*
τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ
Ἐπιλογὴ καὶ φιλολογικὴ ἐπιμέλεια: Ἀγγελικὴ Καραθανάση
///
«Ἡ Ἑλλάδα πέθανε!» Εἶναι μιὰ φράση ποὺ ἀκούγεται συχνὰ στὴν Εὐρώπη ἀπὸ στόματα πολιτικῶν ἢ πνευματικῶν ἀνθρώπων τὸν καιρὸ τῆς Τουρκοκρατίας. «Ἡ Ἑλλάδα δὲν ὑπάρχει πιά!».
Κι ἄξαφνα γίνεται τὸ θαῦμα. Ἡ Ἑλλάδα εἶναι ζωντανὴ καὶ μάχεται καὶ καταπλήσσει. Γιὰ ὅσους δὲν ἔχουν ἐξοικειωθεῖ μὲ τὴν ἑλληνικὴ ἱστορία, αὐτὴ τὴν ἱστορία τῶν ἐπλήξεων, τὸ πράγμα καταντᾶ σχεδὸν ἀπίστευτο.
Τί ἦταν, ἀλήθεια, ἐκεῖνοι ποὺ κάμανε τὴν ἐπανάσταση τοῦ ’21; Ἄνθρωποι πού ’χανε περάσει ὅλα τὰ χρόνια τῆς ζωῆς τους στὴ σκλαβιά. Κι ὄχι μόνο οἱ ἴδιοι μὰ κι οἱ πατεράδες τους κι οἱ παπποῦδες τους καὶ μιὰ μακρότατη σειρὰ προγόνων ποὺ ἡ ἀρχή τους ἔφτανε ὣς τὰ μέσα τοῦ 15ου αἰώνα. Σκλάβοι, γιοὶ σκλάβων.
Τετρακόσια χρόνια εἶναι πολὺ μεγάλο διάστημα. Οἱ ξένοι εἴχανε πιστέψει πὼς ὁ λαὸς τούτης τῆς χώρας δὲ θὰ μποροῦσε νὰ βαστάξει τοὺς τέσσερεις αἰῶνες τῆς τυραννίας καὶ τοῦ πνευματικοῦ σκοταδιοῦ. Θὰ λύγιζε. Θὰ συμβιβαζότανε. Θὰ παραδέχουνταν πὼς ἔτσι ἤτανε καμωμένος ὁ κόσμος, πὼς οἱ ἄνθρωποι εἶναι πλασμένοι ἄλλοι γι’ ἀφέντες κι ἄλλοι γιὰ δοῦλοι καὶ πὼς ἡ δική τους μοῖρα τὸν εἶχε προορίσει γιὰ τὴν πικρὴ ζωὴ τῆς ὑποταγῆς. Θὰ ξεχνοῦσε ἀπὸ ποῦ ξεκίνησε, τί ἤτανε κάποτε καὶ πῶς βρέθηκε νὰ σκύβει τὴν πλάτη κάτω ἀπ’ τὸ μαστίγιο τοῦ Ἀσιάτη.
Ἡ πραγματικότητα ἀποδείχτηκε διαφορετική. Ὁ λαός μας ἔδειξε μιὰ σπάνια ἀντοχὴ καὶ μιὰ πεισματικὴ προσήλωση στὶς ρίζες του. Χωρὶς πολιτικὴ ἡγεσία καὶ χωρὶς πνευματικοὺς ὁδηγούς, τὸν πρῶτο καιρὸ ὕστερ’ ἀπὸ τὴ διάλυση τῶν ὑπολειμμάτων τῆς ἄλλοτε Μεγάλης Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, συσπειρώνεται γύρω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, τὴ μόνη δύναμη ποὺ ἄφησε ἀπείραχτη ὁ σκληρὸς ἀφέντης του. Ἀπ’ αὐτὴ ζητᾶ προστασία καὶ καθοδήγηση. Ἀργότερα θὰ προχωρήσει στὴν κοινοτικὴ ὀργάνωση καὶ στὴν προσπάθεια τοῦ φωτισμοῦ μὲ τὰ γράμματα. Καὶ σὰν ἀπὸ ἔνστιχτο κοιτάζει νὰ φυλάξει ὅ,τι κληρονόμησε ἀπὸ τοὺς πατεράδες του κι ὅ,τι τὸν ξεχώριζε ἀπὸ τὸν δυνάστη του.
Ἡ γλώσσα ποὺ μιλοῦσε, ὅσο κι ἂν δέχτηκε μερικὲς λέξεις ἀπὸ τὴ γλώσσα τοῦ καταχτητῆ, ἔμεινε πάντα ἡ ἴδια παλιὰ γλώσσα, αὐτὴ ποὺ κάποτε εἶχε δώσει τ’ ἀριστουργήματα τῆς λογοτεχνίας, τῆς φιλοσορίας καὶ τώρα γινόταν ἡ γλώσσα τοῦ πόνου, τοῦ καημοῦ καὶ τῆς ἐλπίδας του, ἡ γλώσσα τῶν δημοτικῶν τραγουδιῶν του. (περισσότερα…)
