
*
Ο Κωστής Παλαμάς και η κόμισσα ντε Νοάιγ
~.~
του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
( το Πρώτο Μέρος εδώ )
«Θα έπρεπε να γίνεις πάρα πολύ σκληρός για να μην περιπέσεις στη μαγεία αυτής της εξαιρετικής ποιήτριας με το φωτεινό μυαλό και το κρύο αίμα», έγραφε ο Αντρέ Ζιντ (Journal, 20 Ιανουαρίου 1910), κι όσο σκεπτικιστής κι αν είναι κάποιος, ο λόγος του Κωστή Παλαμά πως η ντε Νοάιγ είναι «ο μέγιστος των ζώντων ποιητών της Γαλλίας» (Εμπρός, 13 Απριλίου 1921), αρκεί για να προσέξουμε αυτή την ποιήτρια, όχι τόσο για τις τιμές που έλαβε (Μεγάλο Βραβείο Γαλλικής Ακαδημίας το 1921) ή για τον θαυμασμό που της απένειμαν μεγάλες μορφές του καιρού της (μιλήσαμε ήδη για τον Προυστ), όσο για τους λόγους που ο παθιασμένος λυρισμός, το αίσθημα της ευφορίας μέσα στη φύση και η κατασταλαγμένη ομορφιά που δοξάζει τη ζωή ακόμα και υπό τη σκιά του θανάτου, μπορούσε να συγκινεί ενώ ο μοντερνισμός γινόταν κυρίαρχος.
«Ο ελληνικός λυρισμός προώρισται να κρατεί εν Γαλλία τα σκήπτρα», διαβάζουμε πάλι στο Εμπρός (8 Φεβρουαρίου 1921), στο κείμενο υπό τον τίτλο «Μια μεγάλη Γαλλοελληνίς ποιήτρια». Η φράση ακούγεται πομπώδης αλλά δεν είναι αστήρικτη αν συναφθεί με την παράδοση του Αντρέ Σενιέ (με μητέρα από την Κωνσταντινούπολη κι αυτός) και του Ζαν Μωρεάς, που επιτρέπουν στον συνεργάτη της εφημερίδας υπό το όνομα «Εμπροσθοφύλαξ» να χαρακτηρίζει την ντε Νοάιγ «ζωντανή ενσάρκωση τής ελληνογαλλικής πνευματικής ενώσεως», πριν απευθυνθεί στον Παλαμά (επίσης συνεργάτη της εφημερίδας) για να του ζητήσει να μεταφράσει, ως ο ενδεδειγμένος, την ποίηση της Νοάιγ,
«καθ’ όσον το πνεύμα του και το πνεύμα της κομήσσης ντε Νοάιγ συγγενεύουν πολυτρόπως και όχι μόνον κατά την εθνικήν των προέλευσιν. Διότι και η Νοάιγ, καθώς ο Παλαμάς, δεν ήντλησαν από την αρχαία Ελλάδα μόνον την αρμονία και την θαυματουργό εκείνη δύναμιν της συναδελφώσεως της τέχνης με την Ζωήν· εποτίσθησαν αμφότεροι από την φιλοσοφίαν της αρχαίας ποιήσεως ήτις έκαμε και τους δύο κορυφαίους πανθεϊστάς. Και οι δύο κατόρθωσαν να συνταυτίσουν το ποιητικό των Εγώ με τον Μέγα Πάνα, μέσα εις τα θελκτικά κύματα του οποίου διαλύονται με σφριγηλή ηδονή, χωρίς όμως, σύμφωνα πάντα με την αρχαίαν αντίληψιν, να χάνουν ούτε την ατομικότητα των ούτε και την προς την ζωήν ορμήν».
Πράγματι. Η Νοάιγ μπορούσε να προσκυνά τη βομβαρδισμένη από τούς Γερμανούς μητρόπολη της Ρεμς («Σε είδα, ω ομορφιά που τίποτα δεν μπόρεσε να σε ατιμάσει, σε είδα πιο βασανισμένη και πιο σοφή… Ζωντανή και λεπτή και με τη σάρκα, όμοια τον έρωτα να εμπνέεις και τα δάκρυα… Ω κουρασμένο και ήσυχο πρόσωπο, μεγάλε μάρτυρα των σκέψεων, των μαστίγων και των πολιτισμών, ο κόσμος όλος σε υμνούσε μα η καρδιά σ’ αγαπούσε λιγότερο όταν δεν είχες τη τωρινή σου μορφή», μεταφράζει ο «Εμπροσθοφύλακας» από την έκδοση των «Αιώνιων Δυνάμεων» που πριν από λίγους μήνες είχε κυκλοφορήσει στη Γαλλία), και την ίδια στιγμή να στέκεται στο Βερντέν, μπροστά στους τάφους των νεκρών, χωρίς καμία παρατονία, καμιά κομπορρημοσύνη ή ιερόσυλες πομφόλυγες: «Διαβάτη, να είσαι φιλάργυρος εδώ σε φράσεις ή χειρονομίες. Στοχάσου, λάτρευε, προσκύνα και κρύβε ό,τι νιώθεις». (περισσότερα…)