Ἐπιστολή πρός τούς κριτάς

*

Ἀγῶνες πνεύματος
(καί ὁ Μιχαήλ Μητσάκης)

γράφει ὁ ΤΕΤΟΣ ΣΟΥΡΔΟΣ

///
Κεφάλαιο 1

Ἐπιστολή πρός τούς κριτάς

Τό 1891 ἔλαβε μέρος στόν Φιλαδέλφειο Ποιητικό Διαγωνισμό ὁ εἰκοσιπεντάχρονος (;) Μιχαήλ Μητσάκης – ποιητής ἑλληνιστί καί κυρίως γαλλιστί, δημοσιογράφος, πεζογράφος, ταξιδιώτης, μετέπειτα τρόφιμος, κι αὐτός, τοῦ Δρομοκαΐτειου Πνευματικοῦ Ἱδρύματος, ἰδιόρρυθμος, ἀντιφατικός καί πλάνης – μέ τήν ὑπ’ ἀριθμόν 23, φέρουσα δέ τίτλο: Στίχοι Ἐλεύθεροι, ποιητική του συλλογή. Τό δέ πρῶτο, τιθέμενο ἐπικεφαλῆς, ποίημα τῆς ἐν λόγω συλλογῆς ἐπιγράφεται: Ἐπιστολή πρός τούς κριτάς (!) Τί ἀκριβῶς ἀπέστειλε, ὁ ἀθεόφοβος, πρός κρίσιν στήν ἐπιτροπή; Ἀπό τήν ἄλλη, ὁ βαρύτιμος καί λόγιος Ἄγγ. Βλάχος, ἐξέχουσα φυσιογνωμία τοῦ ἀθηναϊκοῦ ἑλληνίζειν τήν ἐποχή ἐκείνη, εἰσηγητής ἐν τῷ Ζαππείῳ Μεγάρῳ τῆς Ἔκθεσης τῆς Ἐπιτροπῆς τῶν Ἀγωνοδικῶν, ἀποφαίνεται πώς «ὀλίγοι μόνον [ἀπό τούς ἀποδυθέντες εἰς τόν συγκεκριμένο ἀγῶνα ποιητάς] δύνανται νά καταστῶσι λεπτομεροῦς λόγου ὑποκείμενον»[1]. Στούς ὀλίγους δέν συμπεριλαμβάνεται βεβαίως ὁ Μιχαήλ Μητσάκης. Δέν συγκαταριθμείται ὡστόσο σιωπηρῶς οὔτε καί σέ ἐκείνους, τούς πολλούς, πού τά προϊόντα τῆς ἐμμέτρου ποιήσεώς των κρίθηκαν, διά τό λόγον ἴσως ὅτι ἦταν κατάφορτα μέ κοινούς τόπους καί ἀνιαρές πεζολογίες, ἀνάξια νά λάβουν ἔγκριση βραβείου ἤ νά ἀνταμειφθοῦν ἔστω μέ ἔπαινο. Τουναντίον, ἡ ἔκθεση τῆς ἐπιτροπῆς, καί προσωπικά εἰκοτολογῶ τοῦ Ἄγγ. Βλάχου, ἐπιδαψίλευσε μέ ξεχωριστή μνεία στόν Μιχαήλ Μητσάκη τό βραβεῖο τοῦ χειρίστου συμμετέχοντος. Ἔλασσον βεβαίως λογοτεχνικό ζήτημα, χωρίς «ἐνδόξους θανάτους στρατηγῶν στό πεδίο τῆς μάχης»[2] ἀποτελεῖ, στά τέλη τῆς ΙΘ΄ ἑκατονταετηρίδος, ἡ ἀπόρριψη ἀπό τόν ἐρίτιμο Ἄγγ. Βλάχο τοῦ σχετικώς νεαροῦ ποιητή Μιχαήλ Μητσάκη. Δέν ἔχω ὡστόσο ὑπ’ ὄψιν μου, ἐδῶ, ἐπί τοῦ παρόντος, στά γραφεῖα τῆς πολυεθνικῆς ἐπί τῆς Μιχαλακοπούλου ὅπου ἐργάζομαι, κάποιο ἄλλο θέμα πού θά προσπόριζε περισσότερη δόξα. Προσβλέπουμε ἄλλωστε μόνο σέ ἀφορμές ὥστε νά παρεισάγουμε ἐντός κειμένου φράσεις ἀπό τή θεματική μονοτονία τοῦ δικοῦ μας χαρακτήρα.

Μέ τά ἀκόλουθα, ἅπαξ διά παντός λόγια, ἀφαιρεῖ ὁ ἑλλανοδίκης Ἄγγ. Βλάχος τά θριαμβικά διάσημα ἀπό τόν θώρακα τοῦ εὐσταλοῦς Μητσάκη: «Ὁ αναγιγνώσκων τούς στίχους του ἀμφιβάλλει πολλάκις ἄν ἔχει ἐνώπιόν του προϊόντα ἐντελῶς ὑγιοῦς καί νηφούσης διανοίας· τοσοῦτον εἶνε παραπαῖον μέν τό νόημα, χυδαία δέ πολλαχοῦ καί ἀσχήμων ἡ φράσις. Τήν γλῶσσαν τῶν Ἐλευθέρων Στίχων αποτελοῦσιν οἰκτρά σπαράγματα τῆς καθαρευούσης, ἀνάμικτα μετά λέξεων καί φράσεων οὐ μόνον τῆς δημοτικῆς ἀλλά καί αὐτῆς τῆς χυδαίας, ἐν πάσῃ δυνατῇ ἀκολασίᾳ μᾶλλον ἤ ἐλευθερίᾳ»[3]. «Εἰς ἀπόδειξιν τῶν εἰρημένων ἔστω τό ἑξῆς μικρόν ἀπόσπασμα ἐκ τῆς Πρός τούς Κριτάς Ἐπιστολῆς τοῦ ποιητοῦ, ἐν ᾧ ἐξηγεῖ οὗτος πρός αὐτούς τί θα ἦσαν ἀν δέν εἶχον ἐκλεχθῆ κριταί:

…ἀλληῶς –λέγει–
…δέν θά κρατούσατε στά χέρια αὐτή τήν ὥρα
τοῦ Πνεύματος τῆς γῆς αὐτῆς τή δοξασμένη τύχη,
μά θά δουλεύατε σιγά, κρυμμένοι σέ μιάν ἄκρη,
δίχως ἐάν ὑπάρχετε κανένας νά τό ξέρῃ,
δίχως σέ ὅ,τι κάνετε βλέμμα νά μή γυρίζῃ,
[…]
γιά ποιό [τέλος πάντων] σκοπό νομίσατε πώς ἤρθατε ’ς τόν κόσμο;
[ἀφοῦ ὅλοι γνωρίζουν…] δέν σᾶς εἵλκυσε ποτέ, οὐδέ θά σᾶς ἑλκύσῃ,
τοῦ Δρόμου ἡ φήμη ἡ πορνική καί τῆς στιγμῆς ἡ δόξα,
[…]”».[4]

Τό ποίημα μόνο του δέν στέκει, δέν εἶναι λαμπρό. Ζεῖ ἀπό τίς περιστάσεις. Ὑπάγεται στήν χειρονομία του. Ἀφορᾶ τό κλίμα. Σέ αὐτό θά ἐνδιατρίψουμε. Ὁ Ἄγγ. Βλάχος, ἐν συνεχεία, λαμβάνει ἀπό τήν ὑποβληθεῖσα συλλογή τοῦ Μιχαήλ ἕνα ποιημάτιο, σαφῶς ἀνώτερο ἀπό τό προηγούμενο, καί τό ἀπευθύνει στόν κρινόμενό του:

«Ὡς εἶδε πῶς δέν εὕρισκεν ἠχώ εἰς ζῶντα στήθη,
πῶς εἰς τάς ἐπικλήσεις της δέν ἀπεκρίνετο κανείς,
ἡ ἄνανδρος ψυχή μου
ἐστρώθ’ εἰς κλίνην ἡδονῆς
καί –κτῆνος– ἐκοιμήθη».

«Διατί [διερωτᾶται ψυχοσωτήρια ὁ Ἄγγ. Βλάχος στήν καταληκτήρια φράση τοῦ σχολιασμοῦ του] ὁ ποιητής, κοιμηθείς ὡς ἐκοιμήθη, ἐνόμισεν ἀναγκαῖον νά ἐξυπνήσῃ»;[5] Ὁ ἀγωνοδίκης ἐγκαταλείπει ἐγκαίρως τό «μετριότατο ποιητικό τάλαντο» τοῦ Μιχαήλ νά «παλαίῃ κατ’ ἀνεμομύλων ὡς ὁ ἀθάνατος ἥρως τοῦ Σερβάντη», προκειμένου νά μεταβεί χωρίς ἄλλη ἀναβολή εἰς τά δύο κρείττονα ἔργα τοῦ διαγωνισμοῦ.  Προηγουμένως, στό προοίμιο τῆς εἰσηγήσεως, εἶχε ἐκφράσει τήν εὐαρέσκειά του γιά τό ἐπιγραφόμενο Ἀφιέρωσις εἰς τούς γονεῖς μου (!) ποίημα ἐκ τῆς ὑπ’ ἀριθμόν 27 συλλογῆς. «Τό καλόν τοῦτο» ποιημάτιον ἔχει ὡς ἑξῆς:

«Ἐσεῖς πού μ’ ὡδηγήσατε’ ς τά πρῶτα βήματά μου
Ἀπό τή λύπη μακριά καί ἀπό κάθε πόνο,
Δεχθῆτε πρῶτοι σήμερα πού σᾶς αφιερόνω
Ἀπ’ τῆς ζωῆς τά βάσανα καϋμένη τήν καρδιά μου.
 
Ἄδικα μάννα, μοὔστελνες μέ μάτι δακρυσμένο
Κάθε σου εὐχή […]
 
[…φτάνει, σταματῶ ἐδῶ τήν παράθεση]». [6]

Ἄφησε λοιπόν στόν ἑλλανοδίκη καλή ἐντύπωση ἡ Ἀφιέρωσις, τῆς ὁποίας ὁ συγκεκριμένος ποιητής, παιδαριώδης ἀναμφίβολα, ἐν ἀντιθέσει μέ τόν Μιχαήλ, εἶναι ἀπολύτως συνακόλουθος καί ἠθικῶς συνεπίκουρος μέ τήν ἑκάστοτε, διέπουσα τόν διαγωνισμό, προϊσταμένη ἀρχή: ὄνος ὄνον τρίβει. Ὁ Ἄγγ. Βλάχος, κριτικός καί γραμματικός, ἄγρυπνη συνείδηση, φύλαξ τοῦ ἀΰλου πνεύματος, διευθυντής τοῦ Ἐθνικοῦ Θεάτρου, αὐτόκλητος προστάτης τοῦ ἔθνους ἀπό τούς ἐκφυλιστικούς κινδύνους πού τό ἀπειλοῦν, μεταφραστής καί θεματοφύλαξ τῶν πλέον ἀξιοσπούδαστων ἰδεωδῶν, δέν θά μποροῦσε νά ἀπουσιάσει ἀπό τό νεοελληνικό πάθος γιά τήν ἐπιμέλεια τῆς σύγχρονης γλώσσας∙ γραφόμενη καί λαλούμενη. Ὁ καθαρολογικός δασκαλισμός του ἐντοπίζει τίς ἀναμίξεις στό λεκτικό καί στηλιτεύει ταχέως τό χυδαῖο καί χαμαιπετές ὕφος: Ἀπεχθάνεται τό «κράμα λέξεων, τύπων, σχηματισμῶν τῶν μέν ἐκ τῆς καθαρευούσης γλώσσης, τῶν δέ ἐκ τῆς δημοτικῆς».[7] Ὡς ὑποδείγματα δέ ὑψηλοῦ ὕφους παραθέτει Καρασούτσα και Ζαλόκωστα:

«Ὦ ματαιότης τῶν ἐπιγείων
Ἡ πομπή αὕτη τῶν μεγαλείων
ὡς μία Νείλου πλημμύρα πᾶσα
ἡ ἀναβᾶσα καί καταβᾶσα

[… ἀντέσκοψα κιόλας τή ροή]».[8]

Ἄθλιο πραγματικά. Οὔτε ἦταν τῆς ἀρεσκείας του «αἱ πρός τήν ἑκάστοτε ποιητική ἀνάγκην δημιουργούμεναι ὑπό τῶν ποιητῶν νέαι λέξεις κατά κανόνας ἐτυμολογικούς πρωτοφανεῖς καί ἀνηκούστους».[9] Ἡ λῆψις, ὡς ἄνω, τοῦ συγκεκριμένου ποιητικοῦ δείγματος, ἀρκεῖ ἐπί τοῦ παρόντος ὥστε νά προϊδεαστεῖ ὁ ἀναγνώστης (ἤ ἔστω νά ἐνθυμηθεῖ) περί τοῦ ποιητικοῦ κλίματος. Ὁ Ἄγγ. Βλάχος, χειροτονημένος κριτικός ἀπό τό βῆμα τοῦ Φιλολογικοῦ Συλλόγου Παρνασσός (1874-1877), ὅπως καί ὁ Ροΐδης γιά ἕνα μικρότερο διάστημα, εὐαρεστεῖται νά ὑπενθυμίζει τήν ύπαρξή του πρώτιστα ὡς ὁ γραμματικός τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἰσοβίως «ἐμφορούμεν[ος] τό ἀκραιφνές καί ἀδιάστροφον πνεῦμα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης»[10], παραμένοντας, χωρίς πάθη καί ἀλλοιώσεις, προσηλωμένος στόν φέροντα τόν ἐθνικό ποιητή κανόνα· τόν ἔνθεο τοῦ ἔθνους ποιητή. Ἡ ἔριδα περί συγχρόνου ποιήσεως πού εἶχε μέ τόν Ροΐδη εἶναι ἀντιπροσωπευτική. Ποιητές ὅπως ὁ Μιχαήλ τό ἤξεραν πώς δέν εἶχαν καμία τύχη. (Ἐν τέλει ὁ Μητσάκης ποίηση θά γράψει μόνο τρελός). Ὁ Μιχαήλ μέ τήν Πρός τούς κριτάς ἐπιστολή του διάβηκε τήν πύλη τοῦ διαγωνισμοῦ, μόνο καί μόνο γιά νά τήν κλείσει ἀπερχόμενος. Γνώριζε, ὅπως ὅλοι τήν ἐποχή ἐκείνη, τό ἔτος 1891, πώς ἄν τό ποίημά του ἄξιζε κάτι, τότε θά διέφευγε τήν προσοχή τῆς ἐπιτροπῆς. Μάλιστα, τό ποίημά του ἀκριβῶς περί τοῦ ζητήματος αὐτοῦ διαφωτίζει τούς κριτές∙ τούς ἐνημερώνει, μ’ ἕνα ἀρνητικό ἐπιτελεστικό ενέργημα, ἅμα τῇ ἀναγνώσει, πώς διάκεινται δυσμενῶς πρός τήν καλή ποίηση. Ὁ Ἄγγ. Βλάχος, ἐν ἀγνοία του, ἀνταποκρίνεται πλήρως καί ἐπιβεβαιώνει τήν πρόγνωση τοῦ ποιήματος. Ἄς σημειωθεῖ πώς τούς μόνους πού δέν δειγματίζει ὡς πρότυπα, τόσο στήν ἔριδα μέ τόν Ροΐδη ὅσο καί στούς δύο συνεχόμενους Φιλαδέλφειους Διαγωνισμούς, εἶναι οἱ Σολωμός καί Βαλαωρίτης. Δηλαδή, τούς δύο διασωθέντες! Ὅταν πλέκει τό ἐγκώμιο τοῦ Τρικούπη, τοῦ ὁποίου τό βασικό χαρακτηριστικό, λέει, εἶναι ἡ κατά Σοπενάουερ «θέλησις» (!), ἰδεαζόμαστε πώς γι’ αὐτόν τό πνεῦμα εἶναι ὡσάν τή χειρολαβή· ὅταν νομίζει πώς τό βρίσκει, κρατιέται. Παρών, ποτέ παρατυχών. «Ἄζωη ζωή» (Ρῶμος). Τόν Ἄγγ. Βλάχο δέν τόν τοποθετοῦμε στήν ἐποχή του γιά νά τόν κρίνουμε, κατά τό κοινῶς λεγόμενο, ἀποροῦμε ὡστόσο πού δέν ὑπάρχει οὔτε μία φράσις του πού νά τήν ὑπερβαίνει. Μιά κι ἔχω τόν προσφιλῆ Τάκιτο ἀνοικτό σέ ἀνάγνωση, ἄς τόν παρακολουθήσουμε σέ μιά παράγραφο πού ὑπερκερεῖ τήν ἐποχή της. Πλανάρει ὁ ἴδιος, σάν ρωμαϊκός ἀετός, πάνω ἀπό τίς ἐξεγερμένες λεγεῶνες στίς ρωμαϊκές ἐπαρχίες, κυκλοδρομεῖ γιά λίγο καί ἐπιστρέφει στή Ρώμη, ἀριστοκράτης πάντα, γιά νά καταγράψει τά ἑξῆς:

«Κάποιοι τοῦ ἔπιαναν τό χέρι [τοῦ στρατηγοῦ Γερμανικοῦ], προσποιούμενοι ὅτι ἤθελαν νά τό φιλήσουν, ἀντί γι’ αὐτό ὅμως ἔχωναν τά δάχτυλά του μέσα στό στόμα τους ἀναγκάζοντάς τον νά ἀκουμπήσει οὗλα ἀπό τά ὁποία ἔλειπαν τά δόντια» (Χρονικά, Ι.34),

«Γύμνωσαν [ἐν συνεχεία] τό κορμί τους, τοῦ ἔδειξαν [τοῦ Γερμανικοῦ] τίς πληγές τους καί τοῦ ἔκαναν ἔκκληση νά μήν τούς ἀφήσει νά τελειώσουν τή ζωή τους μέσα στήν ἀθλιότητα» (Χρονικά, Ι.35).

Ἡ πνευματικότητα τοῦ Ἄγγ. Βλάχου, «μιά μορφή μέ μεγάλη βαρύτητα στήν πνευματική ζωή τοῦ τόπου», ὅπως γράφει ἡ ἐπιμελήτρια τῆς ἔκδοσης τῶν Κριτικῶν Κειμένων στήν Εἰσαγωγή της[11], εἶναι κενή· κενός γραμμάτων ζῆλος. Χωρίς νά ἐρείδεται σέ τεκμήρια ζωῆς καί δράσης. Σταχυολογία ἀναγνωστική, μέ σπουδάσματα δεξιά κι ἀριστερά, συμποσούμενη σέ ἑλληνοπρεπεῖς μετριότητες. Τέτοια εἶναι καί ἡ ἐπίσημη πνευματική κίνηση ἐντός τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους. Ἡ ἑλληνικότητα δέν ἐπιζοῦσε τή σύγχρονη ἐποχή παρά σέ μεμονωμένους ἀνθρώπους καί παρά τήν ὕπαρξη τοῦ κράτους· ὄχι τό ἀντίστροφο.

Ὁ Ἄγγ. Βλάχος, πρίν συγκαταλεχθεῖ στήν τιμητική φρουρά τοῦ πνεύματος, ὑπῆρξε κι αὐτός στή νεότητά του διαγωνιζόμενος ποιητής. Κατήρχετο εἰς ἀγῶνες ποιητικούς. Συγγράφει ποίημα ἐπιγραφόμενο: Φειδίας καί Περικλῆς (!) Ἡ Ἡ Ἠώς –ἄκου τίτλος!– ὑποβλήθηκε στόν Ράλλειο Ποιητικό Διαγωνισμό, χωρίς ὅμως καί νά ἀξιολογηθεῖ θετικά ἀπό τόν θεράποντα τῆς λατινίδος φωνῆς, βαρύτιμο, Κουμανούδη. Ὁ νεαρός Βλάχος δέν ἀποθαρρύνεται, διατυπώνει τή διαφωνία του καί ἀποφασίζει νά ἐκδώσει τά ποιήματα τῆς συλλογῆς ἀποβλέποντας στήν «κρίση τοῦ ἀπροσωπόληπτου κοινοῦ».[12] Τήν ἑπομένη τοῦ Ράλλειου ποιητικοῦ ἀγῶνος τοῦ 1865 (περισσότερα περί τῶν ἀγώνων ἀργότερα) δημοσιεύει στήν Πανδώρα τό ὑποβληθέν ποίημα, τό ὁποῖο προλογίζει, ὡς συνηθίζει, διακωμωδώντας «τήν ἀκρισία τῶν κριτῶν του».[13] Συμμετέχει παρομοίως στόν Ροδοκανάκειο Διαγωνισμό μέ τό Ὁμηρικό ζήτημα. Τήν ἑπομένη τοῦ ἀγῶνος ἔψεξε τούς ἀγωνοδίκες γιά τήν ἀπόφασή τους νά ἀπονείμουν ἐξ ἡμισείας τό βραβεῖο.[14] Στόν Ἀντίνοο συνέλαβε τέχνασμα μέ τό ὁποῖο παρέχει τεκμήρια γιά τήν ἀδικοκρισία τῶν κριτῶν. Ἀλλά καί στά Ὀλύμπια τοῦ 1870 ὑπέστη γιά τίς Κωμωδίες του τήν ἄδικη κριτική τοῦ Μιστριώτη. Ὁ Ροΐδης πάντως γελοῦσε μέ αὐτές.[15] Ἀπό τό 1874, μέ τόν Νικομήδειο Διαγωνισμό, γίνεται σέ ἡλικία 36 χρονῶν κριτής καί εἰσηγητής τῆς κρίσεως τῶν ἀγωνοδικών. Ἔχει πλέον ἀνέλθει στό βῆμα τοῦ Παρνασσοῦ ὁμιλώντας ex cathedra· εἰς τό ἑξῆς, ἐφ’ ὅρου ζωῆς, θά εὑρίσκεται εἰς τό ὕψος τῶν περιστάσεων. Τό 1877 εἶναι ἡ χρονιά τῆς διαμάχης του μέ τόν Ροΐδη. Τό 1891 καί 1892, κριτής καί εἰσηγητής στόν τρίτο καί τέταρτο Φιλαδέλφειο Ποιητικό Διαγωνισμό, εἶναι πλέον 61 χρονῶν καί ἀπολύτως ἐπαρκής γιά κάθε εἴδους διατράνωση περί πνευματικῶν ἐν γένει θεμάτων.

Ὁ Μητσάκης, πέντε μόλις χρόνια μετά τόν Φιλαδέλφειο διαγωνισμό, θά ἀρχίσει νά καταρρέει καί βαθμιαίως νά ἐξαφανίζεται. Στό ἀναμεταξύ θά προλάβει νά συγγράψει ὀλίγες καλές σελίδες. Ἔζησε μοναχός, πολύ μόνος, εὐκόλως θιγείς∙ ἡ ἀνεμοσκόρπιστη ύπαρξή του ἐφλεγμαίνετο σέ κάθε εἴδους κριτική καί τήν ταχέως ἐμφανιζόμενη ἐπί σκηνῆς ποιητική σκιά τοῦ Παλαμᾶ, τήν ἀποβαίνουσα ὁλοένα περισσότερο θεραπευτική καί παιδαγωγική, ἀποζήτησε ἄνευ σπουδαίου (ὅπως θά δοῦμε) λόγου νά τή δυσφημίσει ἐσπευσμένως. Ἔπαθε τάς φρένας, διαδεχόμενος τόν Βιζυηνό στό δωμάτιο τοῦ ἱδρύματος. Οἱ ἀνθυπίατροι Ἀντωνιάδης καί Λαβίδας συνέταξαν τή διάγνωση εἰσόδου στό θεραπευτήριο ἵδρυμα: «Πάσχει ἐκ φρενοβλαβείας τῶν ἐκφύλων ἐκδηλουμένην διά παρορμήσεων φόβου καί ἰδεῶν καταδιώξεως ἀορίστων». Ἡ «ψυχοπάθεια τῶν ἐκφύλων» δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τή σημερινή μας σχιζοφρένεια.[16] Ἐτάφη ἀργότερα, ὅπως καί ὁ Ρῶμος, στό νεκροταφεῖο τοῦ ψυχιατρείου, στήν Αγ. Βαρβάρα:

«Ἡ χθεσινή μελαγχολική πομπή δέν ἦτο ἀναμφιβόλως ἡ κηδεία του, μολονότι μᾶς ὡδήγησεν εἰς τό νεκροταφεῖον. Εἰπέτε καλύτερα ὅτ’ ἦτο μιά μετακομιδή ὀστῶν, μιά ἐπιμνημόσυνη δέησις, εἰς τήν ὁποίαν συνέβη τοῦτο τό περίεργον, νά ἔχωμεν μαζί μας καί τόν νεκρόν».[17]

Τήν ἁμιλλητική του ὕπαρξη συνόδευε φαίνεται ἐκ συστάσεως ἡ πικράδα καί ἡ ἀποκαρδίωση: «[…] ὡς τόρα τίποτα δέν ἐκατάφερα, χωράφια καί φιλολογία μαζί, τίποτα».[18] «Τήν ἔχω μέσα μου τήν ἀποτυχία».[19] Ἐπί ματαίω θά περιεργαζόταν κανείς τήν αὐτομεμψία του καί τά λιγοστά ψηφία τῆς βιογραφίας του, προκειμένου νά δηλοποιήσει τό «ἁπαλόσυρτο σιγαλοψυχάλισμα τοῦ ἀνθρώπινου πόνου»[20] «ἐν τῇ ζωῇ του τῇ λαθραίᾳ, τῇ ἀθλίᾳ».[21] Ἀρκεῖ πού γνωρίζουμε πώς ὁ ἴδιος ἔστεκε ὀλίγο «μακριά ἀπό τόν οἰκτρό ὄχλο», ἔμενε ἐκεῖ καί «ἐνωτίζετ[ο] τῆς ὑπάρξεως τήν βοήν τήν μακρυνήν».[22] Ὁ Βιζυηνός κηδεύτηκε στίς 16 Ἀπριλίου τοῦ 1896 δημοσία δαπάνη στό Α΄ Νεκροταφεῖο∙ ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία του τελέστηκε στό ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Καρύτση. Τά πῆγε ἀρκετά καλύτερα. Θά ἐπανέλθουμε στόν Βιζυηνό, διότι εἶναι κι αὐτός συντάκτης ἑνός ποιήματος φέροντος τόν τίτλο Πρός τούς κριτάς.

Ἄς παρακολουθήσουμε ὅμως τώρα ἐν συντομία τήν ἐξέλιξη τῆς σχέσης του μέ τόν Παλαμᾶ[23]. Ὁ Μητσάκης, τόν Μάρτιο τοῦ 1886, ἤτοι πέντε χρόνια πρίν τόν Φιλαδέλφειο καί ὀκτώ πρίν ἀπό τόν διαβόητο κατά Παλαμᾶ λίβελλο, δημοσιεύει στό Ἄστυ τό κείμενο, μᾶλλον δημόσια ἐπιστολή, Τῷ κῶ Κωστή Παλαμᾶ. «Διατελῶ», ἔγραφε τότε ὁ νεαρός γιά τό βιβλίο τοῦ Παλαμᾶ, «ὑπό τήν ἡδονήν τῆς ἀναψυκτικῆς ἐπηρείας του κατά τῆς ἀσφυκτικῆς πεζότητος […]».[24] Θηρεύει δέ τήν εὐκαιρία νά προσμετρήσει καί τήν ἀκόλουθη ἀσήμαντη πεζολογία: «[…] μόνον καταφύγιον εὗρον τό βιβλίον σας».[25] Μετά τέσσερα χρόνια, τόν Μάρτιο τοῦ 1890, ἀπευθύνει στόν Παλαμᾶ προσωπική ἐπιστολή. Ἀναδημοσιεύτηκε στόν Νουμά τόν Ἰούνιο τοῦ 1916. Ὁμιλεῖ ἐκεῖ γιά τήν ἐντύπωση «ἥν επαφῆκεν εἰς τό πνεῦμα μου ἡ πρόσφατος ἀκρόασις [στόν Παρνασσό] τῶν τελευταίων ποιημάτων σου».[26] Αὐτός, ὁ ἁπλοῦς θνητός, ὅπως ὀνομάζει τόν ἑαυτό του, ἀπευθύνεται στόν Ποιητή μέ ἐπαυξημένη γλωσσική λογιωσύνη καί τοῦ ζῆτα νά φανεῖ ἐλεήμων (!) διά τό λόγον ὅτι «κάτωθεν στιχουργημάτων ἄνευ τῆς παραμικρᾶς ἀξιώσεως» εἶναι τό ὄνομά του.

«Τό μόνο [δέ] προσόν, ὅπερ ἔχουν ἴσως οἱ ὀλίγοι αὐτοί στίχοι, εἶναι ἡ συμφώνως πρός ὅλους τούς κανόνας τῆς ποιητικῆς σου σύνθεσίς των. Ὅπως βλέπεις [καταλήγει], ἐλήφθη μεγάλη φροντίς, διά νά μή λείψουν προπάντων οὔτε αὐταί αἱ τόσον προσφιλεῖς σου συνιζήσεις».[27]

Οἱ συνιζήσεις! Στίζω, διότι σκέφτομαι τί ἀκολούθησε. Ὁ Μητσάκης τό 1890 ἐξέφραζε τήν ἐπιθυμία νά συμμορφωθεῖ μέ ὅλες, τίς νομιζόμενες ὡς τέτοιες, παλαμικές ὑποδηλώσεις∙ ὑπέγραφε δηλαδή ὡς «Παλαμᾶς». Ἐντέλλεται ὁ ἐγνωσμένος ποιητής νά συμπήξει ὁλοφραστικῶς τόν σκιώδη Μητσάκη∙ κι ὅμως, ἀφανής, ἄδεικτος, τιθέμενος ἐν ἐλάσσονι μοῖρα, τό γραπτό του μόνο ὡς διαρροή τῆς σκέψης του θά κατορθώσει νά ἀναφανεῖ. Τόν Ἰούνιο τοῦ 1890 ἐπίσης δημοσιεύει μέ τό παρωνύμιο Καιροσκόπος, στό Ἀττικόν Μουσεῖον τά Χρονικά, μέ τά ὁποία μεταδίδει τίς εἰδήσεις ἀπό τόν Φιλαδέλφειο διαγωνισμό τοῦ 1890. Γιά τόν Παλαμᾶ, ἐδῶ, γίνεται λόγος πλαγίως:

«Μεταξύ τῶν διαγωνισθέντων, ὁ κ. Κωστής Παλαμᾶς διά τῶν Ματιῶν τῆς Ψυχῆς του διεῖδε κάλλιστα τόν τρόπον τοῦ νά ἄρῃ κ’ ἐφέτος τό γέρας».[28]

Ἐδῶ, θεωρούμενος ἐξ ἀπόπτου, ὁ Παλαμᾶς συγκαταλέγεται στά γεγονότα τῆς ἡμέρας∙ ἐντοπισμένος ἔγχρονα ἐπί σκηνῆς∙ μετέρχεται δέ, ἄκου!, καί τρόπους γιά νά φέρει εἰς πέρας σκοπούς. Ἡ ἀλλαγή στάσης δέν δικαιολογεῖται ἀπό τή δημοσιογραφική ἐπιδίωξη τοῦ κειμένου νά μεταδώσει εἰδήσεις· τουναντίον, ἐπωφελήθηκε ἀπό τήν περίσταση, ὑπό τό πρόσχημα τῆς εἰδησεογραφίας, á propos de rien, γιά νά ἐκφράσει συγκεκαλυμμένως τήν ζηλοτυπία του. Ἐνοχληθείς πού τά ἀγαθά τοῦ παρόντος κόσμου εὑρίσκονται παραπλεύρως τοῦ κ. Παλαμᾶ. Ὁ Μητσάκης δέν γνώριζε νά θηρεύει τίς εὐκαιρίες· οἱ ἀφίξεις του στό παρόν ἦταν ἐκπρόθεσμες. Ἤξερε νά χρονοτριβεῖ, ὄχι ὅμως καί νά περιτρίβει τήν σωματική του ὕπαρξη μέ τούς ἐνσώματους ἄλλους στά φιλολογικά σαλόνια τῆς ἑκάστοτε ἐνεστώσας ἡμέρας. Ὁ Παλαμᾶς ποτέ δέν ἀμελοῦσε τήν χαλκέντερη προσωπικότητά του νά τήν ὑποβάλλει στίς ἐξετάσεις τῆς κοινωνικῆς ζωῆς. Νά θυμίσω πώς σύχναζε στό φιλογικό σαλόνι τοῦ Σκουλούδη ἀλλά καί σέ ἐκεῖνο τῆς Ἑλένης Βλάχου, συζύγου τοῦ Ἄγγ. Βλάχου. Ἀλλά πρίν γίνει καί ὁ ἴδιος σαλόνι, τόπος πού λαμβάνουν χώρα «σοβαραί ὁμιλίαι», πεταγόταν καί σέ ἐκεῖνο τῆς Καλλιρόης Παρρέν. Τά ὑποβληθέντα ποιήματα τοῦ καλυπτόμενου δημοσιογραφικά ἀπό τόν Μητσάκη διαγωνισμοῦ ἀνέρχονταν στά τριάντα ὀκτώ. Ἐκτός τῶν βραβευθέντων, δύο ἤ τρία ποιήματα μόνο κρίθηκαν ἀξιόλογα γενικῶς. «Θά ἔλεγε κανείς ὅτι εὑρίσκετο εἰς νέαν σφαγήν τῶν Ἀθώων ὑπό νέου Ἡρώδου».[29] Ἀναφορικῶς μέ τίς ἐπιγραφές, δεικνύουσες τήν ἐσωτερική ἀξία, μέ τίς ὁποῖες ἡ πομπή τῶν ποιημάτων παρήλασε ἔμπροσθεν τῆς κριτικῆς ἐπιτροπῆς, ὁ Μητσάκης, εὔκαιρος ὡς συνήθως, μᾶς διαφωτίζει σχετικά: «Θύελλαι, Πόθοι, Νεφέλαι, Μεληδόνες, Σπινθῆρες […] ἐπιγράφουσι τά στιχουργήματα».[30] Ἐλαύνεται ἡ ποίησις∙ ἁπαξάπαντα τά ποιήματα, πομφόλυγες, σπουδαιότητες καί μετριότητες, πρωτεῖα καί τριτεῖα, τά ἀποκαλεῖ ὀλίγον παρακάτω «φρικαλεότητες». Κι ὅμως, θά συμμετάσχει ἕνα χρόνο ἀργότερα, χωρίς ἐντούτοις καί νά μετέχει τωόντι. Τί νά καταλάβει ὅμως, χωρίς “ζενί” στή κεφαλή, ὁ Ἄγγ. Βλάχος; Ἀρχές Ἰουλίου τοῦ 1893, δύο χρόνια μετά τόν Φιλαδέλφειο διαγωνισμό, κι ἕνα χρόνο πρίν ἀπό τόν λίβελλο, δημοσιεύει στήν Ἀκρόπολη τή Φιλολογική ἐπιστολή∙ ἔχουν ἀλλάξει πολλά ἀπό τό 1886 κι ἀπό τό 1890:

«Ὁ ἀγαπητός φίλος μου καί συνάδελφός μου κ. Κωστής Παλαμᾶς, ἔσχε τήν καλωσύνην νά δημοσίευση εἰς τό προχθεσινόν φύλλον τῆς “Ἑστίας” φιλολογικήν τινά σκιαγραφία ἤ εἰκόνα, σχέσιν ἔχουσα μέ τό ἀσημότατον καί ἀφανέστατον ἄτομόν μου καί τήν ἀφανεστέραν καί ἀσημοτέραν ἕως τόρα ἐργασία μου».[31]

Στό διάστημα τῶν ἑπτά χρόνων, βλέπουμε τόν Μητσάκη νά μεταβαίνει ἀθόρυβα ἀπό τόν ἀνεπιφύλακτο θαυμασμό στό ἀρχιλόχειο βέλος∙ γιά νά αφιχθεῖ ἕνα χρόνο ἀργότερα στόν λίβελλο. Ἀφοῦ μᾶς συστήσει, στήν Φιλολογική ἐπιστολή, τόν Παλαμᾶ μέ τά καλύτερα λόγια –ποιητής γλυκύς, τρυφερός, δημοσιογράφος εὔστροφος, κριτικός ἐμβριθής– δίχως ἄλλη πλέον ἀναβολή ἐπιλαμβάνεται νά θίξει τό οὐσιῶδες μέρος τῆς ὑποθέσεως: «[…] ὁ κ. Παλαμᾶς παρίστατ’ ἐμπροστά μου ἀποφαινόμενος ὅτι τό ἔργον συγγραφέως τινός τότε μόνον [ἐγώ ὑπογρ.] ἔχει σημασία, ὅταν παρουσιάζῃ ἕν ὀργανικόν σύνολον, κι ἑπομένως ὅταν εἶνε δημοσιευμένον εἰς βιβλίον».[32] Ὄντως, ὁ βιβλιοβριθής Παλαμᾶς ὁμιλεῖ ἀπερίφραστως∙ προβάλλει τόν ἰσχυρισμό ὅτι ὁ στερούμενος βιβλίου Μητσάκης ἀποκλείεται ἀπό τά ἔργα τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος. Τόν κρατᾶ ἔξω. Δέν τόν εἰσδέχεται στά μακρᾶς πνοῆς ἔργα τοῦ λόγου. Μέ τό λεξίδιο «μόνον» ὁ Παλαμᾶς ἐπέδειξε ὑψηλή ἀπανθρωπία πρός τούς καταγίνοντες ἀποκλειστικά μέ σκαλαθύρματα καί ψελλίσματα, πρός τούς «καϋμένους τούς ἀφρόντιστους κ’ ἐμπνευσμένους τέττιγας».[33] Ὁ Μητσάκης πικραίνεται γιά τόν προοιμιακό ἀποκλεισμό του ἀπό τά καθόλου καί ἀναγνωρίζει τήν ἀνισχυρία του:

«Ἐγώ εἶμαι ἕνας ἁπλοῦς ἄνθρωπος τόν ὁποῖο ἡ μοῖρα ἔρριξε καί προώρισε νά γυρνᾶ εἰς τούς δρόμους τῶν Ἀθηνῶν […] καί ὁ ὁποῖος ρίχνει ἔπειτα τίς σκορπισμένες ἐντυπώσεις του εἰς σκορπιστά χαρτιοῦ κομμάτια».[34]

Θά ἐκφράσει τήν ἐλπίδα πώς οἱ ἐγκατεσπαρμένες σελίδες του, κάποτε, «μονάχες των», ἴσως συρραφοῦν σέ βιβλίο. Μέχρις ἐκεῖ. Ἀδύναμα ὑπερασπίζεται τό ἀδύναμο ἴχνος του. Στό τέλος ὅμως τῆς Ἐπιστολῆς ζωηρεύει ἐξαίφνης ὁ τόνος, περιφρονεῖ τή σκοπιά τοῦ Παλαμᾶ καί ἐνδυναμώνει τό γραπτό του μέ μιά χειρονομία σθένους:

«Ἕνα μονάχα πρᾶγμα δέν ἐπιδέχεται ἀμφισβήτησιν εἰς αὐτόν τόν κόσμον, καί ἀπό αὐτούς τούς σοφιστάς […]: γροθιά τήν ὁποία σοῦ καταφέρνω εἰς τά μοῦτρα».[35]

Ἡ ἐμπνέουσα σεβασμό ἀνθεκτικότητα τῆς ἐν λόγω χειρονομίας θά διατελεῖ, κατά μῆκος τοῦ κειμένου πού καταστρώνω, ἐν ἐκκρεμότητι. Διαμφισβητούμενη. Εἰσῆλθε ποτέ ὁ Μητσάκης στόν μαινόμενο πόλεμο τῆς ἐκπνεούσης ΙΘ΄ ἑκατονταετηρίδος; Κατέρχεται εἰς ἀγῶνα; Ὁ Π.Δ. Μαστροδημήτρης τιτλοφορεῖ τό δοκίμιο του: «Μείζονες διαστάσεις τῆς ποιητικῆς πράξεως καί τοῦ κριτικοῦ στοχασμοῦ τοῦ Κωστῆ Παλαμᾶ».[36]  Δέν νομίζω ὅτι θά μποροῦσε κανείς νά φανταστεῖ ἕνα δεύτερο δοκίμιο, γραμμένο ἀπό τόν ἴδιο ἤ ἄλλο διατριβογράφο, ὅπου στή θέση τοῦ ὀνόματος τοῦ Παλαμᾶ θά ἐμφανιζόταν ἐκεῖνο τοῦ Μητσάκη. Ποία σπουδαιότητα ἐνέχει ὁ λόγος τοῦ Μητσάκη γιά νά ἐμφανιστεῖ τό ὄνομα του σέ παρόμοια ἐπιγραφή; Ὁ Παλαμᾶς, ὅταν συμβούλευε τόν Μητσάκη νά συμπήξει σέ βιβλίο τούς λογισμούς του, ἄλλο δέν ἐννοοῦσε παρά τό ἑξῆς:

«Ποίημα, εἰς τό ὁποῖον δέν λανθάνουν ὑπό τά καθέκαστα τά καθόλου, εἶναι κάποτε ἀξιόλογον στιχούργημα, ἀλλά τίποτε περισσότερον».[37]

Τοῦ κατάφερε ἰσχυρό πλῆγμα. Ἀπό τό ὁποῖο δέν συνῆλθε ποτέ. Τόν Δεκέμβριο τοῦ 1894 ὁ Μητσάκης συντάσσει τό μελέτημα Ὀλίγα λόγια, γραφέν ἐν Κερκύρα, ὅπου ἀναπτύσσει περί πνευματικῶν ζητημάτων τίς ἐξ ὑποκειμένου καί ἐξ ἀντικειμένου κρίσεις του. Δημοσιεύεται σέ δύο συνέχειες στό Ἄστυ. Ἄς σημειωθεῖ πώς ἡ ἐπιγραφή “Ὀλίγα” ἦταν συνηθισμένη τόν δέκατο ἔνατο αἰῶνα. Ἐπιγράφουν τοιουτοτρόπως τόν περιοριζόμενο εἰς τά οὐσιώδη μόνο θησαυρό τῆς πολύτιμης σοφίας τους. Λ.χ ἡ παρέμβαση τοῦ Παπαδιαμαντόπουλου (Ζάν Μωρεάς) στή διαμάχη Ροΐδη καί Βλάχου ἔφερε τόν τίτλο Ὀλίγαι σελίδες. Καί ὁ Δημ. Βερναρδάκης συγγράφει Ὀλίγαι λέξεις εἰς ἀπάντησιν τῶν ἐπικρίσεων «ἥν συνέρραψε κατά τῆς Ἑλληνικῆς Γραμματικῆς [του] ὁ κ. Θεαγένης Λιβαδᾶς».[38] Ὁ Νικόλαος Κορέσσιος συγγράφει τό 1877 Ὀλίγα τινά κατά Ροῒδου. Καί ἄλλοι ἐπίσης τό ἴδιο. Τό ζήτημα εἶναι ἄν ὁ Μητσάκης εἶχε τήν ἀνθεκτικότητα νά διεξάγει τόν γραφιδοπόλεμο, ὅπως τόν ὀνόμαζε ὡραία ὁ Α.Ε. Μέγας στήν Ἱστορία τοῦ γλωσσικοῦ ζητήματος. Τήν ἱκανότητα νά ἀσκήσει ἐξουσία. Νά φορέσει τή στολή, νά συγκεντρώσει τίς δυνάμεις του καί νά τίς ὑποβάλει σέ μεγάλους κόπους. Νά ἀποδυθεῖ εἰς ἀγῶνα ἐπικρατήσεως διεκδικώντας τό βραβεῖο του. Δές τίς διεξαγωγές πάλης μεταξύ Βλάχου καί Ροΐδη, μεταξύ Βερναρδάκη καί Κοντοῦ, Ἀσωπίου καί Σούτσου, ἀλλά καί πολλῶν ἄλλων, ὅπως τοῦ Πολυλά, τοῦ Κουμανούδη, τοῦ Ζαμπέλιου, τοῦ Παπαρρηγόπουλου. Δές τούς εἰσιτήριους λόγους, τούς φατριασμούς, τίς ἠθελημένες προστριβές καί τίς συγγραφές ἀντιρρητικῶν διατριβῶν∙ τίς ὁμιλίες ἀπό ἄμβωνος. Τήν captatio benevolentiae. «[Ὅλοι] φανερώνουν τή φιλοδοξία του[ς] νά σφυρηλατήσουν τό ἐθνικό μέλλον».[39] Ὄχι πώς δέν τά γνώριζε ὅλα αὐτά: Τό καταγίνεσθαι μέ τήν κριτική «ἀποτελεῖ ἐνασχόλησιν λίαν κοινωφελῆ καί ἀξιέπαινον».[40] Τά Ὀλίγα λόγια τοῦ Μητσάκη γράφονται στό δεύτερο ταξίδι του στήν Κέρκυρα. Δηλαδή στήν περίοδο πού φονεύει τόν Παλαμᾶ, φονεύεται κι ὁ ἴδιος, αὐτοχειριαζόμενος λογοτεχνικά στόν ὑπέροχο Αὐτόχειρα, γιά νά νοσηλευθεῖ ἐν συνεχεία, πρώτη του φορά, στό ψυχιατρεῖο Κέρκυρας. Ποῖο εἶναι τό ὀνομαστικό ζήτημα τῶν Ὀλίγων λόγων; Φυσικά οἱ συνιζήσεις! Γιά τίς ἴδιες τίς συνιζήσεις γίνεται, πρός ἔπαινον ὅμως τοῦ Παλαμᾶ, λόγος καί στήν Ἐπιστολή πρός Παλαμᾶ τόν Μάρτιο τοῦ 1890. Ὁ Μητσάκης συγγράφει τά Ὀλίγα λόγια ἀφορμώμενος ἀπό τή μετάφραση πού ἐπιχείρησε ὁ Παλαμᾶς ἑνός «κάποιου ποιήματος τοῦ ἀποθανόντος Γάλλου ποιητοῦ Λεκόντ Δελίλ»[41] ἐπιγραφόμενο Ἡ Ὑπατία, ἀλλά κι ἀπό τίς ἀπαντήσεις τοῦ ἰδίου τοῦ μεταφραστῆ στίς ἐπικρίσεις πού δέχτηκε ἡ μετάφρασή του. Μάλιστα, ἡ ἔκταση τῶν Ὀλίγων λόγων, κοντά στίς 60 σελίδες, θά καθιστοῦσε δυνατήν τήν κυκλοφορία τους ὑπό μορφή βιβλιαρίου! Εἶναι λοιπόν οἱ συνιζήσεις, οἱ πολλές, πού ὁ «κ. μεταφραστής» χρησιμοποίησε στήν ἀπόδοση τοῦ ποιήματος στά ἑλληνικά. Εἶναι ἐπίσης, ἄν ἐκλέξουμε γιά ὑπομνηματισμό τή μετάφραση τῆς ἀπαντώσας στό γαλλικό κείμενο φράσης «dans ta paleur», καί ἡ λέξη  «φεγγαροπρόσωπη», τήν ὁποία ὁ «κ. μεταφραστής» χρησιμοποιεῖ στήν ἑλληνική ἀπόδοση. Ἄραγε ἡ λέξη ἀναφέρεται στό σχῆμα ἤ στό χρῶμα τοῦ προσώπου; Ἐνδιαφέρον εἶναι ὅτι αὐτό γιά τό ὁποῖο ἐνδιαφέρεται πρώτιστα ὁ ποιητής Παλαμᾶς, ἐν προκειμένω ὁ «κ. μεταφραστής» καί ὁ «κ. ἐπικριτής» κατά τήν ἄποψη τοῦ Μητσάκη, δηλαδή γιά τήν «ὠμμορφιά καί τήν ψυχή τῶν πραγμάτων», ἐξεικονίζεται στό κείμενο τοῦ Μητσάκη μέ τήν εὐκαταφρόνητη βραχυγραφία: «κτλ. κτλ. Ταῦτα πάντα εἶνε καλά λίαν».[42] Μήπως νά ἐκλέξουμε, ὡς ζητούμενο, τό ἀπόσπασμα ὅπου ὁ Μητσάκης ἰσχυρίζεται ὅτι «περνᾶ εἰς τά γενικωτέρα καί οὐσιωδεστέρα»; Ποία εἶναι αὐτά; Πώς ἡ ψυχή τοῦ συγγραφέα τῆς Ὑπατίας δέν ἀνευρίσκεται καί ἀπέναντι, στή γλῶσσα ὑποδοχῆς∙ πώς ἔχει χαθεῖ μέ ὑπαιτιότητα τοῦ μεταφραστῆ μεσοδρομίς.

«[Πώς] ὁ κ. μεταφραστής θέλει καλά καί σώνει [νά πιστεύει], εἰς τό πεῖσμα παντός ἀντιφρονοῦντος, ὅτι μέ τό εἶδος τῶν συνιζήσεων τάς ὁποίας ἰδιαιτέρως ἀγαπᾶ, ἡ κοίτη τοῦ ρυθμικοῦ ποταμοῦ γίνεται πλατύτερη […]».[43]

Τουναντίον, ἡ μουσικότητα καί πλαστικότητα τοῦ πρωτοτύπου, σύμφωνα μέ τόν Μητσάκη, καταπνίγηκε στούς παρατονισμούς καί στίς συνιζήσεις τοῦ μεταφραστῆ. Αὐτός, ὁ ἄλλοτε ἱεραπόστολος τῆς ἁρμονίας, «ὄχι σπανίως ἐξελέγχεται δυστυχῶς μήν ἔχων ἀπολύτως καμμιάν σχέσην πρός αὐτήν».[44] Μάλιστα,

«ἄνθρωπος […] ὁ ὁποῖος κάνει συνιζήσεις ἤ τομάς ἤ ποικιλίας ἤ σοφά ἀλλάγματα ἤ σοφογνωστικά ὑπερβατά, μόνο καί μόνο γιά νά φανῇ κάνων συνιζήσεις καί τομάς κ’ ἀλλάγματα καί ὑπερβατά, ὄχι μόνον ποιητής δέν εἶνε, ἀλλά εἶνε ἁπλῶς μόνον ὁ παμμέγιστος τῶν ἐπί τῆς ἐπιφανείας τοῦ γλόμπου ὑπαρχόντων τενεκέδων. Τίποτ’ ἄλλο».[45]

Βαρεῖαι βεβαίως φράσεις, θίγουσες τά αἰσθήματα τοῦ περικλεοῦς σέ μᾶς μεταφραστῆ, ἐξαπέλυσε ὁ ἀνευλαβής Μητσάκης σέ αὐτόν τόν πρῶτο, ἐντός τοῦ κειμένου του, σταθμό κριτικῆς τρέλας. Σέ ἄλλον παρακάτω, ὁ ἀμνησίθεος Μητσάκης θά συγγράψει: «[…] ὁ κ. μεταφραστής οὔτε ὕφος ἴδιον ἔχει οὔτε μορφήν οὔτε λεξιλόγιον οὔτε κανόνας […] ὁ κ. μεταφραστής τῆς Ὑπατίας δέν ἠξεύρει ἁπλούστατα νά γράψῃ».[46] Ἴσως δέν χρειάζεται νά σταθοῦμε καί σέ ἑπόμενους σταθμούς. Ὁ Παλαμᾶς, ἀπό τή μεριά του, προέβη μόνο στήν ἀκόλουθη κοινολόγηση: «Δηλῶ ὅτι δέν θά ἀπαντήσω». Τό οὐσιῶδες, πάντως, μέρος τῆς ὑποθέσεως παραμένει τό ἴδιο καί εἶναι τό ἑξῆς: «Ἐπληροφορούμεθα ἐκπλήκτως [ἀπό ἕτερη «μακρότατη διατριβή» τοῦ «κ. μεταφραστῆ»] ὅτι οἱ ποιηταί διαιροῦνται εἰς δύο τάξεις, εἰς ποιητάς φιλοσόφους κ’ εἰς ζωγράφους ποιητάς».[47] Στούς τελευταίους βεβαίως, σέ αὐτούς πού δέν προώρισται νά χειριστοῦν στό ἔργο τους τά καθόλου καί  δέν «βλέπουν τήν φύσιν ὡς αἰσθητόν μόνο σύμβολον τοῦ ὑπέρ φύσιν νοητοῦ» συγκαταλέγεται καί ὁ Μητσάκης. Σέ αὐτούς δηλαδή πού εἰκονογραφοῦν μόνο, «προσκολλώ[μενοι] ἄσκοπα εἰς τά συγκεκριμένα».[48] Ἐδῶ ἀκριβῶς, σέ αὐτό τό σημεῖο, περί ἰσχυροῦ ἤ ἀνίσχυρου γραπτοῦ ἴχνους, συγκεντρώνεται τό βάρος τοῦ κατά Παλαμᾶ λιβέλλου. Ὁ μόνος κι ἔρημος ἀποζητᾶ νά ἀποκτήσει τή μονιμότητα καί ὁριστικότητα πού ἀνέκαθεν, ὡς ὑπογεγραμμένος, τοῦ ἄξιζε. Δέν βγάζει κανείς ὄνομα στή γραφή, δέν γίνεται κλυτός (=κλύω, ὁ ἀκουόμενος μακράν), nom de plume, παρά μόνο ἄν ἀρχίσει νά γράφει σελίδες δόξας! Δηλαδή, ὅταν ἀρχίσει νά παρέχει φιλοξενία, ἐντός κειμένου, ἄν ὄχι στή θεία οἰκονομία τοῦ ὑπερφυσικοῦ, τουλάχιστον στήν ὁλοκληρία τῶν πραγμάτων. Ὅταν εγκολποῦται, ἐντός κειμένου, τό σύνολο καί τή γνωριμία τῶν πραγμάτων, ὅταν ἐπανιδρύει τήν ἀνθρώπινη ὁλομέλεια στόν νοητό της ἄξονα. Αὐτό κατάλαβε, σέ πρῶτο πρόσωπο, ὡς ἐγώ, ὡς ἡ ἐμή μετριότης, ὁ Μητσάκης στήν κριτική πού τοῦ ἄσκησε ὁ Παλαμᾶς. Καί καλά κατάλαβε. Ἡ ἀνάδειξη στό ἀξίωμα αὐτό εὐοδώθηκε στήν περίπτωση τοῦ Παλαμᾶ μέ συνεχεῖς ποιητικούς κανιοβολισμούς. Συμπεριλήφθηκε στό πάνθεον. Στήν περίπτωση τοῦ Μητσάκη, ἡ ἀνάδειξη σέ δεινό ἐκπρόσωπο τῆς νοητικῆς μεταρσίωσης δέν τέθηκε οὔτε κάν ὡς πιθανότητα∙ ξιφούλκησε γιά λίγο στό κενό, ἀποδελτίωσε σέ μικρά κείμενα τή διαρροή τῆς σκέψης του καί τέθηκε ἐν συνεχεία ἐκτός μάχης. Νιώθει τήν ἀνάγκη νά ὑπερασπιστεῖ τόν ἑαυτό του ἐνάντια στήν προειρημένη διάκριση τοῦ Παλαμᾶ. Κάνει βουτιά, ρουσσωική, ἐντός του: «Δέν ὑπάρχουν παρά μόνο ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι γεννιοῦνται  καί πεθαίνουν […]».[49] «Καί μεταξύ αὐτῶν ὅσοι ἀπό τήν φύσιν φέροντες μέσα εἰς τήν ψυχήν ὀξυτέραν τήν αἴσθησιν καί τήν ἀντίληψιν τοῦ γύρω κόσμου […]».[50] «Ὅλα τά ἄλλα […] εἶναι ἀκαδημαϊκοί διονυχισμοί».[51] Στό ἀκαδημαϊκό πνεῦμα τοποθετεῖ βεβαίως τόν κριτικό στοχασμό τοῦ Παλαμᾶ. Ὁ τελευταῖος δέν σταματᾶ νά ἔρχεται…, συνεχῶς νά «ἔρχεται κ[αί νά ] ἐπινοεῖ τριχοκοπτικές ἀναλύσεις» […καί] δέν μᾶς ἀφήνει νά ἀντιληφθοῦμε τά πράγματα καί τά πρόσωπα ὅπως τά αἰσθάνεται ἡ ταλαίπωρη καρδιά μας».[52] Ὁ «κ. μεταφραστής» ἔχει γίνει ὁ «κ. κριτικός», ὁ ὁποῖος «ἔρχεται ἀκριβῶς καθ’ ἥν στιγμήν τό πνεῦμα μας ποθεῖ νά φύγῃ», ἔρχεται καί ἐπιχειρεῖ «τό αντιφυσικότερον εἶδος τῆς κριτικῆς, καί μᾶς ὁμιλεῖ περί “ποικιλιῶν ἐν ταῖς ἑνότησι” […]».[53]  Ὁλοένα ἔρχεται…, «ἔρχεται μέ τόν Λογγῖνον εἰς τό χέρι καί μέ τόν Πλωτῖνον εἰς τό στόμα καί μέ τόν Τρισσοτῖνον εἰς τό πνεῦμα…». Μέ τά Ὀλίγα λόγια κλείνει τόν λογαριασμό: «Εἶναι ἀληθές ὅτι νεώτερος ἐπίστευσα καί ἐγώ ἐπί πολύ ὅτι ὁ κ. μεταφραστής […] εἶχεν πράγματι ἰδέας ἰδικάς των […]».[54] Ὁ Παλαμᾶς δέν παρέλειψε, ὅταν πέθανε ὁ Μητσάκης, νά ἀναφερθεῖ (Ἐμπρός, 9/6/1916) στή λιτή του κηδεία.

Δές, ἄς ἐπιτραπεῖ ἡ μικρή ἀναφορά στή γείτονα Ἰταλία, τήν ἀρχική ἐγγύτητα τοῦ Δάντη μέ τόν Καβακάλντι. Ἔπρεπε νά καταβάλω προσπάθεια νά θυμηθῶ τό ὄνομά του. Γκουίντο, μέ τό μικρό του ὄνομα, πῶς ἀλλιῶς, ἀποθησαυρίστηκε στή μνήμη μου. Ὁ ἕνας πλησίον τοῦ ἄλλου, συνάλληλοι, ξεκίνησαν μαζί, φίλοι ἐγκάρδιοι, καί οἱ δύο ἐκπρόσωποι τοῦ Stile Nuovo, καί οἱ δύο ἄν ἐνθυμοῦμαι εἶχαν δάσκαλο τόν Μπρούνο Λατίνι[55], καί οἱ δύο νεαροί θιασῶτες τῆς αἰσχρογραφίας καί τῶν ὑβριστικῶν σονέτων. Καί οἱ δύο γνώρισαν στήν Μπολόνια τούς ἀβερροϊστές∙ ὁ Γκουίντο ὅμως δέν ὑπῆρξε ἀπαράσκευος γιά μιά τέτοια συνάντηση. Σύν τῶ χρόνω θά ἀφίσταται ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου. Παραλείποντας ἐνδιάμεσες ἐνδείξεις μιᾶς κλιμακούμενης διάστασης, σταθμεύω ὁπωσδήποτε στήν ἐγγραφή τοῦ Δάντη, ὡς ποιητοῦ, στό σωματεῖο τῶν φαρμακοποιῶν καί ἰατρῶν. Ἐνέργεια ἀπαραίτητη γιά τήν πολιτική του σταδιοδρομία. Προσχώρησε στή μεταφυσική. Ἀποφάσισε καί ἔλαβε ἐνεργό μέρος στήν πολιτική ζωή τῆς Φλωρεντίας. Προέβη εἰς ἐνέργειαν ἀκατανόητη ἴσως γιά τόν Γκουίντο. Καταλαμβάνει τό ἀξίωμα τῶν Πρώτων, στή δίμηνη διάρκεια τοῦ ὁποίου ὁ Γκουίντο συγκαταλέγεται μεταξύ τῶν Λευκῶν πού ἐξορίζονται. Δέν μποροῦσε νά κάνει κάτι γιά τόν φίλο του; Ὁ Γκουίντο δέν θά ἐπιστρέψει παρά ἄρρωστος, μέ ἑλώδη πυρετό, μόνο γιά νά πεθάνει πρόωρα. Δέν θά προχωρήσω σέ περισσότερες λεπτομέρειες. Ὑπάρχει ἡ διάσημη σκηνή στήν Κόλαση, μέ τόν πατέρα τοῦ Γκουίντο, ὁ ὁποῖος ἀμέσως στρέφεται στόν Δάντη ὅταν τόν πρωτοβλέπει νά πλησιάζει καί τοῦ ἀπευθύνει μέ ἔκδηλη ἀνησυχία τό ἐρώτημα: «Μά ποῦ εἶναι ὁ γιός μου»; «Γιατί δέν εἶναι μαζί σου»; «Δέν εἶναι μέ τούς ζωντανούς»; Ὁ Δάντης τοῦ λέει ψέμματα: «Or direte dunque a quel caduto / che il suo nato è co ’vivi ancor congiunto» (Canto x, 57). Τύψις συνειδήσεως; Δέν νομίζω, ἀλλά δέν εἶναι αὐτό τό ζήτημα. Ὁ Γκουίντο τήν στιγμή τοῦ θανάτου του εἶναι σημαντικότερος ποιητής ἀπό τόν Δάντη. Ὄχι ὅμως καί μετέπειτα. Αὐτό εἶναι τό ζήτημα. Μετέπειτα ἔγινε poeta minor. Ὁ Γκουίντο εἶναι ἁψύς, δριμύς καί δρομαῖος∙ τόν κυνηγοῦσαν καβάλα στ’ ἄλογα οἱ ἄνθρωποι τοῦ Κόρσο στούς δρόμους τῆς Φλωρεντίας, μέ τά σπαθιά γυμνά νά τόν σκοτώσουν. Εἶναι ἐπικούρειος, ἀβερροϊστής καί εὐλύγιστος∙ δέν πίστευε στήν ἀθανασία τῆς ἀτομικῆς ψυχῆς καί ὁ Βοκκάκιος διηγήθηκε γι’ αὐτόν πώς ἀναπαυόταν στό νεκροταφεῖο τῆς Φλωρεντίας, καθισμένος σ’ ἕνα μνῆμα, ὅταν μιά ζωηρή παρέα τόν προκάλεσε λέγοντάς του: «Γκουίντο, καί τί κατάλαβες πού ἀπέδειξες ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός»; Τότε αὐτός τούς εἶπε πώς μιά καί βρίσκονται σάν στό σπίτι τους, ἄς λένε ὅ,τι θέλουν, καί μ’ ἕνα σάλτο πήδηξε πάνω ἀπό ἕναν ὑψηλό τάφο καί ἐξαφανίστηκε. Ὑπῆρξε δυνατός, βίαιος καί γλυκύς∙ «ἐξόριστος στά ἕλη τοῦ Βάλ ντί Μάγκρα προσβάλλεται ἀπό ἑλώδη πυρετό καί αἰσθάνεται τό τέλος του νά ἐγγίζει».[56] Ἐκεῖ ἔγραψε τή γνωστή καί συγκινητική ballatetta. Σέ αὐτήν, τήν ἴδια τήν μπαλλάτα, εἶναι πού ἀπευθύνεται∙ δηλαδή στόν ἑαυτό του. Δέν ὑπάρχει ἄλλος∙ πάντως ὄχι ἄλλος πιό πάνω. Γράφει τήν ὑστάτην πνοήν παραδίδοντας τήν ὑστάτην γραφήν. Ὄχι πιό πάνω, δέν ὑπάρχει τό “o altra cosa” τοῦ Λορεντζάτου, τό σωσίβιο καύχημα ἑνός μεγαλείου. Αὐτά εἶναι πράγματα ἐργώδη, τοῦ Δάντη. Ὁ Γκουίντο ἀπευθύνεται στόν ἑαυτό του ἀλλά τόν χαράσσει ὅμως καί πάνω στό χαρτί∙ ὡς ἐάν νά προλαμβάνει τά χειρότερα ἀποσώζοντας τουλάχιστον τό ἴδιο του τό σύντριμμα σέ αὐτό τό γλίσχρο coup de grâce. Δέν ἐλπίζει σέ γυρισμό (: perch’ io no spero di tornar giammai / ballatetta, in Toscana), ἀπέρχεται τοῦ βίου, ἐπίκειται, τό αἰσθάνεται, τό τέλος του (: tu senti, ballatetta che la morte / mi stringesi, che vita m’ abbandona) καί ἡ ψυχούλα του τρέμει (: quest’ anima che trema raccomando).

«Ὡσάν νά ἐνοχλεῖτο ποτέ κανείς εἰς τόν κόσμον δι’ ὅσους ἡ χείρ τοῦ θανάτου σημειώνει μέ τήν μαύρη σφραγίδα της. Ὡσάν νά ἐνοχλεῖτο ποτέ κανείς εἰς τόν κόσμον δι’ ὅσους ἡ ἁρπάγη τοῦ Πάθους, τῆς Νόσου ἤ τῆς Ἀνάγκης σκορπίζει εἰς τά τετραπέρατα τοῦ ὁρίζοντος».[57]

Ποῖος λοιπόν ἤθελε νά ἐνοχληθεῖ; Ὁ Δάντης ἐνοχλήθηκε. Προσωπικότητα πνευματική, μεταφυσική, ἐπώνυμη καί ἰσχυρή (τόν κρατοῦσε φυλακισμένο ὁ Βονιφάτιος στά ὑπόγεια τοῦ Βατικανοῦ) καί ὄχι αἰσθητική. Ἐργάστηκε στή μεγάλη «ἀρτηρία λόγου». Κριτικοί λ.χ. σάν τόν Μπλούμ ἤ τόν Λορεντζάτο δέν ἔχουν πολύ χρόνο νά ἀφιερώσουν σέ ἔργα σάν τοῦ Μητσάκη: «[Αὐτά] τά ἄλλα [ἐκτός τῶν καλῶν καί μετρημένων ἔργων] δέν ὑπάρχουν. Ἄς εἶναι ποταμός ἀσταμάτητος πού κατακλύζει τόν κόσμο, ἄς βγαίνουν ἀπό τά τυπογραφεῖα ποταμοί πραγματικοί ὅπως βγαίνει ὁ Γάγγης ἀπό τά Ἰμαλάια. Παράλληλα, καί ἡ κριτική τους δέν ὑπάρχει».[58] Δέν ὑπάρχουν οὔτε γιά τόν Μπλούμ: «Μέ ἐνδιαφέρουν μόνο οἱ μείζονες μορφές, οἱ ἰσχυροί ποιητές, ἐπίμονοι στήν πάλη τους…».[59] Ὁ Δάντης ἐνοχλήθηκε: «Τό θέμα ὁλόκληρου τοῦ βιβλίου, ἄν ἐκληφθεῖ μόνον κυριολεκτικά, εἶναι ἡ κατάσταση τῶν ψυχῶν μετά θάνατον […]»[60], λέει στόν προστάτη του, τόν Κάν Γκράντε. Καί δέν σταματᾶ, ἐνοχλημένος ἀπό τήν ἀνυπαρξία, νά προσφέρει σέ ὅσους συναντᾶ στό ἔργο του θύμηση καί διάσωση μνήμης.[61] Τό τραγικότερο εἶναι πώς, ἴσως, τή μνήμη τοῦ Γκουίντο τή διασώζει ὁ ἴδιος ὁ Δάντης, μάλιστα κατά τό βαθμό τῆς ἀποστάσεως πού τήρησε ἀπό τόν φίλο του! Κι ἐμεῖς σέ κάποιο συρτάρι τοῦ Δάντη τήν βρήκαμε.

Ὁ Μητσάκης δέν ἦταν ὁ μόνος πού ἔγραψε Ἐπιστολή πρός τούς κριτάς. Ὑπῆρξαν καί ἄλλοι. Λ.χ. ὁ Σπυρίδων Λάμπρος, ὁ συμπαθής ἱστορικός, συμμετεῖχε στόν Βουτσιναῖο τοῦ 1867 μέ τήν ποιητική συλλογή Σκιαί. Τό πρῶτο ποίημα τῆς συλλογῆς, μέ τό ὁποῖο συνάπτει γνωριμία, ἐπιγράφεται Τοῖς κριταῖς. Ἦταν τότε 16 χρονῶν. Δέν θά ἀναφερθοῦμε σέ συλλογές ἤ ποιήματα τῶν πανεπιστημιακῶν διαγωνισμῶν ἐχθρικά πρός τό θεσμό καί τήν κριτική ἐπιτροπή. Ὑπῆρχαν τέτοια πολλά. Λ.χ. ὁ ἄλλος ἱστορικός, ὁ Σταματιάδης, εἶχε συμμετοχή κι αὐτός μέ τό ἔργο Μώμος ὁ Ἑλικῶνιος, στό ὁποῖο διακωμωδοῦσε τά πάντα: ποιητές, θεσμό καί κριτές. Ὁ Βιζυηνός ἐπίσης ἔγραψε Πρός τούς κριτάς. Τό ὄνομα Βιζυηνός ἐνεπλάκη ὡς γνωστόν στούς πνευματικούς ἀγῶνες καί στούς ἀθηναϊκούς ποιητικούς διαγωνισμούς στά τέλη τῆς ΙΘ΄ ἑκατονταετηρίδος. Δέν εἶναι πατρώνυμο οὔτε «ἁπλῶς ἕνα φιλολογικό ψευδώνυμο»[62]. Εἶναι τό ὄνομα πού ἀπονέμει ὁ ἴδιος στόν ἑαυτό του, φερώνυμο περισσότερο, προκειμένου νά κατέλθει εἰς ἀγώνα ἐπικρατήσεως. Εἶναι ὀνομασία περισσότερο, δηλαδή διορισμός καί διαπίστευση. Ἐφεξῆς, δηλαδή ἀπό τότε πού συνέταξε ὁ ἴδιος, ὀνόματι Βιζυηνός, γιά τίς σπουδές του στή Γερμανία τό γραμμένο λατινιστί αὐτοβιογραφικό του σημείωμα, θά ἀσκεῖ τά καθήκοντά του ἐπωνυμούμενος Βιζυηνός. «[…] Hac in schola [τῆς Χάλκης] scripsi atque edidi primum poematiom […]» Gottingae, Die XIX M. Februarii, A. MDCCCL XXXI, Georgius M. Bizyenus. Αὐτοί εἶναι οἱ «τρανοί σκοποί» πού τόν ἀπομάκρυναν ἀπό τή δεκαπεντάχρονη Ἑλένη. Ἔλαβε μέρος στούς πανεπιστημιακούς ποιητικούς διαγωνισμούς. Καταρχάς μέ τόν Κόδρο, τόν ὁποῖο ὑπέβαλε στόν Βουτσιναῖο τοῦ 1874, λαμβάνοντας τό βραβεῖο μέ εἰσηγητή τόν Ραγκαβῆ, ἀκολούθως στόν Βουτσιναῖο τοῦ 1875 ὅπου πέρασε ἀπαρατήρητος μέ τήν τραγωδία Διαμάντω, καί ἐν συνεχεία στόν Βουτσιναῖο τοῦ 1876 μέ τή συλλογή: Βοσπορίδες αὖραι (ἤ Ἄραις, μάραις, κουκουνάραις), ὅπου τοῦ ἀπονεμήθηκε τό βραβεῖο μέ εἰσηγητή τόν Ορφανίδη, ἐν τῇ μεγάλη αἰθούσῃ τοῦ ἐν Ἀθήναις Ἐθνικοῦ Πανεπιστημίου, τῇ 13 Μαΐου. Ἀπήγγελλε τά ποιήματά του στόν Παρνασσό καί σέ διάφορα ἀθηναϊκά σαλόνια, σκορπίζοντας, σύμφωνα μέ τόν Δροσίνη, οὐκ ὀλίγον θέαμα (λιγώματα φωνῆς, σουφρώματα φρυδιῶν, γουρλώματα ὀφθαλμῶν)∙ ἐλάμβανε ἐπίσης μέρος σέ παραστάσεις κωμωδίας, στό Παλάτι, παρουσία ἐπισήμων. Ἡ ἐφημερίδα Μή χάνεσαι, μέλη τῆς ὁποίας ἦταν οἱ Παλαμᾶς, Δροσίνης, Γαβρηιλίδης, Καμπάς, πολλάκις τόν παρέδωσε εἰς τήν κοινήν χλεύην. Ὁ Βασιλειάδης διασώζει τή φράση του: «Μέ κατεδίωξαν λυσσωδῶς». Τό ποίημά του Ὁ κριτής τοῦ διαγωνισμοῦ (Ἀτθίδες αὖραι) σύμφωνα μέ τόν Μουλλᾶ ἀναφέρεται στόν Ροΐδη καί στήν περιώνυμη εἰσήγησή του περί ἀπουσίας τῆς κατάλληλης, γιά τήν ἄνθιση τῆς ποιήσεως,  «περιρρεούσης ἀτμοσφαίρας». Τό ἐν λόγω ποίημα χωρίζεται σέ πέντε μέρη: τήν προπαρασκευή τοῦ κριτοῦ, τίς τεχνικές καί οὐσιαστικές του παρατηρήσεις, τό γενικό καί τό τελικό συμπέρασμα. Παραθέτω ἀπό τό τελικό συμπέρασμα:

Δίχως ἄλλο στήν Ἑλλάδα
δέν ὑπάρχει ποιητής.
Καί κανένας δέν θά πάρῃ
τήν χιλιάδα μετρητή,
ἄν μᾶς κάμουνε τήν χάρη
καί βραβέψουν τόν Κριτή

Ἀπό τίς Ἀτθίδες, μέ ὑπότιτλη σημείωση Μετά τόν ποιητικό διαγωνισμό τοῦ 1877, εἶναι καί τό ποίημα Τό συμβούλιο τῶν γραμματέων:

Κ’ ἐπειδή οἱ κριταί μιά ’μέρα
τοῦ βραβεῦσαν δύο τρεῖς ἤχους,
ἄνοιξε κι αὐτός ’δωπέρα
ἐργοστάσιο γιά στίχους

Τό ποίημα Πρός τούς κριτάς[63] γράφτηκε ἀργότερα, τό 1892, ὡς ἐάν ἡ κόπωση τοῦ ὑποστάντος τόσες βαθμολογήσεις Βιζυηνοῦ τοῦ ἐπέτρεπε νά γράψει σκωπτικά:

Ἔλα τώρα κύρ κριτάδες
νά τά ποῦμε παστρικά.
Ἐδιαβάστε τίς φυλλάδες
μ’ ὅλα τά ποιητικά;

Δέν εἶναι βεβαίως τό ποίημα αὐτό ἴδιο μέ ἐκεῖνο τῆς περίπτωσης Μητσάκη. Ὅταν κανείς γράφει, δημοσιεύει καί συμμετέχει σέ διαγωνισμούς, τί ἀκριβῶς  κάνει;  Σηκώνει τό χέρι, μέ τήν ἐξιδιασμένη ὁρμική ἀνάγκη του, μόνος αὐτός ἀπό τό πλῆθος, καί ζητᾶ τήν διάσωσή του ἀπό τόν ὠκεανό ἀνυποληψίας στόν ὁποῖον διακινδυνεύουν νά βυθιστοῦν τά πάντα (καί οἱ) γύρω του. Οἱ ἄλλοι σέ διασώζουν. Καί δέν τό κάνουν πάντα. Ὁ Βιζυηνός διεσώθη, ὅπως καί ὁ Μητσάκης, ἐν ἀγνοία του! Στό ἔργο τοῦ Κων/νου Ν. Σάθα, μέ τόν περίλαμπρο τίτλο Βιογραφίαι τῶν ἐν τοῖς γράμμασι διαλαμψάντων Ἑλλήνων[64], βραβευθέν μάλιστα ἐν τῷ φιλολογικῷ διαγωνισμῷ τοῦ 1867, ὁρισμένοι καταλαμβάνουν χῶρο μερικῶν σελίδων καί ἄλλοι μόλις πού ἐπιψαύονται ἤ πού ἁπλῶς ἀναγράφονται μέ τό ὄνομά τους. Οὔτε κάν οἱ φιλόλογοι, ἐξονυχίζοντας τό πεδίο τους κατά μῆκος τοῦ πανδαμάτωρος χρόνου, δέν θά μποροῦσαν νά συντηρήσουν τό ἴχνος τους. Ποῖος ἤθελε ἐνοχληθεῖ, ἐξάλλου, ἀπό τήν ἀπουσία τους; Ἰδού μία ἀπό τίς ἄγνωστες ἐλάσσονες ἔριδες, τίς προξενοῦσες νυχθημερόν ταραχή στίς ἐξοχότητες τῆς ἐποχῆς: Ὁ Μπαλάνος Βασιλόπουλος ἐξάντλησε τήν ὕπαρξή του στήν ἐπίλυση τοῦ περίφημου Δηλιακοῦ Προβλήματος «διά «μόνου τοῦ Κανόνος καί τοῦ Διαβήτη γεωμετρικῶς».[65] Ὅταν ὅμως «πικρῶς ἐπεκρίθη διά τήν νομιζομένην εὕρεσιν [τοῦ προβλήματος] ὑπό τοῦ Εὐγενίου τοῦ Βουλγάρεως, σχολαρχοῦντος τότ’ ἐν Ἄθωνι»[66], ἡ «συζήτησις εἰς βαναυσολογίας» παρεκτράπη. Ἡ πικρία τόν τύφλωσε τόσο πού προωθοῦσε ματαίως τήν «εὕρεσίν του» σέ ὅλες τίς Ἀκαδημίες τῆς Εὐρώπης.  Πόσο γρήγορα ὅμως ἡ ζωή του ξεμπερδεύτηκε ἀπό τήν πλοκή της καί περισώθηκε μονάχα ὑποσελίδια, ἅπαξ ἀπαντώμενη, στό σύγγραμμα τοῦ Κ.Ν. Ψάθα. Οἱ διαγωνισθέντες ποιητές ἀπέχουν ἕνα μόνο “κ” ἀπό τούς διαγκωνισθέντες τοῦ Ὑπουργείου Ἐξωτερικῶν. Ὁ Βιζυηνός, σέ γράμμα πού ἀπηύθυνε πρός τήν ἐφημερίδα Νέα Ἐφημερίς σχετικά μέ τό διαγωνισμό γιά τήν πρόσληψη ὑπαλλήλων πού προκήρυξε τό Ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν τό 1890, σημειώνει πώς τό ζήτημα πού προέκυψε ἦταν ἡ «συσσώρευσις τῶν διαγωνιζομένων ἐν στενῷ δωματίῳ […], τοῦ ἑνός ἐπί τοῦ ἑτέρου […] ἀπό τήν στενοχωρίαν τοῦ τόπου».[67] Ὁ ἴδιος ἦταν ἐκ τῶν ἐξεταστῶν καθηγητής. «Σήμερον [προσθέτει γιά τούς νεαρούς διαγωνισθέντες] συγκρούονται πρώτην φοράν ἐν τῷ βίῳ των εἰς τόν περί ὑπάρξεως ἀγῶνα».[68] Ἐνῶ λοιπόν οἱ διαγκωνιζόμενοι τοῦ Ὑπουργείου ἁμιλλῶνται ἀντιπάλους «ἐν τῷ περί ὑπάρξεως ἀγῶνι», οἱ ποιητές μας διαγωνίζονται ὑπέρ τοῦ ἐπαναπατρισμοῦ τῶν Μουσών. Ἀπέχουν ἕνα “κ” ἀπό τούς πρώτους…

///

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ἄγγελος Βλάχος, Κριτικά κείμενα, τόμ. Α, Ἵδρυμα Κώστα καί Ἑλένης Οὐράνη, Ἀθήνα 2016, σ. 464
[2] Τάκιτος, Χρονικά, μτφρ. Ν. Πετρόχειλος, ΜΙΕΤ 2012, τόμ. Α, σ. 309
[3] Ἄγγελος Βλάχος, Κριτικά κείμενα, ὅ.π., σ. 479-480.
[4] Αὐτ., σ. 480
[5] Αὐτ., σ. 481
[6] Αὐτ., σ. 467
[7] Αὐτ., σ. 474
[8] Ζαλόκωστας (αὐτ., σ. 476). Ὁ ἕτερος ὑποδειγματικός, ὁ Ἰωάννης Καρασούτσας, συνέγραψε νεαρός ποιημάτιο ἐπιγραφόμενο Μοῦσα θηλάζουσα ἀφιερωμένο στήν Ἀμαλία! Ὁ Κ. Θ. Δημαρᾶς τόν ἐρανίζει. Φίλος μέ τόν Ραγκαβῆ καί τόν Τανταλίδη. Γνώριζε κι αὐτός καλά τήν γαλλικήν. Αὐτοκτόνησε τό 1873.
[9] Αὐτ., σ. 477
[10] Αὐτ., σ. 479
[11] Ἀ. Χ. Κάτση, Εἰσαγωγή, στό  Ἂγγ. Βλάχος, Κριτικά κείμενα, ὅ.π., σελ. 15
[12] Αὐτ., σελ. 18
[13] Αὐτ., σελ. 23
[14] Αὐτ., σελ. 24
[15] Βλ. Ἐμμανουήλ Ροΐδης, Ἅπαντα, τόμ. Β, Ἑρμῆς 1978, σελ. ?
[16] Βλ. Ἑ. Πουλάκου-Ρεμπελάκου, Κ. Τσιάμης, Δ. Πλουμπίδης, Ἦχοι καί ἀπόηχοι τοῦ ψυχικοῦ νοσήματος τοῦ Μιχαήλ Μητσάκη στήν πεζογραφία του, περιοδ. Σύναψις, τεῦχ. 2009
[17] Ἐφημ. Πατρίς στις 8/6/1916. Βλ. Μητσάκης Μιχαήλ, Ἀφηγήματα καί ταξιδιωτικές ἐντυπώσεις, τόμ. Α’, Ἵδρυμα Κώστα καί Ἑλένη Οὐράνη, Ἀθήνα 2006, σ. 58
[18] Γράμμα τοῦ Μητσάκη (αὐτ. σ. 41). Ὅπως ἐπίσης τόν διακατεῖχε ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων ἡ αἴσθηση ὅτι ὑποβάλλεται σέ βάσανα: ὁμιλεῖ γιά τούς μοχθηρούς συμμαθητές του «ἐκ τῶν ὁποίων πολλά ὑπέφερα μικρός, διότι ἤμουν τρελλούτσικος, μύωψ καί ἀδύνατος».
[19] Αὐτ., σ. 43
[20] Ρῶμος Φιλύρας, Ἡ ζωή μου στό Δρομοκαῒτειον, Καστανιώτης 2007, σ. 112
[21] Ἀπό τό διήγημα Ἀόρατος (αὐτ., σ. 566-567)
[22] Αὐτ., σ. 566-567
[23] Μέ ἔντονα γράμματα τά στάδια ἐξελίξεως.
[24] Μιχαήλ Μητσάκης, Κριτικά κείμενα, ἐπιστολές, ποίηση, τόμ. Β’, Ἵδρυμα Κώστα καί Ἑλένης Οὐράνη, Ἀθήνα 2007, σ. 33
[25] Αὐτ., σ. 34
[26] Αὐτ., σ. 711
[27] Αὐτ., σ. 712
[28] Αὐτ., σ. 81
[29] Αὐτ., σ. 82
[30] Αὐτ., σ. 82
[31] Αὐτ., σ. 145
[32] Αὐτ., σ. 146
[33] Αὐτ., σ. 146
[34] Αὐτ., σ. 147
[35] Αὐτ., σ. 152
[36] Π.Δ. Μαστροδημήτρης, Ἡ πολυτροπία τοῦ πνεύματος, Δόμος 2014
[37] Αὐτ., σ. 63
[38] Νικολάου Καλοσπύρου, Εἰσαγωγή, στό Δ. Ν. Βερναρδάκης, Ψευδαττικισμοῦ ἔλεγχος, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Οὐράνη, Ἀθήνα 2016, σ. 20*
[39] Αὐτ., σ. 33*
[40] Μιχαήλ Μητσάκης, Κριτικά κείμενα, ἐπιστολές, ποίηση, τόμ. Β, ὅ.π., σ. 162. Τήν τεταμένη σχέση του μέ τόν Ξενόπουλο δέν τήν λές καί διένεξη.
[41] Αὐτ., σ. 161
[42] Αὐτ., σ. 162
[43] Αὐτ., σ. 169
[44] Αὐτ., σ. 171
[45] Αὐτ., σ. 170
[46] Αὐτ., σ. 207
[47] Αὐτ., σ. 187
[48] Αὐτ., σ. 187
[49] Αὐτ., σ. 189
[50] Αὐτ., σ. 190
[51] Αὐτ., σ. 191
[52] Αὐτ., σ. 195
[53] Αὐτ., σ. 198
[54] Αὐτ., σ. 209
[55] Ὁ Γκουίντο, ὅπως θά γίνει φανερό κατωτέρω, δέν θά μποροῦσε νά διαπομπεύσει τόν δάσκαλό του. Ὁ Δάντης ὅμως, ἐκεῖ πού ἔφθασε, δέν μποροῦσε νά κάνει κι ἀλλιῶς: «siete voi qui, Ser Brunetto?» (Κόλαση, canto XV.30), λέει στόν δάσκαλό του, τάχα μου ξαφνιάστηκε, ὅταν τόν εἶδε νά μαστιγώνεται μέ διάπυρη βροχή στόν κύκλο τῆς Κολάσεως μέ τούς σοδομίτες. Καί συνέχισε τό δρόμο του.
[56] Jacqueline Risset, Δάντης. Μία βιογραφία, μτφρ. Ἄ . Περιστέρη, Ἴνδικτος 2004, σ. 132
[57] Αὐτόχειρ, βλ. Μιχαήλ Μητσάκης Ἀφηγήματα καί ταξιδιωτικές ἐντυπώσεις τόμ. Α, ὅ.π., σ. 455-469
[58] Ζήσιμος Λορεντζάτος, Ἡ ἔννοια τῆς λογοτεχνικῆς κριτικῆς στό Μελέτες, τόμ. Α, Δόμος 1994, σ. 423
[59] Harold Bloom, Ἡ ἀγωνία τῆς ἐπίδρασης, μτφρ Δ. Δημηρούλη, Ἄγρα 1973
[60] Jacqueline Risset, Δάντης, ὅ.π., σ. 220
[61] Στήν Κόλαση μέτρησα: canto xvi.120, canto xvi.85, canto xxvii.73, canto xxviii.105, canto xxviii.133, canto xxix.103, canto xxxii.91-93. Ὅσο γι’ αὐτούς πού βρίσκονται στόν προθάλαμο: «[…] questi non hanno speranza di morte […] Fama di loro il mondo essere non lassa; nor ragioniam di lor, ma guarda e passa» (canto iii.50). Ὅ,τι χειρότερο!
[62] Βλ. Ἓλενα Κουτριανοῦ, Εἰσαγωγή στό Γ. Μ. Βιζυηνοῦ, Τά ποιήματα, τόμ. Α, Ἵδρυμα Κώστα καί Ἑλένης Οὐράνη, Ἀθήνα 2003, σ. 14
[63] Αὐτ., τόμ. Β, σ. 227
[64] Κ. Ν. Ψάθα, Βιογραφίαι τῶν ἐν τοῖς γράμμασι διαλαμψάντων Ἑλλήνων, Ἐν Ἀθήναις 1868. Συγγραφεῖς μ’ ἕνα πέρασμα συγκινητικά ἄδειο συναντοῦμε καί στό Βίοι καί γνῶμαι τῶν ἐν φιλοσοφίᾳ εὐδοκιμησάντων τοῦ Διογένη Λαέρτιου: «Κέβης ὁ Θηβαῖος∙ τούτου φέρονται διάλογοι τρεῖς∙ πίναξ, ἑβδόμη, φρύνιχος». Πέραν τούτου οὐδέν.
[65] Αὐτ., σ. 521
[66] Αὐτ., σ. 521
[67] Γεωργίου Βιζυηνοῦ, Ἐπιστολές, Πατάκη 2004, σ. 68
[68] Αὐτ., σ. 67

*

 

*

*