*
του ΜΑΝΩΛΗ ΜΠΟΥΖΑΚΗ
Μεσημέρι μιας ανοιξιάτικης Δευτέρας προσγειωθήκαμε στο Εριβάν. Αυτοκίνητο με οδηγό μάς περίμενε και οδηγηθήκαμε στο ξενοδοχείο μας. Είχα διαβάσει αρκετά για την ιστορία αυτού του πραγματικά κατατρεγμένου έθνους τους τελευταίους δυο-τρεις αιώνες. «Ψαρεύω» στο διαδίκτυο:
«Στις αρχές του 4ου αιώνα η Αρμενία έγινε το πρώτο κράτος στην ιστορία που υιοθέτησε τον χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία, ενώ χριστιανικές κοινότητες είχαν κάνει την εμφάνισή τους ήδη από το 40 μ.Χ. Υπήρχαν επίσης και παγανιστικές κοινότητες, όμως προσηλυτίστηκαν στον χριστιανισμό από τους πολυάριθμους ιεραπόστολους που έδρασαν στην Αρμενία. Ο Τιριδάτης Γ΄ έγινε ο πρώτος μονάρχης που εκχριστιάνισε επίσημα τους υπηκόους του, δέκα χρόνια πριν την παύση των διώξεων από τον Γαλέριο και τριάντα χρόνια πριν βαπτιστεί ο Μέγας Κωνσταντίνος.»
Ακολούθησαν κατακτήσεις από Πέρσες, Βυζαντινούς, Σελτζούκους Τούρκους, Μογγόλους, και πάλι Πέρσες, Ρώσους για να καταλήξουν στο τέλος υποτελείς στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Σκληρά χρόνια, διακρίσεις, καταπιέσεις που οδήγησαν στο Αρμενικό Ζήτημα και στις σφαγές 150.000 Αρμενίων από τον Σουλτάνο Αμπτούλ Χαμίτ Β΄ τη διετία 1894-1896. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, οι συγκρουσιακές αντιδικίες Ρώσων και Οθωμανών και ομάδες Αρμένιων εθελοντών που είχαν ενσωματωθεί με τους Ρώσους έδωσαν την αφορμή και την ευκαιρία στους Τούρκους να επιχειρήσουν νέες βάρβαρες επιδρομές οι οποίες κατέληξαν στη φρικτή γενοκτονία εκατοντάδων χιλιάδων Αρμενίων και σε έναν ακόμη μεγαλύτερο αριθμό κατατρεγμένων προσφύγων. Στις 12 Μαρτίου 1922, η Αρμενία ενσωματώθηκε στη Σοβιετική Ένωση και μαζί με τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν συγκρότησαν την Ομοσπονδία Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών της Υπερκαυκασίας. Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης σήμανε οριστικά τη δημιουργία του νεότερου ανεξάρτητου κράτους της Αρμενίας. Η Χώρα διακήρυξε την ανεξαρτησία της στις 23 Αυγούστου του 1991.
Το Εριβάν ή Γερεβάν ή Ερεβάν είναι η πρωτεύουσα της Αρμενίας. Οι παγκόσμιοι επισκέπτες της την αποκαλούν «Ροζ Πόλη». Διάφορες αποχρώσεις του ροζ κυριαρχούν σε πολλά κτίρια της πόλης προσδίδοντάς της μια πρωτότυπη και οπωσδήποτε ενδιαφέρουσα εικόνα. Οι Αρμένηδες είναι χαρούμενοι, ανοιχτόκαρδοι και ιδιαίτερα φιλικοί άνθρωποι. Επηρεασμένος από την ιστορία της Αρμενίας, την πρώτη τουλάχιστον μέρα της επίσκεψής μου, έβλεπα τους πάντες σκυθρωπούς, σιωπηλούς και μια απροσδιόριστη θλίψη να χρωματίζει τα πρόσωπα κοινωνικών ομάδων, ανδρών και γυναικών που συναντούσα και παρατηρούσα στους δρόμους, στα μαγαζιά, στα γραφεία που επισκεπτόμουνα, παντού. Μόνο τα παιδιά φαινόταν να διαφοροποιούνται απ’ αυτό το γκρίζο χρώμα που κυριαρχούσε στην αρμένικη ατμόσφαιρα της πρωτεύουσας. Φωνές, τρεξίματα, πατίνια, ποδήλατα, μαμάδες να τσιρίζουν και να τα κυνηγούν, εικόνες οικείες, δικής μας επαρχιακής πόλης.
Με το αρμενικό παράρτημα του VAAP υπογράψαμε μια συμφωνία για την αμοιβαία έκδοση μιας ανθολογίας διηγημάτων. Η συμφωνία αυτή δυστυχώς δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Ο Διευθυντής του VAAP μας πρόσφερε ένα υπέροχο δείπνο στο σπίτι του. Σε μια ιδιαίτερα φιλική ατμόσφαιρα δοκιμάσαμε ένα περίφημο τοπικό κόκκινο κρασί (η Αρμενία έχει μακρά παράδοση παραγωγής εξαιρετικών κρασιών) και ντολμαδάκια. Ναι, ντολμαδάκια που μόνο με τα δικά μας κασιώτικα γιαπράκια θα μπορούσαν να συγκριθούν! Δεν θα παραλείψω να αναφερθώ στο αρμένικο ψωμί ή καλύτερα στην αρμένικη πίτα «λαβάς» την οποία η Unesco έχει εντάξει στον κατάλογο με τα είδη της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Πρόκειται για μια λεπτή, τραγανή, πεντανόστιμη πίτα που ψήνεται σε πολλή υψηλή θερμοκρασία, για λίγα δευτερόλεπτα, στα τοιχώματα ειδικών φούρνων. Η βραδιά πέρασε πολύ όμορφα. Μιλήσαμε, τραγουδήσαμε, αστειευτήκαμε. Ήταν σαν να βρεθήκαμε σε σπίτι παλιού, καλού φίλου.
Στο Πανεπιστήμιο του Εριβάν λειτουργούσε έδρα Ελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας. Μου είχε ζητηθεί, δυο-τρεις μήνες πριν, να τους κάνω μια παρουσίαση των νέων τάσεων της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας. Προετοιμάστηκα και δεν αποκλείεται κάτι να κατάφερα να τους μεταφέρω. Μετά την ομιλία με ενημέρωσαν ότι στην αίθουσα τελετών του Πανεπιστημίου θα είχαμε ένα μικρό κέρασμα. Μπήκαμε σε μια τεράστια αίθουσα. Κινηθήκαμε προς το κέντρο και μόλις που πρόφτασα να παρατηρήσω τους 100, 150 ή και περισσότερους ηλικιωμένους, άνδρες οι περισσότεροι αλλά και γυναίκες, καθισμένους σε ξύλινους πάγκους και καρέκλες περιφερειακά της αίθουσας. Σαν υπακούοντας σε κάποιο μυστικό σύνθημα, σηκώθηκαν όλοι και κινήθηκαν προς το μέρος μας. Έπεσαν κυριολεκτικά επάνω μου οι πρώτοι απ’ αυτούς. «Καλώς όρισες, καλώς μας ήρθες! Εγώ είμαι από την Καλαμάτα, εγώ από την Έδεσσα, εγώ από το Ηράκλειο….».
Ο Διευθυντής του VAAP μου εξήγησε πως οι άνθρωποι αυτοί είχαν επιστρέψει στην Πατρίδα τους τα χρόνια της νέας Σοβιετικής Αρμενίας έχοντας γεννηθεί στην Ελλάδα οι περισσότεροι, την οποία πάντα θεωρούσαν δεύτερή τους Πατρίδα. Ιδιαίτερα συγκινητικές στιγμές που επιβεβαίωναν τα αμοιβαία αισθήματα αγάπης και φιλίας που συνδέουν τους λαούς μας. Είναι βλέπετε μια κοινή πορεία με κατακτητές, εξαναγκασμούς, καταπιέσεις, σφαγές, πολέμους και ατέλειωτα χρόνια επαναλαμβανόμενης απάνθρωπης δυστυχίας γενεών και γενεών.
Δυο μέρες πριν εγκαταλείψω το Εριβάν ρωτήθηκα αν θα ήθελα να επισκεφτώ ένα αρμένικο μοναστήρι. Απάντησα πως ναι, θα ήθελα. Μου εξηγήθηκε πως το μοναστήρι αυτό ήταν από τα ελάχιστα που παρέμειναν ενεργά και πως οι επισκέψεις σ’ αυτό ήταν απαγορευμένες. Θα έπρεπε λοιπόν, παραβαίνοντας την απαγόρευση, με τις κατάλληλες προφυλάξεις, να το επισκεφτούμε κάποια μεταμεσονύκτια ώρα. Η Αρμενική Αποστολική Εκκλησία η οποία αποτελεί την παλαιότερη παγκοσμίως εθνική εκκλησία, είναι βέβαια μια χριστιανική εκκλησία με διαφορές τόσο από το ορθόδοξο όσο και από το καθολικό δόγμα. Επισκεφτήκαμε το μοναστήρι 1 ή 2 η ώρα μετά τα μεσάνυχτα. Ψηλά, στην πλαγιά κάποιου βουνού, διακρίναμε στο φως των αστεριών, τα τείχη και τον επιβλητικό όγκο του μοναστηριού. Συνθηματικό χτύπημα στη μεγάλη, βαριά, ξύλινη πόρτα την οποία άνοιξε ένας μικρόσωμος, λιπόσαρκος καλόγηρος. Κρατούσε στο χέρι του ένα φανάρι θυέλλης. Το ασκητικό του πρόσωπο, τα μακριά του γένια, τα λαμπερά του μάτια και πιθανότατα η ευαισθητοποιημένη διάθεσή μου του προσέδιδαν μια άγια, απόκοσμη μορφή που θύμιζε φιγούρα του Γκρέκο.
Οδηγηθήκαμε στον ηγούμενο της μονής. Μας καλωσόρισε ελληνικά, του φιλήσαμε το χέρι και βγήκαμε έξω στην αυλή σε ένα μικρό εκκλησάκι. Τη σύντομη δέηση πλημμύρισε ο δικός μας, βυζαντινός ήχος από μια ολιγοπρόσωπη ομάδα ψαλτών. Επισκεφτήκαμε τη βιβλιοθήκη, το μουσείο της μονής και δυο δωμάτια μοναχών. Εικόνες παρόμοιες με αυτές των δικών μας μοναστηριών του Αγίου Όρους. Η επίσκεψη στο μοναστήρι αυτό μου θύμισε ανάλογες επισκέψεις μου στο κέντρο της Ρωσικής Ορθοδοξίας και έδρα του Πατριαρχείου, στη Ζαγκόρσκ, αλλά και σε μια από τις ελάχιστες λειτουργούσες εκκλησίες της Μόσχας. Είχα εντυπωσιαστεί από το γεγονός ότι το σοβιετικό καθεστώς παρά τους εξορκισμούς και τις διακηρύξεις του, δεν είχε «χτυπήσει» τη θρησκεία στις ρίζες της. Ανεχόταν και δεν ενοχλούσε τους μη ενοχλούντες θρησκευόμενους.
///
Απόσπασμα από την αυτοβιογραφία του συγγραφέα που θα κυκλοφορήσει προσεχώς από τις εκδόσεις Κίχλη με τον τίτλο Ο δρόμος του Ποσειδώνη: Αναμνήσεις ενός πλάνητα οδοιπόρου.
*
*
*
