οι ιστορίες γράφονται με πρόθεση να διαφανούν παραδείγματα όλων των ανθρώπινων έργων τοποθετημένα –θαρρείς– σε περίοπτη θέση. Αν αυτά δεν οδηγούν στη διαπαιδαγώγηση και τον παραδειγματισμό των θνητών, πώς και ο Σκιπίων βίωσε να ανυψώνεται σε αρετή ατενίζοντας τις μορφές εξεχόντων ανδρών[38];
Όταν οι ρήτορες χειρίζονται υποθέσεις της πολιτείας και συμμετέχουν σε δικαστικές διαδικασίες, μιλούν τόσο πολύ για δίκαιους και καλούς νόμους, και είναι σαφές ότι διδάσκουν πολλά χρήσιμα πράγματα. Υπάρχει, άραγε, κάποιο ζήτημα ηθικής φιλοσοφίας που να μην έχει θίξει ο Δημοσθένης ή ο Κικέρων; Κανένας φιλόσοφος δεν ζωγράφισε καλύτερα το άριστο πολίτευμα[39] από όσο εκείνοι στις δημηγορίες τους, επιτιθέμενοι στους βίαιους πολίτες και τους συνωμότες με τη γραφίδα τους σαν να ήταν ξίφος, ή υπερασπιζόμενοι την πολιτεία απέναντι σε εχθρικές δυνάμεις με τη συμβουλή τους. Τι πιο λαοφιλές και αληθινό θα μπορούσε να στοχασθεί κανείς για την ειρήνη από αυτό που είπε ο Κικέρων στον λόγο στον οποίο συμβουλεύει κατά του αγροτικού νόμου[40]; Τι πιο υψηλό από εκείνη την εξύμνηση των νόμων στον λόγο του Δημοσθένη Κατά Αριστογείτονος, την οποία οι νομομαθείς αναπαράγουν στα εγχειρίδιά τους[41]; Αλλά τι νόημα θα είχε να πλέξω εδώ ένα εκτενέστερο εγκώμιο[42] των συγγραφέων αυτών; Κάνε ο ίδιος μια δοκιμή, εξέτασε ποιος ξεχωρίζει από τους κλασικούς, με πόση σαφήνεια και χάρη εξηγεί τα πάντα, και πόσο σοφά συναρθρώνει όσα εξυπηρετούν τον σκοπό του. Διότι αν δεν καταπιαστείς με τη μίμησή τους, θα καταστεί εντελώς ανέφικτη η ικανότητά σου να μιλάς και να κρίνεις σωστά.
Μένει τώρα να εξετάσουμε και τον άλλο λόγο για τον οποίο δηλώσαμε ότι η κριτική ικανότητα οξύνεται με τη μελέτη της ευγλωττίας. Αυτό συμβαίνει επειδή η φροντίδα για την ορθή έκφραση από μόνη της καθιστά το πνεύμα πιο ακμαίο, ώστε να αντιλαμβάνεται πιο σωστά τι είναι το πιο κατάλληλο ή το πιο ωφέλιμο σε οποιοδήποτε θέμα. Όπως ακριβώς βλέπουμε ότι η σωματική ρώμη ενισχύεται με την άσκηση, δεν μπορεί παρά να ισχύει ότι το πνεύμα όσων δεν ωθούνται ούτε στο ελάχιστο να καταβάλουν διανοητικό μόχθο, αδρανοποιείται. Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι η μελέτη των καλών συγγραφέων είναι πολύ ωφέλιμη. Στην πραγματικότητα, όμως, αν δεν πλαισιώσεις την ανάγνωση των συγγραφέων με την πρακτική εξάσκηση στη γραφή και την ομιλία, δεν θα είσαι σε θέση ούτε να αντιληφθείς με οξυδέρκεια τη σκέψη και την αξία τους, ούτε να συλλάβεις με τον νου ασφαλείς κανόνες κρίσης και παρατήρησης. Επομένως, για να αποκτήσεις την ικανότητα να μιλάς και να κρίνεις, τίποτα δεν είναι πιο απαραίτητο από την πρακτική εξάσκηση της πένας. Τι άλλο εννοούσε ο Αφράνιος όταν δήλωνε ότι η σοφία είναι παιδί της εμπειρίας[43], παρά ότι ο νους αφυπνίζεται και εκπαιδεύεται με την εξάσκηση στην ομιλία και τη συζήτηση; Ο Αναξαγόρας κατέλιπε ένα απόφθεγμα άξιο να μνημονεύεται από τους μεταγενέστερους, λέγοντας ότι το χέρι είναι η αιτία της σοφίας[44], επειδή έβλεπε ότι όλες οι τέχνες αποκτώνται με την εξάσκηση και ότι η οκνηρία καθιστά τον νου εντελώς άγονο.
Διότι όπως ακριβώς μαθαίνουμε τις εμπειρικές τέχνες με την εξάσκηση, και κανείς δεν είναι τόσο ανόητος ώστε να πιστεύει ότι θα γίνει Απελλής με το που πιάσει στα χέρια του ένα πινέλο, έτσι και ο νους πρέπει να εξοικειωθεί μέσω της εξάσκησης στο να στρέφεται ευφυώς προς το καθετί. Παρομοίως, ο Μ. Κικέρων είχε σε τόσο υψηλή εκτίμηση τη γραφίδα που έγραψε ότι είναι ο καλύτερος και άριστος συγγραφέας και δάσκαλος[45]. Ο ίδιος, μάλιστα, συνήθιζε στον ελεύθερο χρόνο του να μεταφράζει κάποια πράγματα από τα ελληνικά στα λατινικά, να επεξεργάζεται κάποια εκ νέου, και να συνθέτει κάποια ρητορικά γυμνάσματα. Με αυτή τη σπουδή διατήρησε τη δύναμη και το σθένος της διάνοιάς του και εμπλούτισε την ευχέρεια του λόγου του. Έτσι μιλά για τον εαυτό του στον Βρούτο –για να μη φανεί ότι επινοώ κάτι ανυπόστατo: «Εγώ δεν έπαψα ποτέ να προσπαθώ να αυξήσω όσο ταλέντο διέθετα με κάθε λογής εξάσκηση, και ιδιαίτερα με το γράψιμο»[46]. Ο Δημοσθένης αποσύρθηκε ένα διάστημα σε μια σπηλιά για να αφοσιωθεί στην τέχνη της ομιλίας[47], και λένε ότι συνήθιζε να δουλεύει τη νύχτα εξαντλητικά θυσιάζοντας κάθε απόλαυση[48]. Ο Πλούταρχος ο συγγραφέας, μάλιστα, αναφέρει ότι ο λύχνος του Δημοσθένη έκαιγε αδιάκοπα όλα τα βράδια μέχρι το πεντηκοστό έτος της ηλικίας του[49]. Οι πιο σοφοί, λοιπόν, άνθρωποι αναγνώρισαν μέσω της συνεχούς εξάσκησης πόσο σπάνιο προσόν είναι το να μιλάει κανείς με σαφήνεια και επιδεξιότητα. Και όμως, πόσοι από τους νέους μας κάθισαν να γράψουν μόνοι τους έστω και λίγες αράδες όλη αυτήν τη δεκαετία; Οι περισσότεροι θαρρούν ότι ο δρόμος για την κατάκτηση της καλλιέργειας θα αποδειχθεί σύντομος, αν ακούν ή αν διαβάζουν όσο το δυνατόν περισσότερα. Οι μεν τρέχουν όλη μέρα από δω κι από κει, σέρνονται σε κάθε λογής σχολή, και ακούνε με θαυμασμό όπου σταθούν κι όπου βρεθούν πνευματικούς καθοδηγητές που δεν καταλαβαίνουν, γράφουν καθ’ υπαγόρευση, και σημειώνουν πάνω στους πίνακες περιεχομένων των υπομνημάτων με στρογγυλόσχημα γράμματα, τονίζοντάς τα με κόκκινο χρώμα. Σε τόση δε εκτίμηση έχουν αυτούς τους εξηγητές, οι οποίοι σπαταλούν όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο υπαγορεύοντας, που κανείς τους δεν θα έδινε ούτε ελάχιστα χρήματα για να προσλάβει κάποιον δάσκαλο ο οποίος θα παρέκκλινε έστω και λίγο από αυτήν τη συνήθεια. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν κι εκείνοι που δεν βγαίνουν ποτέ έξω από το σπίτι τους, εγκλωβίζονται στα βιβλία λες και κάνουν αγγαρεία, γυρίζουν σελίδες και τις ξαναγυρίζουν, και θεωρούν τον εαυτό τους ευτυχισμένο εάν έχουν διατρέξει έναν μεγάλο αριθμό σελίδων κάθε μέρα. Μα δεν είναι αξιολύπητοι και οι δύο, που καταβάλλουν τόσο κόπο και επιφέρουν τόση βλάβη στην υγεία τους, και το μόνο που μαθαίνουν είναι να φέρονται ανόητα;
Πρώτα από όλα, λοιπόν, εάν το πνεύμα δεν αφυπνιστεί από τη γραφίδα, θα αδρανοποιηθεί, κι ύστερα, αν κατακλύζεται από υπερβολική ακρόαση ή ανάγνωση, η οξύτητά του, όση τελοσπάντων υπάρχει, θα ελαττωθεί. Στερεύει και η κριτική ικανότητα αφού οι νέοι ακούν και διαβάζουν πρόθυμα μόνο τα χειρότερα πράγματα, χωρίς να επεκταθούν σε πολλά ερεθίσματα. Αν η υπόθεση δικαζόταν στη χώρα τους, και τους ρωτούσε κάποιος τι επιδιώκουν με αυτή τη μέθοδο μάθησης, ποιος o τελικός σκοπός, ποιον στόχο έχουν βάλει στο πνεύμα τους, θα καταλάβαινε ότι, όπως οι διανοητικά ασθενείς, δεν γνωρίζουν τι κάνουν. Γιατί δεν παρατηρούν ούτε τις σκέψεις ούτε τον λόγο των συγγραφέων, αφού δεν ενδιαφέρονται να τους μιμηθούν. Απασχολούν μόνον τα μάτια και τα αυτιά τους, ενώ το πνεύμα τους στο μεταξύ κοιμάται τον ύπνο του Επιμενίδη[50], και επειδή δεν προσπαθούν να αναπαραγάγουν κανένα αξιόπιστο πρότυπο, τόσο η ομιλία τους όσο και η κρίση τους διαφθείρονται.
Ο Δημοσθένης χαίρεται που πρόκειται να απευθυνθεί στους Αθηναίους, επειδή οι ίδιοι μπορούν από μόνοι τους να διακρίνουν ποιο είναι το σωστό[51]. Αλλά εμείς συνιστούμε την εξάσκηση στη γραφή σε αυτούς που δεν την έχουν ποτέ δοκιμάσει, ούτε έχουν αντιληφθεί, έστω και πλαγίως, τη δύναμη και το εύρος των ωφελειών που φέρνει. Γι’ αυτό φοβάμαι περισσότερο ότι ο λόγος μας μπορεί να μην θεωρηθεί αξιόπιστος, όταν αποδίδουμε τόσα πολλά στη γραφή. Όμως, αν κάποιος δεν είναι εντελώς εχθρικός προς τις Μούσες, ας αναλογιστεί ο ίδιος ποια μέθοδο διδασκαλίας και μάθησης είχαν υιοθετήσει οι αρχαίοι, με την οποία όχι μόνο τέθηκαν σε σωστές βάσεις αλλά και ενισχύθηκαν όλα τα πεδία του επιστητού. Λίγοι ήταν οι συγγραφείς που διδάσκονταν, αλλά αυτοί ήταν οι καλύτεροι, για να τους μιμούνται οι νέοι. Γιατί, όπως προτείνεται στη γεωργία ένα αγρόκτημα να μην έχει έκταση μεγαλύτερη από εκείνη που μπορεί να καλλιεργηθεί σωστά, καθώς ο Βιργίλιος λέει: Τα μεγάλα χωράφια πρέπει να επαινούνται, και τα μικρά να καλλιεργούνται[52], με τον ίδιο τρόπο οι αρχαίοι, όταν είδαν ότι δεν είναι δυνατόν να διδάσκονται σε βάθος ή να αποτελούν αντικείμενο μίμησης απεριόριστοι συγγραφείς, και ότι τα νεανικά μυαλά μάλλον μπερδεύονται παρά μορφώνονται αντιμέτωπα με ένα πλήθος συγγραφέων, περιορίστηκαν σε λιγότερους συγγραφείς, με τους οποίους οι μαθητές καλούνταν να εξοικειωθούν όσο το δυνατόν περισσότερο. Επίσης, παρουσίαζαν διαρκώς λογοτεχνικά γυμνάσματα, άλλοι γράφοντας ποίηση, άλλοι πεζό λόγο. Και επειδή συναγωνίζονταν μεταξύ τους με ζήλο ως προς την έκφραση, η φροντίδα και το ενδιαφέρον όξυναν την κρίση. Η θέσπιση ενός τόσο ευχάριστου θεάματος ήταν εξαιρετικά ωφέλιμη, τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό βίο. Γιατί από αυτήν την κουλτούρα εκπαίδευσης αναδείχθηκαν οι πιο περίλαμπροι άνδρες των προηγούμενων αιώνων, Έλληνες και Λατίνοι, και πάρα πολλοί Χριστιανοί, τους οποίους αν προσπαθούσαν να μιμηθούν οι δικοί μας, Θεέ μου, θα άκμαζαν πολύ τα ανθρώπινα έργα και η αντιμετώπιση των ιερών γραφών θα ήταν πολύ πιο πρόσφορη. Κι αφού οι αρχαίοι αφιέρωναν τόσο μεγάλη ενέργεια στην εξάσκηση στη γραφή, καθώς ούτε καν μέτρια μόρφωση ή ευγλωττία μπορούν να αποκτηθούν χωρίς αυτή τη μελέτη, ούτε μπορούν να γίνουν κατανοητά αυτά που έχουν γραφτεί σοφά από άλλους –παρά μόνον εάν εμείς οι ίδιοι διεγείρουμε το πνεύμα μας με την άσκηση της γραφής–, επίτρεψέ μου, σε παρακαλώ, να σου ζητήσω να δοκιμάσεις κάποιες φορές τις δυνάμεις σου στη γραφή. Σου ζητάω ένα πράγμα που δεν είναι τόσο δύσκολο όσο είναι ωφέλιμο, διότι, πραγματικά, από πουθενά αλλού δεν πρόκειται να έλθει μεγαλύτερη προκοπή στις σπουδές σου.
Θα πρέπει να πειραματιστείς τόσο με στιχουργήματα όσο και με ελεύθερο λόγο. Γιατί παρατηρώ πως μιλούν κάπως αδέξια όλοι όσοι δεν έχουν ασχοληθεί με την ποίηση, και σέρνονται κατάχαμα αδυνατώντας να αντέξουν το βάρος των λέξεων ή τη δύναμη των εκφραστικών σχημάτων. Τώρα, καθώς είναι πολύ πιο εύκολο να διακρίνει κανείς τις τραχιές και άγαρμπες συνθέσεις στους στίχους, εκείνοι που συνθέτουν ποίηση είναι σε θέση να κρίνουν ορθότερα τους ρυθμούς του πεζού λόγου. Και δεν ξέρω μήπως η τέχνη του λόγου απειλείται συνολικά όταν η ποίηση αρχίζει να περιφρονείται. Γιατί τότε καταλήγουμε στο να μην έχουν καμία αξία το κάλλος και η λαμπρότητα των λέξεων, γράφουμε με λιγότερο μεράκι, διαβάζουμε τα πάντα με χασμουρητό, και το ενδιαφέρον για την έρευνα χλωμιάζει.
Γι’ αυτό και στους ρωμαϊκούς χρόνους, την περιφρόνηση της ποιητικής τέχνης ακολούθησε μια αδιανόητη αμάθεια για όλα τα πράγματα, καθώς και ένδεια λόγου. Πρόσφατα μόνον, όταν οι άνθρωποι του καιρού μας άρχισαν να γράφουν στίχους, συμφιλιώθηκαν και πάλι με την υψηλή λογοτεχνία. Και δεν βλέπω πώς θα μπορούσε να διατηρηθεί η όποια καλαισθησία άνθισε ξανά τούτο τον αιώνα, παρά μόνον εάν η νεολαία μελετήσει την ποίηση εξασκούμενη στη συγγραφή. Ο Μ. Κικέρων αντιλήφθηκε ότι η ευγλωττία αναπτύσσεται με τη συγγραφή στίχων και είναι γνωστό ότι γι’ αυτόν τον λόγο έγραφε συχνά ωδές και υπήρξε μεγάλος λάτρης των ποιητών. Στους μεταγενέστερους παραδόθηκαν πολλά από τα επιγράμματά του, και διασώζονται ακόμα και σήμερα ορισμένα αποσπάσματα διάσημων ποιητών που ο ίδιος μετέφρασε εξαίσια σε λατινικούς στίχους. Ο ρήτορας Πλίνιος, έχοντας εκδώσει και ο ίδιος ποιήματα, μαρτυρεί ότι με αυτή τη μελέτη ενισχύεται η δύναμη του λόγου[53]. Συνεπώς, όσοι θέλουν να αξιοποιήσουν καλά τις καλές ώρες[54] μαθαίνοντας, ας μιμηθούν το παράδειγμα των αρχαίων και, όπως λέει ο Κοϊντιλιανός, με την πιστή γραφίδα[55] ας προετοιμάσουν την ευγλωττία και ας οξύνουν την κρίση τους. Γιατί πλανώνται οικτρά, αν ελπίζουν ότι θα προοδεύσουν στα γράμματα χωρίς αυτή την εξάσκηση. Πιο εύκολα θα φυτρώσει στο πέλαγος αμπέλι[56], παρά θα αποκτήσει μόρφωση ή επιδεξιότητα στον λόγο αυτός που, ωσάν να είναι αποναρκωμένος από μανδραγόρα, δεν μπορεί να αναθερμανθεί και να διεγείρει το πνεύμα του με τη μελέτη.
Εξήγησα, λοιπόν, ποιοι λόγοι με προτρέπουν στη μελέτη των τεχνών του λόγου: ότι πρέπει, δηλαδή, να ακολουθείται μια αξιόπιστη μέθοδος λόγου και πως μέσω της αξιοποίησης αυτών των τεχνών ενισχύεται σημαντικά η κρίση των μαθητών. Αν κάποιος, βέβαια, αισθάνεται ότι αυτά τα πράγματα δεν τον αφορούν, αναμφίβολα είναι απομακρυσμένος από καθετί το ανθρώπινο. Αντιθέτως, οι καλοί άνθρωποι, αναλογιζόμενοι τη δύναμη των ωφελειών που κομίζει ο λόγος, και έχοντας διαπιστώσει τόσο ότι είναι απαραίτητη μια αξιόπιστη μέθοδος εξοικείωσης με τον λόγο όσο και ότι το πνεύμα καλλιεργείται μέσω αυτών των τεχνών, θα σπεύσουν σε αυτές τις σπουδές, καθώς λένε, με πανιά και κουπιά[57].
Ωστόσο, υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι, ειδικά τούτη την εποχή, που παρεμποδίζουν την πορεία των καλών ανθρώπων. Αυτοί οι άνθρωποι αρνούνται ότι η γνώση των τεχνών του λόγου συμβάλλει στη μελέτη των θεολογικών κειμένων, και αυτό το σφάλμα έχει καταλάβει πάρα πολλούς, κι εξαπλώνεται ραγδαία σαν μάστιγα. Για να μην δώσουν την εντύπωση ότι δεν είναι γνήσιοι θεολόγοι, περιφρονούν όλες τις ανθρωπιστικές επιστήμες. Όμως εγώ θα προτιμούσα ειλικρινά να τους δω να θεολογούν αναδεικνύοντας εκείνα τα χαρίσματα που ταιριάζουν σε έναν χριστιανικό νου. Διότι τώρα παρατηρώ μόνον ότι το όνομα της θεολογίας αποτελεί απλώς μια πρόφαση για να δικαιολογηθεί η νωθρότητα, ενώ είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που εκείνοι διατυμπανίζουν.
Μπορεί να τους ενοχλεί να μελετούν την ευγλωττία, και δυσφορούν απέναντι στην προσπάθεια κατανόησης των πιο απαιτητικών συγγραφέων εξασκώντας τη γραφίδα τους (αφού είναι δεδομένο ότι η γνώση των γραμμάτων είναι ανέφικτη χωρίς ζήλο μελέτης), όταν όμως επιστρέφουν σπίτι τους καλομεθυσμένοι, κάθονται να διαβάσουν κάποιον λόγο της κακιάς ώρας. Αφού αφαιρέσουν από αυτόν ό,τι τους κάθεται στο στομάχι, τον απαγγέλλουν σε συναθροίσεις εδώ κι εκεί –γιατί σ’ αυτό είναι ιδιαιτέρως έξυπνοι. Κι αφού το πλήθος τους χειροκροτεί, οι ίδιοι νομίζουν πως είναι[58] άφθαστοι θεολόγοι, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για ανθρώπους πεζούς, οι οποίοι μιλούν για τα πιο σοβαρά ζητήματα με ρυπαρό στόμα, και χωρίς την παραμικρή θεοσέβεια. Κι ενώ ο Παύλος απαγορεύει την καπηλεία του λόγου του Θεού[59], κανείς δεν καπηλεύεται τον λόγο του Θεού πιο ξεδιάντροπα από αυτούς οι οποίοι, μιας και δεν μπορούν να αποδείξουν την αξία τους ούτε με τη χρηστότητα του ήθους ούτε με τη μόρφωσή τους, κερδίζουν την εύνοια του πλήθους με τον ασεβή χειρισμό των ιερών κειμένων. Τι άλλο να προσθέσω; Θα τους δεις να περιφρονούν τη γραμματεία μας, η οποία πραγματεύεται όλα τα καλά και τίμια πράγματα, την ευσέβεια, τα δημόσια ήθη, ακόμη και τον ίδιο τον Χριστό. Εάν είχαμε μια καλά οργανωμένη πολιτεία, δεν θα τους αντιμετωπίζαμε με τον λόγο, αλλά με τη δύναμη της εξουσίας. Και ποια τιμωρία δεν αξίζουν αυτοί που, ακόμα κι αν δεν διαπράττουν κανένα άλλο αμάρτημα, με το παράδειγμά τους αποτρέπουν τους νέους από τη μελέτη των γραμμάτων; Αν οι νέοι δεν τα διδαχθούν αυτά, οι μελλοντικές γενιές δεν θα είναι καθόλου πιο υγιείς από παλαιότερες εποχές, εποχές κατά τις οποίες η άγνοια των γραμμάτων είχε επιφέρει την αποσυγκρότηση όλων των ανθρωπίνων και θεϊκών θεσμών. Ας έχουμε κατά νου ότι όταν στο παρελθόν ο Θεός είχε εξοργιστεί με την Εκκλησία, τα γράμματα εξανεμίστηκαν και ακολούθησε η άγνοια των ιερών πραγμάτων. Ενώ ο ίδιος ο Θεός θέλησε να μιλήσει με τα λόγια μας, άνθρωποι που ήταν ανεπαρκείς στην τέχνη του λόγου έκριναν ανόητα τον ίδιο τον θείο λόγο. Αλήθεια, τι είδους τύφλωση κυρίευσε τα μυαλά των ανθρώπων τότε; Πόσο λίγοι γνώριζαν τον Χριστό; Το χαρτί που περιείχε τα ιερά κείμενα είχε περιπέσει σε αχρηστία. Οι Παρισινοί, μάλιστα, συνέθεσαν δόγματα τα οποία, για ένα διάστημα, το πλήθος λάτρευε ωσάν να ήταν θεϊκοί νόμοι– δεν υπήρχε, θαρρούσαν, τίποτα ευσεβές πέρα από αυτό που φαντασιώνονταν. Και, καθώς έλειπαν τα κείμενα τα οποία θα χρησίμευαν ως βάση για να μιλούν εγνωσμένα, επιδόθηκαν σε ανήκουστα σοφίσματα και άρχισαν να φιλονικούν πάνω σε τεχνητές συντάξεις, μη τυχόν και τους προδόσει η ρητορική. Εξέταζαν, για παράδειγμα, ποια είναι η διαφορά μεταξύ του «τον Πάπα είδα» και «είδα τον Πάπα»[60]. Και ισχύει ακόμα και σήμερα παρισινό δόγμα σύμφωνα με το οποίο το «Εγώ τρέχει» είναι κακά λατινικά, και θεωρείται αιρετικός όποιος διαφωνεί[61]. Έχουν άραγε εκδικηθεί αρκετά τα παραμελημένα γράμματα την προσβολή τους; Διότι ποιος θα πίστευε πως εισηγητές τέτοιων ανοησιών έχουν ένα δράμι μυαλό;
Αυτή η συμφορά πρέπει να αποδοθεί σε μεγάλο βαθμό στην άγνοια των γραμμάτων. Διότι τα ιερά κείμενα δεν ήταν προσβάσιμα, ωσάν να τα εμπόδιζαν παρακλάδια και και φυλλώματα[62], με αποτέλεσμα να παρακωλύεται η ορθή εκπαίδευση του νου. Παραμελούνταν επίσης οι εύγλωττοι συγγραφείς που θα μπορούσαν να αποτελέσουν οδηγούς στις ανθρώπινες υποθέσεις. Θα ήταν πολύ πιο υποφερτό να τιμωρηθεί η Εκκλησία με πανούκλα ή λιμοκτονία παρά με τέτοια αφροσύνη. Και είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι το να εξαφανίζονται τα γράμματα από τον κόσμο, αποτελεί σαφές σημάδι θεϊκής οργής. Διότι, παρόλο που συμβαίνει συχνά να επηρεάσουν ορισμένες ποινές ακόμα και τους ευσεβείς, η άγνοια των γραμμάτων είναι αποτέλεσμα δημόσιας ασέβειας. Πρόσφατα μόνον, όταν ο πανάγαθος Πατέρας μας άρχισε και πάλι να στρέφει το βλέμμα του στους καταπιεσμένους και αποφάσισε να μας επαναφέρει στον δρόμο του ευαγγελίου, με τη γενναιοδωρία του αποκατέστησε και τα γράμματα, με τη βοήθεια των οποίων θα διευκολυνόταν η κατανόησή του. Και το χάρισμα των γλωσσών που δόθηκε στους αποστόλους δεν πρέπει να φαίνεται πιο εκπληκτικό από το γεγονός ότι τα γράμματα, που είχαν περιέλθει σε τέτοια εγκατάλειψη, ανασύρθηκαν στο φως από ένα σκοτάδι βαθύτερο κι από του Τάρταρου.
Είναι σαφές ότι η γνώση των γραμμάτων ενισχύει σημαντικά την προσπάθεια ορισμένων αγαθών ανθρώπων να αποκαταστήσουν τη θεολογία. Αρχικά, λοιπόν, θα ήταν αγνωμοσύνη να αρνηθούμε το ουράνιο δώρο. Επιπροσθέτως, εφόσον τα ιερά πράγματα αποκαταστήθηκαν με τη βοήθεια των γραμμάτων, θα ήμαστε ασεβείς αν δεν είχαμε γνώση της μεθόδου στην οποία στηρίζεται η θεολογία. Συνοπτικά, αν και κρίνω ότι η γνώση των γλωσσών μπορεί να συμβάλει στη μελέτη των Αγίων Γραφών, δεν θα διαπράξω το σφάλμα να δηλώσω ότι το ανθρώπινο πνεύμα δύναται, εργαζόμενο εντατικά, να κατανοήσει απόλυτα τα ιερά ζητήματα. Υπάρχουν πράγματα που κανείς δεν θα μπορούσε ποτέ να τα δει, αν δεν μας τα έδειχνε ο Θεός, ούτε ο Χριστός θα γινόταν γνωστός σε μας, αν δεν μας δίδασκε το Άγιο Πνεύμα. Διότι ο ίδιος ο Χριστός λέει ότι δοξάστηκε από το Άγιο Πνεύμα[63]. Μαζί με τη θεία αποκάλυψη, όμως, πρέπει να γνωρίζουμε το νόημα των λέξεων, στις οποίες τα θεία μυστήρια φυλάσσονται σαν σε ιερό. Τι νόημα έχει να προφέρεις λέξεις που δεν καταλαβαίνεις, λες και είναι κάποιο ξόρκι; Δεν είναι σαν να αφηγείσαι μια ιστορία σε έναν κουφό; Κανείς δεν μπορεί να κρίνει σωστά τον λόγο, εκτός αν έχει μάθει καλά τη μέθοδο του να εκφράζεσαι ορθά. Τι πιο εύκολο από το να παρασύρει κάποιον μια λέξη ή ένα σχήμα λόγου; Πρόσφατα, ένας από τους δασκάλους μας, ενώ εξηγούσε αυτά που αναφέρονται στη Γένεση για τον Μελχισεδέκ, ότι ο βασιλιάς της Σαλήμ πρόσφερε ψωμί και κρασί, χωρίς να αντιληφθεί ότι ‘Σαλήμ’ είναι το όνομα ενός τόπου, μίλησε εκτενώς για τη δύναμη και τη φύση του καρυκεύματος: τούτος ο καψερός παραπλανήθηκε από την ομοιότητα των λέξεων[64]. Όσοι, ασφαλώς, δεν έχουν εξασκήσει το πνεύμα τους στις τέχνες του λόγου, διαβάζουν τα πάντα επιπόλαια.
Ωστόσο, ακόμα και τους πεπαιδευμένους παραπλάνησαν ορισμένες εκφράσεις, σε βαθμό τέτοιο που καμία εξάσκηση στην ομιλία και τη γραφή δεν τους κατέστησε αρκετά προσεκτικούς. Με ρώτησε πρόσφατα ένας μορφωμένος άνθρωπος τι εννοούσε ο Παύλος όταν αναφέρει στην Επιστολή προς Τιμόθεο: «θα σωθεί η γυναίκα μέσω της τεκνογονίας, εάν παραμείνουν στην πίστη»[65] (γιατί οι Έλληνες χρησιμοποίησαν το ρήμα σε πληθυντικό αριθμό). Εγώ, επειδή δεν είχα να προσφέρω μια κατάλληλη εξήγηση, συμβουλεύτηκα τα σχόλια. Και ιδού πόσο όμορφα φλυαρεί περί αυτού ο Χρυσόστομος, θεωρώντας πως το ρήμα μείνωσι αναφέρεται στους απογόνους[66]. Είναι εύκολο να κρίνει κανείς πόσο διαστρέφει αυτή η ερμηνεία το νόημα του Παύλου. Διότι δεν βλέπει εκείνος ο γέροντας ότι πρόκειται για μια γραμματική σύνταξη στην οποία ολόκληρο το φύλο υποδηλώνεται με το ρήμα σε πληθυντικό. Παρόμοια παραδείγματα δεν είναι σπάνια και τα βρίσκει κανείς σε καθημερινή βάση σε πολλούς συγγραφείς.
Τέλος, για ποιον άλλο λόγο τούτοι οι σοφιστές εφηύραν ένα νέο είδος θεολογίας, παρά επειδή, έχοντας παραμερίσει τα ιερά βιβλία, δεν καταλάβαιναν τα λόγια και τη μέθοδο ερμηνείας τους; Αν το παράδειγμά τους δεν αποτρέπει κάποιον από τους βαρβαρισμούς, τότε αυτός πρέπει να τιμωρηθεί με ξυλοδαρμό, κι όχι με λόγια. Γιατί αν η νεολαία συνεχίσει να περιφρονεί τη μελέτη των γραμμάτων, αναπόφευκτο αποτέλεσμα θα είναι, με την παραμέληση της υψηλής γραμματείας, όλα τα ιερά και αγαθά πράγματα να καταστραφούν ξανά. Πλανάται όποιος πιστεύει ότι εκείνοι οι θεολογίσκοι ήταν βάρβαροι μόνο στα λόγια και όχι και στον νου. Αν κάποτε χρειαστεί να υπερασπιστούμε ένα εκκλησιαστικό δόγμα, τι, σε ρωτώ, θα μπορέσει να προσφέρει ένας άνθρωπος που είναι ανίκανος να εξηγήσει τι σκέφτεται; Θα εισφέρει κάποιον συγκεχυμένο Στωικό λόγο, στον οποίο θα φιλονεικεί περί της στίξης των λέξεων[67]; Από αυτόν ο ακροατής, ενώ θα περιμένει μια ξεκάθαρη πραγμάτευση του ιερού δόγματος, θα σηκωθεί να φύγει σαν κόρακας μ’ ανοιχτό το στόμα[68], αφού πρώτα ζαλιστεί για ώρα από τις επίπονες εννοιολογικές διαιρέσεις. Επομένως, όσοι έχουν έγνοια για την ευσέβεια, ας αναλάβουν αυτό το καθήκον είτε απέναντι στον Χριστό είτε απέναντι στη δημόσια ανάγκη της εκκλησίας, και να μάθουν να μιλούν σωστά. Το ίδιο σας καλεί να κάνετε κι ο Παύλος, του οποίου η αυθεντία δικαίως είναι μεγάλη και τον οποίο πιάνετε στο στόμα σας τόσο συχνά. Τούτος, λοιπόν, στην Προς Κορινθίους επαινεί τη μελέτη των γλωσσών[69].
Υπέδειξα με λίγα λόγια τι συνεισφέρει η γνώση της ορθής έκφρασης στη μελέτη των κοσμικών και ιερών γραμμάτων. Τώρα είναι δικό σας καθήκον να επανεκτιμήσετε την καλαίσθητη γραμματεία και να την αγκαλιάσετε με ζέση. Βλέπω πολλούς να σπεύδουν παρορμητικά προς τις επονομαζόμενες ‘σοβαρές’ επιστήμες, κάποιους να τους παρασύρει η προοπτική του κέρδους στη μελέτη της νομικής και της ιατρικής, ενώ άλλοι κατευθύνονται προς τη θεολογία, προτού αποκτήσουν θεμέλια στη μελέτη των τεχνών του λόγου. Τούτοι, αν προσέγγιζαν το καθετί με τη σωστή σειρά, Θεέ μου, πόσο θα ωφελούνταν! Ενώ τώρα, με μια αδέξια προσπάθεια να συντομεύσουν την πορεία, την επιβραδύνουν από μόνοι τους.
Υπήρχε κάποιος ανόητος ανάμεσά μας, που στα καθήκοντά του περιλαμβανόταν το να μεταφέρει ξύλα στην κουζίνα του αφεντικού του. Αυτός συνήθιζε να τραβά από τη βάση του σωρού εκείνα τα κούτσουρα που δεν μπορούσαν να μετακινηθούν χωρίς μεγάλο κόπο. Κι όταν ρωτήθηκε γιατί το κάνει αυτό, απάντησε ότι ήθελε να ολοκληρώσει πρώτα το δυσκολότερο μέρος της εργασίας, καθώς εκείνα που βρίσκονταν από πάνω θα μπορούσαν να μετακινηθούν ευκολότερα· δεν αντιλαμβανόταν πόσο σημαντικό ήταν να αφαιρεί το καθένα με τη σειρά. Όμοιοι με αυτόν μου φαίνονται όσοι, αφού περιφρονήσουν τις τέχνες του λόγου, ορμούν προς τα ψηλά. Διότι, όταν δεν έχουν ακόμη εξοικειωθεί με τα βασικά, αφενός αυξάνεται ο κόπος της μάθησης και αφετέρου όλα γίνονται πιο αδέξια. Αθάνατε Θεέ, πόσο ακριβά πλήρωσαν τούτη τη βιασύνη οι πρόγονοί μας. Καμία από τις τέχνες δεν έμεινε απείραχτη τους προηγούμενους αιώνες από αυτούς, οι οποίοι, χωρίς να έχουν κατακτήσει την καλαίσθητη γραμματεία, όρμησαν, σαν γουρούνια σε τριαντάφυλλα[70], στις υψηλές και δεσπόζουσες επιστήμες. Η θεολογία έχει εντελώς συνθλιβεί από ανόητα και ασεβή ζητήματα. Όσοι αυτοπροσδιορίζονται ως φιλόσοφοι, δεν έχουν κατανοήσει επαρκώς ούτε και το ίδιο το όνομα της τέχνης. Για το νόμιμο, το δίκαιο και το καλό, δεν ήταν δυνατόν να συλλογιστούν κάτι υγιές όσοι ήταν αστοιχείωτοι στην καλαίσθητη γραμματεία, αφού και αυτό το είδος της επιστήμης έχει προέλθει από τις ανθρωπιστικές επιστήμες. Τα κείμενα των αρχαίων νομομαθών βρίθουν από πανάρχαιη και αληθινή καλλιέργεια. Και στους καθηγητές των τεχνών δεν χρεώνω μόνον το μαγάρισμα του λόγου, αλλά και την αναίδεια, από την οποία δεν μπορούν να απαλλαγούν εκείνοι των οποίων το πνεύμα δεν έχει σμιλευθεί στις τέχνες του λόγου.
Γι’ αυτό δεν θα πάψω να σας προτρέπω στη μελέτη της καλαισθησίας και εκείνων των τεχνών χωρίς τις οποίες οι υπόλοιπες επιστήμες δεν μπορούν παρά να ασκούνται με τον πιο ατυχή τρόπο. Το επιτάσσει η δημόσια αναγκαιότητα. Διότι όπου βαρβαρισμοί έχουν διαφθείρει τις δεσπόζουσες επιστήμες, συνήθως κινδυνεύουν και τα ήθη των ανθρώπων. Είναι δε πολύ πιο αληθινό πως τα ήθη διαμορφώνονται από τη μάθηση, παρά –όπως έγραψε ο Πλάτων[71]– από τα τραγούδια των μουσικών. Μίλησα.
~.~
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Η μετάφραση βασίζεται στην έκδοση Encomion eloquentiae, εις R. Nürnberger (επιμ.), Melanchthons Werke, III. Band, Γκύτερσλο, 1961, σελ. 43-62.
[2] Πρβλ. Έργα και Ημέραι, 41.
[3] Για την ανυποληψία των Μεγαρέων στην αρχαιότητα, πρβλ. Έρασμος, Adagia, 1079.
[4] Πρβλ. Κικέρων, De officiis, Ι, v, 15. Πρόκειται για μετάφραση αποσπάσματος από τον Φαίδρο, 250d4-5.
[5] Όπως διευκρινίζει στη συνέχεια, ο Μελάγχθων αναφέρεται στον Τζοβάννι Πίκο ντέλλα Μιράντολα και τις σχετικές θέσεις που εξέφρασε στην αλληλογραφία του με τον Ερμόλαο Μπάρμπαρο. Ιδ. σχετικά Q. Breen, ‘Giovanni Pico Della Mirandola on the Conflict of Philosophy and Rhetoric’, Journal of the History of Ideas, 13, 1952, 384-412. Ιδ. επίσης M.L. McLaughlin, Literary Imitation in the Italian Renaissance: The Theory and Practice of Literary Imitation in Italy from Dante to Bembo, Οξφόρδη, 1996, 228-248.
[6] Στο πρωτότυπο: «ἀδόξῳ argumento».
[7] Πρβλ. Γέλλιος, Noctes Atticae, XVII, xii, 1-3.
[8] «Grylli», πρβλ. Πλίνιος, Nat. Hist., XXXV, 114.
[9] «Ex multis facierum personis», το οποίο αποδίδει, προφανώς εσφαλμένα, τη φράση «ἐκ πολλῶν προσώπων» (Β Κορ, 1:11).
[10] Ιω. 8:25. Ελληνικά στο πρωτότυπο. Ο Αυγουστίνος εξηγεί τη φράση ως εξής: «[Πιστέψτε ότι] είμαι η αρχή, διότι, για να πιστέψετε, δεν υπάρχω απλώς, αλλά σας μιλώ επίσης». Ιδ. In Joannis evangelium Tractatus CXXIV, 38, 11. Και De Genesi ad litteram, 1, 5, 10.
[11] Η χορήγηση ελλεβόρου για την αντιμετώπιση της τρέλας ήταν κοινός τόπος ήδη από την αρχαιότητα.
[12] Ο Κοϊντιλιανός.
[13] Inst. Orat., 8, 3, 11.
[14] Παροιμιακό, πρβλ. Κικέρων, De amicitia, 22.
[15] Ελληνικά στο πρωτότυπο. Ανάχαρσις, Επιστ., 1, 2-3.
[16] Ο Μελάγχθων αξιοποιεί τη φήμη του Ηράκλειτου ως «σκοτεινού» φιλοσόφου.
[17] Ιλιάδα, Γ, 222.
[18] Οδύσσεια, Λ, 367. Μετάφραση Δ.Ν. Μαρωνίτη.
[19] Παράφραση από τις Μεταμορφώσεις του Οβιδίου, ΧΙΙΙ, 127.
[20] «Μονοχρώματα» και «κατάγραφα», αντίστοιχα, στο πρωτότυπο.
[21] «Ιδέα» στο πρωτότυπο.
[22] Πρβλ. Οράτιος, Ars poetica, 333.
[23] Ελληνικά στο πρωτότυπο.
[24] Ιλιάδα, Β, 111 κ.ε.
[25] Πρβλ. Brutus, 10, 40.
[26] Πρβλ. Κοϊντιλιανός, Inst. Orat., 10, 1, 46.
[27] Πρβλ. Διογένης Λαέρτιος, 4, 6, 31.
[28] Epist., I, ii, 1-5.
[29] Ιλιάδα, Β, 1 κ.ε.
[30] Ό.π., Σ, 428 κ.ε.
[31] Πρβλ. Διογένης Λαέρτιος, 1, 2, 57 και Κικέρων, De oratore, 3, 34, 137.
[32] Πρβλ. Έρασμος, Adagia, 1518.
[33] Κοϊντιλιανός, Inst. Orat., 10, 1, 27.
[34] Πρβλ. Λουκιανός, Προς τον απαίδευτον και πολλά βιβλία ωνούμενον, 4.
[35] Πρβλ. Orator, 19, 62. De divinatione, 1, 24, 52.
[36] Ελληνικά στο πρωτότυπο.
[37] Ηρόδοτος, 3, 80 κ.ε. Οι όροι στο πρωτότυπο: δημαρχία, ὀλιγαρχία, μοναρχία.
[38] Ο Μελάγχθων αναφέρεται προφανώς στο Όνειρο του Σκιπίωνα.
[39] Οι όροι στο πρωτότυπο: «ἐζωγράφησε», «πολιτεία».
[40] Πρβλ. De lege agraria, 1, 8, 23.
[41] Κατά Αριστογείτονος, 16.
[42] Ελληνικά στο πρωτότυπο.
[43] Πρβλ. Γέλλιος, Noctes Atticae, 13, 8, 1-3.
[44] Εξεζητημένη παράφραση του αποσπάσματος 102.
[45] Πρβλ. De oratore, 1, 33, 150.
[46] Brutus, 321. Ιδ. Επίσης 309-310.
[47] Πρβλ. Ψευδο-Πλούταρχος, Βίοι των δέκα ρητόρων, 840 D-F. Ψευδο-Λουκιανός, Δημοσθένους εγκώμιον, 14-15.
[48] Πρβλ. Πλούταρχος, Δημοσθένης, 8.
[49] Πρβλ. Ψευδο-Πλούταρχος, Βίοι, ό.π., 848C.
[50] Πρβλ. Διογένης Λαέρτιος, 1, 10, 109.
[51] Ο Μελάγχθων έχει πιθανώς εδώ κατά νου το προοίμιο του Κατά Αριστογείτονος.
[52] Γεωργικά, Β, 412-413.
[53] Πρβλ. Πλίνιος ο Νεότερος, Epist., 7,4 και 7,9.
[54] Ο Μελάγχθων αντιστρέφει έντεχνα εδώ τον γνωστό στίχο του Μαρτιάλη (Epigr. I, 113: 3) «male collocare si bonas voles horas».
[55] Inst. Orat., 10, 7, 7.
[56] Πρβλ. Έρασμος, Adag., 1371.
[57] Πρβλ. Έρασμος, Adag., 318.
[58] Αφαιρώντας το «non».
[59] Β Κορ, 2: 17.
[60] Ιδ. E.J. Ashworth, Logic and Language in the Post-medieval Period, Ντόρντρεχτ, 1974, σ. 95 για αυτό το διάσημο σχολαστικό παράδειγμα συνδεδεμένο με την έννοια και τη λειτουργία της apellatio.
[61] Ο Μελάγχθων μέμφεται εδώ την καταδίκη «γραμματικών αιρέσεων», πρωτεργάτης της οποίας ήταν ο Ροβέρτος Kilwardby, αρχικά στην Οξφόρδη και στη συνέχεια στη διάσημη παρισινή Condemnatio του 1277.
[62] Πρβλ. Κικέρων, Pro Caelio, 42.
[63] Ιω. 7: 39.
[64] Δεν γνωρίζουμε ποιον έχει κατά νου ο Μελάγχθων εδώ, αλλά η σύγχυση στα λατινικά της Σαλήμ (Salem) στη Γένεση (14:18) με την αιτιατική του sal (αλάτι) απαντά ήδη στο Cena Cypriani.
[65] Α Τιμ., 2: 15.
[66] Πρβλ. Ι. Χρυσόστομος, Υπόμνημα εις την προς Τιμόθεον Α΄ Επιστολήν, Ομιλία Θ’, PG 62, 545.
[67] Πρβλ. Ευστάθιος, Παρεκβολαί, 1, 33.
[68] Πρβλ. Οράτιος, Sat., 2, 5, 56.
[69] Πρβλ. A Κορ. 14: 5.
[70] Πρβλ. Έρασμος, Adag., 2623.
[71] Πρβλ. Πολιτεία, 401d.
~.~
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Fleischer, M. ‘Melanchthon as Praeceptor of Late-Humanist Poetry’, The Sixteenth Century Journal, 20, 1989, 559-580.
Frank, G (επιμ.). Philipp Melanchthon. Der Reformator zwischen Glauben und Wissen: ein Handbuch, Βερολίνο, 2017.
Hoeckx, M. (2022). Philip Melanchthon’s Moral Philosophy between Scholasticism and Lutheranism. [Thesis fully internal (DIV), University of Groningen]. University of Groningen. https://doi.org/10.33612/diss.248338941
Jensen, M. L. A Humanist in Reformation Politics. Philipp Melanchthon on Political Philosophy and Natural Law, Λέιντεν, 2020.
Rice Henderson, J. ‘Valla’s Elegantiae and the Humanist Attack on the Ars Dictaminis’, Rhetorica, 19, 2001, 249-268.
Salazar, C. F. ‘Translation of P. Melanchthon’s Praise of Eloquence’, εις S. Kusukawa (επιμ.), Philip Melanchthon. Orations on Philosophy and Education, Κέιμπριτζ, 1999, 60-78.
Weaver, W. ‘Melanchthon’s Rhetorics and the Order of Learning’, Reformation, 22, 2017, 120-146.
///
*
*
*
