Day: 14.03.2025

Το (ξε)κούρδισμα της βιας

*

του ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΤΣΟΓΙΑΝΝΗ

Πενήντα και πλέον χρόνια έχουν περάσει από τότε που πρωτοεμφανίστηκε το Κουρδιστό πορτοκάλι του Στάνλεϋ Κούμπρικ στις κινηματογραφικές αίθουσες. Έχει μήπως πια ξεκουρδιστεί; Έχει άραγε το σκάνδαλο που συνιστά η ταινία χάσει την πρωτογενή του οξύτητα, και, αν ναι, κατά τη διάρκεια αυτών των πενήντα χρόνων, έχουμε συμφιλιωθεί με την τραχύτητα των θεμάτων της;

Σίγουρα, στις μεταπολεμικές κοινωνίες οι ανοχές μας απέναντι στη βία μπορεί να έχουν διευρυνθεί και αμβλυνθεί. Η βία δεν είναι απλώς η παραβίαση ενός κοινωνικού συμβoλαίου, ο τραυματισμός της ενσυναίσθησης ως ασφάλειας της κοινωνικής αλληλεγγύης και του κοινωνικού δεσμού. Πολύ ευκολότερα τώρα την εντάσσουμε μέσα στα συμφραζόμενά της, τη διασυνδέουμε με βαθύτερες κοινωνικές αιτίες, την εκλογικεύουμε και, ίσως, τη δικαιολογούμε. Η βία πλέον δεν είναι η μάσκα του κακού: ποικίλων ειδών λόγοι, γνωστικοί κλάδοι, πειθαρχικές νοοτροπίες την έχουν κάνει πιο προσιτή, της έχουν προσδώσει ένα πιο «ανθρώπινο» πρόσωπο, καταδικαστέο μεν, αλλά αναπόφευκτο συστατικό της ανθρώπινης κατάστασης. Η βία πλέον έχει ένα ισχυρότερο άλλοθι.

Η βιαιότητα των σκηνών στην ταινία του Κούμπρικ μπορεί, βέβαια, να μην έχει ξεπεραστεί τελείως: ο αισθητηριακός τρόπος πρόσληψης της κινηματογραφικής εικόνας δίνει στην αναπαράσταση της βίας μια ποιότητα που απευθύνεται σε κάποιες ανεξάλειπτες σταθερές της ανθρώπινης ψυχολογίας· ο θεατής μπορεί να καταλαβαίνει τη βία εγκεφαλικά αλλά η εκλογίκευση δεν μπορεί να εξαλείψει παντελώς τους συγκινησιακούς κραδασμούς που ξεκινούν από τον αμφιβληστροειδή του και τα ακουστικά του ερεθίσματα. Ο Άλεξ, ο βίαιος έφηβος της ταινίας, θα στοιχειώνει πάντα τη βελούδινη βολή του θεατή. Έτσι, τα πενήντα χρόνια που πέρασαν μπορεί να μετατόπισαν κάπως τα όρια ανοχής μας απέναντι στην κατάφωρα αντικοινωνική συμπεριφορά που παρουσιάζεται στην οθόνη, και στη νομιμότητα της αναπαράστασής της, δεν ξερίζωσαν όμως την ανακλαστική αντίδρασή μας απέναντί της.

Επιστέγασμα μιας δεκαετίας ραγδαίων ανατροπών στις συμπεριφορές και στην ψυχολογία του κοινού, η ταινία κατάφερε τελικά να περάσει το ήθος και το έθος της βιαιότητας που εξεικονίζει. Όχι χωρίς παράπλευρες απώλειες, βέβαια. Για χρόνια η ταινία ήταν απαγορευμένη στην Αγγλία, για παράδειγμα. Βέβαια, η ταινία νομιμοποιεί το σκάνδαλό της, κατ’ αντιδιαστολή, μέσα από το αφήγημα της κρατικής πειθαρχικής καταστολής, μέσα από τη θεσμισμένη νόμιμη βία των κρατικών φορέων, αλλά και μέσα από την αμυδρή και φευγαλέα ελπίδα που αφήνει να διαφανεί ότι είναι διαχειρίσιμη, ότι μπορεί να «θεραπευτεί». (περισσότερα…)

Ἕνα ἀντιμανιφέστο

*

τοῦ ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Γενάρης τοῦ 1919. Ὁ Μεγάλος Πόλεμος ἔχει τελειώσει, ὁ Κάιζερ ἐκθρονιστεῖ, ἡ Δημοκρατία τῆς Βαϊμάρης εἶναι στὰ σπάργανα, οἱ μπολσεβίκοι ἔχουν δεκατέσσερις μῆνες ποὺ καβάλησαν τὴν ἐξουσία στὴ Ρωσσία, οἱ ὁμοΐδεάτες τους σπαρτακιστὲς μόλις δοκίμασαν νὰ τοὺς μιμηθοῦν στὴ Γερμανία. Σ’ αὐτὴ τὴν περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα, ὁ μεγαλύτερος πολιτικὸς στοχαστὴς τῆς ἐποχῆς, ἀπὸ τοὺς μέγιστους στὴ διαχρονία, καλεῖται ἀπὸ ἕναν φοιτητικὸ σύλλογο νὰ δώσει στὸ Μόναχο μιὰ διάλεξη γιὰ τὴν πολιτική.

Τὸ νεανικὸ ἀκροατήριό του, τὸ ξέρει, σὲ μεγάλο βαθμὸ εἶναι διαβρωμένο ἀπὸ τὸν τυφλὸ ἠθικισμό. Ὁ ἀκραῖος πασιφισμὸς ἔχει ζευγαρώσει μὲ τὴ σοσιαλίζουσα στράτευση καὶ μὲ θέρμη θρησκευτικὴ ἀπαιτοῦν ἀπὸ τὴν πολιτικὴ καὶ τοὺς πολιτικοὺς νὰ κάνουν δυνατὰ τὰ ἀδύνατα, νὰ πραγματώσουν τὰ ἐξωπραγματικά.

Ὁ ὁμιλητής, ποὺ ὡς δάσκαλος ἀκαδημαϊκὸς γνωρίζει καλὰ αὐτὰ τὰ παιδιὰ καὶ δὲν ἔχει παραιτηθεῖ ἀπὸ τὴν προσπάθεια νὰ τὰ συνετίσει, δὲν θὰ μασήσει τὰ λόγια του. «Κοκορόμυαλους», «ἀνθρώπους χωρὶς ψυχικὴ σταθερότητα», θὰ ἀποκαλέσει ὅσους νομίζουν ὅτι εἶναι σὲ θέση νὰ ἐπιβάλουν στὴν πολιτικὴ πράξη τὴν ἰδεαλιστικὴ ἠθικὴ τοῦ φρονήματος ἀπὸ τὴν ὁποία διακατέχονται. Ὁ πολιτικὸς ὀφείλει νὰ δρᾶ μὲ βάση τὴν ρεαλιστικὴ ἠθικὴ τῆς εὐθύνης, λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψιν του τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ τὶς ἀδυναμίες της. Νὰ μὴ φλερτάρει μὲ τὶς «δαιμονικὲς δυνάμεις» ποὺ ξεμυαλίζουν τοὺς πολλοὺς πετῶντας τους σὰν δόλωμα τὰ ἰδεώδη, γιὰ νὰ τοὺς ρίξουν μετὰ στὸ βάραθρο.

«Ὁ εἰρηνιστὴς ποὺ πράττει κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο τὰ ὅπλα θὰ τὰ ἀρνηθεῖ ἢ θὰ τὰ καταθέσει, ὅπως τὸ πρότειναν μερικοὶ στὴ Γερμανία, ὡς χρέος του ἠθικὸ γιὰ νὰ βάλει τέλος στὸν πόλεμο καί, μαζὶ μ’ αὐτόν, σὲ κάθε πόλεμο. Ὁ πολιτικὸς θὰ πεῖ: μόνο ἀσφαλὲς μέσον γιὰ νὰ ἀποκλειστεῖ ὁ πόλεμος στὸ προβλεπτὸ μέλλον θὰ ἦταν ἡ διηνεκὴς εἰρήνευση ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ παρόντος status quo. Τότε οἱ λαοὶ θὰ ρωτοῦσαν: πρὸς τί ὁ πόλεμος ἀφοῦ ἡ παροῦσα κατάσταση ἔτσι κι ἀλλιῶς δὲν ἀλλάζει; Ἡ διεξαγωγή του θὰ ὁδηγοῦσε ad absurdum – πράγμα ποὺ τώρα δὲν συμβαίνει. Διότι γιὰ τοὺς νικητές –ἂν μή τι ἄλλο, γιὰ ἕνα τμῆμα τους– ὁ πόλεμος πολιτικὰ συμφέρει. Καὶ φταίει σ’ αὐτὸ ἐκείνη ἡ στάση ποὺ μᾶς ἀπαγόρευσε νὰ τοὺς ἀντισταθοῦμε. Καὶ ἔτσι, ὅταν πιὰ θὰ ἔχει παρέλθει ἡ περίοδος τῆς τωρινῆς ἐξουθένωσης, ἀπαξιωμένη θὰ εἶναι ἡ εἰρήνη, ὄχι ὁ πόλεμος: εἶναι κι αὐτὴ μιὰ συνέπεια τῆς ἀπόλυτης ἠθικῆς.» (περισσότερα…)