*
Ο Κωστής Παλαμάς και η κόμισσα ντε Νοάιγ
~.~
του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
( το Πρώτο Μέρος εδώ )
«Θα έπρεπε να γίνεις πάρα πολύ σκληρός για να μην περιπέσεις στη μαγεία αυτής της εξαιρετικής ποιήτριας με το φωτεινό μυαλό και το κρύο αίμα», έγραφε ο Αντρέ Ζιντ (Journal, 20 Ιανουαρίου 1910), κι όσο σκεπτικιστής κι αν είναι κάποιος, ο λόγος του Κωστή Παλαμά πως η ντε Νοάιγ είναι «ο μέγιστος των ζώντων ποιητών της Γαλλίας» (Εμπρός, 13 Απριλίου 1921), αρκεί για να προσέξουμε αυτή την ποιήτρια, όχι τόσο για τις τιμές που έλαβε (Μεγάλο Βραβείο Γαλλικής Ακαδημίας το 1921) ή για τον θαυμασμό που της απένειμαν μεγάλες μορφές του καιρού της (μιλήσαμε ήδη για τον Προυστ), όσο για τους λόγους που ο παθιασμένος λυρισμός, το αίσθημα της ευφορίας μέσα στη φύση και η κατασταλαγμένη ομορφιά που δοξάζει τη ζωή ακόμα και υπό τη σκιά του θανάτου, μπορούσε να συγκινεί ενώ ο μοντερνισμός γινόταν κυρίαρχος.
«Ο ελληνικός λυρισμός προώρισται να κρατεί εν Γαλλία τα σκήπτρα», διαβάζουμε πάλι στο Εμπρός (8 Φεβρουαρίου 1921), στο κείμενο υπό τον τίτλο «Μια μεγάλη Γαλλοελληνίς ποιήτρια». Η φράση ακούγεται πομπώδης αλλά δεν είναι αστήρικτη αν συναφθεί με την παράδοση του Αντρέ Σενιέ (με μητέρα από την Κωνσταντινούπολη κι αυτός) και του Ζαν Μωρεάς, που επιτρέπουν στον συνεργάτη της εφημερίδας υπό το όνομα «Εμπροσθοφύλαξ» να χαρακτηρίζει την ντε Νοάιγ «ζωντανή ενσάρκωση τής ελληνογαλλικής πνευματικής ενώσεως», πριν απευθυνθεί στον Παλαμά (επίσης συνεργάτη της εφημερίδας) για να του ζητήσει να μεταφράσει, ως ο ενδεδειγμένος, την ποίηση της Νοάιγ,
«καθ’ όσον το πνεύμα του και το πνεύμα της κομήσσης ντε Νοάιγ συγγενεύουν πολυτρόπως και όχι μόνον κατά την εθνικήν των προέλευσιν. Διότι και η Νοάιγ, καθώς ο Παλαμάς, δεν ήντλησαν από την αρχαία Ελλάδα μόνον την αρμονία και την θαυματουργό εκείνη δύναμιν της συναδελφώσεως της τέχνης με την Ζωήν· εποτίσθησαν αμφότεροι από την φιλοσοφίαν της αρχαίας ποιήσεως ήτις έκαμε και τους δύο κορυφαίους πανθεϊστάς. Και οι δύο κατόρθωσαν να συνταυτίσουν το ποιητικό των Εγώ με τον Μέγα Πάνα, μέσα εις τα θελκτικά κύματα του οποίου διαλύονται με σφριγηλή ηδονή, χωρίς όμως, σύμφωνα πάντα με την αρχαίαν αντίληψιν, να χάνουν ούτε την ατομικότητα των ούτε και την προς την ζωήν ορμήν».
Πράγματι. Η Νοάιγ μπορούσε να προσκυνά τη βομβαρδισμένη από τούς Γερμανούς μητρόπολη της Ρεμς («Σε είδα, ω ομορφιά που τίποτα δεν μπόρεσε να σε ατιμάσει, σε είδα πιο βασανισμένη και πιο σοφή… Ζωντανή και λεπτή και με τη σάρκα, όμοια τον έρωτα να εμπνέεις και τα δάκρυα… Ω κουρασμένο και ήσυχο πρόσωπο, μεγάλε μάρτυρα των σκέψεων, των μαστίγων και των πολιτισμών, ο κόσμος όλος σε υμνούσε μα η καρδιά σ’ αγαπούσε λιγότερο όταν δεν είχες τη τωρινή σου μορφή», μεταφράζει ο «Εμπροσθοφύλακας» από την έκδοση των «Αιώνιων Δυνάμεων» που πριν από λίγους μήνες είχε κυκλοφορήσει στη Γαλλία), και την ίδια στιγμή να στέκεται στο Βερντέν, μπροστά στους τάφους των νεκρών, χωρίς καμία παρατονία, καμιά κομπορρημοσύνη ή ιερόσυλες πομφόλυγες: «Διαβάτη, να είσαι φιλάργυρος εδώ σε φράσεις ή χειρονομίες. Στοχάσου, λάτρευε, προσκύνα και κρύβε ό,τι νιώθεις».
Ο Παλαμάς θα ακούσει την προτροπή. Θα μεταφράζει και θα επανέρχεται τακτικά στην ντε Νοάιγ. Στο Ελεύθερον Βήμα της 19ης Ιουλίου 1926, στο άρθρο «Κλασικοί και ρωμαντικοί», ενσωματώνει μετάφραση ποιήματός της, το ποίημα με τίτλο Οι ρωμαντικοί ποιητές (από το βιβλίο “Les Forces éternelles” του 1920), που «έχει το βάρος δέκα κριτικών», όπως σημειώνει θαυμάζοντας τον κριτικό νου που χωρίζει και τον ποιητικό νου που συμφιλιώνει (Άπαντα Κ.Π., τ. ΙΓ΄, σ. 48- 49).
Οι δύο πρώτες στροφές φέρνουν στον νου το ειδυλλιακό ύφος του Θεοκρίτου:
Αγάπησα περισσότερο από κάθε τι τη γη των Ελλήνων
μια γη ολόφωτη, ένα πεύκο πράσινο, ένα βοσκό
το ήσυχο νερό, μια ονειρεμένη εξοχή στη Μυτιλήνη
στις μοσκοβολισμένες μέσα πορτοκαλιές.
Πιότερο απ’ όλα ευλόγησα τη ματιά της Αντιγόνης
υψωμένη προς τον ήλιο, που τον έφτανεν η προσευχή της.
Η καρδιά μου όμοια με τη δική της, δεν υποτάσσεται στο φθινόπωρο
η ευχή της είναι να πεθάνη, τραγουδώντας το πρωί.
Όμως από την όγδοη στροφή το κλίμα αλλάζει:
Πολύ καιρό τη βάσταξα τη μελαγχολική καρδιά μου
μα πέρασαν οι μέρες, έζησα, υπόφερα
και τώρα να! Με το μέτωπο ξανασκεπασμένο από στάχτες
ευλογώ εσάς, θείοι ρωμαντικοί ψάλτες!
Ποιητές μανικοί, συντριμμένοι, ανταρτικοί
ανακριτές περήφανοι της ψυχής και των άστρων
καράβια που το πανί σας το ξέσχισε η μπόρα
εσείς που κλαίτε από αγάπη σ’ ένα του καλοκαιριού περιβόλι.
Μέσα σ’ εσάς η πλάση ολάκερη αναπνέει
και βαραθρώνεται με χίλια μύρια πρόσωπα ορμητικών στοιχείων·
εσείς, κυρίαρχοι του κόσμου και δυστυχισμένοι εραστές
που σβύνεστε από χαρά κι που μουρμουρίζετε “Πάσχω!”.
Το ποίημα (που θα παρουσιαστεί και στην Ομιλία του Παλαμά στην Ακαδημία Αθηνών μετά τον θάνατο της ποιήτριας το 1933) μαρτυρεί κατά τον Παλαμά την αναγέννηση του ρωμαντισμού στις βαθύτερες πηγές του, τη γενναία αναβλάστηση της ποίησης του Λαμαρτίνου και του Ουγκώ (ΙΓ΄, 523). Κι είναι αλήθεια. Γιατί ο θάνατος σφραγίζει στην ποίηση της Νοάιγ και τη βακχική πολυθεΐα και τη λατρεία του σώματος με γενναιότητα απαράμιλλη, όπως στο ποίημα «Πώς; Τρέμεις το θάνατο;» διαβάζουμε [«Εμπρός», 8-2-1921, απόδοση από τον «Εμπροσθοφύλακα»]:
Πώς; Τρέμεις το θάνατο;
Κι αφού υπήρξες πανώρια και με το καλοκαίρι έμοιαζες
εύχεσαι ακόμη να μείνεις μέσα στη δύση σου μάρτυρας πραγμάτων που ξαναρχίζουν;
Ω καρδιά πάντα χορτασμένη και πάντα ερημωμένη
Γιατί διαιωνίζεις την ονειροπόλο σου τρέλα;
Εμπρός, μη χάνεις πια καιρό, μάθε πώς να πεθάνεις.
Πώς θέλεις, παιδί προβλεπτικό, παιδί σοφό
Στις αιώνιες ανοίξεις να δείξεις το περήφανο πρόσωπό σου
Που όταν κάποτε αντιμετώπιζε τον ήλιο
Από τον αιθέρα έπαιρνε μια τρυφερή συναίνεση;
Πεθαίνουμε. Κι ο θάνατος είναι η τελευταία μας αγωνία.
Πεθαίνουμε. Το ξέρεις μα δεν το πιστεύεις. Δεν είναι έτσι;
Δεν είχες νιώσει μπροστά στα πτώματα
Πως αυτή η παγωμένη, η αμείλικτη, η επίμονη ανάπαυση
Θα ερχόταν μια μέρα που θα σε περιμένει κι εσένα;
Έλεγες και ξανάλεγες: αγαπώ, αγαπώ
Παγκόσμια, αθάνατα, για πάντα
Από τους χρόνους τους παλιούς ως του παντός το τέρμα.
Και το πνεύμα σου, όπου το σύμπαν αφθονεί
Πίστευε πως θα διατηρηθεί χάρη σ’ αυτή την σπάταλη αγάπη.
Στο κλίμα της δεκαετίας του 1920, η Ελλάδα μπορεί πια να καταλάβει καλύτερα από ποτέ την ντε Νοάιγ. Κι έτσι, πλάι στον Παλαμά και τον άγνωστο «Εμπροσθοφύλακα» το ελληνικό κοινό τη γνωρίζει και μέσα από τις μεταφράσεις του Κ. Γ. Καρυωτάκη (το 1927, στη συλλογή «Ελεγεία και Σάτιρες» περιλαμβάνεται μία μετάφραση του ποιήματος «Οι σκιές») και κυρίως από τη Μυρτιώτισσα που ετοιμάζει την πρώτη έκδοση ποιημάτων τής ντε Νοάιγ. Όταν ο Κωνσταντίνος Γ. Κατσίμπαλης (1868- 1937) μεταφέρει την είδηση στην ποιήτρια, η χαρά της είναι μεγάλη:
«Τίποτα δεν μπορεί να με συγκινήσει περισσότερο, κι ακόμα να με κάνει περήφανη, όσο η σκέψη πως τα ποιήματά μου που χρεωστούνε στην Ελλάδα όσα και στη Γαλλία, θα μεταφραστούνε στη γλώσσα που εξευγενίζει το καθετί και που εμόρφωσε την ανθρωπότητα σε όλες τις γνώσεις της. Ό,τι καλό αισθάνεται και λέει καθένας δεν μπορεί παρά να ’ναι ελληνικό» (Παλαμάς, Άπαντα, ΙΓ΄, σ. 323).
Το 1930, όταν ο Κωστής Παλαμάς εκδίδει τις ποιητικές του μεταφράσεις του στον τόμο «Ξανατονισμένη Μουσική», θα συμπεριλάβει και δύο ποιήματα της Νοάιγ, της ποιήτριας, που όπως γράφει στα Προλογικά Σημειώματα του βιβλίου, «κάθε φορά που λούζομαι στην Κασταλία της, ξαναζώ». Πρόκειται για το «Μια βραδιά στη Βερόνα» (μετάφραση του 1918) και «Στο Μιστράλ» (μετάφραση του 1921).
Το πρώτο αναφέρεται στην πόλη που έζησε το περίφημο ζευγάρι, ο Ρωμαίος και η Ιουλιέττα:
Ευλογημένος ο έρωτας μέσα κι απάνου σε όλα
ιερό κι ας είναι τ’ όνομά του, ακέρια πέρα ως πέρα
και η βασιλεία του! Τις δάφνες και τα ρόδα φέρνω
στων Καπουλέτων μοναχά τη θυγατέρα.
Με το δεύτερο ποίημα ο Παλαμάς εκφράζει τον θαυμασμό του για τη σφιχτή σύνδεση ποιητικής και κριτικής τέχνης στη Νοάιγ, φέρνοντας αυτό ακριβώς το ποίημα ως παράδειγμα, καθώς συνδέει την ηρωίδα του Μιστράλ Μιρέιγ με την αρχαία Χλόη που τη βλέπει σαν άλλη Μιρέγια να κρεμάει τη βουκολική φλογέρα της στα πράσινα δαφνοκλωνάρια του κήπου του Μιστράλ για να τον θαυμάσει έτσι όπως λάμπει, «βοσκός μαζί και βασιλιάς», όμοιος με τον αγαπημένο της Δάφνη. Οι στίχοι αυτού του ποιήματος, «μέσα στη λυρική τους αποθέωση», σημειώνει ο Παλαμάς, είναι συνάμα
«και κριτικός, ευσυνείδητος χαραχτηρισμός. Η παρομοίωση του Μιστράλ με το Δάφνη δεν θα μπορούσε να κρατηθή στον απλοϊκό εραστή της Χλόης, στον ειδυλλιακό ήρωα του Λόγγου. Το ποιητικό παράστημα του ψάλτη τής Μιρέιγ πάει πολύ ψηλότερα από το ανάστημα του αγαπημένου τής Χλόης. Φτάνει ίσα με το Δάφνη, το θρυλικό βοσκό του αρχαίου Μύθου, το συμβολικό μαζί και λατρευτή και καταφρονητή της Αφροδίτης, που μεγαλόπρεπα τον ανεβάζει στα ύψη των θεών, καταστερώνοντάς τον, στην πέμπτην Εκλογή του, ο θείος Βιργίλιος. Κάτι τέτοιο είναι και το τραγούδι για το Μιστράλ. Η ομορφιά του βοσκού Δάφνη, αποκαταστημένου στον Όλυμπο. Με τέσσερις στίχους ο ποιητής μπορεί να μας υποβάλη άνετα ό,τι ο κριτικός με πολυσέλιδο βιβλίο αγωνίζεται να μας δείξη» (Άπαντα, σ. ΙΑ΄, 211).
Κάποτε όμως φτάνει και η ώρα της αναπότρεπτης κατάρρευσης των φυσικών μας δυνάμεων. Είναι η ώρα που η ντε Νοάιγ θα προχωρήσει στον μουσικό επίλογο του έργου της, σε μια αυτοβιογραφία που δυστυχώς δεν θα προλάβει να ολοκληρώσει. Θα μείνει όμως η λεπταίσθητη και λατρευτική εξομολόγηση για την Ελλάδα:
«Κόρη των Ελλήνων, γεννήθηκα κάτω από το ζώδιο του γνώθι σ’ αυτόν. Έτσι έχω, πιο πολύ από τους άλλους ίσως, τη δύναμη να παρακωλύω και να σταματώ τα ελαττώματα που μέσα μου τα αισθάνομαι κ’ έχω περισσότερο κύρος και είμαι περισσότερο συγχωρημένη που αντικρίζω με πολλή ταπεινοσύνη τα προσόντα μου. Ανήκω από τη μητέρα μου σε χώρα, όπου ο Κρέων και για κείνους που τον ελέγχουν ίσα βαρύνει με την Αντιγόνη που είναι ο άγγελος της φυλής μου. Μπορώ λοιπόν μ’ όλη την ελευθερία να εκτιμήσω σε ό,τι τούς είναι υπέροχον τα πνεύματα τα πλέον διαφορετικά και κάποτε τα πλέον αντίθετα με τα δικά μου» (Παλαμάς, ΙΓ΄, σ. 526).
Δεν θα μπορούσε φυσικά να λείπει η αναφορά στη μητέρα της Ραλλού:
«Η μητέρα μου ήταν πολύ ωραία, χωρίς να λάμπει υπερβολικά· είχε τη λιτότητα που απαιτεί το ελληνικό περίγραμμα. Η κατατομή της μαρτυρούσε για τη φυσική αρετή της φυλής στην οποία ανήκε. Έμοιαζε χωρίς κανένα ελάττωμα της πασίχαρης Αφροδίτης των Μουσείων της Αθήνας, της Φλωρεντίας, της Σικελίας. Αλλά το πρόσωπό της εξέφραζε γελαστή, αθώα γαλήνη που έθελγε, δεν εσυγγένευε με τις μαρμάρινες θεές, τις δολερά ηδονόπαθες. Η ομορφιά της μητέρας μου και το μουσικό της ταλέντο που ακτινοβολούσε ήταν ο θησαυρός και το απαρασάλευτο πιστεύω της φαμίλιας μας. όταν τέλος πάντων βιασμένη από τις γύρω της παρακλήσεις συγκατένευε να καθίση στο σκαμνί του πιάνου της, το κύρος των ενεργητικών και φτερωτών χεριών της, που ήτανε σαν τρυγόνια, ξυπνούσε από το κόκκαλο και τον έβενο τους ωραιότερους και τους βαθύτερους ήχους. Ολόκληρη κατάγομαι από τα ξύλα του πιάνου της μπορώ να πω. Πηγάζω, σε όλη μου την αλήθεια, από τη μητέρα μου» (Παλαμάς, όπ. π.).
Πλησίαζε πια ο θάνατος, η στιγμή που είχε περιγράψει στην «Ελληνολατρεία», με τους στίχους τους μεταγραμμένους από τη Μυρτιώτισσα:
Κι άφωνη πια, δίχως καμιά προσπάθεια, μήτ’ ελπίδα,
μπασμένη μες την άμετρη παντοτινή γαλήνη,
σαν ταξιδεύτρα που άραξε μπρος στου σπιτιού τη θύρα,
δε θα ποθώ πια τίποτα – γι’ αυτό και θα πεθάνω.
Τα χέρια μου, που σφίγγανε τ’ άπειρο θα λυθούνε,
και θα γλιστρήσω μες στη γης, δίχως κανένα φόβο.
Τι αυτό που κράταε στη ζωή γερά την ύπαρξή μου,
αυτό που του ’δινε χαρά, πόνο, καημό και βάθος,
αυτό που μ’ άναβε τραχύ και φλογερό το πάθος,
αυτό που μ’ ανατάραζε στις βορινές τις χώρες
και την ψυχή μου μέθαγε και μου την αρρωστούσε,
ήταν ο πόθος μου ο τρανός για σε, ιερή μου Ελλάδα!
Ω ήλιε εσύ της ηδονής! ω των αιώνων χάρη!
Θα σ’ αντικρίσω, κι ύστερα γαλήνια θα κινήσω,
μ’ ένα λαφρύ χορευτικό και φτερωμένο βήμα,
κατά που θέλει ο πένθιμος ρυθμός κι η αρμονία,
με τους αγκώνες διπλωτούς, με τα πλευρά σφιγμένα
στο σάβανο, όπως φαίνονται στις νεκρικές τις στήλες,
και θα κατέβω, μ’ άκανθο μαβιά στεφανωμένη,
μες στην ερωτικιά τη γη, που κείτονται οι βακχίδες…
Θα πεθάνει στις 30 Απριλίου 1933, πριν κλείσει τα 57 της χρόνια, στο διαμέρισμα τής rue Scheffer στο Παρίσι. Θα ταφεί στο νεκροταφείο Père-Lachaise μα η καρδιά της σε μια νεκρική υδρία θα τοποθετηθεί στο κέντρο του παρεκκλησιού, στο πάρκο του πατρικού κτήματος της στο Amphion-les-Bains. Άφηνε «άδειο για καιρό ένα μέρος πολύ πλατύ του γαλλικού Παρνασσού», όπως σημείωσε ο Παλαμάς, που ένιωσε τον χαμό της με αίσθημα ξαφνικής καταστροφής. Έγραφε σε άρθρο στην Καθημερινή (2-5-1933), με τίτλο Ο θάνατος της Άννας Νουάγιε (Άπαντα, ΙΓ΄, σ. 265- 267):
«Η συγκίνηση που μας κυριεύει στο άκουσμα του χαμού της πάει πιο πέρα από την πατρίδα που την είχε διαλέξει, την είχε αγαπήσει, την είχε τραγουδήσει (…) η ψάλτρα και των υμέναιων και των ερώτων αχώριστα, η με το αίμα τριών πατρίδων ζωντανεμένη και ζεστή (…) όμως σαν απάνου απ’ όλα ελληνογέννητη, καθώς εκαυχάτο, όταν εχόρευε το χορό της (…) Πάντα το μοίρασμα των ποιητών σε μεγάλους και σε μικρούς μού προξενεί αντιπάθεια. Πάντα ο ποιητής όταν με το στίχο του, όταν με τον ήχο του, τον εγγίζει το σκοπό του, μικρός δεν είναι. Αλλά είναι κάποιοι μακάριοι των Μουσών που κάθε τους κίνημα, κάθε τους ροπή και ριπή πηγαίνει ολόισα προς ένα σκοπό. Τη μακαριότητα αυτή την εχάρηκεν η ποιήτρια πολύ προτού την εύρη ο θάνατος. Από τα πρώτα της τραγούδια ξάφνιζε και συγκινούσε· όσο που στο πέρασμά της έγερναν όλοι για να διαβή, και τόπο τής έκαναν για να περάση».
Ο Παλαμάς θυμάται πώς την γνώρισε (με «Τα Θάμβη») και γράφει για την αρμονία και τη μουσικώτατη συμφωνία της ποίησής της, την «πλούσια και ποικίλη σε πολύφθογγους στοχασμούς και ρεμβασμούς, όλη μια εικόνα, όλη ένα ονειροπόλημα, ένα χάιδεμα, ένα κοίταμα. Η Νουάγιε ξαφνίζει, γιατί ξεχωρίζει, με το περπάτημα και με τ’ ανάστημά της. Και μαζί θυμίζει» (ΙΓ΄, 266). Τέτοια είναι, τονίζει, η καθαρή πρωτοτυπία: «ξυπνά μαζί τη γοητεία και τη θύμηση. Παράλληλα και αχώριστα». Σημειώνει επίσης πώς απηχούσε και υμνούσε κλασικούς, Έλληνες και Ρωμαίους, αλλά και πώς μεθούσε με τους νεώτερους από τους οποίους θησαύριζε πρότυπα και μαθήματα. Για το ίδιο θέμα, της πρωτοτυπίας (γύρω από την οποία υπάρχει «ανόητη παρεξήγηση και κατάχρηση», όπως σημειώνει- ΙΓ΄, 319), θα επανέλθει ο Παλαμάς με τις ομιλίες του και στην Ακαδημία Αθηνών και στην Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, υπενθυμίζοντας τα λόγια της στην επετηρίδα των Βέλγων μουσοπόλων το 1924, ως καίριας σημασίας για την κατανόηση της ακεραιότητας του πατροπαράδοτου στίχου:
«Ο ρυθμός και η ρίμα είναι απαραίτητα. Το ποίημα γεννιέται μέσα μου με την άνεση που του δίνει η κανονική πατροπαράδοτη αυστηρότητά του» (ΙΓ΄, 319).
Στην ειδική συνεδρία της Ακαδημίας της 11ης Μαΐου 1933 προς τιμήν της Νοάιγ, ο Παλαμάς θα εκφωνήσει τον τιμητικό λόγο, ομολογώντας εξαρχής ότι θα είναι ένας λόγος αποθέωσης αφού θα εξάρει όχι απλώς μια μεγάλη ποιήτρια αλλά και την Μούσα
«που έζησε, με τον νου και την καρδιά της, με την Ελλάδα: την εγνώρισε, την εθαύμασε και την ελάτρευσεν. Την εξύμνησεν εις ωδάς και στροφάς που θα τας ανεγνώριζεν ο Πίνδαρος και η Σαπφώ θα τας εχειροκρότει. Προς την αρχαίαν Ελλάδα έφερε την ιεροτελεστίαν της. Προς την νέαν εξίσου την προσήγγιζεν συγκίνησις κ’ ευλάβεια (…) Όλων των παλμών της και των ψαλμών της τα στοιχεία και τα δυσθεώρητα και τα δυσκολοσύλληπτα η Άννα Νοάγιε τα έψαυε και τα έβλεπε κατάματα, καθώς κάποια μάτια υψώνονται ατενώς προς τον ήλιον» (ΙΓ΄, 521).
Όσο για την πολυθρύλητη πρωτοτυπία, τονίζει ο Παλαμάς,
«όστις δεν διαβλέπει ή δεν διαισθάνεται τον γόνιμον λυρισμόν, ας αρκεσθή εις ό,τι νομίζει ευγλωττίαν ή ρητορικήν. Ο κινδυνεύων να πιστεύση το παλλόμενον σώμα της τέχνης ως φόρεμα παλαιού ή και νέου συρμού, ας ακούση ένα κριτικόν, τον Gaston Rageot, πώς αρχίζει μίαν του διάλεξιν διά την Νοάγιε: “Υπάρχει μία λέξις εις την γαλλικήν γλώσσαν που έχασε πολύ από το νόημά της, η λέξις genie, μεγαλοφυία. Δύο την εκφράζουν εις την εποχήν μας, ο φιλόσοφος Μπερξόν και η ποιήτρια Νοάγιε”» (ΙΓ΄, 523- 525).
Ο Παλαμάς δεν παραλείπει να αναφερθεί και στην αίσθηση του θείου που βάσταξε από παιδούλα η ντε Νοάιγ, χωρίς να αισθάνεται το βάρος του, για την πίστη της πως “ό,τι ρίχνει ο καιρός, το χέρι μου έρχεται να το ξανασηκώση αλλά και για τη νίκη της επί του θανάτου (ΙΓ΄, 320- 321). Αναφερόμενος δε στις ρωμαντικές εξάρσεις, στις καταπληκτικές αλλά και ουσιαστικές μεταβάσεις από εσώψυχες εικόνες στις πιο ταπεινές της αγροτικής ζωής και της φύσης, παρατηρεί πως «οι κήποι της Νοάιγ διατηρούν εν μέσω ρωμαντικής μέθης, τη νηφαλιότητα του κλασικισμού. Η δική της λατρεία προς τη φύση διαφέρει αυτής των ρωμαντικών δασκάλων της». Στο σχετικό απόσπασμα του Παλαμά, από την ομιλία στην Ακαδημία (που θα επαναληφθεί με παραλλαγές στην ομιλία του τον Απρίλιο του 1935 στην Εταιρεία Λογοτεχνών και θα περιληφθεί σε άρθρο στη Νέα Εστία (15-6-1935), διαβάζουμε:
«Ο φυσικός κόσμος για τη Νουάγιε είναι κάτι ζωντανό που το συλλαμβάνει, το ψάχνει, το φιλεί, το γεύεται, το κυριεύει κατά τρόπους πλούσιους που της ανήκουν, που της είναι περιουσία της. “Οι λίμνες”, ψάλλει κάπου, “οι δρυμοί, οι καρπεροί κάμποι, περισσότερο συγκίνησαν τα μάτια μου από τις ματιές των ανθρώπων. Με στήριξαν οι ομορφιές του κόσμου, τις κράτησα στα χέρια μου”. Με τούτο το κράτημα την αναγνωρίζομε από τη στάση της και την κίνηση στα ταξίδια της από τα οποία περνά και λαχταρίζει, από τη λατρεία που προσφέρει στη φύση και στο πνεύμα, στη ζωή και στο θάνατο, στον έρωτα, στην τέχνη, στο πάθος, στα στοιχεία, στα κλίματα, στους ήρωες, στον πόλεμο, στην ειρήνη, στα πρόσωπα, στο κάθε τι που την εμπνέει. Όμως τα χέρια μοσκοβολούν απ’ το λιβάνι που καίει στις μεγάλες προσωπικότητες. “Δεν έπαψα να τους σέβομαι”, μας λέει πάλι, “όσους την ποίηση και το πάθος τα βάζουν απάνου από τα αισθητά, απάνου από τη γη”. Άλλοτε, με την περηφάνια του ποιητή που τρέφει τη συνείδηση του μεγαλείου του, ανακράζει: “Ό,τι ρίχνει ο καιρός, το χέρι μου έρχεται να το ξανασηκώση. Όσο μακριά κι αν πάη ο θάνατος, πάω μακρύτερά του. Εγώ δε θα ζω πια, δε θα γνωρίζω τίποτε από τη γλύκα της ζωής. Μα όσοι θα με διαβάσουν στο βιβλίο μου γνωρίζοντας τι ήταν η ψυχή μου και ποια τα μάτια μου, θα ’ρθούνε προς τη γελαστή κι από φως μεστή σκιά μου με την καρδιά λαβωμένη από μαράζωμα κι από ζήλια. Γιατί πιο ζεστή θα είναι η τέφρα μου από τη ζωή τους”» (ΙΓ΄, 320- 321).
Στην ποίηση της ντε Νοάιγ, τονίζει ο Παλαμάς στην ίδια ομιλία, αντιλαμβανόμαστε την
«κριτική οξυδέρκεια συγχωνεμένη με τη μαντική εμπνοή [που] σφραγίζει και γενικεύει εξιδανικεύοντας τη γλώσσα των υπέροχων ποιητών […] Τα στοιχεία που την αποτελούν, φαντασίες και εικόνες, παραστάσεις και αναμνήσεις, προσδοκίες και προαισθήσεις κ’ έρωτες και πάθη που γεμίζουν και που πλημμυρίζουν τη συγκίνηση της ποιήτριας, όλα μας υποβάλλουν κάτι που αχώριστα και ζωγραφίζει και μεγεθύνει. Είναι μαζί και η παρατήρηση που χρειάζεται στα μάτια με τη φυσική λειτουργία τους κι ο τεχνικός φακός που μεγαλώνει στα μάτια την παρατήρηση».
Δεν θα μείνει μόνο στην κριτική αποτίμηση ο Παλαμάς. Περίπου ένα χρόνο μετά τον θάνατο της Νοάιγ, θα γράψει (στις 17-5-1934) το ποίημα «“Οι Τελευταίοι Στίχοι” της Άννας Νοάιγ» (ΙΑ΄, 174), λίγο ύστερα από τη μεταθανάτια έκδοση του τελευταίου της βιβλίου με αυτόν ακριβώς τον τίτλο (“Derniers Vers”). Το ποίημα, που θα δημοσιευθεί στη Νέα Εστία και θα ενταχθεί στη συλλογή Πρόσωπα και Μονόλογοι (Άπαντα, τ. ΙΑ΄), αποτελείται από τρεις στροφές εκ των οποίων η πρώτη είναι στίχοι της Νοάιγ:
Άφοβα ζήσε χωρίς βία και τύψη, να φοβάσαι
μόνο τις μέρες που δεν έχουνε τα χάδια.
Σε μια αγκαλιά τελειώνουν όλα, στα σκοτάδια
του τάφου, που όλα παύουν, αύριο θα ’σαι”.
Όλα περνάνε, κι ο έρωτας μαζί
με της ζωής και την αγνεία και τη λαγνεία,
μα πέρα, απάνου από τον τάφο ζη,
ξανθή αδερφή σου, των Πιερίδων η αρμονία.
Ως τη στερνή σου τη στιγμή να την κρατάς θεία μοίρα
στα χέρια σου και στη φωνή την άφησε τη λύρα.
Με μισεμένη την ψυχή, σωμένο το κορμί σου,
αμίσευτο, άσωστο έμενε το θάμα, η μουσική σου.
Ποια ήταν τελικά η Άννα ντε Νοάιγ; Ας δώσει την απάντηση η ίδια, όπως εκ του τάφου προλόγιζε τους Τελευταίους Στίχους της:
«Έχω μιλήσει στα πρώτα μου ποιήματα για τάφους, για τέφρες, για το μηδέν, μα δεν τα πίστευα· η πίστη μου έμενε σ’ ένα ανέκφραστο άπειρο που καθρέφτιζε στην καρδιά μου την ιλαρωσύνη και το ύψος της ακαταμέτρητης ξαστεριάς. Περισσότερο ακόμη από τους ποιητές που ο συναρπαστικός τους ψαλμός πολλαπλασίαζε τη φλόγα μου χωρίς να τη μετριάση και να την καθοδηγήση, οι φιλόσοφοι και οι ηθικολόγοι κρατήθηκαν από τ’ αδύνατα χέρια μου στο παιδικό μου προσκέφαλο. Με κατέκτησεν η διάνοια. Υπερήφανη από τη γη των Ελλήνων, στην οποία η μητέρα μου το είχε καύχημα πως της ανήκω» (Παλαμάς, ΙΓ΄, σ. 322).
Μια μορφή κοσμοπολιτικού, καθολικότερου πανελληνισμού, λοιπόν, όπως έγραψε ο Παλαμάς για μια από τις τέσσερις μεγάλες ποιήτριες που λάτρευε; [βλ. Η γυναίκα Μούσα, στη συλλογή «Περάσματα και χαιρετισμοί», απ’ όπου ο στίχος «Ακερμάν, Βαλμόρη, Νουάγιε, Μπράουνιγγ»]. Σε κάθε περίπτωση, μούσα και θεά εν ταυτώ, η ντε Νοάιγ ήταν εκείνη που «δεν έχει όνομα και σάρκας ιδέα ήταν η σάρκα της», μια «καντήλα μυστηριακή με φέγγος που όλο τρέμει και πάντα σα να στέκεται κι από τη γη πιο απάνου», εκείνη που ήταν «πάντα με τα χέρια σου απλωτά γερμένα προς εμένα/ απάνου απ’ το κεφάλι μου, μα δίχως να το ’γγίζης». («Βωμοί», Γυναίκες, Ζ΄, 113). Σπανίζουν, είναι η αλήθεια, αυτές οι μορφές στη μητρική γη, στην παραδομένη διαχρονικά στην κομματική αθλιότητα. Και νά ένα αποκαλυπτικό σημάδι:
Όταν το 1935 ο Παλαμάς θα πρωτοστατεί για τη συμμετοχή και της Ελλάδας στην απόδοση τιμής στην ντε Νοάιγ, σε συνέχεια της ίδρυσης στη Γαλλία Εταιρείας Φίλων της ποιήτριας (από περίφημους ποιητές και λογίους, που υπό την προεδρία των ακαδημαϊκών Ανρί ντε Ρενιέ και Πωλ Βαλερύ σχεδίαζε ίδρυση Κήπου και Μνημείου, στο πατρικό κτήμα των Μπρανκοβάν στη λίμνη της Γενεύης), θα δεχθεί τη χυδαία επίθεση της αντιβενιζελικής εφημερίδας Τύπος. Στις 21 Απριλίου 1935 (μία ημέρα μετά τη δημοσίευση στις εφημερίδες επιστολής του Παλαμά, με την οποία, υπό τον τίτλο «Διά το μνημείον της Κομήσσης ντε Νοάιγ», αναφερόταν στο ιστορικό της όλης πρωτοβουλίας αλλά και στη σημασία να τονιστεί η ελληνική καταγωγή της ποιήτριας με εισφορές και από την Ελλάδα), ο Τύπος εξαπολύει επίθεση εναντίον του, με αφορμή τις βενιζελικές πεποιθήσεις τόσο του ίδιου όσο και της ποιήτριας (βλ. σχετικά Νέα Γράμματα, τ. 6, Ιούνιος 1935). Χαρακτηριστικό το υπό τον τίτλο «Να μη δώσουν!», σχόλιο του Τύπου:
«Παμβενιζελική προσπάθεια υπέρ μιας κάποιας κομήσσης ντε Νοάιγ η οποία έγραφε σαχλότατους στίχους και ήτο προσωπική φίλη του προδότου της φυλής. Ο κ. Παλαμάς ακαδημαϊκός και βενιζελικός, έγραψεν αμέσως έκκλησιν εις ελληνικήν γλώσσαν η οποία δεικνύει άγνοιαν στοιχειωδών γλωσσικών κανόνων, ακαλαισθησίαν και ασυναρτησίαν. Παρακαλούμεν να μην δώσουν πεντάραν διότι και δεν θα ήξιζε να δώσουν».
Έκπληξη; Όχι δα. Αυτή ήταν πάντα η ελλαδική μιζέρια. Μα η Ποιήτρια «κοιμόταν πια στην άμετρη την άβυσσο με υποταγή βαριά», πλάι στης Ελλάδας τους θεούς «που σιμά της κείτονταν λησμονημένοι», όπως είχε γράψει στην «Πρωινή προσευχή» της, σίγουρη πως η καρδιά της δεν θα μπορούσε ποτέ να νεκρωθεί ολάκερη. Γιατί κάτι από αυτήν θα ζούσε, κάτω απ’ το ελληνικό φως, στο φέγγος το θαμπό, στ’ αρώματα της απαλότατης αυγής, στα παρτέρια τα καλοκαιρινά, στα γιομάτα γλύκα κι άνθισμα, στο κύμα τ’ αφρισμένο της ακτής. Κι αυτό θα ζει πάντα στους στίχους της, γιατί
Μια τέτοια ορμή δε δύναται να σταματήσει απότομα,
θα μείνει η έκσταση, κι ακόμα
η τρυφερότη μου για σας θα ξεπεράσει τη ζωή
και το κλεισμένο μου το στόμα
*
*
*
