*
Εισαγωγή-Μετάφραση-Σχόλια
ΣΥΜΕΩΝ ΓΡ. ΣΤΑΜΠΟΥΛΟΥ
«Μιὰ συντομία μου δυὸ λόγων»
Ἐπιδιόρθωση Χαίλντερλιν ἢ Ἐπισκευάζοντας τὸν Χαίλντερλιν. Πρῶτα ἕνας παράδοξος τίτλος ποιητικῆς συλλογῆς (Hölderlin Reparatur, Berlin Verlag, 2008), ἀλλὰ ἂς κάνουμε ὑπομονή. Οἱ πολλὲς παραδοξότητες βρίσκονται στὰ ποιήματα, τὶς λέξεις, τὶς φράσεις, τὶς εἰκόνες τοῦ ἐκκεντρικοῦ (μᾶλλον, ἔκκεντρου) διανοούμενου, θεατρικοῦ συγγραφέα, ἐπιμελητῆ ἐκδόσεων, ἀνθολόγου, ταξιδευτῆ καὶ πρὸ πάντων ποιητῆ, Gerhard Falkner, γεννημένου στὸ Σβάμπαχ τῆς Γερμανίας τὸ 1951.
Ἐπιδιορθώνεται ὁ Χαίλντερλιν; Αὐτὴ ἡ λατινογενὴς «Reparatur» ταιριάζει περισσότερο σὲ ἕνα διαταραγμένο λογισμικό, σὲ δημιουργικὴ τακτοποίηση τοῦ χάους (τιθασεύεται τὸ χάος;). Ὁ (κάθε) ποιητής, ἄλλωστε δὲν εἶναι πλέον πολλοί, προσπαθεῖ νὰ βάλει σὲ τάξη τὸ χάος τῶν λέξεων. Ἂν ὁ Χαίλντερλιν εἶδε τοὺς μίζερους, μικρόψυχους καιρούς (πῶς ἀλλιῶς νὰ ἀποδώσουμε τὸ «dürftige Zeit»; ὁ Μητροπολίτης Χίου μοῦ ψιθύρισε: «ὀρφανούς), πῶς βλέπουν σήμερα οἱ καιροὶ τὸν ποιητή; Χρήζοντα ἐπισκευῆς; Αὐτὸ διατείνεται ὁ Φάλκνερ. Ἔχει πάρει μαθήματα ἀπὸ τοὺς σημειολόγους, τοὺς στρουκτουραλιστές, τὸν Ρολὰν Μπάρτ (μεσουρανοῦσε στὴν ἐφηβεία τοῦ ποιητῆ). Τὸ πιθανότερο εἶναι νὰ διαμαρτύρεται (μὲ τὴ σωκρατικὴ εἰρωνικὴ προσχώρηση στὴ ρητορεία τοῦ συνομιλητῆ) γιὰ τὴν κυρίαρχη γλώσσα τῶν χρηστῶν τοῦ διαδικτύου (ἢ τοῦ διαδικτύου ποὺ τιθασεύει τοὺς χρῆστες). Τί σημαίνει αὐτὸ γιὰ τὸν Φάλκνερ; Τὴν πρόκληση μιᾶς ἀνάγνωσης τῶν καιρῶν του ὑπὸ τὸ φῶς τοῦ Ρομαντισμοῦ. Σκέφτεται ἕναν Χαίλντερλιν νὰ πληκτρολογεῖ σὲ Windows μὲ Times New Roman τὸν ὕμνο «Ἄρτος καὶ Οἶνος».
Πρόσχημα, ἢ ἄλλοθι, γιὰ μιὰ νέα προκλητικὴ ποιητικὴ δημιουργία. Ὁ Φάλκνερ ἐπικαλεῖται καὶ προσκαλεῖ (μαζὶ μὲ τὸν Ἐρημίτη τοῦ Τύμπινγκεν) ὅλα τὰ ποιητικὰ ὁρόσημα πρὶν καὶ μετὰ ἀπ᾿ αὐτόν: Σαπφώ, Ὀρφέα, Μαλλαρμέ, Ρίλκε, Κλόπστοκ, Νοβάλις, Γκαῖτε, Μαίρικε, Τράκλ, Μπένν, Ρόμπερτ Μπράουνινγκ, Τσέλαν, Μπάχμανν καὶ πολλοὺς ἀκόμη ποὺ ἐξακολουθοῦν νὰ προσέρχονται, ἢ ἄλλους ποὺ ἀδυνατώντας νὰ παραστοῦν (Γερτρούδη Στάιν, Χάινε, Σίλλερ) στέλνουν στίχους τους, γιὰ νὰ παρεντεθοῦν πλαγιωμένοι, ἀνολοκλήρωτα ποιήματα ποὺ θέλουν νὰ «ἐπιδιορθωθοῦν» στὴ δαιμόνια πέννα τοῦ Φάλκνερ.
Τὸ ἴδιο πλούσια εἶναι ἡ ἱστορική, μυθικὴ γεωγραφία τοῦ κύκλου ἀπὸ τὴν Κνωσὸ μέχρι τὸ Στάλινγκραντ, τὸ Heathrow, τὸν Ὄλυμπο, τὸ Neverywhere. Ποιητικὰ κείμενα ποὺ δοκιμάζουν ἀκόμη καὶ τὴν πολυμάθεια ἑνὸς Τζὼρτζ Στάινερ, μὲ γλώσσα πολυστρωματική, λεπτουργημένη καὶ κοινότοπη, ἐπιστημονικὴ καὶ γλώσσα τῆς διαφήμισης, τῆς σύγχρονης πληροφορικῆς, τῆς ἀναλυτικῆς φιλοσοφίας, τῆς τετριμμένης κουβέντας.
Τί ἄλλο νὰ ἐπιδιώκει ὁ πάντοτε ἀπρόβλεπτος Φάλκνερ; Ἴσως ἀκόμη τὴ βίαιη ἔξωση τοῦ Χαίλντερλιν ἀπὸ τὸν «πύργο» του, ὅπου μένει κλεισμένος δύο αἰῶνες, ἀντικείμενο λατρείας καὶ προσκυνήματος τῶν πιστῶν ποὺ ἐπισκέπτονται μὲ δέος τὸ φασματικό του ξόανο στὸ νέο μαυσωλεῖο τῆς ποίησης. Τὴν ἀρχὴ ἔκαναν οἱ Ναζιστὲς τὸ 1943, στὰ ἑκατὸ χρόνια ἀπὸ τὸν θάνατό του, ὑψώνοντας στὸν τάφο του σβάστικες γιὰ τὸν ποιητὴ τῆς «πατρίδας» (Vaterland). Τὴ σκυτάλη πῆρε ὁ Χάιντεγγερ, ὁ ὑπόλογος φιλόσοφος, ὁ ἐπιτιμητὴς τῆς νέας τεχνολογίας, τῆς μεταπολεμικῆς Εὐρώπης.
Στὴν ἄλλη, ὡστόσο, ὄχθη τὸν διάβασαν μὲ προσοχὴ καὶ τὸν ἀνέδειξαν σημαντικοὶ μελετητὲς καὶ ποιητές: Μπένγιαμιν, Μπάισνερ, Σόντι, Ἀντόρνο, Στάινερ, Ρίλκε, Γκεόργκε, Μπένν, Τσέλαν, Κοῦντσε… Κοντὰ σὲ αὐτοὺς ἐπαξίως πρέπει νὰ τοποθετηθεῖ ὁ Νίκος Καροῦζος. Ἔγραψε τὸ ἐπικὸ ποίημα «Τὰ πολύτιμα βάσανα τοῦ Scardanelli»:
Μετέωρος νίκησε τοὺς ἐπισήμους τὰ ἐπίχρυσα πρόσωπα
τὴν ἀνούσια δοξολογία στὴ μητρόπολη
τὰ στιλβωμένα ὕψη τοῦ Γκαῖτε τὴ Βαϊμάρη στὸ σύνολό της
εἶν᾿ αὐτὸς ποὺ ἀφέθηκε
κάπου μέσα στὸν ἄκρατο κίνδυνο
μόνος καὶ δίπτερος […]
(σοβοῦσε μέσα του τυφλὸς ἀετὸς ὅταν ἔρημος δάγκωσε
τὰ ὁλόχρυσα μῆλα τῶν Ἑσπερίδων)
(Χορταριασμένα χάσματα, 1974)
Μετὰ τὸν Καροῦζο σκέφτομαι μήπως ὁ Φάλκνερ ἐννοεῖ τὴ δική μας «ἐπιδιόρθωση» ὡς ἀναγνωστῶν τῆς ποίησης∙ τὴν ἀδυναμία (=ἀδυνατότητα) τῆς ἐποχῆς νὰ διαβάσει κλασικοὺς ποιητὲς μέσα ἀπὸ τούτη τὴ δαιδαλώδη, κωδικὴ γλώσσα τῶν ὑπολογιστῶν, τὴν τηλεοπτικὴ γλώσσα. Συμπτώματα τῆς πολύτροπης, στὸν ἀπελθόντα αἰώνα, «πτώσης μας πρὸς τὰ πάνω». Ὅταν ὁ Φάλκνερ «ἐπιδιόρθωνε» τὸν Χαίλντερλιν, δὲν εἶχε κάνει τὴ δυναμικὴ ἐμφάνισή της ἡ τεχνητὴ νοημοσύνη.
Τίτλοι ὄχι τέλους ἀλλὰ ἐνδεικτικῶν κύκλων τοῦ Φάλκνερ: ἔτσι ἀρχίζουν στὸ σῶμα οἱ μέρες (so beginnen am körper die tage, 1978/2005)∙ Ἐνδογενῆ ποιήματα (Endogene Gedichte, 2000)∙ Πόλη ἀμφίδρομης ἐπικοινωνίας – ground zero (Gegensprechstadt – ground zero, 2005),* Pergamon Poems (2012), Ignatien. Ἐλεγεῖα στὰ ὅρια νευρικῆς κατάρρευσης (Ignatien. Elegien am Rande des Zusammenbruchs, 2014), Schorfheide, 2019… Συνοδευόμενοι ἀπὸ πλῆθος βραβείων (ποὺ μοιράζονται ἀφειδῶς στὴν Γερμανία, χωρὶς ὡστόσο νὰ φτάνουν τὶς κατακλυσμιαῖες βραβεύσεις στὴ χώρα μας) Τὸ ὀγκῶδες μυθιστόρημά του Apollokalypse (2016) κυκλοφόρησε στὰ ἑλληνικὰ σὲ μετάφραση τῆς Μ. Ἀγαθαγγελίδου (Loggia, 2021). Οἱ σημειώσεις καὶ μεταφράσεις ποὺ ἀκολουθοῦν εἶναι ἀπὸ τὴν πρώτη ἐποχὴ τοῦ Covid-19. Ἐλέγχθηκαν καὶ διορθώθηκαν τὸν Φεβρουάριο 2025 γιὰ τὴν παρούσα δημοσίευση.
* Στὰ ἑλληνικὰ σὲ μετάφραση τῆς Μ. Ἀγαθαγγελίδου (Γαβριηλίδης, 2011). Ground zero, σημεῖο μηδέν/ἐπίκεντρο ἔκρηξης. Στρατιωτικὸς ὅρος, ἐπινοημένος τὴν 6η Αὐγούστου 1945, ὅταν ρίχτηκε στὴν Χιροσίμα ἡ ἀτομικὴ βόμβα μὲ τὴν ἐπωνυμία «Little Boy».
///
ΓΚΕΡΧΑΡΝΤ ΦΑΛΚΝΕΡ
Hölderlin Reparatur
«Τράκλ»
Παγώνει ὁ τόπος γύρω σου
χρυσοστεφανωμένε Τράκλ
Στὸ ἀνοιχτὸ παράθυρο
βροντοῦν καὶ κλυδωνίζονται τὰ πλοῖα
Λιμνοῦλες πνίγουν
τὸν ὑπέργηρο ἥλιο
καὶ μοχθηρὰ οἱ σκάλες τρίζοντας καπνίζουν
στὴ σκότεινη μνήμη
Ἄρτος καὶ οἶνος
θωροῦνται μεταξύ τους
ἀνέγγιχτοι ἐντελῶς
Τὸ ροῦχο ἀγγίζει μιὰ τιράντα
στὸν ὦμο τὸν ἀδύναμο
καὶ στῆς νυχτιᾶς τὴν ἐρημιὰ
διαλύονται μέσ᾿ στὸ ποτήρι ἀναβράζοντας
παυσίπονες ταμπλέτες
(«Trakl», σ. 18).
///
«Τύμπινγκεν. Ἰούλιος.»
Ἐδῶ ἐπίσης. Καὶ βράδυ ἐπίσης.
Κάτω κυλᾶ ὁ Νέκαρ ζωντανός, ἀκάματος,
– ἀκόμη ὅμως χωρὶς κανένα τέλος τῶν ἱστῶν μὲ τὶς σημαῖες.
Χτυπάει τὸ βραδινό, στὴν ἀνθρακιὰ τῶν φραγκοστάφυλων,
σὲ κώδωνα συναγερμοῦ
χυμένο.
Στὸν οὐρανὸ γράφοντας κύκλους τοῦ Χαίλντερλιν οἱ γερανοί –
οἱ κίτρινες φτεροῦγες τῆς περιστροφῆς, ποὺ τραγουδᾶνε στὰ γυρίσματα,
ἀκινητοῦν.
Τὸ κατερειπωμένο Ὑπερεγώ, ὁ Μητριάρχης,
προβάλλει στὸ παράθυρο
(λέει μήπως κάτι ἢ δὲν λέει τίποτε;)
Σάββατο, σχόλη, τέλος ἐξόδου, ὅσο εἶναι ἀσφαλής.
Μὲ τάξη σημειώνει
πῶς μέσα στὸν συνεπαρμὸ ἐπιδεινούμενων καταστάσεων
οἱ ἀναμνήσεις
ἐκμηδενίζουν τὶς ἀκριβές, σιωπηλές, ἅγιες
προσθέσεις τους.
Στὸ τέλος οὔτε τὸ ἴδιο τ᾿ ὄνομα δὲν μένει.
Γι᾿ αὐτὸ οἱ τροπὲς σοκάρουν τὸ χαρτὶ ὅλο καὶ τολμηρότερα.
Ὁρισμένες ἐπαναλαμβάνονται ἴδιες,
πολλὲς ὡστόσο χάνονται μέσα στὴ σύγχυση.
(«Tübingen. Julei.», σ. 26)
Ὁ τίτλος καὶ τὸ περιεχόμενο τοῦ ποιήματος συνομιλοῦν μὲ τὸ ποίημα τοῦ Πάουλ Τσέλαν «Tübingen, Jänner», γραμμένο τὸ 1961. Γράφτηκε μετὰ ἀπὸ ἐπίσκεψη τοῦ ποιητῆ στὸ Τύμπινγκεν καὶ τὸν «πύργο Χαίλντερλιν». Ἀνήκει στὸν κύκλο Τοῦ Κανενὸς τὸ ρόδο (Die Niemandsrose, 1963). Τὸ παραθέτω μὲ τὴ διευκρίνιση ὅτι ὁ στίχος σὲ εἰσαγωγικὰ («αἴνιγμα εἶναι ὅ,τι ἀνέβλυσε καθαρό») εἶναι ἀπὸ τὸ ποίημα τοῦ Χαίλντερλιν «Ὁ Ρῆνος» («Der Rhein»).
«Τύμπινγκεν, Γενάρης»
Μάτια κορεσμένα
λέξεις ὣς τὴν τύφλωση
Δική τους –«αἴνιγμα
εἶναι ὅ,τι ἀνέβλυσε
καθαρό»- ἡ δική τους
ἀνάμνηση
τῶν πύργων τοῦ Χαίλντερλιν ποὺ κολυμποῦν ,πιασμένοι
στὸν κύκλο τῶν γλάρων.
Ἐπισκέψεις πνιγμένων ξυλουργῶν σ᾿ αὐτὲς
τὶς
βυθιζόμενες λέξεις
Ἂν ἐρχόταν,
ἂν ἐρχόταν, ἕνας ἄνθρωπος,
στὸν κόσμο ἂν ἐρχόταν ἕνας ἀνθρωπος, σήμερα, μὲ
τὸ φωτογένι τοῦ
Πατριάρχη: θὰ μποροῦσε,
ἂν ἦταν νὰ μιλήσει γιὰ τοῦτον
τὸν καιρό, θὰ
μποροῦσε
μόνο νὰ ψελλίζει καὶ νὰ ψελλίζει,
πάντο-, πάντο-,
τετε.
(«Pallaksch. Pallaksch.»)
///
«Διαφορά»
κάτι, γιὰ τὸ ὁποῖο δὲν γνωρίζω οὔτε λέξη,
βρίσκεται μπρός μου, τυλιγμένο στὸν ἑαυτό του
σὰν χιόνι ποὺ βρίσκεται στὸ χιόνι
ἢ σὰν γρασίδι, ντυμένο στὸ γρασίδι
κάτι ἀπολύτως σύμφωνο, ἐμπεδωμένο
στὸν ἑαυτό του ποὺ ἀντιστέκεται σὲ κάθε ἀπόπειρα
νὰ τὸ κατονομάσεις
κάνω τὸ πᾶν, τὴ δύναμη νὰ καταλύσω
τῆς ἀνωνυμίας
τὸ ἐξετάζω σταθερὰ καὶ μὲ τὰ δυό μου μάτια
καὶ τὸν ἀέρα συγκρατῶ
μέχρι στὸ τέλος νὰ ἐκραγεῖ:
καὶ μάλιστα σὲ πράσινα καλάμια καὶ
λευκὲς χιονονιφάδες
(«Anders sein», σ. 39)
///
«Ποίημα γιὰ τὸ ἐρώτημα: Θὰ μποροῦσε ὁ Θεὸς νὰ εἰσακούσει τὴν παράκληση νὰ μὴν ὑπάρχει;»
ὁ ἐγκέφαλός μου εἶν᾿ ἕνα μικρὸ παρεκκλήσι
ὅπου πηγαίνω νὰ σκεφτῶ καὶ νὰ προσευχηθῶ
καὶ ὁρισμένως νὰ βασανίσω
καὶ πάντοτε προσεύχομαι νὰ μὴν ὑπάρχει κανένας Θεός
ἐπειδὴ ἂν ἤξερε τί σκέφτομαι
θὰ ἔκλεινε ἀσφαλῶς ἀμέσως
τὸ μικρὸ παρεκκλήσι
ἀλλὰ τότε ἀναρωτιέμαι φυσικὰ
ἂν δὲν θὰ ἦταν αὐτὴ ἡ μοναδικὴ προσευχή
τὸ νὰ εἰσακούσει τὴν παράκλησή μου δὲν θὰ ἦταν στὴ
δικαιοδοσία του
(«Gedicht über die Frage: könnte Gott die Bitte erhören, dass es ihn nicht gibt?», σελ. 40).
///
«Ὁλόγυρα δὲν ἡσυχάζει τίποτε»
Ὁλόγυρα δὲν ἡσυχάζει τίποτε. Οὔτε κι ἡ πόλη ἀκόμη.
Παγερὸ σὲ σουβλίζει τὸ φῶς στὰ φωτισμένα σοκάκια
ἄκρη στὶς μεγάλες ἀλλέες
καὶ μὲ τριγμοὺς κυλοῦν οἱ ἅμαξες γιὰ κεῖ (χωρὶς τέλος)
Κανεὶς δὲν ξέρει κάτι ἀπ᾿ τὶς χαρὲς τῆς μέρας
ἢ τὸ ἀντίθετό τους
ἀπὸ τὰ βάσανα τῆς νύχτας
Καὶ πουθενὰ ἕνα κεφάλι γνωστικό. Ἀπὸ κανέναν κῆπο
τῆς γῆς δὲν ἠχεῖ μακρινὴ συγχορδία
Κυλᾶ ἡ γῆ μὲ θρόισμα ἐλαφρὺ
μόνο μὲς ἀπ᾿ τὴν ἄμμο τοῦ διαβατάρη χρόνου. Τὸ νὰ πιστεύεις
ὅτι κάπου μιλᾶ ἕνας ἐρωτευμένος, σημαίνει
ὅτι ἀκοῦς φωνές, βλέπεις λευκὰ ποντίκια, ἔχεις
μιὰ βλάβη στὴ σκεπή – Ἢ ὅτι ἕνας μοναχικὸς
(ἕνας τί παρακαλῶ;) ἀναπολεῖ φίλους μακρινούς;
Οἱ ἄντρες σήμερα δὲν εἶναι μοναχικοί. Εἴτε
ἐπικοινωνοῦν εἴτε ἁπλούστατα δὲν εἶναι διόλου ἐκεῖ
καὶ φίλοι σπάνια εἶναι μακριά
ἀλλὰ μονάχα στὴ στιγμὴ ἐφικτοί
Ἐλπίδα δὲν ζυγώνει ἐδῶ. Ὁ καλοδιάθετος ἐπίσης διόλου.
Ὁ εὐγενὴς ἀπρόσιτος ἀκόμη πιὸ πολύ. Ἐνῶ ὁ πολύτιμος;
Ἀποκλεισμένος ἐντελῶς.
Πολύτιμες εἶναι οἱ πραλίνες, οἱ κάλτσες οἱ μεταξωτές.
Ὅλα μᾶς διασκεδάζουν, μόνο ἡ χαρὰ δὲν διασκεδάζει.
Ὅλα εἶναι σὲ κίνηση, μόνο ἡ κίνηση δὲν εἶναι.
Αὐτὴ κολλάει καὶ κοντοστέκεται.
(«Ringsum ruhet nichts», σελ. 45).
Ὁ τίτλος καὶ ὁ πρῶτος στίχος τοῦ ποιήματος εἶναι (ἀντεστραμμένοι) ὁ πρῶτος στίχος τῆς ἐλεγείας τοῦ Χαίλντερλιν «Brod und Wein» («Ἄρτος καὶ Οἶνος», 1802;), προτύπου ἐπίσης τοῦ Τέοντορ Στὸρμ (Theodor Storm) στὸ ποίημα «Die Stadt» («Ἡ πόλη», 1851). Γενικά, τὸ ποίημα τοῦ Φάλκνερ μεταγράφει τὴν πρώτη ἀπὸ τὶς ἐννέα στροφὲς τῆς ἐλεγείας. Τὴν παραθέτω:
Ἡσυχάζει ἕνα γύρω ἡ πόλη∙ τὰ στενὰ μὲ τὰ φῶτα θαμπὰ
καὶ μὲ δάδες ντυμένα κυλοῦν μεθυσμένα τ᾿ ἁμάξια μακριά.
Στὴ χαρὰ μεινεμένοι τῆς μέρας πλαγιάζουν ὁ κόσμος
καὶ στὸ σπίτι του πιὰ θὰ μετρᾶ, τὰ κέρδη τόσα κι οἱ ζημιές,
ὁ νοικοκύρης∙ καὶ ὁ θόρυβος στὴν ἀγορὰ
ποὺ χαμηλώνει τὰ φτερά,
τὰ λούλουδα, σταφύλια κι ἔργα τοῦ χεριοῦ τὰ πρακτικά.
Μιὰ μελωδία μακρινὴ φέρνουν οἱ κῆποι∙ ἀνίσως
ὁ ἔρωτας ἀγγίζει τὴ χορδὴ ἢ ὁ Μοναχικὸς ποὺ ἱστορεῖ
τὴ χαμένη χαρὰ καὶ τὴ νιότη∙ τὰ νερὰ
ποὺ κυλοῦνε ἀκούραστα καὶ μεθοῦν μὲ δροσιὰ
κι εὐωδία τοὺς κήπους.
Γλυκὰ ποὺ ἠχοῦν οἱ καμπάνες στὸ μούχρωμα
καὶ τὶς ὧρες θυμώντας ὁ φύλακας λογαριάζει τὸν χτύπο.
Τώρα ἀκόμη ἕνα φύσημα συνεπαίρνει τὰ φύλλα γλυκά.
Δὲς ἐκεῖ! Δὲς τοῦ κόσμου ὁ ἴσκιος, ποὺ κρυφὰ
σκαρφαλώνει ἡ Σελήνη∙ καὶ ἡ νύχτα κοντὰ ἡ πλανεύτρα
μὲ τῶν ἄστρων γεμάτη τὸ φῶς καὶ γιὰ μᾶς οὔτε ἔγνοια καμιά,
στοὺς ἀνθρώπους νὰ λάμπει ἡ Ἐκπλήσσουσα, ἡ Ἀπόξενη ἐκεῖ,
ἡ τεθλιμμένη πάνω ἀπ᾿ τὰ βουνά, ἡ Μεγαλόχαρη.
///
«Ἀντίλαλος καὶ νύχτα ἀκόμη ἐκεῖ ἐπάνω πιὸ ψηλά»
21/C/2 22 b/2 26/1 /2
ἦρθε σὰν φρέσκο πρωινό, τὸ μεσημέρι, τὸ τράμ
τὸ σφύριγμα τῆς λήξης, ἡ ἡλικία (ἦρθε, αὐτὸ ποὺ ἔπρεπε νὰ ἔρθει)
ἦρθε ὁ ἐρχομός
καὶ ὅλες οἱ μέρες, οἱ ὧρες, τὰ χρόνια, τ᾿ ἀστέρια
ἠχοῦσαν μέσ᾿ στὴ νύχτα, σὰν μιὰν ἀντήχηση καὶ σὰν
κιβώτιο σιδερένιο
ἤρθανε τὰ ψιλόλιγνα βουνά, τὰ μάκρη, τὰ νέφη
τοῦ καλοκαιριοῦ, ἤρθανε οἱ σκυφτοὶ τουρίστες
κι ἀνάψαν μιὰ φωτιά
καὶ τότε ἔφεξε στὴν ἔξοδο κοντά, μιὰ στέγη φιλόξενη, τὸ
πρόσφατα πρασινισμένο δάσος στὸ τρίστρατο τῆς ὤτο-μπαν
Μόναχο-Φελντμόχινγκ
πόσο πολλά, ὅ,τι ἦταν ὄμορφο, ὅ,τι ἦταν διαυγές, ὅ,τι ἔκαιγε
στὰ χείλη, παρέμεινε, γιατὶ τὸ ἀποσιώπησα,
ἀπείραχτο ἀπὸ τὴ σχετικὴ πρόβλεψη
ὑψώθηκαν τὰ παράξενα σύννεφα, οἱ ἥλιοι, οἱ οὐρανοὶ
ψηλότερα καὶ πάντα
πρὸς τὰ πάνω πιὸ ψηλά
(«Echo und Nacht nochhin höher hinauf», σ. 46).
Ὁ τίτλος καὶ οἱ εἰκόνες τοῦ ποιήματος ἀπηχοῦν τὴν ἐλεγεία τοῦ Χαίλντερλιν «Νόστος» («Heimkunft»), γραμμένη στὸ διάστημα 1800-1804.
///
«Ἔκδυση μέχρι τελικῆς πτώσεως»
Κοιμᾶται κι αὐτὸ εἶν᾿ ὅλο. Πλαγιάζει ἐκεῖ
σὰν παραπέτασμα λευκό. Ἡ καρδιά της, καθένας τὸ βλέπει,
γκρεμίζεται. Δὲν ἔχει κάποιον ἀδελφὸ
ποὺ νὰ τῆς πεῖ: τὸ δέρμα σου εἶναι σὰν
καθρέφτης αἰωρούμενος.
Εἶναι μεσημέρι ἢ Σάββατο ἢ Ἰούνιος.
Προσπεράσαμε τὶς μεγάλες
βιντεοεπαύλεις, στὸ δρόμο πρὸς τὰ ᾿δῶ –
πλάι στὰ πράσινα περίπτερα τῆς παγκόσμιας ἔκθεσης
μὲ τὰ ἐξευγενισμένα τους δικτυακὰ περιβάλλοντα.
Τὴν εἶχα μαζέψει
ἀπὸ τὸ δρόμο. Καταμεσὴς στὸ πρόσωπό της ἄνθιζε ᾿κεῖ
τὸ στόμα της σὰν κόκκινος ἀνθός. Στὴν πλατεία Ernst-Reuter
κάναμε νόημα σ᾿ ἕνα ταξὶ κι ἤρθαμε ᾿δῶ.
Παίξαμε τὸν ἄνδρα καὶ τὴ γυναίκα
καὶ συνεπῶς φιλιώσαμε ξανά.
Τώρα πλαγιάζει ἐκεῖ, λικνισμένη ἀπ᾿ τὸν ὕπνο
σὰν μιὰν ἀράδα σκοτεινὴ τοῦ Κάφκα.
Δὲν εἶναι τίποτα περισσότερο ἀπὸ ὄμορφη κι αὐτὸ εἶν᾿ ὅλο.
(«Ausziehen bis zum Umfallen», σ. 58).
///
«Λέει αὐτὸς κάτι/ ἢ δὲν λέει τίποτε»
Σὲ χαιρετίζω, ὕμνε μου, λεξιλόγιό μου, Σπαντάου μου
σᾶς χαιρετίζω, λόφοι ἐσεῖς ἀνάμεσα στὶς γραμμὲς
καὶ πράσινοι ἥλιοι, καὶ πόλεις δίχως τέλος
τὶς φλαμουριὲς ἀντίπερα καὶ δῶθε, καὶ τὰ ταξί,
τὶς Ἀλεξάντερπλατς
σὲ χαιρετίζω, ἐσένα «femme entre deux âges»
πολύτιμο παράδειγμά μου ἀπὸ τὸ χθές:
ἀκόμα ἡ πείνα μου γιὰ τριαντάφυλλα εἶναι akoresti.dot.com
κι ἐσένα ἐπίσης, φίλε, ὅποιος κι ἂν εἶσαι πάντοτε
εἴτε ἀπ᾿ τὴ Στουτγάρδη ἢ κι ἀπ᾿ τὸ Μπράουνσβάιγκ
ἐσένα «homme de peut-être»
σὲ χαιρετίζω,
ἂς πάει ὁ καθένας ὅπου μπορεῖ
κι ὅσο συχνὰ μπορεῖ
ὅλα εἶναι ἀνοιχτά!
στὸ κόκκινο στεκόμαστε, μὲ πράσινο περνᾶμε
ὁ καθεὶς καὶ τὸ σχῆμα του!
ἐὰν κι αὐτοὶ ποὺ ἔτσι φιλοῦν ἢ τραγουδοῦν
εἶναι μαζὶ ἐδῶ, τότε ἀκόμη πιὸ καλά!
τοὺς χρειαζόμαστε ὅλους
ὅλους τοὺς ἀριθμοὺς καὶ ὅλες τὶς μορφές
γιατὶ ὅλα εἶναι καλοκαίρι, μέρα γιορτῆς καὶ ἐλατήρια σπειροειδῆ
τῆς εὐτυχίας
ὅταν ραγίζουν οἱ μεγάλες γλῶσσες
ὄχι ὁ Ἰνδὸς ποταμός, ὁ Βόρειος Πόλος καὶ ὁ Γάγγης
ὄχι ἡ Ρώμη ἢ τὸ Μαρίενμπαντ
ὄχι τὸ Βατερλὼ ἢ τὸ Στάλινγκραντ
καμιὰ ἀπόσταση, καμιὰ ἐλεγεία, καμία μάχη
μόνον αὐτὸ ποὺ εἶναι ἀπέναντι, στὰ μάτια μας μπροστά
αὐτὸ ποὺ στὸ ζενὶθ τοῦ Τώρα
τέμνεται μὲ τὸ βλέμμα μας:
τὸ εὐτελὲς ὅπως τὸ ἰδεῶδες!
τὰ αὐτόματα μεσοφόρια μιᾶς Ἄνοιξης ποὺ δὲν ὑπῆρξε ποτὲ
σὲ πράσινη κορφή
τὸ συνταρακτικὸ μαρτιάτικο μετάξι ἄσπρων κρόκων
τὸ δίνουμε γιὰ τὶς ἐπιχειρίδες, τὶς μπότες κρεβατιοῦ,
γιὰ τὸν ouvert στηθόδεσμο
ἐτούτης τῆς μοναδικῆς ἡμέρας τοῦ καλοκαιριοῦ, ποὺ τώρα
μᾶς προσφέρεται
ποὺ βρίσκεται στὰ χέρια μας
τὰ πάντα πρέπει ἥσυχα νὰ δοξαστοῦν
ὅσα ὑπομένουν οἱ μεγάλες λέξεις
ὅ,τι δὲν καταρρέει (ἀμέσως)
κάτω ἀπ᾿ τὸ ὑμνητικό τους βάρος
ὅπου ἀκόμη κι ἕνα dirty talking (ἀπ᾿ τὸ off)
δὲν πλήττει τὴν ἀξία καὶ τὴ θέλησή τους
ὄμορφη γαλάζια νύχτα ἀπὸ ἄνεμο καὶ κιμωλία
σὲ φέρνω στὸ χαρτί / ἄλλο τίποτε δὲν μπορῶ
νὰ κάνω γιὰ σένα
σὲ βάζω πάνω ἀπὸ τὴ λήθη
μοῦ φτάνει ποὺ μπορῶ μαζί σου
μὲς ἀπὸ τὸν ἀέρα νὰ περνῶ καὶ ποὺ ὁ ἴδιος
πρᾶος οὐρανὸς μᾶς συνοδεύει
ἤμουν συχνὰ καὶ γιὰ καιρὸ μέχρι τὶς τελευταῖες ὧρες τοῦ πρωιοῦ
ἀνικανοποίητος
γλίστρησα μὲς ἀπὸ τὰ δάση σου σὰν ζῶο λαδωμένο, σὰν μία μάμπα
τῆς narco trafico
τώρα ξυπνοῦν πάλι τὰ μάτια ἐπιτέλους / οἱ δρόμοι
ὅλοι οἱ πολλοὶ γεμίζουν αὐτοκίνητα
κι ὁ ἥλιος χύνεται πάνω ἀπὸ τὴ γραμμὴ τῶν ὁριζόντων
σὰν φεγγοβόλο κόκκινο Pop-up
τὸ νυχτερινὸ Montbéliard μετατρέπεται
πάλι σὲ βυρτεμβέργιο Mömpelgard
οἱ πρῶτες πριγκίπισσες ξεσποῦν, στόματα
σὰν κόκκινα μαξιλάρια ἀέρος.
Ὤ, ἔλα, ἥλιε ὄμορφε!
οἱ ὄχθες τοῦ Σαρλόττενμπουργκ θὰ λάμπουν
σ᾿ ἕνα κασόνι προσφορῶν στὴν Savignyplatz
ἔχουν τὸν Ὑπερίωνα στὴ μισὴ τιμή*
Σᾶς χαιρετίζω, τοῦ προαστίου οὐρανοί
κόκκινοι στὴν ἀρχή, κατόπιν κίτρινοι, στὸ πιὸ γαλάζιο
τώρα ἐπιτέλους
μὲ πενταψήφιες τὶς ἀποστάσεις σας
μὲ τῶν λεωφόρων τὶς διασταυρώσεις σας μέσ᾿ στοὺς αἰθέρες
καὶ μὲ τὰ πράσινα τοῦ ἔλατου ὑπόγεια
σὲ σᾶς μπορεῖ αὐτὸ νἀ διατηρεῖται
καθρεφτίζετε / ὅπως τὰ νερά / μὲ ἀδιατάρακτη ἠρεμία
τὴν κούραση τοῦ ὁδοιπόρου
τὸ ἀποτύπωμα τοῦ γερανοῦ στὸν ἀέρα
ἀπὸ τὰ δροσερά σας ὕψη ἐδῶ κάτω
συχνὰ κοιτάζω καὶ σᾶς χαιρετῶ
Στουτγάρδη μου, Στέγκλιτς καὶ ρίζα τοῦ ἐγκεφάλου μου
(καὶ οἱ τρεῖς σας κάθεστε βαθιά)
ἐκεῖ θέλω νὰ πάω, ἢ νὰ ἔρθω ἀπὸ ᾿κεῖ
γιὰ ἕνα μεγάλο ἴσως διάστημα, – ἢ μικρό
ν᾿ ἁπλώσω ἐμπρός μου ὅλες τὶς τετράδες
καὶ κάποτε νὰ γίνουνε πεντάδες
ἀδιάφορο ἂν καταχείμωνο, μέσα στὴ νύχτα ἢ σὲ λιβάδι θελκτικό.
Βγαίνω ἔξω κάθε μέρα καὶ ψάχνω διαρκῶς γιὰ ἕνα ἄλλο
ἀλλὰ τὸ πιὸ συχνὰ βρίσκω τὸ ἴδιο ὅπως πάντοτε
μονάχα μιὰ φορὰ στραμμένος γύρω μου ἢ δυό
C᾽est ça!
Ἐμεῖς, ὅσο τὸ κατορθώσαμε, ἔχουμε κιόλας τὸ δικό μας ἕτοιμο**
(«Sagt er was/ oder sagt er nichts», σ. 73).
*Ἐννοεῖται τὸ μυθιστόρημα τοῦ Χαίλντερλιν Ὑπερίων – Ὁ Ἐρημίτης στὴν Ἑλλάδα (1797-1799).
** Στίχος ἀπὸ τὴν ἀνολοκλήρωτη ἐλεγεία τοῦ Χαίλντερλιν «Ὁ περίπατος στὴν ἐξοχή» (1801).
*
*
*
