Για να μην λησμονούμε τι πολιτική ακολούθησαν οι αρχηγεσίες της ΕΕ

*

του ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ

Σύμφωνα με την Έκθεση Ασφάλειας του Μονάχου 2025, την προκαταρκτική έκθεση που συνέταξαν οι διοργανωτές της Διάσκεψης, η ΕΕ αντιμετωπίζει μια «τέλεια καταιγίδα» κρίσεων που απειλούν το σύνολο των υποδειγμάτων της: αυτό της ασφάλειας, της οικονομίας και της πολιτικής. Η ετήσια έκθεση, που δημοσιεύθηκε τη Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2025, σημειώνει ότι για τη Γηραιά Ήπειρο, η οποία εκπροσωπεί κατά τους συντάκτες της έκθεσης «τη φιλελεύθερη διεθνή τάξη», η αυξανόμενη αμφισβήτηση των θεμελιωδών στοιχείων αυτής της τάξης αποτελεί μια ιδιαίτερα σοβαρή πρόκληση.

Σήμερα, αυτές οι πιέσεις φτάνουν στο αποκορύφωμά τους με μια τριπλή κρίση για την ΕΕ: Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει καταστρέψει τη συνεργατική αρχιτεκτονική ασφάλειας της Ευρώπης. Η αυξανόμενη στρατιωτικοποίηση των οικονομικών αλληλεξαρτήσεων απειλεί το οικονομικό μοντέλο της ΕΕ. Το ευρωπαϊκό υπόδειγμα «φιλελεύθερης δημοκρατίας» αντιμετωπίζει άνευ προηγουμένου εσωτερική και εξωτερική αμφισβήτηση.

Σε αυτό το πλαίσιο, η επανεκλογή του Τραμπ αποτελεί καταλύτη που επιταχύνει αυτές τις διαδικασίες αμφισβήτησης. Προφανώς δεν είναι η επανεκλογή του Τραμπ η αιτία που η εδώ και πολλά χρόνια «Σαστισμένη ΕΕ» σήμερα βρίσκεται σε αμηχανία, απορία και αισθάνεται λοιδορούμενη μέσα στο σπίτι της από έναν αντιπρόεδρο των ΗΠΑ με καταγωγή από το Οχάιο… Θα μου πείτε ότι οι αρχηγεσίες της ΕΕ είναι συνηθισμένες σε τέτοιες συμπεριφορές, διότι κανείς δεν μπορεί να λησμονήσει το «Fuck the EU!» της περιβόητης νεοσυντηρητικής, αλλά κατά τ’ άλλα Δημοκρατικής, υφυπουργού Βικτόριας Νούλαντ.

Η αισθανόμενη σε απίστευτη αμηχανία ΕΕ, βλέποντας ότι όλα όσα ιδεολογικά πίστευε και πολιτικά έπραττε έχουν γυρίσει ανάποδα, αντί να βρίσκει δικαιολογίες και να παραπονιέται για τη σημερινή κατάστασή της ή να ψάχνει τρόπο να φιλήσει για ακόμη μια φορά το χέρι που σήμερα την χαστουκίζει, θα πρέπει πριν από όλα να δεχθεί να ακούσει τι έχει πράξει τα τελευταία 30 τουλάχιστον χρόνια, πρωτίστως σε σχέση με τις ΗΠΑ. Και αυτό, από το στόμα εκείνων που ήδη τότε προειδοποιούσαν για το πού την οδηγούσαν οι ιδεολογικές και πολιτικές της επιλογές.

Το παρακάτω άρθρο συντάχθηκε τον Μάρτιο του 2008. Το παραθέτω εδώ εκ νέου διότι δείχνει πιστεύω ότι η σημερινή κατάσταση στην οποία βρίσκεται η ΕΕ αποτελεί εξ ολοκλήρου αποτέλεσμα των ακολουθούμενων πολιτικών επιλογών των αρχηγεσιών της, και όχι κάτι που έπεσε από τον ουρανό. Ας πάψουμε να καταπίνουμε αμάσητα όσα μας σερβίρουν οι διάφοροι “ιθύνοντες”  και οι ακόλουθοί τους. Για να κατανοήσουμε τα όσα συμβαίνουν σήμερα, πρέπει να γνωρίζουμε όσα τα όσα έχουν προηγηθεί. Θα συνεχίσουμε προσεχώς.

– ΚM
Φεβρουάριος 2025

///

Ποια τα όρια επέκτασης της ΕΕ
και ποιες οι δυνάμεις που τα καθορίζουν;

1.

Το παραπάνω ερώτημα αποτελεί ουσιαστικά την καρδιά του προβλήματος της νέας ταυτότητας που έχει, ή προσπαθεί, να απονείμει η ΕΕ στον εαυτό της. Η ΕΕ παρουσιάζει τον εαυτό της ως το πρώτο μετανεωτερικό μόρφωμα το οποίο οδηγεί την ανθρωπότητα στον 21ο αιώνα, ως μοναδικό παράδειγμα για το σύνολο των υπολοίπων κρατών του πλανήτη.

Η απάντηση σε αυτόν τον ισχυρισμό ωστόσο είναι σκληρή, όπως αποδεικνύει ακόμα και μία πρόχειρη και βιαστική ματιά στα καταγεγραμμένα ιστορικά γεγονότα. Στην πραγματικότητα, ίσως πότε η ΕΕ δεν ήταν λιγότερο ανεξάρτητη από τις ΗΠΑ, αρχίζοντας από το 1950 και εντεύθεν.

Η οριοθέτηση των ορίων της ΕΕ δεν μπορεί να είναι το αποτέλεσμα μιας θεωρητικής συζήτησης χωρίς συστηματική αναφορά στο γίγνεσθαι μιας πραγματικότητας η οποία είναι πλέον πλανητική. Σήμερα μάλιστα σε μέγιστο βαθμό καθώς αυτό το γίγνεσθαι υπόκειται στη βούληση της μοναδικής υπερδύναμης, τις ΗΠΑ. Με την έννοια αυτή, όσες δυνάμεις θέλουν να είναι πλανητικές και όχι μόνο να ονομάζονται έτσι, οφείλουν να έχουν θέση στο τραπέζι όπου λαμβάνει χώρα το πλανητικό παίγνιο. Ακόμα και αν δεχθούμε ότι οι ευρωπαϊκές χώρες μπορούν και είναι ικανές να υπερασπισθούν την υπόστασή τους στον σημερινό κόσμο, αυτό αποδεικνύεται όλο και λιγότερο σημαντικό. Η εσωτερική άμυνα ξεκινά από το εξωτερικό και από τα γεγονότα που τείνουν να διαμορφώσουν τους συσχετισμούς δύναμης. Η απουσία επιτρέπει στους Άλλους να επωφεληθούν και τις διαμορφώσουν κατά το δοκούν.

2.

Η λογική του ευρωπαϊκού οικοδομήματος με βάση τη Συνθήκη της Ρώμης, αλλά και τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, είναι γνωστό ότι δίνει προτεραιότητα στον οικονομικό τομέα. Επομένως είναι πρώτα η αγορά και μετά η νομισματική ένωση αυτές που καθορίζουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο η κρατική παρέμβαση θα περιορίζεται και θα διαμορφώνεται από τις ανάγκες της φιλελεύθερης ανταγωνιστικής οικονομίας.

Το αποτέλεσμα είναι ότι οι επιχειρήσεις και το σύστημα της αγοράς αναδεικνύονται σε κυρίαρχη δύναμη μέσα και πάνω από την κοινωνία. Ως εκ τούτου, η μεν οικονομική φιλελευθεροποίηση και η νομισματική ένωση αποτελούν στόχους της ΕΕ, ενώ τα μέτρα για την πολιτική και στρατιωτική ενοποίηση δεν φαίνεται να προωθούνται με αντίστοιχο ζήλο.

Μόλις το 1999, χρονιά της κρίσης στο Κόσοβο, πρώτου πολέμου που ενέπλεκε όλες τις κύριες ευρωπαϊκές χώρες από το 1945, πάρθηκαν αποφάσεις με στόχο να δοθεί υπόσταση στην Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφαλείας καθώς και στην «ευρωπαϊκή αμυντική ταυτότητα». Τα μέτρα αυτά αποτελούσαν την κατάληξη μιας περίπλοκης πορείας: η δημιουργία της ευρωπαϊκής αμυντικής πολιτικής προϋποθέτει πράγματι  την προκαταρκτική εναρμόνιση μεταξύ των μελών της Ένωσης, από τη μια, και μεταξύ της ίδιας της Ένωσης, του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ από την άλλη, εναρμονίσεις άρρηκτα συνδεδεμένες. Οι δύο παραδοσιακοί πόλοι εσωτερικής συζήτησης στην ΕΕ είναι η Γαλλία, η ευρωπαϊκή δύναμη που νοιάζεται πιο πολύ απ’ όλες για μια σχετική αυτονομία έναντι της Ουάσιγκτον, και η Βρετανία , ο πιο πιστός σύμμαχος της υπερδύναμης στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Η σύγκλιση των δύο γύρω από το φάκελο της πρώην Γιουγκοσλαβίας επέτρεψε να διαφανεί στο Σαν Μαλό τον Δεκέμβριο του 1998 μια γαλλο-βρετανική συναίνεση για την ευρωπαϊκή αμυντική πολιτική, ανοίγοντας έτσι το δρόμο σε μια σειρά αποφάσεις.

Το πιο ακανθώδες ζήτημα είναι η συμβατότητα της ευρωπαϊκής στρατιωτικής αυτονομίας με το ΝΑΤΟ στο οποίο συμμετέχουν τρεις ευρωπαϊκές χώρες που δεν είναι μέλη της ΕΕ (Ισλανδία, Νορβηγία, Τουρκία), ενώ στην ΕΕ συμμετέχουν έξι χώρες που δεν είναι μέλη του ΝΑΤΟ (Φιλανδία, Ιρλανδία, Αυστρία, Σουηδία, Κύπρος και Μάλτα). Η Ουάσιγκτον απαίτησε να αποφευχθούν αυστηρώς τρία προβλήματα με το ΝΑΤΟ, τα γνωστά ως τρία «Δ»: διακοπή των δεσμών με την ΕΕ, διαχωρισμός των επιχειρησιακών δεσμών και διάκριση στις αποφάσεις που επηρεάζουν την ασφάλεια της Ηπείρου απέναντι στα τρία ευρωπαϊκά μέλη που δεν ανήκουν στην ΕΕ. Οι αποφάσεις – κλειδιά της Ένωσης υιοθετήθηκαν έπειτα από συμφωνία στη διάσκεψη κορυφής για την επέτειο των πενήντα χρόνων του ΝΑΤΟ, στην Ουάσιγκτον τον Απρίλιο του 1999, στις ευρωπαϊκές διασκέψεις κορυφής της Κολωνίας (Ιούνιος 1999) και του Ελσίνκι (Δεκέμβριος 1999). Η ΕΕ είχε θέσει ως στόχο να μπορεί (με ορίζοντα το 2003) να αναπτύξει 60.000 στρατιώτες σε διάστημα δύο μηνών και να τους διατηρήσει σε αποστολή τουλάχιστον για έναν χρόνο (γεγονός που προϋποθέτει ένα δυναμικό δύο με τρεις φορές πολυπληθέστερο, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ανανέωση). Η δύναμη αυτή προορίζεται για αποστολές που απορρέουν αποκλειστικά από εκείνες που είχε προσδιορίσει το Συμβούλιο της Δυτικής Ένωσης της Ευρώπης (ΕΔΕ) στο Πέτερσμπεργκ (Γερμανία) το 1992: πρόληψη συγκρούσεων, επιβολή και διατήρηση της ειρήνης και ανθρωπιστικές αποστολές. Η ΕΕ, η οποία αντικατέστησε την ΕΔΕ θα μπορεί να παρέμβει στην καθαρά δική της περίμετρο και να διασφαλίσει εκεί τη διατήρηση της τάξης. Συμβάλλει κατά κύριο λόγο στην πρώην Γιουγκοσλαβία, χωρίς την άμεση συμμετοχή των ΗΠΑ, ανταποκρινόμενη έτσι στη δικιά τους επιθυμία να απαλλαγούν από παρόμοιες αποστολές.

Εξάλλου, η συνδιάσκεψη κορυφής του ΝΑΤΟ στην Πράγα, τον Νοέμβριο του 2002, ενίσχυσε την ένταξη της ΕΕ στον ατλαντικό σχηματισμό , τον οποίο ελέγχει απολύτως η Ουάσιγκτον. Από τη μια, αποφάσισε τη δημιουργία μιας δύναμης δράσης του ΝΑΤΟ, ευρωπαϊκής στην ουσία της, προοριζόμενης ως βοηθητικής των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ στις εξωτερικές τους επεμβάσεις, χωρίς περιορισμό περιμέτρου. Από την άλλη, τουλάχιστον δέκα από τα δώδεκα κράτη τα οποία θα γίνονταν μέλη της ΕΕ από το 2005 έως το 2007 είναι ήδη μέλη του ΝΑΤΟ, οξύνοντας έτσι τη σύμπτωση ανάμεσα στην ΕΕ και τον «ευρωπαϊκό πυλώνα του ΝΑΤΟ».

3.

Όμως η ιστορία της διεύρυνσης, αυτού που οι συντελεστές του θεωρούν ως το μεγαλύτερο κατόρθωμα της ΕΕ –επειδή όπως ισχυρίζονται επέκτεινε τα σύνορα της ελευθερίας– αποτελεί έναν πολύ καλό αντιπροσωπευτικό δείκτη για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων σχετικά με τον βαθμό ανεξαρτησίας της ΕΕ από τις ΗΠΑ. Η επέκταση στην Ανατολή καθοδηγήθηκε αποκλειστικά από τη Ουάσινγκτον. Η επέκταση του ΝΑΤΟ μέχρι τα δυτικά σύνορα της Ρωσίας αποφασίστηκε τελεσίδικα στη Συνδιάσκεψη Κορυφής της Συμμαχίας στις Βρυξέλλες τον Ιανουάριο του 1994.

Σε κάθε περίπτωση, οι πρώην σοβιετικοί δορυφόροι ενσωματώθηκαν στο ΝΑΤΟ, υπό την καθοδήγηση των ΗΠΑ, πριν εισαχθούν στην ΕΕ. Η Πολωνία , η Ουγγαρία και η Τσεχία είχαν προσχωρήσει στο ΝΑΤΟ το 1999, πέντε χρόνια πριν την είσοδο τους στην ΕΕ, αντίστοιχα η Βουλγαρία και η Ρουμανία το 2004, τρία χρόνια πριν την δικιά τους είσοδο , επίσης η Σλοβακία, η Σλοβενία και οι χώρες της Βαλτικής, ένα μήνα πριν από την είσοδο τους, απλά για λόγους καθαρά συμβολικούς. Ο σχεδιασμός για τις χώρες της Βαλτικής ξεκίνησε το 1998. Η Κροατία, η ΠΓΔΜ και η Αλβανία είναι επόμενες στη σειρά να ακολουθήσουν το ίδιο μονοπάτι, προσχώρηση στο ΝΑΤΟ και είσοδος στην ΕΕ. Είναι επίσης γνωστό ότι στα σχέδια των ΗΠΑ τα προσεχή έτη είναι η ένταξη στο ΝΑΤΟ της Γεωργίας και της Ουκρανίας, παρά τις έντονες αντιδράσεις της Ρωσίας η οποία στην περίπτωση αυτή θα βρεθεί στη γεωπολιτική θέση που ήταν πριν την εποχή του Μεγάλου Πέτρου.

Απερίφραστα επομένως μπορεί να ειπωθεί ότι το ΝΑΤΟ κατάκτησε την Ανατολή. Η ΕΕ απλά την επικύρωσε νομιμοποιώντας την μέσω ηθικοκανονιστικών προταγμάτων άνευ ιδιαίτερης αξίας. Μάλιστα οι σύνθετες δομές και πρακτικές που είχαν εφαρμοστεί κατά την πρώιμη φάση της διαδικασίας ολοκλήρωσης άρχισαν να περιθωριοποιούνται ενώ συχνά δεν εφαρμόζονται πλήρως στα νέα κράτη-μέλη.

Για τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης που ανήκαν στη σοβιετική σφαίρα επιρροής , η συμμετοχή στο ΝΑΤΟ και στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση επεβλήθη και έγινε αποδεκτές από τις εγχώριες πολιτικές ελίτ ως αδιαχώριστη και αναγκαία προϋπόθεση για την «ευρω-αντλαντική» ολοκλήρωση, με τη μία να βοηθά την άλλη. Δεδομένου ότι η συμμετοχή στο ΝΑΤΟ ήταν ζήτημα εκτίμησης συγκεκριμένων αμερικανικών συμφερόντων και στρατηγικών επιδιώξεων στην ευρύτερη περιοχή, οι όποιες υπογεγραμμένες συμφωνίες με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ πρέπει να τηρηθούν εγκλωβίζοντας τις χώρες αυτές πριν ακόμα από την ένταξή τους στην ΕΕ. Γεωπολιτικά και στρατηγικά βρίσκονται υπό την κυριαρχία των ΗΠΑ. Επίσης θα πρέπει να υπογραμμισθεί και η οικονομική διάσταση αυτής της ένταξης στο ΝΑΤΟ: όλα τα νέα κράτη μέλη υποχρεούνται να υποκαταστήσουν/ανανεώσουν τον οπλισμό τους με νέα όπλα συμβατά με εκείνα που χρησιμοποιούνται από το ΝΑΤΟ, π.χ. όλα τα αεροπλάνα σοβιετικού τύπου Μίγκ αντικαθίστανται από τα αντίστοιχα αμερικάνικα τύπου F-16. Ανοίγεται επομένως μια τεράστια επιχείρηση για την αμερικανική πολεμική βιομηχανία η οποία ελέγχει περισσότερο από το μισό του παγκοσμίου εμπορίου όπλων.

Από την άλλη πλευρά, η επιχειρούμενη από τις ΗΠΑ ανάπτυξη αντιβαλλιστικών συστημάτων (με την αναπόφευκτη και ταυτόχρονη παρουσία στρατιωτικών δυνάμεων) στην Πολωνία και Τσεχία αποτελεί μια ακόμα ένδειξη της πλήρους υποταγής της ΕΕ στα στρατιωτικά και πολιτικά ζητήματα. Έτσι παρά τα θρυλούμενα, οι ΗΠΑ συνεχώς ενδυναμώνουν την στρατιωτική τους κηδεμονία επί της ΕΕ και συγχρόνως ενισχύουν τον έλεγχό τους επί της εξωτερικής πολιτικής των κρατών μελών της. Βεβαίως, ο προβαλλόμενος λόγος, προσχηματικός ολοκληρωτικά, είναι η απόκρουση τυχόν επίθεσης με διηπειρωτικά βλήματα προερχόμενα από «κράτη-παρίες» (rogue states) εναντίον της Ευρώπης.  Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η άμυνα της Ευρώπης απέναντι σε οποιαδήποτε μεγάλη κλίμακας απειλή εναπόκειται κυρίως στο Άρθρο 5 της Ατλαντικής Συμμαχίας και επομένως είναι υπόθεση των ΗΠΑ.

Η επέκταση του ΝΑΤΟ μέχρι τα πρώην Σοβιετικά σύνορα, ήταν έργο της κυβέρνησης Κλίντον στα βήματα της οποίας βάδισαν στη συνέχεια οι κυβερνήσεις Μπους. Επίσης, έργο της κυβέρνησης Κλίντον ήταν ο Πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία αποτελώντας την πρώτη πλήρους κλίμακας στρατιωτική επίθεση στην ιστορία του ΝΑΤΟ αλλά και την πρώτη μεταπολεμική επέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις ενός κυρίαρχου κράτους, η οποία διέγραψε εν μια νυκτί την ακολουθούμενη πρακτική στις διεθνείς σχέσεις . Οι Δημοκρατικοί του Κλίντον είναι αυτοί που απεμπόλησαν την εθνική κυριαρχία ως αναχρονισμό. Ακολούθησαν στη συνέχεια οι επεμβάσεις στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ από τις κυβερνήσεις Μπους. Ο πόλεμος των Δημοκρατικών στα Βαλκάνια αποτέλεσε το πρόσφορο έδαφος και τη δοκιμή για τον πόλεμο των Ρεπουμπλικάνων στη Μεσοποταμία. Απλά, η «γενοκτονία» στο Κόσοβο δεν μεγαλοποιήθηκε όσο τα όπλα μαζικής καταστροφής στο Ιράκ.

Ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία ήταν μία επιτυχής αμερικανική επίθεση στο Κέντρο της Ευρώπης με τη συμμετοχή συνολικά του πολιτικού προσωπικού της ΕΕ, ανεξαρτήτως ιδεολογικών πεποιθήσεων. Πρωτοστάτησαν οι κεντροαριστερές και σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις των Πρόντι, Σρέντερ, Μπλέρ κ.τ.λ., το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα σε πλήρη αρμονία με τους Χριστιανοδημοκράτες, τους Συντηρητικούς και το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα αλλά και μεγάλα τμήματα της κοσμοπολίτικης μεταμοντέρνας αριστεράς,  και βεβαίως δεν αντιμετώπισαν καμία ουσιαστική εναντίωση από την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Ήταν η περίοδος των «αρμονικών σχέσεων» μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης. Δεν υπήρξε ποτέ ανταγωνισμός μεταξύ ΕΕ και ΝΑΤΟ στα ζητήματα που αφορούσαν στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης παρότι επρόκειτο για ζητήματα του ευρωπαϊκού ζωτικού χώρου. Οι Βρυξέλες σέβονταν την προτεραιότητα της Ουάσινγκτον, η οποία ενθάρρυνε και παρακινούσε στη συνέχεια την προώθηση των Βρυξελών. Τόσο φυσική έχει γίνει αυτή η ασύμμετρη συμβίωση, που οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν πλέον ανοιχτά να καθορίζουν ποιες επιπλέον χώρες θα έπρεπε να προσχωρήσουν ως μέλη στην ΕΕ (η Τουρκία αποτελεί απτό παράδειγμα). Επίσης ο πόλεμος στην πρώην Γιουγκοσλαβία σηματοδότησε ολοκάθαρα και χωρίς ενδοιασμούς οποιουδήποτε είδους την απόλυτη υποταγή της ΕΕ σε στρατιωτικό επίπεδο στις δυνάμεις των ΗΠΑ και της ΔΕΕ στις δυνάμεις του ΝΑΤΟ .

Η αποτυχία της στρατηγικής της διπλωματίας που ακολούθησαν η ΕΕ και τα Ηνωμένα Έθνη και της αποστολής δυνάμεων των ΗΕ (το μεγαλύτερο μέρος των οποίων αποτελείτο από ευρωπαϊκές δυνάμεις) οδήγησαν στην παρέμβαση των ΗΠΑ και στην επιβολή στους Σέρβους της συνθήκης του Ντέιτον το Δεκέμβριο του 1995. Το ΝΑΤΟ μεταμορφώθηκε σε στρατιωτικό μπράτσο των Ηνωμένων Εθνών, σε «Στρατό του Κόσμου». Οι βομβαρδισμοί από τα αμερικάνικά αεροπλάνα (του ΝΑΤΟ) επέβαλαν την προαποφασισμένη λύση, τη διάλυση αυτού που είχε απομείνει από την ενωμένη Γιουγκοσλαβία.

Σε σχέση με την πρώτη τετραετία της διακυβέρνησης Κλίντον, όπου αφέθηκε να διαφανεί η εντύπωση ότι ο πλανήτης οδεύει προς επαναβεβαίωση των αρχών του κλασικού ουιλσονισμού με αιχμή του δόρατος τα οικουμενικά δικαιώματα, η δεύτερη τετραετία Κλίντον χαρακτηρίζεται από μια εμφανή και συστηματική στροφή προς έναν «σκληρό ουιλσονισμό» του οποίου οι συνιστώσες , ιεραρχικά, είναι ο νεοφιλελεύθερος οικονομισμός, ο δικαιωματοκρατικός οικουμενισμός, κυρίως όμως η εμφανής πλέον επίδειξη της απόλυτης στρατιωτικής υπεροχής και η χρησιμοποίηση της ως μέσον επιβολής της μονοκρατορίας των ΗΠΑ. Πρωτεύοντα ρόλο εξακολουθεί να διαδραματίζει ο οικονομισμός εντός του νεοφιλελεύθερου πλαισίου. Οι διεθνείς οικονομικές σχέσεις αποσυνδέονται κατά τρόπο προκλητικό από τις βίαιες πολιτικές και στρατιωτικές παρεμβάσεις αποκτώντας μια ιδιόμορφη αυτοτέλεια προτασσόμενες ως οι βασικές υποβαστάζουσες των παγκοσμιοποιητικών διαδικασιών.

Παράλληλα ο δικαιωματοκρατικός οικουμενισμός εξακολουθεί να αποτελεί την αιχμή του δόρατος με στόχο την εξάρθρωση όλων των υπαρχουσών εστιών αντίστασης, με τη διαφορά ότι τώρα επιχειρείται να επιβληθεί διά της στρατιωτικής βίας και με την προβολή της στρατιωτικής υπεροπλίας.

Είναι εντυπωσιακό ότι η πολιτική δύναμη που χρησιμοποιήθηκε ως πολιορκητικός κριός της διάρρηξης των ρυθμιστικών εθνικών πλαισίων και ως πολλαπλασιαστικός μοχλός διαμόρφωσης του νεοφιλελεύθερου δόγματος και της υιοθέτησης του δικαιωματοκρατικού οικουμενισμού ήταν η ευρωπαϊκή κεντροαριστερά. Ο προτασσόμενος κεντροαριστερός «εκσυγχρονισμός» με κύρια αιχμή την άκριτη «προσαρμογή» στο νέο διεθνές περιβάλλον δεν αποτέλεσε τίποτε περισσότερο από συνοδοιπορία στη σύγχρονη ιδεολογική εκδοχή του αμερικάνικου νεοϊμπεριαλισμού.

4.

Με έμφαση θα πρέπει να υπογραμμισθεί στο σημείο αυτό ότι οι ΗΠΑ είναι η μόνη δύναμη με παγκόσμια στρατηγική – υπό μια έννοια είναι η μόνη δύναμη με ανεξάρτητη στρατηγική. Ο υπόλοιπος κόσμος αντιδρά στις ενέργειες των ΗΠΑ, μισεί τις ΗΠΑ, τελεί υπό την προστασία των ΗΠΑ, τις απεχθάνεται, τις φθονεί, τις εχθρεύεται, εξαρτάται από τις ΗΠΑ. Όλες οι υπόλοιπες χώρες ορίζουν τη στρατηγική τους σχέση με αναφορά τις ΗΠΑ.

Οι ΗΠΑ προσεγγίζουν τις διεθνείς σχέσεις με μέσο τη βία και τις στρατιωτικές τους συμμαχίες. Παρά το ανεπτυγμένο εμπόριο και τις επενδύσεις που διατρέχουν και τους δύο ωκεανούς, ο πυρήνας των σχέσεων των ΗΠΑ με τη Δύση είναι κατά βάση στρατιωτικός: μέσω του ΝΑΤΟ με την Ευρώπη, μέσω της διμερούς συνθήκης ασφαλείας με την Ιαπωνία.

Οι ΗΠΑ διατηρούν στο εξωτερικό περισσότερα στρατεύματα από όσα είχε η Μ. Βρετανία στο απόγειο της ιμπεριαλιστικής της περιόδου. Τυπικά βρίσκονται εκεί για να προστατεύσουν τους συμμάχους των ΗΠΑ. Στην πραγματικότητα, εξυπηρετούν τις γεωπολιτικές ανάγκες των ίδιων των Αμερικανών και συγκεκριμένα τον έλεγχο της περιμέτρου (Rimland) της Ευρασίας , σύμφωνα με τις γεωπολιτικές θεωρήσεις των Nicholas J. Spykman και Halford J. Mackinder, με στόχο την ακύρωση των προοπτικών δημιουργίας οποιουδήποτε συνασπισμού δυνάμεων ο οποίος υπερισχύοντας των ΗΠΑ θα μπορούσε να τις περιορίσει στο Δυτικό Ημισφαίριο, στερώντας τους την πλανητική επικυριαρχία. Είναι φανερό ότι στόχος είναι η λανθάνουσα περικύκλωση της Ρωσίας ώστε να παρεμποδιστεί ενδεχόμενη μελλοντική αναβάθμισή της σε παγκόσμιας εμβέλειας υπερδύναμη. Μετά τη στρατηγική της ανάσχεσης, οι ΗΠΑ εφαρμόζουν στην περιοχή «μια επιθετική ζώνη άμυνας».

Είναι γνωστό ότι η στρατηγική κατηγοριοποίηση του κόσμου από την Ουάσιγκτον , την περίοδο μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, έχει ως εξής:

α) Ηγεμονία πάνω στους «εταίρους του πυρήνα» (core partners) –Ευρώπη , Ιαπωνία και άλλοι σύμμαχοι (Σαουδική Αραβία, Νότια Κορέα, Αίγυπτος, Ισραήλ, Ταϊβάν, Τουρκία κ.τ.λ)– καθώς και πάνω στην αμερικανική ήπειρο, την «πίσω αυλή» της μονοκρατορίας, όπου οι ΗΠΑ παίζουν τον ρόλο του παγκόσμιου χωροφύλακα και της χώρας που είναι απαραίτητη για τη διεθνή ασφάλεια.

β) Συνδυασμός βοήθειας προς τα κράτη για τη μετάβασή τους στην καπιταλιστική τους ανασυγκρότηση, την ένταξή τους σε στρατιωτικές συμμαχίες, τη δημιουργία αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων (Βουλγαρία, Ρουμανία, Ουζμπεκιστάν, Καζακστάν, Γεωργία, Πρώην Μακεδονική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας κτλ.).

γ) Συνεργασία αλλά και καχυποψία απέναντι στην Κίνα, στη Ρωσία και στην Ινδία, περιφερειακές δυνάμεις που αμφισβητούν τη μονοπολική τάξη και είναι υποψήφιες να αποτελέσουν αντιπάλους των ΗΠΑ σε παγκόσμια κλίμακα.

δ) Στρατιωτικές επεμβάσεις στα «κράτη- παρίες» ξεκινώντας από το Ιράκ το 1991, συνεχίζοντας με τη Γιουγκοσλαβία το 1999, το Αφγανιστάν το 2001 και ξανά το Ιράκ το 2003, με τη λοιπή λίστα να ποικίλλει ανάλογα με τις συγκυριακές επιδιώξεις (Β. Κορέα, Ιράν κ.ά.).

ε) Ελαφρά αδιαφορία απέναντι στα «χρεοκοπημένα κράτη» (failed states) που κατακερματίζονται από τους πολέμους ή βυθίζονται στην εξαθλίωση, όποτε δεν διακυβεύονται «ζωτικά συμφέροντα» που συνδέονται με τα συμφέροντα των ΗΠΑ (Μαύρη Αφρική) και την αποκατάσταση της τάξης (nation building) στις υπόλοιπες χώρες (Σομαλία, Αϊτή, Βοσνία, Ινδονησία- Ανατολικό Τιμόρ), είτε με άμεση επέμβαση είτε μέσω συμμάχων που μεσολαβούν.

Μετά το χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, η κυβέρνηση Μπους προσέθεσε στο παραπάνω πλέγμα μια απλουστευτική αντίληψη του Καλού και του Κακού, με πρώτο βήμα το εκφοβιστικό δίλημμα προς τον υπόλοιπο κόσμο να υποστηρίξει «εμάς» ή «τους τρομοκράτες». Τα επεμβατικά δόγματα της «νέας παγκόσμιας τάξης» και της «ανθρωπιστικής επέμβασης» συμπληρώθηκαν με το δόγμα του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» το οποίο παρουσιάζει αρκετά πλεονεκτήματα:

  • Είναι ελαστικό κατά το δοκούν, καθώς η Ουάσιγκτον έχει τη δυνατότητα να βαφτίζει όποιον επιθυμεί ως «τρομοκράτη» κατά το συμφέρον της.
  • Καλύπτει ολόκληρο τον πλανήτη, αφού «τρομοκράτες» είναι δυνατόν να ανακαλυφθούν οπουδήποτε.
  • Δεν «παρουσιάζει αντιφάσεις», όπως υπήρχαν στα προγενέστερα προσχήματα της Ουάσιγκτον π.χ. κατά τη δράση των ισραηλινών συμμάχων της που επιδεικνύουν ελάχιστο σεβασμό στο Διεθνές Δίκαιο.
  • Είναι δημοφιλές στο εσωτερικό των ΗΠΑ.

Ο διαφαινόμενος σχηματισμός ενός πολυπολικού κόσμου στις αρχές της δεκαετίας του 1990, έδωσε τη θέση του σε ένα μονοπολικό κόσμο και μια μονοκράτειρα δύναμη, τις ΗΠΑ, με αχαλίνωτη μονοπολική συμπεριφορά. Οι ΗΠΑ δρουν χωρίς να συμβουλεύονται τους συμμάχους τους, ανοίγοντας μεγάλα ρήγματα στις διεθνείς σχέσεις όπως αυτές είχαν καταγραφεί στη μεταπολεμική περίοδο.

Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο στον κόσμο σήμερα είναι η στρατιωτική κυριαρχία των ΗΠΑ. Το χάσμα μεταξύ ΗΠΑ και ευρωπαϊκών χωρών συνεχώς μεγεθύνεται. Στις ευρωπαϊκές χώρες υπάρχει μια γενική απροθυμία αντιμετώπισης του κόσμου με όρους συσχετισμού δυνάμεων. Είναι προφανές ότι αυτό γίνεται επειδή υπάρχει δεδομένη έλλειψη στρατιωτικών δυνατοτήτων. Δηλαδή αποτελεί επιλογή των ευρωπαϊκών κρατών να αγνοούν την πολιτική ισχύος επειδή είναι στρατιωτικά αδύναμες. Βεβαίως, θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι είναι εξίσου αληθές πως είναι στρατιωτικά αδύναμες επειδή αποτελεί επιλογή τους να αγνοούν την πολιτική ισχύος. Είναι προφανές ότι το επιχείρημα αυτό δεν ισχύει διότι ιστορικά αποδεικνύεται ότι πίσω από αυτή την «επιλογή» (;) των ευρωπαϊκών κρατών κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα υπάρχει το ΝΑΤΟ και η αμερικανική στρατιωτική ισχύς.

Υπάρχουν οφέλη, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε, και μάλιστα μεγάλα, από το ότι οι Ευρωπαίοι δεν ακολούθησαν την πολιτική ισχύος. Όμως το θέμα είναι ότι μπόρεσαν να κινηθούν κατά αυτό τον τρόπο επειδή κάποιος άλλος, οι ΗΠΑ, λόγω της ύπαρξης των συγκεκριμένων συνθηκών του Ψυχρού Πολέμου, τους εξασφάλισαν τούτη τη δυνατότητα. Όλοι γνωρίζουν ότι κάθε νόμος υποστηρίζεται πάντοτε από έναν αστυνομικό που είναι έτοιμος ανά πάσα στιγμή να χρησιμοποιήσει φυσική βία. Πίσω από κάθε σύνταγμα υπάρχει ένας στρατός που το υποστηρίζει παρεμβαίνοντας και χρησιμοποιώντας φυσική βία.

5.

Υπάρχει όμως η αίσθηση μιας γενικής κρίσης στις υπερατλαντικές σχέσεις, που έχει δώσει την αφορμή για τόση πολύ εκτεταμένη φιλολογία γύρω απ’ το θέμα. Τα ευρωπαϊκά ΜΜΕ, η κοινή γνώμη αλλά και σειρά από Αμερικανούς πολιτικούς και αναλυτές (από τον Κίσσινγκερ μέχρι και τον ύστερο Φουκουγιάμα) συμφωνούν ότι υπεύθυνη είναι η συμπεριφορά της ρεπουμπλικανικής κυβέρνησης . Το καθεστώς Μπους, μη δίνοντας ιδιαίτερη σημασία στους Διεθνείς Θεσμούς και στο Διεθνές Δίκαιο, αγνοώντας επιδεικτικά τα πρωτόκολλα του Κιότο και το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ICC), εμποδίζοντας τον ρόλο των Ηνωμένων Εθνών, ποδοπατώντας τη Συνθήκη της Γενεύης και εισβάλλοβτας στη Μέση Ανατολή, αποκάλυψε, σύμφωνα με αυτή την άποψη, μία σκοτεινή πλευρά των Ηνωμένων Πολιτειών, η οποία έχει δικαιολογημένα προκαλέσει σχεδόν καθολική απέχθεια στην Ευρώπη, ακόμα και αν οι εκφράσεις αυτής της απέχθειας στο διπλωματικό επίπεδο έχουν περιοριστεί λόγω εθιμοτυπίας.

Πάνω απ’ όλα, η αποστροφή για τον πόλεμο στο Ιράκ έχει οδηγήσει, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο μεμονωμένο επεισόδιο από το 1945, στο σχίσμα που καταγράφτηκε στον οδυνηρό τίτλο της τελευταίας δουλειάς του Γιούργκεν Χάμπερμας Η Διάσπαση της Δύσης, όπου ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι:

«Η ως ενιαία θεωρούμενη Δύση είναι διασπασμένη. Όμως δεν προξένησε τη διάσπαση αυτή ο κίνδυνος της διεθνούς τρομοκρατίας, αλλά η πολιτική της κυβέρνησης των ΗΠΑ, που αγνοεί το διεθνές δίκαιο, εκτοπίζει τα Ηνωμένα Έθνη στο περιθώριο και αψηφά τη ρήξη με την Ευρώπη. Η διάσπαση διαπερνά και την Ευρώπη και την Αμερική. Στη Γερμανία, η απομάκρυνση της αμερικανικής κυβέρνησης και των ελίτ από τις δικές τους παραδόσεις επιδρά ως δοκιμασία. Η χημική ένωση στην οποία συνίστατο ο δυτικός προσανατολισμός της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, από την εποχή του Αντενάουερ, αποσυντίθεται σήμερα στα δύο της στοιχεία: η οπορτουνιστική προσαρμογή στην ηγεμονική δύναμη διαχωρίζεται σαφώς από τη διανοητική και ηθική προσήλωση σε θεμελιώδες αρχές και βασικές πεποιθήσεις του δυτικού πολιτισμού.»

Επίσης οδήγησε τον Φουκουγιάμα να γράψει ότι η ρωγμή που προκλήθηκε από τον πόλεμο στο Ιράκ δεν είναι μια τυχαία φιλονικία, αλλά μια «δομική μεταστροφή στη δυτική συμμαχία». Παράλληλα η αντίδραση των ευρωπαϊκών λαών στο γεγονός του πολέμου οδήγησε από την άλλη πλευρά τον σοσιαλιστή Γενικό Διευθυντή του ΔΝΤ, Ντομινίκ Στρως-Καν, να αποκαλέσει τις διαδηλώσεις ενάντια στον πόλεμο του Ιράκ ως τη «γέννηση του ευρωπαϊκού έθνους».

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπάρχει ευδιάκριτη διαφορά μεταξύ των προεδριών του Κλίντον και του Μπους στον τρόπο άσκησης της Αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής και είναι αυτή η έλλειψη συνέχειας που έχει προκαλέσει σχετική δυσφορία στους Ευρωπαίους, οι οποίοι προτιμούν ένα τρόπο άσκησης της εξωτερικής πολιτικής βασισμένο στην κοινή συναίνεση και όχι την μονομερή αλαζονεία των ΗΠΑ. Ωστόσο, στην «ενορχήστρωση» της αμερικανικής παγκόσμιας πολιτικής εύκολα μπερδεύει κανείς το στυλ με την ουσία. Οι απότομοι τρόποι της προεδρίας Μπους, η ανυπομονησία της με τους ευφημισμούς της «διεθνούς κοινότητας» και η ωμή απόρριψη της Συνθήκης του Κιότο και του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου ( ICC), προσέβαλαν εξ αρχής τις ευρωπαϊκές ευαισθησίες. Οι ήπιες χειρονομίες του Κλίντον ήταν πιο διακριτικές, αν και πρακτικά η έκβασή τους –δεν υπήρξε ποτέ κίνδυνος να αναγνωρίσει νομοθετικά ούτε τη Συνθήκη του Κιότο ούτε το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ICC) κατά τη διάρκεια της προεδρίας του– ήταν πολύ συχνά η ίδια. Πιο ουσιαστικά, σαν πολιτικές επιχειρήσεις, μία ευθύγραμμη πορεία οδήγησε απ’ τον πόλεμο στα Βαλκάνια στον πόλεμο στη Μεσοποταμία. Εξάλλου, το μέτωπο της κοινής γνώμης που πίεσε για την επίθεση στο Ιράκ ήταν πολύ ευρύτερο από μια μεμονωμένη ρεπουμπλικανική φατρία. Περιελάμβανε πολλούς φιλελεύθερους και δημοκρατικούς. Όπως αναφέρει ο Π. Άντερσον, η μακράν πιο πειστική θεωρητικοποίηση του προγράμματος για την αμερικανική στρατιωτική επέμβαση, προκειμένου να εξολοθρευτούν τα κράτη-παρίες και να υποστηριχθούν τα ανθρώπινα δικαιώματα σε ολόκληρο τον κόσμο, παραμένει το έργο του Φίλιπ Μπόμπιτ, Η ασπίδα του Αχιλλέα, ανιψιού του Λύντον Τζόνσον,  που υπηρέτησε στα ανώτερα κλιμάκια της εθνικής πολιτικής ασφαλείας στην κυβέρνηση Κλίντον.

Και στις δύο περιπτώσεις, επινοήθηκε μια αιτία πολέμου. Στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας, μια δήθεν πραγματοποιούμενη γενοκτονία, στην περίπτωση του Ιράκ μια επικείμενη κατασκευή πυρηνικών όπλων. Το Διεθνές Δίκαιο παραμερίστηκε και εξαπολύθηκαν επιθέσεις εναντίον δύο κυρίαρχων κρατών. Όμως εδώ εμφανίζεται ένα περίεργο γεγονός. Οι κυβερνήσεις της ΕΕ αλλά και το μεγαλύτερο τμήμα των λαών της και γενικά η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη εμφανίζονται να έχουν κοινή στάση καταφανώς υπέρ του πολέμου της Γιουγκοσλαβίας. Ενός πολέμου που διεξήχθη στη καρδιά της Ευρώπης και μάλιστα από μια μη-ευρωπαϊκή χώρα ενάντια μιας ευρωπαϊκής.

Αντίθετα, η Ευρώπη διχάστηκε για το ζήτημα του πολέμου εναντίον του Ιράκ, μιας μη ευρωπαϊκής χώρας, όπου όμως τα στρατηγικά ρίσκα ήταν υψηλότερα. Τεράστιοι αριθμοί διαδηλωτών σε Ιταλία, Ισπανία, Γερμανία, Ελλάδα και Βρετανία εναντιώθηκαν στην εισβολή. Σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης έδειξαν πλειοψηφίες ενάντιόν της παντού. Όμως απ’ τη στιγμή που ξεκίνησε ο πόλεμος, υπήρξε μικρή διαμαρτυρία ενάντια στην κατάληψη της χώρας και, το πιο σημαντικό, υπήρξε μηδαμινή έως ελάχιστη υποστήριξη υπέρ της ιρακινής αντίστασης. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις –Βρετανία, Ισπανία, Ιταλία, Ολλανδία, Δανία, Πορτογαλία στη Δύση και όλες οι κυβερνήσεις της Ανατολής– υποστήριξαν την εισβολή και απέστειλαν στρατεύματα για να ενισχύσουν τον όγκο των αμερικανικών δυνάμεων που καθήλωναν τη χώρα. Από τα 12 κράτη μέλη της ΕΕ το 2003, μονάχα τρία, η Γαλλία, η Γερμανία και το Βέλγιο, δήλωσαν ότι εναντιώνονται στην προοπτική του πολέμου πριν αυτός ξεσπάσει. Όμως καμία από αυτές τις τρεις κυβερνήσεις δεν καταδίκασε τον πόλεμο από τη στιγμή που ξέσπασε. Παρά ταύτα, η δεδηλωμένη εναντίωση του Παρισιού και του Βερολίνου στα σχέδια της Ουάσινγκτον και του Λονδίνου αποτέλεσε σημείο αναφοράς για τη λαϊκή κοινή γνώμη στην Ευρώπη, επιβεβαιώνοντας και ενισχύοντας το αίσθημα απόστασης που χωρίζει την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη από την εξουσία και τις πεποιλήσεις της Αμερικής. Συμβολικά, αυτό προβλήθηκε από τις ευρωπαϊκές ελίτ και τους οργανικούς τους διανοούμενους ως στοιχείο που σηματοδοτεί το έναυσμα μιας Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας του Παλαιού Κόσμου.

Η πραγματικότητα δυστυχώς ήταν αρκετά διαφορετική. Ο πρόεδρος Σιράκ και ο καγκελάριος Σρέντερ είχαν εγχώρια συμφέροντα στο να ταχθούν εκείνη τη δεδομένη χρονική στιγμή ενάντια στην εισβολή. Ο καθένας τους έπρεπε να λάβει σοβαρά υπόψη του τις διαθέσεις των εκλογικών του σώματος, ο Σρέντερ μάλιστα εξασφάλισε την επανεκλογή του λόγω αυτής της στάσης, αλλά και η γαλλικά πλευρά είχε να υπερασπιστεί συμφέρουσες διακρατικές συμφωνίες. Όμως και οι δύο γνώριζαν ότι δεν είναι εύκολο να παίζει κανείς με την αμερικάνικη βούληση. Έτσι, στην πράξη και οι δύο εξευμένισαν την Αμερική για τα όσα διακήρυξαν αντιτιθέμενοι δημόσια στην εισβολή στο Ιράκ. Βεβαίως. οι συγκεκριμένες πράξεις έλαβαν χώρα μακριά από τα μάτια της κοινής γνώμης. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Π. Άντερσον.

«Κεκλεισμένων των θυρών στην Ουάσινγκτον, ο πρέσβης της Γαλλίας Ζαν-Νταβίντ Λεβίτ –τότε διπλωματικός σύμβουλος του Σαρκοζύ– έδωσε το πράσινο φως στον Λευκό Οίκο για την έναρξη του πολέμου, υπό την προϋπόθεση ότι θα γινόταν σύμφωνα με το πρώτο περιληπτικό Ψήφισμα 1441 των Ηνωμένων Εθνών, όπως επιθυμούσε ο Τσέινυ, χωρίς την επιστροφή του ψηφίσματος στο Συμβούλιο Ασφαλείας για δεύτερη, κατηγορηματική εξουσιοδότηση της επίθεσης όπως αντιθέτως επιθυμούσε ο Μπλαιρ, γεγονός που αν θα γινόταν θα ωθούσε τη Γαλλία σε άσκηση βέτο, σύμφωνα με όσα είχε διακηρύξει μέχρι τότε ο Γάλλος πρόεδρος. Σε κρυπτογραφήματα από τη Βαγδάτη, Γερμανοί πράκτορες πληροφοριών εφοδίαζαν το Πεντάγωνο με στόχους και συντεταγμένες για τους πρώτους αμερικανικούς πυραύλους που θα χτύπαγαν την πόλη, κατά την καταιγίδα της επιχείρησης Σοκ και Δέος. Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος επί εδάφους, η Γαλλία παρείχε αεροδιάστημα για τις αποστολές στο Ιράκ της Αμερικάνικης Πολεμικής Αεροπορίας (ο Σιράκ είχε αρνηθεί το αεροδιάστημα για τους βομβαρδισμούς του Ρήγκαν στη Λιβύη), και η Γερμανία έναν μεταφορικό κόμβο για την όλη επιχείρηση. Και οι δύο χώρες ψήφισαν υπέρ του ψηφίσματος των Ηνωμένων Εθνών που επικύρωνε την αμερικανική κατάληψη του Ιράκ, και δεν έχασαν χρόνο να αναγνωρίσουν το πελατειακό καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε στο Ιράκ και σχεδιάστηκε πρόχειρα από την Ουάσινγκτον».

6.

Το εύλογο ερώτημα που γεννάται επιχειρώντας την ερμηνεία της συγκεκριμένης στάσης των ευρωπαϊκών πολιτικών ελίτ επιδέχεται διπλή απάντηση. Ή είχαν τη ψευδαίσθηση ότι η συμμετοχή τους δίχως ενδοιασμούς στο «παιχνίδι της παγκοσμιοποίησης» θα τους έδινε τη δυνατότητα συμμετοχής στο νέο διαμορφούμενο σκηνικό «ισορροπίας Μεγάλων Δυνάμεων», έστω και με διακριτούς ρόλους, όπου οι ΗΠΑ θα είχαν τον πρώτο ρόλο σε ζητήματα ασφάλειας λόγω στρατιωτικής ισχύος, ενώ οι Ευρωπαίοι θα συνεισέφεραν στην παγκόσμια σταθερότητα μέσω του πολιτικού τους πολιτισμού, των θεσμικών τους κατακτήσεων σε κοινωνικά ζητήματα αλλά και την πολιτισμική τους παράδοση.

Ή έχουν αντιληφθεί ότι η νέα διαμορφούμενη διεθνής κατάσταση χαρακτηρίζεται από τη μονοκρατορία των ΗΠΑ και επομένως συνειδητά υποκύπτουν στον Ηγεμόνα, αποδεχόμενοι την Κυρίαρχη Βούλησή του, περιορίζοντας τη δράση τους μόνο στα οικονομικά ζητήματα, πάντα στο πλαίσιπ όμως του νεοφιλελεύθερου οικονομισμού και καταβάλλοντας για τον λόγο αυτόν Φόρο Υποτέλειας. Κατά τα λοιπά, οι ευρωπαϊκές ελίτ, είτε ευχαρίστως είτε δυστροπώντας, αποδέχονται τα κελεύσματα του Ηγεμόνα αναλόγως των πιέσεων που δέχονται από μια, θετικά διακείμενη πλέον, κοινή γνώμη των χωρών τους. Θεωρούμε ότι και οι δύο απαντήσεις ισχύουν. Όμως η δεύτερη απάντηση φαίνεται να σηκώνει το μεγαλύτερο βάρος τις μέρες μας. Έχουμε υποστηρίξει ότι αν χρειαζόταν μία φιλοσοφική και ψυχαναλυτική θεμελίωση της συμπεριφοράς των ευρωπαϊκών ελίτ, θα ήταν περισσότερο κατάλληλο το παράδειγμα του Λα Μποεσί, του οποίου η πραγματεία περί εθελοδουλείας θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως ερμηνευτικός κώδικας για τη συμπεριφορά της ΕΕ. Αλλά αυτά είναι θέματα που χρήζουν εξονυχιστικής διερεύνησης. Το μοναδικό σύγχρονο σατυρικό κείμενο που έχει συλλάβει όλο το μεγαλείο των σχέσεων ΕΕ και ΗΠΑ είναι, ίσως αναπόφευκτα, η έκκληση του Ρεζί Ντεμπραί για τη δημιουργία των Ηνωμένων Πολιτειών της Δύσης που θα απορροφούσαν την ΕΕ εντελώς στην αμερικανική επικράτεια.

Μελετώντας κανείς προσεκτικά τα ιστορικά γεγονότα, διαπιστώνει ότι όταν η Ευρώπη ήταν λιγότερο ενωμένη ήταν, κατά πολλές έννοιες, περισσότερο ανεξάρτητη. Στα πρώιμα στάδια της διεύρυνσης της ΕΕ, οι παγκόσμιες συνθήκες ήταν διαφορετικές αλλά και τα πρόσωπα που κυβερνούσαν ήταν επίσης διαφορετικά. Είχαν όλα μεγαλώσει και ωριμάσει σε έναν κόσμο πριν την παγκόσμια ηγεμονία των Ηνωμένων Πολιτειών, όταν τα μεγάλα ευρωπαϊκά κράτη ήταν και τα ίδια ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, και ως εκ τούτου και η εξωτερική πολιτική τους αποφασίζονταν από τα ίδια τα κράτη. Αυτό ήταν αληθές, όχι μόνο για μία προσωπικότητα όπως ο Πρόεδρος Ντε Γκώλ, αλλά και για τον καγκελάριο Αντενάουερ και τον πρωθυπουργό Μολλέ και για όλους όσους ήταν προετοιμασμένοι να αγνοήσουν ή να αψηφήσουν την Αμερική αν το απαιτούσαν οι φιλοδοξίες τους.

Μέχρι τη δεκαετία του 1970, κάτι επέζησε απ’ αυτό το πνεύμα, ακόμα και στον Ζισκάρ και τον Σμιτ. Αλλά με τη νεοφιλελεύθερη στροφή της δεκαετίας του 1980, και την άφιξη στη δεκαετία του 1990 μιας μεταπολεμικής γενιάς πολιτικών, το πνεύμα αυτό ξεθώριασε και άρχισε να σβήνει εντελώς. Τα νέα οικονομικά δόγματα ρίχνουν βαριά σκιά αμφιβολίας στο Εθνικό Κράτος ως πολιτικο παράγοντα παρέμβασης και το νέο πολιτικό προσωπικό που συμμετέχει στην πολιτική διαχείριση δεν γνωρίζει τίποτε άλλο από την Pax Americana. Η παραδοσιακή διάθεση αυτονομίας έχει χαθεί.

Ήδη άλλωστε η Ευρωπαϊκή Ένωση ώς τότε είχε διπλασιαστεί σε μέγεθος, είχε αποκτήσει ένα κοινό νόμισμα, και μπορεί να περηφανεύεται για το ΑΕΠ που υπερβαίνει ακόμα και αυτό των Ηνωμένων Πολιτειών. Αλλά από την πολιτική άποψη, τα πράγματα έχουν αντιστραφεί. Με τον τρόπο που ασκείται η πολιτική σήμερα στην ΕΕ, δηλαδή με το «ξεφούσκωμα» της διακυβερνητικής θεώρησης, αποδυναμώνεται συνεχώς η εθνική κυριαρχία χωρίς να έχει δυναμωθεί η αντίστοιχη υπερεθνική, αφήνοντας τους ηγέτες των κρατών μελών να σύρονται σε διμερείς σχέσεις με τις ΗΠΑ ή να ακολουθούν τις επιμέρους επιλογές της Μ. Βρετανίας, της Γαλλίας ή της Γερμανίας. Με την αποσύνθεση του λαϊκού πόλου της υποκειμενικότητας και την υφέρπουσα αποϊδεολογικοποίηση υπό το πρόσχημα της έκλειψης των σημαντικών αντιθέσεων μεταξύ αριστεράς και δεξιάς, κύριος φορέας αυτών των απόψεων είναι τα λεγόμενα κεντροαριστερά κόμματα, ενώ και τα κίνητρα για ανεξαρτησία έχουν επίσης εξασθενίσει. Σε αυτό το περιβάλλον της μονότροπης σκέψης, οι δύο ακτές του Ατλαντικού λίγο πλέον διεφέρουν ως προς τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται τις διεθνείς εξελίξεις και το μέλλον της ανθρωπότητας. Όπως έγραψε ο Π. Άντερσον:

«Σε τέτοιες συνθήκες, ένας λάτρης της δεν μπορεί να πλέξει μεγαλύτερο εγκώμιο για την ΕΕ απ’ το να τη συγκρίνει με “μία απ’ τις πιο επιτυχημένες εταιρείες στην παγκόσμια ιστορία”. Ποια εταιρεία χαίρει τόσης εκτιμήσεως στις Βρυξέλες; Μα αυτή που ο καθένας έχει στο πορτοφόλι του! Η ΕΕ είναι “ήδη πιο κοντά στην VISA απ’ ό,τι στο να γίνει κράτος”, δηλώνει ο Μαρκ Λέοναρντ, πολιτικός των Νέων Εργατικών, εξυψώνοντας την Ευρώπη στην περιωπή της πιστωτικής κάρτας».

Μάρτιος 2008

*

*

*