Λέξεις, χρώματα, ήχοι: Ο Γιώργης Μανουσάκης σε διάλογο με τον Χάουσμαν, τον Γκωγκέν και τον Μότσαρτ


*

της ΡΑΝΙΑΣ ΜΟΥΣΟΥΛΗ [1]

Η ποίηση, η μουσική και η ζωγραφική, αν και αξιοποιούν διαφορετικά μέσα, μας κάνουν να γνωρίσουμε βαθύτερα την ποικιλομορφία της τέχνης και άρα της ίδιας της ζωής. Ο Έλληνας συγγραφέας Γιώργης Μανουσάκης (1933-2008) παραδέχεται τη συνένωση ελληνικής και ξένης συγκεκριμένα ευρωπαϊκής κουλτούρας, ανάμεσα στα στοιχεία εκείνα τα οποία θα οδηγήσουν τον άνθρωπο στην καλλιέργεια ανθρωπιστικών ιδανικών, αλλά και ως απαραίτητο συστατικό για την συγκρότηση μιας ισχυρής εθνικής ταυτότητας:

Nα ξαναβρούμε τον εαυτό μας, τη βαθύτερη ουσία της ύπαρξης μας, τη θέση μας μέσα στην κοινωνία των συνανθρώπων μας, εκείνα που μας συνδέουν με αυτούς. Να συνδυάσουμε ό,τι θετικό δημιούργησε ο ευρωπαϊκός πολιτισμός, είτε απ’ ευθείας, είτε καλλιεργώντας και προωθώντας τα δάνεια από την ελληνική αρχαιότητα […] Με ό,τι γόνιμο βρίσκεται στην παράδοση […] Να διατηρήσουμε τις ρίζες και τη μνήμη μας, που θα λειτουργεί όχι ανασταλτικά αλλά σα γέφυρα που θα μας οδηγεί από το χθες στο αύριο[2].

Το ηλιόλουστο νησί της Κρήτης που θα γίνει η αφορμή για δημιουργία από την αρχή μέχρι το τέλος της ζωής του, του παρέχει ακόμη περισσότερο ένα μεγάλο μέρος του υλικού που θα το δουλέψει μέσα στην τέχνη του[3]. Όπως ομολογεί: «η Κρήτη είναι για τα παιδιά της μια βρυσομάνα απ’ όπου αντλούν εμπνεύσεις για όλη τους τη ζωή».[4] Απόφοιτος του Ιστορικού-Αρχαιολογικού τμήματος της Φιλοσοφικής σχολής και καθηγητής φιλόλογος στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, η ζωή του μοιραζόταν ανάμεσα στη συγγραφή και τη διδασκαλία.[5] Όλα όσα έβλεπε, γνώριζε και άκουγε ήταν κλεισμένα σε ένα πανόραμα από πεζογραφία, ποίηση, ταξιδιωτικά ή δημοσιογραφικά κείμενα, δοκίμια.[6] Κατέθεσε ένα έργο πλούσιο σε δύσκολους καιρούς, εξιστορώντας την ελληνική και παγκόσμια ιστορία, αρχαία και σύγχρονη.[7] O Μανουσάκης χειρίζεται το υλικό του με τον τρόπο ενός «κλασικού», λόγω και των σπουδών του, ενώ εντάσσεται στη μοντέρνα, τη νεοελληνική λογοτεχνία και πιο ειδικά στη Β΄ Μεταπολεμική Γενιά.[8] Μέσα στη γενιά που θρέφεται από τις πολιτικές ανακατατάξεις της μετεμφυλιακής Ελλάδας, καταδεικνύοντας μια γραφή με οξύτατες διαθέσεις κριτικής-απομονωτικής διάθεσης, πολιτική θέση αλλά και έντονων υπαρξιακών και κοινωνικών ανησυχιών και προβληματισμών[9]. Aναζητά ωστόσο ιδέες πέραν των ορίων του τόπου του και της εποχής του. Τον ενδιαφέρει μεν η «συνομιλία» μέσα στο έργο του, με τους νεοέλληνες λογοτέχνες, συγκαιρινούς του ή και παλιότερους, όπως οι Ανδρέας Κάλβος, Γιώργος Σεφέρης, Νίκος Καζαντζάκης κ.α, αλλά και ξένους λογοτέχνες, φιλοσόφους ή καλλιτέχνες, ενδεικτικά τους Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Αντρέ Μαλρώ, Αλμπέρ Καμύ, Χουάν Ραμόν Χιμένεθ[10]. Απώτερος στόχος, να γίνει όπως λέει ο Γιατρωμανωλάκης «παιδευτικός συνάμα και λυτρωτικός».[11]

Αν και ο ίδιος παραδέχεται την επίδραση στην τέχνη του με άλλους ομοτέχνους, δίνοντας έμφαση στην επιρροή που μπορεί να δεχτεί κάθε συγγραφέας ασυνείδητα ή συνειδητά[12], η σύγκριση του έργου του με ξένα έργα όχι μόνο λογοτεχνίας, αλλά και μουσικής, ζωγραφικής, θεάτρου, κινηματογράφου ή φιλοσοφίας, παραμένει ένα ενδιαφέρον ζήτημα προς διερεύνηση, καθώς δεν έχει μελετηθεί εκτενώς και συστηματικά. Η συσχέτιση του Μανουσάκη με τον Άγγλο ποιητή Άλφρεντ Έντουαρντ Χάουσμαν (1859-1936), τον Γάλλο ζωγράφο Πωλ Γκωγκέν (1848-1903) και τον Αυστριακό μουσικό Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ (1756 –1791) αποτελούν τρεις αντιπροσωπευτικές επιρροές, οι οποίες έρχονται να απαντήσουν σε ερωτήματα του σχετικά με προβληματισμούς κοινωνικούς (A. E. Χάουσμαν), υπαρξιακούς (Π. Γκωγκέν) και αισθητικούς (Β. Α. Μότσαρτ). Επιχειρείται στο παρόν άρθρο μια εκ του σύνεγγυς ανάγνωση[13] με επίκεντρο ομοιότητες ιδεών στα δημοσιευμένα ποιήματα[14] η οποία συνάδει με τους στόχους της Συγκριτικής Λογοτεχνίας, της οποίας ενασχόληση είναι η προσέγγιση έργων διαφορετικών πολιτιστικών υποβάθρων ή/και γλωσσών αλλά και η σχέση λογοτεχνίας με τις καλές τέχνες[15].

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις στο έργο των Γ. Μανουσάκη και A. E. Χάουσμαν

Το μότο του Μανουσάκη Εἶμαι ἕνας τρομαγμένος ξένος σ’ ἕνα κόσμο /ποὺ δὲν τὸν ἔφτιαξα ἐγώ[16], εκφράζει με συνοπτικό τρόπο τις ανησυχίες του ανθρώπου ενώπιον μιας οριακής κοινωνικοπολιτικής συγκυρίας. Το μότο που «ανοίγει» την ενότητα Τα Αινίγματα του κόσμου,[17] προέρχεται από τα Last Poems (1922)[18] του Α.Ε Χάουσμαν και ανήκει στη συλλογή Στ’ακρωτήρια της ύπαρξης του έτος 2003[19], μια συλλογή εστιαζόμενη και αυτή στη δραματικότητα που κρύβει η ανθρώπινη φύση[20]. Σχετικά με τα ποιήματα της συλλογής, η βιβλιογραφική κριτική, έχει αναδείξει ερωτήματα που κυριαρχούν σχετικά με το θάνατο και την απέλπιδα προσπάθειά του υποκειμένου να βρει μια μεταφυσική ανακούφιση, ενώ οι πέντε ανθρώπινες αισθήσεις γίνονται η μόνη ασφαλής δίοδος αναγνώρισης της πραγματικότητας[21]. Ο κόσμος παρουσιάζεται ως ένα απρόσβατο πεδίο που μπορεί να κατασκευάσει με το νου του χωρίς αυτό να του εξασφαλίζει ασφάλεια[22]. Ωστόσο, στο περιεχόμενο της προϋποτίθεται όπως φαίνεται στην αναφορά του Χάουσμαν και η συγκρουσιακή σχέση με το κοινωνικό-πολιτικό κατεστημένο[23].

Ο A. E. Χάουσμαν, εκφραστής έντονων κοινωνικών αντιφάσεων, έρχεται να ενταχτεί στο σύμπαν των Αινιγμάτων του κόσμου[24] σε ένα σύμπαν όπου ο ποιητής αν και συνθλίβεται μπροστά στο πεπρωμένο του, εν τούτοις υψώνει γενναίο ανάστημα και είναι πρόθυμος να μην εγκαταλείψει την προσπάθεια[25]. Έτσι προϋποτίθεται ανάμεσα σε άλλα η συγκρουσιακή σχέση με το κοινωνικό-πολιτικό κατεστημένο. Το πνεύμα του Άγγλου κλασικιστή και καθηγητή στο Πανεπιστήμιο A. E Χάουσμαν (1859-1936), με βαθιά γνώση της αρχαίας ελληνικής και λατινικής γραμματείας, γεννημένου στην Αγγλία της βικτωριανής εποχής[26] είναι οικείο στον Έλληνα συγγραφέα. Η πλούσια τοπογραφία της αγγλικού υπαίθρου που υπάρχει σε πολλά ποιήματα του, ιδιαίτερα στη συλλογή A Shropshire Lad (1896)[27], είναι ένα οικείο τοπίο για τον Μανουσάκη που οι προσλαμβάνουσες του προέρχονται από την επαρχιακή πόλη των Χανίων.

Αλλά στον Χάουσμαν, έναν ποιητή που υμνεί τον ηρωισμό στρατιωτών που πολέμησαν στον πόλεμο , τους ήρωες που χάθηκαν άδοξα, όπως πχ τον τραγικό θάνατο του αδερφού του στον πόλεμο των Boers[28] o Μανουσάκης, βλέπει επίσης τις δικιές του ποιητικές εικόνες, όπου οι τρομακτικές στιγμές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο ελληνικός εμφύλιος, η δικτατορία του 1967 στην Ελλάδα, τα γεγονότα της Κύπρου[29] οδηγούν στο θάνατο αδικοχαμένων ανθρώπων.

Ο Χάουσμαν στο ποίημα «Επιτύμβιο για έναν Στρατό Μισθοφόρων»[30], τονίζει ότι καμία ανταμοιβή δεν αξίζει τόσο όσο η θυσία: τις μέρες που γκρέμιζαν οι ουρανοί,/εστάθηκαν στρατιώτες μισθοφόροι, τις αμοιβές τους πήραν κι έπεσαν νεκροί. […] ο,τι παράτησε ο Θεός αυτοί φυλάξαν,/τα πάντα σώζοντας μ’αντάξια πληρωμή[31]. Αντίστοιχα κι ο Μανουσάκης: Σε κάθε επέτειο τους θυμούνται[32] θα πει στο ποίημα «Προτομές Ηρώων»[33] για να καταθέσουν/δάφνινο στέφανο στου βάθρου τους τη βάση […] Χαλκοί αλαλάζοντες σε κάθε άγγιγμα/οξειδωμένο τσόφλι του κενού[34]. Οι άνθρωποι αυτοί, αν και δοξασμένοι μετά θάνατον, υπακούν στο σκληρό και άκαμπτο σύστημα νόμων ή κανόνων που τους επιβλήθηκε, δίχως να έχουν την πολυτέλεια επιλογής. Οι ήρωες πεθαίνουν στο καθήκον έχοντας μείνει μόνο οι τιμές και μια προτομή[35] (Μήλιου, 2018) που οι θνητοί αδιάφορα ή μηχανικά τους αποδίδουν για να τους τιμούν έχοντας χάσει όμως το πιο πολύτιμο αγαθό, τη ζωή τους.

1α. Ο τυραννικός χαρακτήρας του νόμου και η απώλεια του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης στο «Οι Νόμοι του Θεού, οι Νόμοι του Ανθρώπου» (1922) του A.E. Χάουσμαν και «Το Νόμιμο Δικαίωμα» (2003) του Γ. Μανουσάκη

Τα Last Poems (1922), είναι μια συλλογή ποιημάτων του που ο Άγγλος συγγραφέας έγραψε προς το τέλος της εκδοτικής του ζωής[36]. Το ποίημα ΧΙΙ (Οι νόμοι του Θεού, οι νόμοι του ανθρώπου) μέσα σε αυτά, επικεντρώνεται στο χαρακτήρα του νόμου και τη στάση που τηρεί ο ποιητής απέναντι σε αυτόν: [37]

The laws of God, the laws of man,
 He may keep that will and can;
 Not I: let God and man decree
 Laws for themselves and not for me;
 And if my ways are not as theirs
 Let them mind their own affairs.
 Their deeds I judge and much condemn,
 Yet when did I make laws for them?
 Please yourselves, say I, and they
 Need only look the other way.
 But no, they will not; they must still
 Wrest their neighbour to their will,
 And make me dance as they desire
 With jail and gallows and hell-fire.
 And how am I to face the odds
 Of man’s bedevilment and God’s?
 I, a stranger and afraid
 In a world I never made.
 They will be master, right or wrong;
 Though both are foolish, both are strong,
 And since, my soul, we cannot fly
 To Saturn or Mercury,
 Keep we must, if keep we can,
 These foreign laws of God and man.

Το ποίημα έχει εξαρχής αφηγείται μια δυσάρεστη κατάσταση που εντοπίζεται στη σχέση του ατόμου ως μέλος του κοινωνικού συνόλου. Ο Χάουσμαν με αυτό το ποίημα, χαρακτηριστικό των αθεϊστικών του αρχών, εναντιώνεται στον αυστηρό και συντηρητικό πρόσωπο του αγγλικού κράτους της εποχής του αλλά και τις χριστιανικές αντιλήψεις, στηλιτεύοντας την αυθαιρεσία του αλλά και παραδέχεται την εμβέλεια τους[38]. Παράλληλα οδηγείται «σε μια απομόνωση που έχει υπαρξιακό χαρακτήρα»[39].Στο γεμάτο ερωτηματικά ποίημα διαχωρίζει τον εαυτό του από το κοινωνικό σύνολο (Όχι εγώ//Not I)[40] .

Στο ποίημα οι νόμοι είναι κάτι από το οποίο θέλει να κρατηθεί μακριά, αποξενωμένος από το κοινωνικό σύστημα[41]. Στο σκληρό αυτό πρόσωπο του νόμου κρύβεται μια κοινωνία υπαίτια για την κατασκευή τους χωρίς να λαμβάνει υπόψιν το κάθε άτομο και τις ανάγκες του (Νόμοι για εκείνους και όχι για εμένα, // Laws for themselves and not for me), [42] με αποτέλεσμα να το αποδυναμώνει: (Και πώς θα αντιμετωπίσω τις πιθανότητες/αυτής της τυραννίας του ανθρώπου και του Θεού // And how am I to face the odds/ Of mans bedevilment and Gods? [43]). Σε αυτό το ποιητικό κείμενο που έχει τη μορφή διαμαρτυρίας, η ποίηση το μοναδικό μέσον στο οποίο μπορεί να βρει λύτρωση[44]. Αισθάνεται τελικά μόνος ή απομονωμένος κάποτε, μέσα στην κοινωνία. Οι νόμοι στέκονται μάλλον ως ένα εμπόδιο, καθώς δεν τους δημιούργησε και εν τέλει αδυνατεί να τους υπερνικήσει. Θα πει χαρακτηριστικά: Τις πράξεις τους κρίνω και πρέπει να καταδικάσω/Κι όμως, πότε έκανα εγώ νόμους γιαυτούς; // Their deeds I judge and much condemn, / Yet when did I make laws for them?[45]

Πίσω από τους στίχους κρύβεται η κατάκριση του Άγγλου ποιητή για τον ελεγκτικό χαρακτήρα τους που στερεί κάθε έννοια ελευθερίας. Στο ποίημα ΧΙΙ του Χάουσμαν, (1922) οι νόμοι είτε ανθρώπινοι, είτε θείοι τον βρίσκουν μπροστά στο δίλημμα μιας διττής συνθήκης που δεν αποδέχεται[46] και του υποβάλουν την άκριτη υπακοή του (Πρέπει ακόμη/να συνεχίσουν να παλέψουν τους συνανθρώπους τους όπως η θέληση τους προστάζει/ και να με κάνουν να χορεύω όπως οι ίδιοι επιθυμούν// […]they must still/ Wrest their neighbour to their will, /And make me dance as they desire)[47] καταστώντας σαφές πως η εξουσία και ό,τι αυτή συμπαρασύρει δεν αντανακλά τις εσωτερικές επιθυμίες και την ελευθερία για τον άνθρωπο, ο οποίος εν τέλει δεν έχει παρά να αποδεχτεί αυτή τη σύμβαση, αν και δεν ωφελείται με κανέναν τρόπο[48] (Αν και οι δύο είναι ανόητοι, δύναμη έχουν/ Και αφού, ψυχή μου, δεν μπορούμε να ανοίξουμε τις φτερούγες μας προς /τον Κρόνο ή τον Ερμή/Πρέπει να κρατήσουμε, αν μπορούμε να κρατήσουμε/ Αυτούς τους νόμους του Θεού και του ανθρώπου κι ας είναι ξένοι// Though both are foolish, both are strong, / And since, my soul, we cannot fly / To Saturn or Mercury, / Keep we must, if keep we can,/ These foreign laws of God and man )[49].

Η όλη αυτή απέλπιδα προσπάθεια του Έλληνα ποιητή να ξεφύγει από αυτό το εφιαλτικό σκηνικό, που χτίζει στην ενότητα των Αινιγμάτων εστιάζεται σε μια μάχη που στους κόλπους μιας πολιτείας και του παρόντος που ζει αλλά και που κρατά τραυματικές μνήμες από τα τυραννικά καθεστώτα (βλ. ελληνική δικτατορία) που δεν καταλαβαίνει απόλυτα και ασφυκτιά. Όπως λέει και ο ίδιος για τα ποιήματα μετά τις δύο πρώτες συλλογές του, υπήρξε ο συγγραφέας που: χωρίς να μειώνεται η υπαρξιακή του αγωνία […] δέχεται το πλήθος των εξωτερικών ερεθισμάτων που δεν μπορεί—και δε θέλει—να τ’αγνοήσει [50]. Ορμούμενος από την ιδέα αυτή του Χάουσμαν, η «σκιά» του νόμου καταγράφεται και στο ποίημα «Το Νόμιμο Δικαίωμα». [51]

Διαβήκαμε τόσα γεφύρια
πάνω ἀπὸ ποταμοὺς
πάνω ἀπὸ βάραθρα.
Ποιός τὸ περίμενε
νὰ βροῦμε τοῦτο τὸ στερνὸ
γκρεμισμένο. Καὶ στεκόμαστε τώρα
στὸ χεῖλος τοῦ φαραγγιοῦ
καὶ κατεβαίνει ἡ νύχτα
καὶ μᾶς προσμένει στὸ πανδοχεῖο
ὁ δικηγόρος μὲ τὸ χαρτοφύλακα
γιὰ νὰ ὑπογράψει τὴ βεβαίωση
πὼς τόντι κάναμε κι ἐμεῖς
τὴν ἀναγκαία διαδρομὴ
κι ἔχομε κάθε νόμιμο δικαίωμα.

Οι νόμοι στον Μανουσάκη έχουν αξία· είτε γραπτοί είτε άγραφοι όπως ορίζει η παράδοση του νησιού του, επιβεβαιώνουν την ύπαρξη συλλογικότητας και εθνικής συνείδησης σε κάθε εποχή. Στο συγκριμένο ποίημα κατ’αναλογία της ιδέας του Άγγλου συγγραφέα, περιγράφεται ο νόμος ως εμπόδιο ή περιοριστικό μέτρο έναντι της ανάγκης ατομικής ελευθερίας. Ειδικότερα, σε μια περιγραφή που θυμίζει τοπίο της Κρήτης, ο περιπατητής προσπαθεί να αγωνιστεί ενάντια στα εμπόδια της ζωής του (διαβήκαμε τόσα γεφύρια […] πάνω από βάραθρα)[52], περιμένοντας εν τέλει μια «νόμιμη» επισφράγιση στην πορεία του μέσα στον κόσμο (και μας προσμένει […] κάθε νόμιμο δικαίωμα)[53]. Στον ειρωνικό και σαρκαστικό τόνο (ποιος το περίμενε, και μας προσμένει) των στίχων υποβόσκει η διαφωνία του ποιητή με αυτή τη συνθήκη, την καθοδηγούμενη από εξωτερικούς παράγοντες. Είναι κάτι που δεν περίμενε, ωστόσο πρέπει να το υπομείνει (τόντι κάναμε κι εμείς/την αναγκαία διαδρομή)[54]. Εν κατακλείδι και οι δύο συγγραφείς αν και έζησαν κάτω από διαφορετικές ιστορικές συνθήκες, κατακρίνουν τον απολυταρχικός χαρακτήρα του νόμου αφήνοντας να εννοηθεί ότι υπάρχει περιθώριο επιλογής.

2. Το «Κάλεσμα της Χίμαιρας» (1967) γέφυρα πνευματικής συνομιλίας Γ. Μανουσάκη – Π. Γκωγκέν

Με την έλευση του Γκωγκέν, ο Μανουσάκης βάζει περισσότερο χρώμα στη ζωή του. Ο Μανουσάκης στην πρώτη του συλλογή Μονόλογοι[55] γραμμένη στα 1967 αναφέρει τον ζωγράφο στο ποίημα του «Το κάλεσμα της Χίμαιρας».[56] [57]

Νὰ ὑπάρχει ἡ χώρα
τοῦ αἰώνιου καλοκαιριοῦ
τ’ ὀργιαστικὸ ἀγκάλιασμα
τῶν καθάριων χρωμάτων
ὁ λαμπερὸς φρέσκος κόσμος
ποὺ μόλις βγῆκε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ;
Ν’ ἀκούγονται ἀκόμη
στὴ σιωπὴ τῆς νύχτας
οἱ παλμοὶ ἀπ’ τὴν καρδιὰ τῆς γῆς
τὸ σουραύλι τῶν τρεχούμενων νερῶν
οἱ αἰνιγματικοὶ ψίθυροι
τῶν πνευμάτων τοῦ δάσους;
Νὰ ζοῦν ἀκόμη
σὲ τοῦτο τὸν παρθένο κόσμο
οἱ πρωτόπλαστοι ποὺ κανένα φίδι
δὲ σύρθηκε ἀνάμεσά τους;
Paul Gauguin, χιμαιροκυνηγὲ
ὁ παράδεισός σου ἀξίζει
ὅλη τὴ θαλπωρὴ τῆς οἰκογένειας
τὶς δόξες καὶ τὰ χρήματα.
Μὰ κανένα πλοῖο δὲν ὁδηγεῖ
στὴν Ταϊτή σου
σὲ κανένα χάρτη δὲ βρίσκεται
ἡ Χίβα – Ὄα σου.
Τὰ βήματά μας θὰ μετροῦνε τὴν ἄσφαλτο
ὣς τὴ συντέλεια τῶν ἡμερῶν μας.

Το ποίημα δικαιολογεί την ύπαρξη του μέσα στη συλλογή, καθώς το αίσθημα μετάβασης σε έναν άγνωστο χώρο αλλά και χρόνο είναι καίρια απαίτηση του το διάστημα εκείνο. Ειδικότερα, η συλλογή αποτυπώνει τις έντονες επαγγελματικές αλλά και κοινωνικές αλλαγές που βίωνε ο ποιητής εκείνη την περίοδο[58] και την απογοήτευση που νιώθει απέναντι στην ψυχρή αντιμετώπιση από τους γύρω του, οικείων και μη, έχοντας ως αποτέλεσμα τη στροφή του σε μια απόλυτη μοναξιά[59]. Να πούμε βέβαια ότι το ποίημα αυτό έρχεται να προστεθεί σε μια ζωτική σχέση του Έλληνα ποιητή με τη ζωγραφική, καθώς έχει εμπνευστεί από τη τέχνη αυτή ποιήματα του όπως τα «Ο ζωγράφος του Παντοκράτορα», «Τρεις σπουδές φωτός», «Τρεις γιαπωνέζικες ζωγραφιές».[60] Στις δημοσιεύσεις του επίσης, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η παρακολούθηση εκθέσεων που γίνονται αφορμή για σκέψεις όπως στο Η έκθεση Δ. Μυταρά[61] παραθέτοντας μια ιδιαίτερα εμβριθή ανάλυση και περιγραφή των έργων του ζωγράφου.[62]

Στο ποίημα αυτό μέσω της τεχνικής συνεχώς ερωτήσεων, δημιουργεί μια όαση μακριά από τον κόσμο που ζει, ανάλογη με τους πίνακες του Γκωγκέν. Αφιερώνεται δε εξ ολοκλήρου στον μεταϊμπρεσσιονιστή καλλιτέχνη, κρύβει στοιχεία της βιογραφίας και της τέχνης του, ρίχνει φως στην μεγαλειώδη πορεία του στο χώρο της ζωγραφικής και τον τοποθετήσει «απέναντι» σε ιδιοσυγκρασίες πιο μετριοπαθείς και συμβιβασμένες όπως φαίνεται από τον στίχο: «Τὰ βήματά μας θὰ μετροῦνε τὴν ἄσφαλτοὣς τὴ συντέλεια τῶν ἡμερῶν μας» [63].

Έτσι, αποτυπώνει την ορμητική και ελεύθερη φύση του εξού και η λέξη «χιμαιροκυνηγός» («Paul Gauguin, χιμαιροκυνηγὲ»[64]) που αναφέρεται στο τολμηρό και ανατρεπτικό του έργο γεμάτο ιδιότυπους συμβολισμούς που παραπέμπουν σε πρωτόγονους τόπους και μανιέρες[65]. Ο Μανουσάκης θαυμάζει την τολμηρή του απόφαση να «αποδράσει» από το κοινωνικό πλαίσιο σε άλλους εξωτικούς τόπους ρισκάροντας την προδιαγεγραμμένη του καριέρα (ὁ παράδεισός σου ἀξίζει / ὅλη τὴ θαλπωρὴ τῆς οἰκογένειας / τὶς δόξες καὶ τὰ χρήματα)[66], να χτίσει δηλαδή έναν «λαμπερό φρέσκο κόσμο» με «τ’οργιαστικό αγκλάλιασμα / των καθάριων χρωμάτων» και τους «αινιγματικούς ψιθύρους / των πνευμάτων του δάσους»[67] ανανεωμένο, αναγεννούμενο. Οι στίχοι παραπέμπουν στην αυθόρμητη και φρέσκια ματιά με την οποία βλέπει τον κόσμο, μια «πρωτόγονη» ταυτότητα που θέλησε να καλλιεργήσει ο ίδιος[68] αλλά και τη μείξη άλλες κουλτούρες π.χ της Γαλλικής Πολυνησίας που έδωσε νέα ερεθίσματα στην οπτική του και τον οδήγησε στην μεταμόρφωση της βιοθεωρίας του, επιτρέποντας του τη συμβίωση κοντά σε ανθρώπους απλούς και προσιτούς σε αντίθεση με τους ψυχρούς Ευρωπαίους[69]. Ο «παρθένος κόσμος»[70]λοιπόν κόσμος που αναφέρεται στο ποίημα του Μανουσάκη παραπέμπει στην επιδίωξη του ζωγράφου να ξεπεράσει και να απορρίψει τη νοοτροπία της Δύσης και την Ευρωπαϊκή κουλτούρα[71], καταφεύγοντας σε εξωτικούς τόπους όπως η Ταϊτή ή η Μαρτινίκη που αντιπροσώπευαν ποθητούς παραδείσους κατάλληλους προκειμένου να εκπληρώσει το καλλιτεχνικό του όραμα[72].

Στο ποίημα επιπλέον όμως γίνονται νύξεις είτε για την δημιουργία ως αποτέλεσμα θείας επίδρασης (ο λαμπερός φρέσκος κόσμος / που μόλις βγήκε από τα χέρια του Θεού; [73] ) ή τη φανταστική ενατένιση ενός τοπίου όπου διακρίνουμε την τάση για επιστροφή στις ρίζες, στους Πρωτόπλαστους, (οι πρωτόπλαστοι που κανένα φίδι/δε σύρθηκε ανάμεσα τους;) [74] ή για τη συντέλεια [75](που χρησιμοποιείται συχνά στη θρησκευτική ορολογία), της ζωής. Οι αμέσως προηγούμενοι στίχοι, ανακαλούν το πλούσιο σε θρησκευτικούς συμβολισμούς έργο του ζωγράφου, που όπως και του Μανουσάκη, περισσότερο έχουν να κάνουν με την αναζήτηση μιας πνευματικότητας και προβληματικής για την ανθρώπινη ύπαρξη, μόνο που στην περίπτωση του ζωγράφου, επιτελείται με τη «γλώσσα» των πολύχρωμων αναπαραστάσεων των πινάκων του [76]. Όπως λέει η Raepple:

Ως καλλιτέχνης, ο Γκωγκέν δεν είναι απλώς δεκτικός της ορατότητας ως γλώσσας για να επανεξετάσει και να μεταμορφώσει την ίδια του την ύπαρξη. Σε πολλούς από τους ζωγραφικούς του πίνακες η επικέντρωση αυτής της καλλιτεχνικής γλώσσας βρίσκεται στην έμφαση που δίνει στους ανθρώπους .[77]

Η ανάδειξη της σχέσης Μανουσάκη-Γκωγκέν, με επίκεντρο το ζήτημα της θρησκευτικότητας είναι από μόνο του πολύ πλούσιο και ζήτημα ξεχωριστής μελέτης. Εδώ απλώς θα περιοριστούμε σε μια συνοπτική αναφορά που δείχνει κάποιες αναλογίες. Σε έργα του ζωγράφου με βιβλικούς συμβολισμούς, για παράδειγμα στην αινιγματική Αυτοπροσωπογραφία (1889) [78], βλέπουμε τον ίδιο να κρατά ένα φίδι, να φορά φωτοστέφανο διερωτώμενος για τη φύση του καλλιτέχνη[79].

*

*

Επίσης, σε πίνακες όπως η Αυτοπροσωπογραφία με τον Κίτρινο Χριστό (1890-1891,) (Portrait de l’artiste au Christ jaune, 1890-1891)[80], ο Γκωγκέν απεικονίζεται μπροστά από δύο έργα του, το ένα είναι Ο Κίτρινος Χριστός (1889)[81] και το άλλο ένα γκροτέσκ ανθρωπόμορφο πρόσωπο επάνω σε δοχείο[82]. Η αναζήτηση του πολυδιάστατου χαρακτήρα της προσωπικότητας του που συμβολίζει ο πίνακας, είναι εμφανής[83]. Ο Γκωγκέν τοποθετείται ανάμεσα στον άγγελο και το θηρίο[84].

*

*

Στο ποίημα Σταυρωμένος[85] αντίστοιχα απεικονίζεται ο άνθρωπος μπροστά στο δίλημμα της ύπαρξης του. Ο ίδιος επιθυμεί να μεταμορφωθεί σε στοιχεία της φύσης (Βροχή, Δέντρο, Πουλί [86] ) ανάμεσα σε πράσινους και χρυσοκίτρινους χρωματισμούς:

[…]
Θελα νά ’μουνα τὸ Δέντρο.
Θ’ ἀνέμιζα θριαμβικὰ πράσινα φλάμπουρα
 καὶ θά ’δενα σὲ χρυσοὺς καρποὺς τὸ σπόρο τοῦ ἥλιου.
 
Θά ’θελα νά ’μουν τὸ Πουλί.
Θά ’πλεα μεθυσμένο στὸν ἀπέραντο οὐρανὸ
καὶ θὰ τὸν ἔκανα πιὸ φωτεινὸ μὲ τὸ τραγούδι μου.[87]

Εγκλωβισμένος σε ένα αδιάκοπο βασανιστήριο, δηλωτικό της θυσίας του μέσα στον κόσμο θα πει τελικά :

Μὰ εἶμ’ ὁ Ἄνθρωπος.
Ἔχω στὴν κάθε μου παλάμη ἕνα καρφὶ
καὶ κρέμομαι σ’ ἕνα σταυρὸ καταμεσὶς τοῦ κόσμου.[88]

Αν και ο καθένας «ζωγραφίζει» πλευρές της ύπαρξης του με διαφορετικά «χρώματα», ο Γκωγκέν ανάμεσα στο θείο […]και το πρωτόγονο[89] και ο Μανουσάκης στο «μεταξύ» της ελευθερίας και της θυσίας καταδεικνύεται έντονα και στους δύο, ο πολυδιάστατος χαρακτήρας της καλλιτεχνικής αλλά και ανθρώπινης υπόστασης.

3. Ο Β. A. Μότσαρτ και η διαμόρφωση των απόψεων του Γ. Μανουσάκη για τη μουσική τέχνη

Ο Μανουσάκης ως Κρητικός είχε επαφή με την πλούσια μουσική παράδοση του νησιού του και αγαπούσε τους κλασικούς μουσικούς [90] . Η προσφορά της μουσικής, οργανικά δεμένη με τη ζωή του, εκτιμάται και σε άλλα ποιήματα του όπως «Ακούγοντας την 6η του Τσαϊκόφσκη»[91] ή τα ποιήματα «Τελευταίο ταξίδι»[92] και «Αναζήτηση»[93] και τα δύο Στ’ ακρωτήρια της ύπαρξης[94] . Στο «Τελευταίο ταξίδι»[95] ο ποιητής αναζητά το καταφύγιο της τέχνης το οποίο δεν θα τον συνοδεύσει όταν πεθάνει[96] . Ανάμεσα στις πολλές ενδοκειμενικές αναφορές σε άλλους καλλιτέχνες τοποθετεί σε μία από αυτές τον Μοτσαρτ, λέγοντας πως δεν θα τον συνοδεύει το andante[97] του, αναγνώριση της υπέρτατης αρμονίας και απελευθέρωσης που του δίνει η μουσική του (μητ’ ένα andante του Mozart/που έκανε τον κόμπο της ψυχής/να λύνεται γλυκά[98]). Η λέξη ίσως είναι δηλωτική της σταθερότητας της παρουσίας του μουσικού στη ζωή του Μανουσάκη και της αναγνώρισης της αδιάλειπτης παρουσίας του. Ο Μανουσάκης εξ αφορμής αυτής της συλλογής, ορίζει την ποίηση ως μια άσκηση ψυχής [99] που σε καμία περίπτωση δεν έχει, βέβαια, τη δύναμη να λύσει τα αιώνια προβλήματα γύρω από την ανθρώπινη ύπαρξη [100] αλλά λειτουργεί κάνοντας πιο υποφερτό το υπαρξιακό άλγος [101]. Το ποίημα «Αναζήτηση»[102] βρίσκεται στην ενότητα Διαψεύσεις, Συναντήσεις, Αναζητήσεις,[103] Στ’ ακρωτήρια της ύπαρξης [104] [105]:

Ἂν ζητᾶς τὴν ἀνάκουστη μουσικὴ
αὐτὴν ποὺ ὑψώνει στὸ καθάριο
φέγγος τὴν ψυχή, πρέπει νὰ κάμεις
μακρινὸ ταξίδι.
Νὰ περάσεις
πελάγη ἀγριεμένα, νὰ διασχίσεις
τὴν ἀνίσκιωτη ἔρημο, νὰ μπεῖς
στὸ βαθὺ δάσος μὲ τὰ κλαδιὰ
τὰ πλεγμένα, νὰ νιώσεις
τὸ μέγιστο φόβο
τὴν ἄκρα ἀπελπισία.
Τότε μόνο θ’ ἀκούσεις τὸ βιολὶ
ποὺ παίζει δίχως νὰ τὸ κρατοῦν
χέρια, τὸ φλάουτο ποὺ ἠχεῖ
χωρὶς νὰ τ’ ἀγγίζουνε χείλη.
Κι ἡ μουσικὴ θά ’ναι ἡ σιωπή.

Εκτός από το ότι όπως λέει ο Κλώρης[106] , το ποίημα μας οδηγεί στο να αγαπήσουμε τη φύση και τη σιωπή της, αναφέρεται ίσως πιο εστιασμένα στην καταλυτική δύναμη της μουσικής . Ισχυρίζεται ότι προκειμένου να συναντήσει κανείς την ανάκουστη μουσική[107]δηλαδή μουσική στην πιο αγνή και υψηλή μορφή της, θα πρέπει να περάσει από πολλές περιπέτειες που μπορεί να ενέχουν κινδύνους και ρίσκα (πελάγη αγριεμένα/ να νιώσεις το μέγιστο φόβο[108]). Η μουσική ταυτίζεται στο τέλος με μια σιωπηλή συνθήκη (κι η μουσική θα ναι η σιωπή[109])

Στο ποίημα ενυπάρχει η άδηλη παρουσία του ιδιοφυούς μουσικού Μοτσαρτ και της όπερας του Ο Μαγικός αυλός (1791) [110]. Μια από τις κορυφαίες όπερες όλων των εποχών, γραμμένη σε λιμπρέτο του Emanuel Schikaneder (1751-1812) και μουσική του Mozart,[111] αποτελεί ένα σύνολο από μπαλάντες, άριες φολκλόρ αλλά και ορχηστρικά μέρη[112].

Οι μελέτες για τον Μαγικό Αυλό επικεντρώνονται κυρίως στην υπόθεση και εν γένει πρόκειται για έργο με πλούσιους συμβολισμούς και θέματα[113] όπου εντοπίζονται στοιχεία παρμένα από τη Μασωνική στοά ή δίνεται ως μια αλληγορία διαφόρων θρησκειών[114]. Ως ένας θρίαμβος της σοφίας αλλά και της ομορφιάς, της επικράτησης του φωτός έναντι του σκοταδιού[115] στο έργο περιγράφονται οι περιπέτειες του Ταμίνο, ενός νέου που με τη βοήθεια του φίλου του Παπαγκένο ερωτεύεται τη Παμίνα την οποία έχει αναλάβει να σώσει από τον κακό Σαράστρο που την έχει απαγάγει [116] .

Σε βοήθεια του ο Ταμίνο παίρνει έναν έναν αυλό με μαγικές ιδιότητες, προκειμένου να είναι ασφαλής[117]. Ο πρωταγωνιστής βιώνει πολλές περιπέτειες, όπως δίκες, τελετές μύησης, εμπόδια που του βάζει το κακό, όρκο σιωπής προκειμένου να κερδίσει τελικά την αγαπημένη του[118] . Μέσω του φλάουτου εξαίρεται η εξημερωτική-σαγηνευτική επίδραση της μουσικής στο έργο και η μεταμορφωτική της δύναμη, ως ένα μήνυμα αγάπης προς τους δύο ερωτευμένους και προστασίας στις δοκιμασίες που περνούν[119].

Στο ποίημα αντίστοιχα «Αναζήτηση»,[120] γίνεται επιπλέον προσπάθεια να φανούν οι άυλες διαστάσεις της μουσικής, ο ποιητής μιλά για τις περιπέτειες που περνά ο άνθρωπος προκειμένου να βρει την ανάκουστη μουσική[121]. Οι στίχοι τὸ βιολὶ /ποὺ παίζει δίχως νὰ τὸ κρατοῦν /χέρια, τὸ φλάουτο ποὺ ἠχεῖ /χωρὶς νὰ τ’ ἀγγίζουνε χείλη,[122] ,τονίζουν τη μεταφυσική διάσταση της μουσικής τέχνης που ταξιδεύει τον άνθρωπο σε άλλες σφαίρες έξω από το χρόνο και το χώρο ενώ τα μουσικά όργανα, το βιολί και φλάουτο (που είναι η προέκταση του αυλού οικεία στον Κρητικό Μανουσάκη) αποκτούν υπερβατικές ιδιότητες.

Η μόνη μουσική [123]στίχος/κατακλείδα του «Τελευταίου ταξιδιού»[124] που δεν αφήνει περιθώρια να σκεφτούμε ότι η μουσική μπορεί να λυτρώσει από το αίσθημα του θανάτου [125] ή μας κάνει να διαπιστώσουμε ότι η τέχνη δεν θα μπορέσει να μας ακολουθήσει μετά θάνατον[126] δεν ταυτίζεται με το η μουσική είναι η σιωπή [127] καθώς όλες αυτές τις περιπέτειες οι οποίες περιγράφονται στο ποίημα «Αναζήτηση»[128] καταλήγουν στη μουσική ως τελικό προορισμό και αναδεικνύουν τη γαλήνια και θεραπευτική ταυτόχρονα επίδραση της.

Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι βρίσκεται σε μια ενότητα (Διαψεύσεις, Συναντήσεις, Αναζητήσεις[129]) που εκφράζει κάτι περισσότερο το οριστικό τέλος, μια συλλογή που προβληματισμός κεντρικός είναι η ποιητική έμπνευση [130]. Εκφράζει έτσι τη διερεύνηση, μια έντονη επιθυμία που στην περίπτωση του «Τελευταίου ταξιδιού» [131] έχει οριστικά χαθεί (όπως υποδηλώνει και η λέξη «τελευταίο»). Εν κατακλείδι, η μουσική και στα δύο έργα «Μαγικός Αυλός» (1791) και «Αναζήτηση» [132] γλιτώνει τον άνθρωπο από την απομόνωση και την απελπισία μπροστά στις αντιξοότητες της ζωής. Η ανάκουστη μουσική[133] η αισθητηριακή απόλαυση σε όλο της το μεγαλείο που μας δημιουργούν οι μελωδίες (και γιατί όχι η μουσική του Μοτσαρτ και του Μαγικού Αυλού του) βρίσκει εδώ μια από τις πιο αντιπροσωπευτικές της λεκτικές αποτυπώσεις.

Στο παρόν άρθρο επιχειρήθηκε μια συνοπτική εξέταση της σχέσης του Έλληνα Γιώργη Μανουσάκη με τρεις Ευρωπαίους καλλιτέχνες. Το έργο του Μανουσάκη χαρακτηρίζεται από την αφομοίωση στοιχείων της παράδοσης του τόπου του αλλά και ευρύτερα της χώρας του, συνδυάζοντας τις προσλαμβάνουσες αυτές, με έναν συνεχή διάλογο με την ξένη λογοτεχνία και τις καλές τέχνες ευρύτερα. Το οξυδερκές πνεύμα του A. E. Χάουσμαν το οποίο στηλιτεύει τις ακραίες πολιτικές πρακτικές εντός του κοινωνικού πλαισίου, η ευκαιρία να γνωρίσει καλύτερα τις πλευρές του ως καλλιτέχνη αλλά και ως άνθρωπο που του προσφέρουν οι ζωντανοί και πολύχρωμοι πίνακες του Π. Γκωγκέν, αλλά και η θαυμαστή σχέση που δημιουργεί ο άνθρωπος με τον κόσμο στο άκουσμα μελωδιών του B. A. Μοτσαρτ, συντονίζονται στο όραμα μιας ποίησης που θέλει να αφυπνίσει συνειδήσεις και να δώσει εναλλακτικές διεξόδους στην ίδια τη ζωή.

///

[1] Το παρόν άρθρο είναι βασισμένο στην ομιλία μου για το έργο του ποιητή Γιώργη Μανουσάκη τον Ιούλιο του 2021, στα πλαίσια εκδήλωσης: «Ανακάλημα του Γιώργη Μανουσάκη» (1933-2008), θέατρο Κυδωνία Χανιά, Κρήτης. Τίτλος διάλεξης μου: Συνοπτική αναφορά στη σχέση του Γιώργη Μανουσάκη με την ξένη λογοτεχνία και τις καλές τέχνες. Το έργο του σε διάλογο με την αγγλική ποίηση (Α. Ηοusman), τη μουσική (W.A. Mozart), τη ζωγραφική (P. Gauguin) και το θέατρο. Αποτελεί μια συνοπτική μελέτη που στόχο έχει να δώσει εναύσματα για περαιτέρω ανιχνεύσεις του έργου του Έλληνα συγγραφέα με τις εκτός των εθνικών συνόρων επιρροές.
[2] Μανουσάκης, Γ., (2012), «Ευρωπαίοι με την εθνική μας παράδοση», Στο: Μπουρναζάκης Κ. (Επιμ.). (2012) Ανθολογία από το έργο του Γιώργη Μανουσάκη, Ηράκλειο: Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, σσ.231-252. Εδώ σ. 252.
[3] Μουτζούρης, Κ.Δ. (Καλοκαίρι, 2005). «Ο Γιώργης Μανουσάκης και τα Χανιά», περ. Θαλλώ, τχ. 16, σσ. 149-169· Καψετάκης, Λ. (Μάρτιος 2009), «Η κεντρικότητα του περιφερειακού και η ενιαία ερημοποίηση», περ. Νέα Εστία, Μάρτιος, 83ο έτος, τ. 165, τχ.1820, σσ. 558-568· Κουτσουρέλης, Κ., (2009), «Αμετακίνητος μετανάστης, Θραύσματα για τον Γιώργη Μανουσάκη», περ. Νέα Εστία, Μάρτιος, 83ο έτος, τ. 165, τχ.1820, σσ. 549-557.
[4] Μανουσάκης, Γ. (1996), «Αντιφώνηση». Στο: Τα Χανιά τιμούν το Γιώργη Μανουσάκη, ανάτυπο από το περιοδικό Ελλωτία, (τ. 5), Χανιά, σσ, 279-281. Εδώ, σ. 281. Η Κρήτη είναι παρούσα σε πλήθος έργων του, ενδεικτικά: Μανουσάκης, Γ. (2002). Οδοιπορικό των Σφακίων, 2η εκδ. Μίτος· Μανουσάκης, Γ. (2021), «Σφακιανό Τρίπτυχο», στην ενότητα: Απηχήσεις της συλλογής: Το Σώμα της Σιωπής. (Μανουσάκης, 2021, σσ. 86-9) ·Μανουσάκης Γ. (1968). Η Κρήτη στο λογοτεχνικό έργο του Πρεβελάκη. Οι εκδόσεις των φίλων κ.α.
[5] Καραθανάση-Μανουσάκη, Α. (2009), «Εργοβιογραφία Γιώργη Μανουσάκη», περ. Νέα Εστία, Μάρτιος, 83ο έτος, τ. 165, τχ.1820, σσ. 569-609· Μπουρναζάκης Κ. (2012). «Όψεις από τη ζωή και το έργο του Γιώργη Μανουσάκη». Στο: Μπουρναζάκης Κ. (Επιμ.). (2012) Ανθολογία από το έργο του Γιώργη Μανουσάκη, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, σσ. 11-32· Παπαγεωργίου, Κ.Γ. (2002α). «Γιώργης Μανουσάκης», (παρουσίαση: Κ.Γ. Παπαγεωργίου). Στο: Παπαγεωργίου, Κ.Γ. (Επιμ.), Η ελληνική ποίηση, Ανθολογία-Γραμματολογία Η δεύτερη μεταπολεμική γενιά (2002), τόμος Στ΄, Σοκόλης, σσ. 396-401.
[6] Η συγγραφική δραστηριότητα του Γιώργη Μανουσάκη είναι πλούσια. Εκτός από ποίηση και πεζογραφία, επεκτείνεται σε εμβριθείς μελέτες για άλλους λογοτέχνες, ταξιδιωτικές εντυπώσεις αλλά και ενδιαφέροντα κείμενα που αφορούν κινηματογραφικές ταινίες. Βλ. ενδεικτικά: Μανουσάκης, Γ. (1990) «Το Δραματικό Στοιχείο στ’ Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη». Στο: «Πράματα και Οράματα Στρατηγού Μακρυγιάννη εις Δόξαν και εις Κρίσιν», Τετράδια «Ευθύνης», 30,σσ. 91-132· Μανουσάκης Γ. (2012) «Ταξίδι στην Ιταλία, Κάπρι». Στο: Μπουρναζάκης Κ. (Επιμ.). (2012) Ανθολογία από το έργο του Γιώργη Μανουσάκη, Ηράκλειο: Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, σσ.169-179· Λαμπράκης, Λ. (Επιμ.) (2020). «Ο Γιώργος Μανουσάκης για τον Τσάρλι Τσάπλιν». Στο: Τα κινηματογραφικά τετράδια του Γιώργη Μανουσάκη. Εκδόσεις «Πολιτιστική Εταιρεία Κρήτης-Πυξίδα της Πόλης», σσ. 41-51.
[7] Μήλιου, Θ. (2018), Τὸ ποιητικὸ ἔργο τοῦ Γιώργη Μανουσάκη καὶ ἡ κριτικὴ του πρόσληψη (διπλωματική εργασία), Φιλοσοφική σχολή, τμήμα Φιλολογίας, τομέας Μεσαιωνικών και Νεοελληνικών σπουδών, ΠΜΣ Νεοελληνικής φιλολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη. Ανακτήθηκε 30/11/2024 από: http://ikee.lib.auth.gr/record/305400/files/GRI-2019-24440.pdf .Ειδικότερα σσ.89-99· Περαντωνάκης, Α., «Η νωδή γραία (Σκέψεις και σχόλια για τα Σπασμένα αγάλματα του Γιώργη Μανουσάκη)», περ. Νέα Εστία, Μάρτιος, 83ο έτος, τ. 165, τχ.1820, σσ. 526-531· Ρούσσου, Β. (2009). «Το ποιητικό πεδίο του Γιώργη Μανουσάκη». περ. Νέα Εστία, Μάρτιος, 83ο έτος, τ. 165, τχ.1820, σσ.480-486· Κουβαράς, Γιάννης, (29 Σεπτεμβρίου 2006) «Αυτός ο κόσμος ο παλιός, ο νέος», εφημ. Ελευθεροτυπία, ένθετο Βιβλιοθήκη, σσ. 12-13.
[8] Παπαγεωργίου, Κ.Γ. (Επιμ.) (2002β). «Η δεύτερη μεταπολεμική γενιά». Στο: Παπαγεωργίου, Κ.Γ. (επιμ.), Η ελληνική ποίηση, Ανθολογία-Γραμματολογία. Η δεύτερη μεταπολεμική γενιά (2002), τόμος Στ΄, Σοκόλης, σσ.21-104. Ιδιαίτερα σσ.73-75· Παπαγεωργίου, (2002α), ο.π. Πρόκειται για ποιητές γεννημένους γύρω στο 1940 που ξεκινούν τις συγγραφικές τους απόπειρες από το 1950 και εξής (Βλ. και Παπαγεωργίου, (Επιμ.) (2002β), ο.π.· Παπαγεωργίου (2016). Η γενιά του ’70. Ιστορία-Ποιητικές Διαδρομές. Κέδρος).
[9] Χατζηβασιλείου Β. (2019). «Η γενιά του 1970: Από τη νεανική αμφισβήτηση στις στοχαστικές προσαρμογές της ωριμότητας». Στο: Έλληνες ποιητές, η γενιά του ’70. Προσεγγίσεις στην ποίηση της γενιά του ’70. Γκοβόστη, σσ. 89-98 · Ψάχου, Μ.Ν. (2019). «Η ποιητική γενιά του ’70 και η εκδρομή που δεν έχει τέλος». Στο: Έλληνες ποιητές, η γενιά του ’70. Προσεγγίσεις στην ποίηση της γενιά του ’70. Γκοβόστη, σσ. 39-57· Αρετάκη, Μ.(2009). «Ο ατελέσφορος εγκλεισμός. Μια απόπειρα προσέγγισης του ποιητικού κόσμου του Γ. Μανουσάκη», περ. Νέα Εστία, Μάρτιος, 83ο έτος, τ. 165, τχ.1820, σσ. 448-479) ·Παπαγεωργίου (2016), ο.π.· Παπαγεωργίου (2002α), ο.π.
[10] Μανουσάκης Γ., (2021) Τα ποιήματα 1967-2007, τόμος Α΄, Οι δημοσιευμένες συλλογές, Καραθανάση-Μανουσάκη Α., (εισ., σημ., επιμ., φιλ. επιμ.). 1η εκδ. Αθήνα: Κίχλη.
[11] Γιατρομανωλάκης, Γ. (Μάρτιος 2009), Σήματα από το δοκιμιακό και κριτικό έργο του Γιώργη Μανουσάκη, περ. Νέα Εστία, Μάρτιος, 83ο έτος, τ. 165, τχ.1820, σσ. 541-548.Εδώ σ. 549.
[12] Καραθανάση-Μανουσάκη (2021α). «Εισαγωγή». Στο: Μανουσάκης Γ., (2021) Τα ποιήματα 1967-2007, τόμος Α΄, Οι δημοσιευμένες συλλογές, Καραθανάση-Μανουσάκη Α., (εισ., σημ., επιμ., φιλ. επιμ.). 1η εκδ. Αθήνα: Κίχλη, σσ. 19-30. Εδώ σσ. 21-22· Bloom, H. (2011). The anatomy of influence: Literature as a way of life. Yale University Press.
[13] Richards, I.A. (2001). Principles of Literary Criticism. Routledge Classics London and New York.
[14] Μανουσάκης (2021) Τα ποιήματα 1967-2007, ο.π.
[15] Domínguez, C., Saussy, H., & Villanueva, D. (2015). Introducing comparative literature: New trends and applications. Routledge· Saussy, H. (Ed.). (2006). Comparative literature in an age of globalization. Johns Hopkins University Press· Wellek, R. & Warren, A. (χ.χ.), Θεωρία Λογοτεχνίας (Theory of Literature), μτφρ. Δεληγιώργης Σ.Γ. Δίφρος· Hölter, A. H. (Ed.). (2024). The Many Languages of Comparative Literature Collected Papers of the 21st Congress of the ICLA. The Languages of World Literature. Vol. 1. Walter de Gruyter GmbH.
[16] Μανουσάκης (2021), ο.π., σ. 305.
[17] Μανουσάκης (2021), ο.π., σσ. 305-319.
[18] Μτφρ. Τελευταία ποιήματα. Βλ. The Project Gutenberg EBook of Last Poems, by A. E. Housman
(2013), [EBook #7848] Ανακτήθηκε 15/12/2024 από: https://www.gutenberg.org/files/7848/7848-h/7848-h.htm#link2H_4_0012 . Να σημειωθεί ότι στο παρόν άρθρο, η μετάφραση των στίχων του A.E. Housman, εκτός φυσικά από το μότο στο έργο του Μανουσάκη, έχει γίνει από εμένα, καθώς δεν κατέστη δυνατόν ως τώρα να εντοπίσω άλλη μετάφραση στα ελληνικά για το συγκεκριμένο ποίημα. Ο Μανουσάκης είχε ασφαλώς εξοικειωθεί ήδη με την ανάγνωση και άλλων στίχων είτε του ίδιου είτε της περιόδου που έζησε μέσω των αναγνωστικών του εμπειριών με τη μοντέρνα ποίηση στο ξεκίνημα της λογοτεχνικής του καριέρας (Βλ. και Καραθανάση-Μανουσάκη (2021α), ο.π., σσ.20-21).
[19] Μανουσάκης (2021), ο.π., σσ. 279-353.
[20] Μανουσάκης, Γ. (2012), «Η ποίηση ως έκφραση, η προσωπική μου περίπτωση» Στο: Μπουρναζάκης Κ. (Επιμ.). (2012) Ανθολογία από το έργο του Γιώργη Μανουσάκη, Ηράκλειο: Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, σσ.219-230. Εδώ σ. 223.
[21] Παπαθανασόπουλος, Θ. (2003) «Γιώργη Μανουσάκη: “Στ’ ακρωτήρια της Ύπαρξης”, ποιήματα», περ. Έρευνα, τχ. 46, σ. 62· Μήλιου, (2018),ο.π., ιδιαίτερα, σσ. 74-88· Κλώρης Στ. Γ., (1 Δεκεμβρίου 2003) Βιβλιοπαρουσίαση «Στ’ Ακρωτήρια της ύπαρξης», εφημ. Χανιώτικα Νέα της Δευτέρας, σ. 9· Αρετάκη, (2009), ο.π.· Βέης, Γ. (Σεπτέμβριος 2004) «Ποίηση Στον μεγάκοσμο των καθρεφτισμών». «Γιώργη Μανουσάκη, Στ’ ακρωτήρια της ύπαρξης», περ. Διαβάζω, τχ. 454 , σσ.57-58.
[22] Παπαθανασόπουλος, (2003) , ο.π.· Μήλιου (2018),ο.π., ιδιαίτερα, σσ. 74-88· Αρετάκη (2009), ο.π.· Βέης, (Σεπτέμβριος 2004), ο.π.· Ζουμπουλάκης, Σ. (Ιούλ.-Σεπτ., 2009), «Συμπάθεια για έναν ζηλωτή», Σύναξη, 111, σσ. 75-79.
[23] Ο ρόλος του σκληρού προσώπου της εξουσίας υπονοείται σε στίχους όπως: Ποιον να χουνε κλείσει/στους τέσσερις τοίχους; «Το Αίνιγμα», Μανουσάκης, 2021, ο.π., σ. 311, Χρόνια και χρόνια θα κωπηλατούμε/στην ίδια πολυκύμαντη θάλασσα/Ώσπου να ’ρθει το κήτος το μεγάλο/ με το στόμα ανοιχτό, «Στο Πέλαγος», Μανουσάκης, 2021, ο.π., σ. 318.
[24] Μανουσάκης (2021), ο.π., σσ. 305-319.
[25] Πέγκλη Γ. (Ιούλιος 2004) «Γιώργη Μανουσάκη: “Στ’ Ακρωτήρια της Ύπαρξης”, Γαβριηλίδης», Πάροδος, τχ. 4, σσ. 316-317. .Περιοδικά λόγου και τέχνης. ΚΕΓ. Ανακτήθηκε 15/12/2024 από: https://www.greek-language.gr/periodika/mags/parodos/2004/4/123239
[26] Irwin M (1994). «Ιntroduction». Στο: Housman, A. E. (1994). The Collected poems of A.E. Housman. The works of AE Housman. (Irwin M. Intr. And Notes – Εισ. και σημειώσεις). Wordsworth Poetry Library, σσ.7-23.
[27] Allison, A. F., & Housman, A. E. (1943). «The Poetry of A. E. Housman». The Review of English Studies, 19(75), σσ. 276–284· Brooks Cl. (2003). «Critical views on Last Poems 12, 34, and 40 Cleanth Brooks on Housman’s Romanticism». Στο: Comprehensive Research and Study Guide (Bloom’s Major Poets)-(Bloom H. Ed.) (intr. Bloom H.) Chelsea House Publishers σσ. 69-73.
[28] Bloom H. (2003) «Biography of A.E. Housman». Στο: Comprehensive Research and Study Guide (Bloom’s Major Poets)-(intr. Bloom H.) Chelsea House Publishers, σσ.14-16.Ιδιαίτερα σ. 15.
[29] Βλ ενδεικτικά τα ποιήματα «Villa Krϋger, 1941», (Μανουσάκης, 2021, ο.π., σ. 172), «Αδερφαμάχη», (Μανουσάκης, 2021, ο.π., σ. 104), «Ο θάνατος του στρατιώτη», (Μανουσάκης, 2021,ο.π., σ. 101), Ο «πόλεμος» (Μανουσάκης, 2021, ο.π., σ.108).
[30] Κιαπίδης Στρ. (Επιμ.) (2018) Ποιητές του «Μεγάλου» Πολέμου, (ανθολόγηση, μτφρ., επιμ. Κιαπίδης Στρ.) Εκδόσεις Σαιξπηρικόν, σσ.74-75.
[31] Κιαπίδης Στρ. (Επιμ.) (2018), ο.π., σ. 74.
[32] Μανουσάκης (2021), ο.π., σ. 283.
[33] Μανουσάκης (2021), ο.π., σ. 283.
[34] Μανουσάκης (2021), ο.π., σ. 283.
[35] Μήλιου (2018), ο.π., σ. 76
[36]Irwin M (1994), ο.π. · Leadbetter G. (Δεκέμβριος 2022) «Hail and Farewell: Leaving, Greeting, and Lasting in Housman’s Last Poems», The Housman Society Journal, 48, σσ. 20-45. Ανακτήθηκε 15/12/2024 από: https://www.housman-society.co.uk/wp-content/uploads/2022-housman-journal.pdf.
[37] Βλ. και Housman A. E. Last Poems, ΧΙΙ, (2013) The Project Gutenberg EBook of Last Poems, by A. E. Housman, [EBook #7848] produced by Saulters A. P., and Widger David, www.gutenberg.org . Ανακτήθηκε στις 16/07/2021 από: https://www.gutenberg.org/files/7848/7848-h/7848-h.htm#link2H_4_0012
[38] Leadbetter (Δεκέμβριος 2022) ο.π., · Bloom H. (Ed.). (2003) «Housman in the Victorian context. Critical analysis of Last Poems 12, 34 and 40» Στο: Comprehensive Research and Study Guide (Bloom’s Major Poets)-(intr. Bloom H.) Chelsea House Publishers σσ. 64-68· βλ. και Ricks Chr. (2003) «Christopher Ricks on Housman’s “Poetry of Protest”» Στο: Comprehensive Research and Study Guide (Bloom’s Major Poets)-(Bloom H. Ed.) (intr. Bloom H.) Chelsea House Publishers σσ. 146-150.
[39] Leadbetter (Δεκέμβριος 2022), ο.π., σ. 39.
[40] Housman, Last Poems, ΧΙΙ, (2013), ο.π.
[41] Bloom (Ed.). (2003), ο.π.
[42] Housman, Last Poems, ΧΙΙ, (2013), ο.π.
[43] Housman, Last Poems, ΧΙΙ, (2013), ο.π.
[44] Bloom (Ed.). (2003), ο.π. · Ricks (2003) ο.π.
[45] Housman, Last Poems, ΧΙΙ, (2013), ο.π.
[46] Leadbetter (Δεκέμβριος 2022), ο.π.
[47] Housman, Last Poems, ΧΙΙ, (2013), ο.π.
[48] Leadbetter (Δεκέμβριος 2022), ο.π. Ιδιαίτερα σσ.38-39.
[49] Housman, Last Poems, ΧΙΙ, (2013), ο.π.
[50] Μανουσακης, Γ. (Καλοκαίρι 2005). «Ποίηση από Ουρανόδρομος συμπάσχουσα», ανάτυπο από το περιοδικό Θαλλώ (τχ. 16), σσ. 199-203. Εδώ σ. 202.
[51] Μανουσάκης (2021), ο.π. ,σ. 314.
[52] Μανουσάκης (2021), ο.π. ,σ. 314.
[53] Μανουσάκης (2021), ο.π. ,σ. 314.
[54] Μανουσάκης (2021), ο.π. ,σ. 314.
[55] Μανουσάκης (2021), ο.π. ,σσ. 31-53.
[56] Βλ. Μανουσάκης, 2021, ο.π., σ. 45. Ο Μανουσάκης έχει γράψει και μια αντίστοιχη επιφυλλίδα αφιερωμένη στον ζωγράφο. Βλ. Καραθανάση-Μανουσάκη (2021β). «Σημειώσεις». Στο: Μανουσάκης Γ., (2021) Τα ποιήματα 1967-2007, τόμος Α΄, Οι δημοσιευμένες συλλογές, Καραθανάση-Μανουσάκη Α., (εισ., σημ., επιμ., φιλ. επιμ.). 1η εκδ. Αθήνα: Κίχλη, σσ.483-560. Εδώ, σσ. 487-488.
[57] Βλ. Μανουσάκης, 2021, ο.π., σ. 45.
[58] Μανουσάκης, Γ. (Κυριακή 4 Οκτωβρίου 1998) «Η συνέντευξη της εβδομάδας στο Βαγγέλη Κακατσάκη. Γιώργης Μανουσάκης», (συνέντευξη Γ. Μανουσάκη στον Γ. Κακατσάκη) εφημ. Χανιώτικα Νέα, σ. 19.
[59] Μπαγλάνης Β. (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1968), «Γιώργη Μανουσάκη, Μονόλογοι, ποιήματα», Νέα Πορεία, τ. 14, τχ. 165-166 σσ. 234-235 . Περιοδικά λόγου και τέχνης. ΚΕΓ. Ανακτήθηκε 15/12/2024 από https://www.greek-language.gr/periodika/mags/neaporeia/1968/165-166/111957
[60]Μανουσάκης, 2021, ο.π., σ. 155, σσ.177-179 και σσ. 79-81 αντίστοιχα. Όπως επιβεβαιώνει και ο γιος του ποιητή Βασίλης Μανουσάκης, ο Μανουσάκης είχε αρκετούς φίλους ζωγράφους στον καλλιτεχνικό κόσμο της Κρήτης, όπως τους Γιώργο Κουνάλη, Αντώνη Πετρουλάκη ενώ αγόραζε ζωγραφικούς πίνακες και επισκεπτόταν συχνά εκθέσεις ζωγραφικής.
[61] Μανουσάκης Γ. (2012) «Η έκθεση Δ. Μυταρά» Στο: Μπουρναζάκης Κ. (Επιμ.). (2012) Ανθολογία από το έργο του Γιώργη Μανουσάκη, Ηράκλειο: Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, σσ. 212-216.
[62] Επιπρόσθετα, η ζωγραφική, ήταν ισχυρό κίνητρο δημιουργίας, βίωμα καθημερινό, όπως δείχνει ο υποκειμενικός τόνος του κειμένου της συζύγου που μοιράζεται τις εμπειρίες που είχε μαζί του, αναφέροντας μεταξύ άλλων και την αγάπη του για τα ζωγραφικά έργα και τις καλές τέχνες εν γένει. Βλ. Καραθανάση Α. (2024) Ξενάγηση στο ποιητικό εργαστήρι του Γιώργη Μανουσάκη Ανακτήθηκε 15/12/2024 από: https://neoplanodion.gr/2024/02/10/xenagese-sto-ergasteri-tou-g-manousake/
[63] Μανουσάκης, 2021, ο.π., σ. 45.
[64] Μανουσάκης, 2021, ο.π., σ. 45.
[65] Walther, I. F (2004). Gauguin 1848-1903:Τhe Primitive Sophisticate. Taschen· Solomon-Godeau, A., (1989). «Going Native». Art in America77, σσ. 118-129+· Zhang, X., & Wang, B. (2020, September). «An Analysis of the Mysticism Behind Gauguin’s Paintings». Στο: Advances in Social Science, Education and Humanities Research, volume 469 Proceedings on the 4th International Conference on Art Studies: Science, Experience, Education (ICASSEE 2020) Atlantis Press. σσ. 232-236.
[66] Μανουσάκης, 2021, ο.π., σ. 45. Βλ και The Project Gutenberg eBook of Paul Gauguin, His Life and Art Paul Gauguin his life and art by John Gould Fletcher with ten illustrations Nicholas l. Brown (2024) New York MCMXXI February 12, 2012 [eBook #38848]
Most recently updated: April 3, 2024. Ανακτήθηκε 15/12/2024 από:https://gutenberg.org/cache/epub/38848/pg38848-images.html · Καραθανάση-Μανουσάκη (2021β), ο.π., σ. 488.
[67] Μανουσάκης, 2021, ο.π., σ. 45.
[68] Solomon-Godeau, (1989), ο.π.
[69] Welten, R. (2015). «Paul Gauguin and the complexity of the primitivist gaze». Journal of Art Historiography, (12), σσ.1-13.
[70] Μανουσάκης, 2021, ο.π., σ. 45.
[71] Walther (2004), ο.π.· Welten (2015), ο.π. ·Solomon-Godeau (1989), ο.π.· The Project Gutenberg eBook of Paul Gauguin, His Life and Art . Paul Gauguin his life and art (2024), ο.π.· Paul Gauguin Biography (χ.χ). Ανακτήθηκε 15/12/2024 από: https://www.gauguin.org/biography.jsp
[72] Welten (2015), ο.π. ·Solomon-Godeau (1989), ο.π.· The Project Gutenberg eBook of Paul Gauguin, His Life and Art . Paul Gauguin his life and art (2024), ο.π.
[73] Μανουσάκης, 2021, ο.π., σ. 45.
[74] Μανουσάκης, 2021, ο.π., σ. 45.
[75] Μανουσάκης, 2021, ο.π., σ. 45.
[76] Buser, T. (1968). Gauguin’s Religion. Art Journal, 27(4), 375–380. https://doi.org/10.2307/775136 ·Raepple, E. M. (2011), «Art of Life: Gauguin’s Language of Color and Shape». Philosophy Scholarship. Paper 27.http://dc.cod.edu/philosophypub/27 ·Marcovic, J. (2019). Ἡ χριστιανικὴ θρησκευτικότητα στὴν ποίηση τοῦ Γιώργη Μανουσάκη, (μεταπτυχιακή διπλωματικὴ ἐργασία), Φιλοσοφική σχολή, τμήμα Φιλολογίας, τομέας Μεσαιωνικών και Νεοελληνικών σπουδών, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη. Στο έργο του έλληνα συγγραφέα, παρατηρούμε ποιήματα με σκηνικό που παραπέμπει σε θρησκευτικά συμφραζόμενα όπως: «Οι γέροι στην εκκλησία» (Μανουσάκης, 2021,ο.π., σ. 43), «Καλόγερος κηπουρός» (Μανουσάκης, 2021, ο.π., σ. 115), «Σκήτη Αγίου Ανδρέου» (Μανουσάκης, 2021, ο.π., σ. 123) ·ωστόσο αυτά, συνδυάζονται με ποιήματα τα οποία έρχονται να καταδείξουν ευρύτερα μια πνευματικότητα, έναν μυστικισμό και μια αναζήτηση που υπερβαίνει το χριστιανικό δόγμα. Π.χ. τα «Τα πνεύματα του βυθού» (Μανουσάκης, 2021,ο.π., σ. 63), «Τα μεγάλα μηνύματα» (Μανουσάκης, 2021, ο.π., σ. 92) αλλά και «Το κάλεσμα της Χίμαιρας» (Μανουσάκης, 2021, ο.π., σ. 45). Για τη θρησκευτικότητα στο έργο του Γιώργη Μανουσάκη βλ. εκτενέστερα: Marcovic, J. (2019). Ἡ χριστιανικὴ θρησκευτικότητα στὴν ποίηση τοῦ Γιώργη Μανουσάκη, (μεταπτυχιακή διπλωματικὴ ἐργασία), Φιλοσοφική σχολή, τμήμα Φιλολογίας, τομέας Μεσαιωνικών και Νεοελληνικών σπουδών, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη. Για τον Gauguin αντίστοιχα βλ. Buser, T. (1968). Gauguin’s Religion. Art Journal, 27(4), 375–380. https://doi.org/10.2307/775136 .
[77] Raepple (2011),ο.π., σ. 1.
[78] Self Portrait, 1889 by Paul Gauguin (χ.χ.) Ανακτήθηκε 15/12/2024 από:https://www.gauguin.org/self-portrait.jsp
[79] Raepple (2011),ο.π.· Self Portrait, 1889 by Paul Gauguin (χ.χ.), ο.π. · National Gallery of Art (2024) Self-Portrait, 1889. Paul Gauguin. Ανακτήθηκε 15/12/2024 από: https://www.nga.gov/collection/art-object-page.46625.html
[80] Μusée d’Orsay (2024).Portrait de l’artiste au Christ jaune Ανακτήθηκε 15/12/2024 από: https://www.musee-orsay.fr/fr/oeuvres/portrait-de-lartiste-au-christ-jaune-69344
[81]Βλ το έργο: The Yellow Christ, 1889 by Paul Gauguin (x.x.). Ανακτήθηκε 20/12/2024 από: https://www.gauguin.org/the-yellow-christ.jsp
[82] Μusée d’Orsay (2024).Portrait de l’artiste au Christ jaune. ο.π.
[83] Μusée d’Orsay (2024).Portrait de l’artiste au Christ jaune, ο.π.
[84] Μusée d’Orsay (2024).Portrait de l’artiste au Christ jaune, ο.π., παρ. 2.
[85] Μανουσάκης (2021), ο.π., σ. 36
[86] Μανουσάκης (2021), ο.π., σ. 36
[87] Μανουσάκης (2021), ο.π., σ. 36
[88] Μανουσάκης (2021), ο.π., σ. 36
[89] Mazzanti A. (2018) «The contribution of colour in the artistic representation of the sacred. International symbolism between the nineteenth and twentieth centuries», Cultura e Scienza del Colore – Color Culture and Science Journal, 09, σσ. 17-28. Εδώ σ. 20 . DOI: 10.23738/ccsj.i92018.02 · Jaworska, W. (1998). «“Christ in the Garden of Olive-Trees” by Gauguin. The Sacred or the Profane?» Artibus et Historiae, 19(37), σσ.77–102.https://doi.org/10.2307/1483612 ·Μessina 2006 όπως παραπέμπεται στη Mazzanti, 2018, ο.π.
[90]Βλ. την ομιλία του για τους ήρωες των παραδοσιακών Κρητικών παραδοσιακών τραγουδιών με μια επίσης αναλυτική καταγραφή στίχων από τα τραγούδια και τις θεματικές τους προεκτάσεις, παρουσίαση του ήθους και της ευαισθησίας τους. Βλ. Μανουσάκης Γ. (2012). «Ο αντρειωμένος στο Ριζίτικο τραγούδι». Στο: Μπουρναζάκης Κ. (Επιμ.). (2012) Ανθολογία από το έργο του Γιώργη Μανουσάκη, Ηράκλειο: Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη σσ. 261-272. Ως προς την κλασική μουσική βλ. Καραθανάση-Μανουσάκη (2021β), ο.π., σσ. 538,540.
[91] Μανουσάκης (2021), ο.π., σ. 340.
[92] Μανουσάκης (2021), ο.π.,σ.351.
[93] Μανουσάκης (2021), σ. 331
[94] Μανουσάκης (2021), ο.π., σσ. 279-353.
[95] Μανουσάκης (2021), ο.π.,σ.351.
[96] Μήλιου (2018), ο.π., Ρούσσου (2009) ο.π., Αρετάκη (2009),ο.π.
[97] Το andante είναι ένα μουσικό τέμπο μέτριας έντασης Βλ. και Portal for the Greek language and language education. Modern Greek Language (2006-2008) Ανακτήθηκε 15/12/2024 από: https://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/search.html?lq=%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%AC%CE%BD%CF%84%CE%B5
[98] Μανουσάκης (2021), ο.π., σ. 351. Βλ και Μήλιου (2018),ιδιαίτερα σσ. 86-88.
[99] Μανουσάκης, Γ. (21 Μαρτίου, 2004). «Κουβέντα για την ποίηση με τον Γιώργη Μανουσάκη», (συνέντευξη Γ. Μανουσάκη στον Στ. Γ Καλαϊτζόγλου), εφημ. Χανιώτικα Νέα, σσ. 10-12.Εδώ σ. 12.
[100] Μανουσάκης (21 Μαρτίου, 2004), ο.π., σ. 12.
[101] Μανουσάκης (21 Μαρτίου, 2004), ο.π., σ. 12.
[102] Μανουσάκης (2021), ο.π., σ. 331
[103] Μανουσάκης (2021), ο.π., σσ. 321-331
[104] Μανουσάκης (2021), ο.π., σσ. 279-353.
[105] Μανουσάκης (2021), ο.π., σ. 331
[106] Κλώρης (1 Δεκεμβρίου 2003), ο.π.
[107] Μανουσάκης (2021), ο.π., σ. 331
[108] Μανουσάκης (2021), ο.π., σ. 331
[109] Μανουσάκης(2021), ο.π., σ. 331
[110]Digitale Mozart-Edition, Stiftung Mozarteum Salzburg (2018) Wolfgang Amadé Mozart Die Zauberflöte Eine deutsche Oper in zwei Aufzügen KV 620 Text von Emanuel Schikaneder. Ανακτήθηκε 15/12/2024 από: https://dme.mozarteum.at/en/text-editions-2/online-edition/ . Βλ και Die Zauberflöte KV 620 Ανακτήθηκε 15/12/2024 από: https://dme.mozarteum.at/en/text-editions-2/online-edition/
[111] Indiana University Pages Online (2020) Τhe magic flute = (Die Zauberflöte) : in full score Ανακτήθηκε 15/12/2024 από: https://pages.dlib.indiana.edu/concern/scanned_resources/ddf65v887r#?c=0&m=0&s=0&cv=0&xywh=-1562%2C-268%2C6522%2C5333
[112] ENO The Magic Flute: The Music (ENO) (χ.χ.) Ανακτήθηκε 15/12/2024 από: https://www.eno.org/discover-opera/eno-engage/learning-resources/explore-the-magic-flute/the-music/ . Η ορχήστρα είναι βασικό στοιχείο του, (English National Opera (ENO) (χ.χ.) Discover: The Magic Flute. Ανακτήθηκε 15/12/2024 από: https://www.eno.org/operas/the-magic-flute/#synopsis ) και είναι μια όπερα που ανήκει στο Singspiel, μια όπερα στη γερμανική γλώσσα που εμπεριέχει στοιχεία κωμωδίας και με ανάλαφρο τόνο, (English National Opera (ENO) Discover: The Magic Flute, χ.χ. ο.π.; The «Magic Flute» as a political instrument. (2024) Opera Vision. Ανακτήθηκε 15/12/2024 από: https://operavision.eu/feature/magic-flute-political-instrument ). Η σοβαρή ερμηνεία του μουσικού Μότσαρτ απέναντι στο λιμπρέτο ένα μέτριο σχετικά κείμενο, είναι αυτή που κάνει τόσο το κείμενο όσο και το έργο συνολικά να ξεχωρίζουν (Godwin, J. (1979). «Layers of Meaning in “The Magic Flute.”» The Musical Quarterly, 65(4), 471–492· Spaethling, R. (1975). «Folklore and Enlightenment in the Libretto of Mozart’s “Magic Flute”». Eighteenth-Century Studies, 9(1), 45–68. https://doi.org/10.2307/2737659 · Freyhan, M. (2011). «Mozart’s Text Setting in the “Magic Flute”» Acta Musicologica, 83(2), 245–259. http://www.jstor.org/stable/23343869 )
[113] Βλ και Prandi, J. D. (1997). «The Road to Wisdom in Mozart’s “Magic Flute”». Studies in Eighteenth-Century Culture26(1), 273-285 · Godwin, J. (1979). «Layers of Meaning in “The Magic Flute.”» The Musical Quarterly, 65(4), 471–492· Spaethling, R. (1975). «Folklore and Enlightenment in the Libretto of Mozart’s “Magic Flute”». Eighteenth-Century Studies, 9(1), 45–68. https://doi.org/10.2307/2737659 · Gill, R. B. (2011). «Romance as Performance: The Case of “The Magic Flute.”» International Review of the Aesthetics and Sociology of Music, 42(2), 257–266.
[114] Godwin (1979).,ο.π.· Istel, E., & Baker, T. (1927). «Mozart’s “Magic Flute” and Freemasonry». The Musical Quarterly, 13(4), 510–527.
[115] Prandi (1997), ο.π.
[116] English National Opera (ENO) (χ.χ.) Discover: The Magic Flute, ο.π.· Synopsis: The Magic Flute (2024) The Metropolitan Opera Ανακτήθηκε 15/12/2024 από: https://www.metopera.org/discover/synopses/the-magic-flute/
[117] English National Opera (ENO) (χ.χ.) Discover: The Magic Flute, ο.π.· Synopsis: The Magic Flute (2024) The Metropolitan Opera, ο.π.
[118] English National Opera (ENO) (χ.χ.) Discover: The Magic Flute, ο.π.· Synopsis: The Magic Flute (2024) The Metropolitan Opera, ο.π. ·Spaethling, R. (1975).
[119] Synopsis: The Magic Flute (2024) The Metropolitan Opera, ο.π.· Baker, P. G. (1980). «’Night into Day’: Patterns of Symbolism in Mozart’s “The Magic Flute”». University of Toronto Quarterly49(2), 95-116· Prandi (1997), ο.π.
[120] Μανουσάκης (2021), ο.π., σ. 331.
[121] Μανουσάκης (2021), ο.π., σ.331
[122] Μανουσάκης (2021), ο.π., σ.331
[123] Μανουσάκης (2021), ο.π., σ.331
[124] Μανουσάκης (2021), ο.π.,σ.351
[125] Αρετάκη (2009),ο.π.
[126] Μήλιου (2018), ο.π.
[127] Μανουσάκης (2021),ο.π., σ.331
[128] Μανουσάκης (2021),ο.π., σ.331
[129] Μανουσάκης (2021), ο.π., σσ. 321-331
[130] Μήλιου (2018), ο.π., ιδιαίτερα, σσ. 84-86.
[131] Μανουσάκης (2021), ο.π.,σ.331
[132] Μανουσάκης (2021),ο.π., σ.331.
[133] Μανουσάκης (2021),ο.π., σ.331.

///

*

*

*