*
Αλήθεια σου το λέω· ταράχτηκα πολύ με τον χαμό του Γ. Είμ’ όλη μέρα στα τηλέφωνα. Μίλησα μόλις με τον Κ. Πριν απ’ αυτόν με είχε πάρει η Ν. Μας έχει όλους συγκλονίσει. Δεν θ’ αργήσουμε να βάλουμε μπρος ένα αφιέρωμα στην ποίηση του. Καλά, δεν είναι καιρός ακόμη. Απ’ τη βδομάδα που ’ρχεται τα σχέδια. Είναι το μούδιασμα που αφήνει το φευγιό, κατάλαβες; Θα μιλήσουμε και με τη Ζ, τον Β, τη Δ. Το επόμενο τεύχος πρέπει να του αφιερωθεί, έχουμε δρόμο να καλύψουμε στην ύλη. Εγώ; Θα αναλάβω μια σύντομη μελέτη. Στην πρώιμη φάση της ποίησής του θα εστιάσω. Μα για την ώρα σιωπή. Είναι το κενό που μας κοιτάζει μες στα μάτια, η απώλεια που βαραίνει στον ώμο μας. Η γλώσσα που φτωχαίνει.
Δεν ξεχνώ την πρώτη μας γνωριμία. Ήμουνα νέος – τι νέος, σχεδόν παιδί. Η συλλογή δεν είχε ακόμα δείξει. Κάνα δυο ποιήματα είχανε όλα κι όλα ακουστεί, τίποτα το σπουδαίο. Ό,τι είχα στείλει στο Π. μού το ’χαν απορρίψει (σε προσωπική μας συνομιλία αργότερα, ο Δ μου ζήτησε συγγνώμη και γι’ αυτό). Ίσα που είχα πάρει το πτυχίο μου και έπιανα το μεταπτυχιακό σε τόπο άλλον. Κρύο, σκοτεινιά, αμφιβολίες. Δύσκολες μέρες άπλωναν μπροστά. Και έπειτα, σ’ εκείνη την παρουσίαση που μιλούσε, πώς με κοίταξε με βλέμμα όλο ζωηράδα σαν πήγα και του ’σφιξα το χέρι, και πώς μου δήλωσε σιβυλλικά: «Τα ποιήματά σας αξίζουν προσοχής… και κάτι περισσότερο…». Εκείνο εκεί το «περισσότερο», εκείνο το «κάτι παραπάνω» μού έτρωγε την ψυχή… Σαν τι να εννοούσε; Το μάτι του σπινθήριζε – γαλάζια φλόγα που ’καιγε τους μέσα μου δισταγμούς. Πλημμύρησα ευχαρίστηση απέραντη. Λες κι είχα κάπου φτάσει· στο χ, το ψ σκαλί της σκάλας. Σίγουρα κάπου πέρα από το πρώτο κείνο που ’μουνα. Τα είχα καταφέρει –μα ταπεινά έσκυψα το κεφάλι. Γνώριζα πως δεν αρκεί.
Ύστερα, στην παρουσίαση της δεύτερης της συλλογής, τον είχες δει; Πώς στεκόταν απόμακρος, κάπως παράμερα, με το χαμόγελό του μισερό, σαν για να μας πει, να τους πει, πως ήξερε εκείνος κάτι πρώτος, κάτι που οι άλλοι μόλις και είχαν αρχίσει να αντιλαμβάνονται; Δεν ήταν παρά η διορατικότητά του που κραύγαζε βοερά δίχως ν’ ακούγεται· εκείνη η αρετή που ξεχωρίζει το πραγματικά μεγάλο πνεύμα απ’ τον σωρό. Λίγοι τη διαθέτανε όπως εκείνος.
Έπειτα είχαμε επικοινωνία τακτική. Ήμουνα, τολμώ να πω, ο πιστότερός του θαυμαστής. Και αναγνώστης. Κι εκείνος, σαν πάντα, ανέμιζε την αλήθεια ως σημαία: «Ταλέντο σαν και το δικό σου είναι δώρο σπάνιο. Γράφε. Κάνε τη χάρη σε όλους μας και γράφε». Υπήρξε εξαιρετικά γενναιόδωρος μαζί μου. Τόσα «μπράβο» από το στόμα του απευθυνόμενα σε μένα; Με πίστεψε όπως δεν πίστεψα εγώ ποτέ στον εαυτό μου. Με δίδαξε να είμαι ταπεινός, αλλά ποτέ μου μετριόφρων. Ήταν όμως και σκληρός πολύ, όποτε το ’θελε: «Τέτοιο ποίημα, αν ήταν άλλου ποιητή, από αυτούς που λέγονται “καλοί”, θα του ’λεγα ένα “μπράβο” και θα συνέχιζα. Εσένα δεν σου αξίζει. Γράφε καλύτερα».
Σπουδαίος άνθρωπος, κορυφαίος λογοτέχνης. Θυμάσαι το ποίημά του εκείνο; Το Ξ…; Πώς πήγαινε; Δεν συνομιλούσε εξαίσια με το Ο… μου; Κάτσε να σ’ το απαγγείλω. Μα ναι, το ξέρεις ήδη. Σε είχε εντυπωσιάσει και εσένα, το θυμάμαι. Ναι, σ’ ευχαριστώ. Το είχα γράψει στην κηδεία του παππού μου. Ο τελευταίος στίχος μού ήρθε τη στιγμή ακριβώς που τον βάζανε στο μνήμα. Από το τέλος γράφονται τα ωραιότερα ποιήματα. Ώσπου να κλείσουνε απάνω του την πλάκα, είχα ολοκληρώσει στον νου μου τη στροφή.
Θα πρέπει να σε κλείνω σιγά σιγά. Έχε τον νου στο φιντ σου, ετοιμάζω κάτι καλό. Όχι, όχι γι’ αυτό. Εγώ δεν πολιτικολογώ ποτέ. Το κάνει η τέχνη μου για μένα. Ξέρεις πολύ καλά το μότο μου: Να λες δίχως να μιλάς, ν’ αφουγκράζεσαι δίχως να το δείχνεις. Άλλο αυτό, τότε: εκείνο ήταν αίτημα πάνδημο, δεν μπορούσα να σωπάσω. Το έγραψα και στο ποστ. Ήταν η ανάγκη μου χείμαρρος αστέρευτος και ασίγαστος. Η σφαγή στη Λ…; Ο πόλεμος του Κ…; Αυτά είναι κάτι το διαφορετικό. Η τέχνη δεν παίρνει θέσεις. Ή μάλλον, η μόνη θέση που μπορεί να πάρει είναι πλάι στον άνθρωπο. Σε παραπέμπω στο ποίημα μου Η… Από τ’ αγαπημένα μου. Εκεί ακριβώς μιλώ για τον άνθρωπο πέρα και πάνω από χρώμα, θέση, τάξη, γλώσσα. Μόνο η τέχνη η υψηλή – η ποίηση είναι που αντέχει να κοιτάζει ευθεία την άβυσσο της ψυχής μας. Εκείνη μπορεί να ανασύρει μια της υποψία μακριά από τα προσωπεία που κίβδηλα μας ντύνουν…
Η δημοσίευσή μου θα ’ναι για κείνον βέβαια. Την ετοιμάζω από το πρωί που το ‘μαθα. Μα τόσα τηλέφωνα, τόσα μηνύματα, με όλους, πού να βρεθεί ο χρόνος. Τώρα δα θα καθίσω και μονοκοπανιά θα την τελειώσω. Θα τα πούμε σύντομα. Περιμένω και δικά σου νέα. Ναι, μιλάμε και οι δύο μας εκεί, το ξέρω. Ζήτησε τη γνώμη μου η Σ. Φυσικά και συμφώνησα αμέσως. Γνωρίζεις πόσο εκτιμώ την τέχνη σου.
Πάντως, να ξέρεις, πολύ με συγκλόνισε ο χαμός του Γ. Προσεύχομαι μην έχουμε άλλες απώλειες εφέτος. Έχουμε να δουλέψουμε στο αφιέρωμα τώρα. Να σηκώσουμε ψηλά το πνεύμα. Να διαφυλάξουμε τη μνήμη. Είχα γράψει κάτι επ’ αυτού. Αφορμή ο θάνατος της Χ. Ξέρεις πόσο τη θαύμαζα. Αλλά κι εκείνη μού είχε ιδιαίτερη συμπάθεια… Σκόπευα, πριν πέσει άρρωστη βαριά εκείνον τον χειμώνα, να της έστελνα τη συλλογή. Τη μέρα που θα την ταχυδρομούσα έμαθα τα νέα… Γύρισα σπίτι συντετριμμένος. Τον φάκελο τον έχω κρατήσει ως είχε. Θέλω να ελπίζω πως στις πλαγιές του ουράνιου Ελικώνα, μαζί με τα σπουδαία, θα κρατά το πνεύμα της μια θέση και για το δικό μου έργο, που της το προόριζα.
Τώρα όμως σε αφήνω. Ανακοίνωσαν κιόλας την κηδεία; Μάλιστα. Αν ήτανε, οι φιλισταίοι, έστω και ελάχιστα υποψιασμένοι για το ποιόν του, θα την έκαναν δημοσία δαπάνη. Άσε με, μην αρχίσω καλύτερα… Πάμε μαζί αν θες. Αυτό δεν το ξέρω. Αφού μισώ τις δημόσιες σχέσεις, είμαι αλλεργικός.
Θα βαστώ και το σημειωματάριο μαζί. Ο στίχος είναι απρόβλεπτος επισκέπτης. Ναι, θα ήταν ταιριαστό: να γράψω ένα ποίημα στο στιλ του, τη μέρα πάνω της κηδείας του. Θαρρώ πως θα χαμογελούσε στην ιδέα. Κι αν ήταν ζωντανός, φαντάζεσαι πόσο θα το λάτρευε, ε…; Ουφ… Ασήκωτο το άχθος του χαμού… Αχ, βρε Γ…! Έφυγες κι εσύ! Φτωχαίνουμε της σκάλας οι περάτες…
ΑΓΓΕΛΟΣ ΑΛΑΦΡΟΣ
*
*
*
