*
του ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ
Οι αληθινοί παράδεισοι είναι εκείνοι που έχουμε χάσει.
MΑRCEL PROUST
Ανεβαίνοντας την ανηφόρα του Αγίου Χριστοφόρου, απ’ την αριστερή πλευρά, και προσπερνώντας τα γκλουβισάνικα αχούρια του Πρίκωλου και του Βιτσέλια, έβλεπες μπρος σου το καφενείο του μπαρμπα-Νίκου.
Το θηλυκό κυπαρίσσι –με τ’ απλωμένα κλαριά– στην αυλή βούιζε απ’ τα τσιροπούλια τον χειμώνα κι απ’ τα τζιτζίκια το καλοκαίρι. Καρφωμένη στον κορμό του –σαν την επιγραφή στον σταυρό του Χριστού– η πινακίδα της στάσης του ΚΤΕΛ.
Λίγα τραπεζάκια και ξύλινες καρέκλες με ψάθινα καθίσματα περίμεναν τον Νάσο, τον Μήτσο, τον Δρόση, τον Χρήστο, τον Σπύρο, τον Λάμπρο, τον Οδυσσέα και τον Χαρίλαο να ξεκινήσουν την παράσταση: ν’ αλληλοτσακωθούν, ν’ αλληλοσκοτωθούν, ν’ αλληλοκεραστούν· να ορίσουν την ώρα που ο νεριάρης θ’ ανοίξει την βάνα στο δικό τους αυλάκι για να ποτίσουν· ν’ ανακατώσουν τα τραπουλόχαρτα, να βροντοχτυπήσουν τα πούλια στα τάβλια, να χύσουν στα ποτήρια τα ξίδια, να φλακιάσουν τις τσιγάρες τους και να πουν παλαιές ιστορίες με μισόκλειστα μάτια, για σπορές και γεννήματα, για προξενιά και παντρολογήματα, για κυνήγια και ψαρέματα.
Κατόπιν έρχονταν απ’ τ’ αχούρια τους οι Γκλουβισάνοι. Στα φτωχοκάλυβα τούτα οι αγρότες της Εγκλουβής –του ορεινού χωριού που βρίσκεται πίσω απ’ την Ελάτη– έμεναν προσωρινά, ώσπου να μαζέψουν τις ελιές τους. Κατέβαιναν απ’ το βουνό με κάτι πανύψηλα μουλάρια, που δάγκωναν αγριεμένα τα χαλινάρια τους.
Η πρώτη γυναίκα του παππούλη μου, η Κυριακή, ήταν απ’ την Εγκλουβή – Πατράλαινα. Ο θρύλος θέλει για κάποια πρόγονό της –την προ-προβαβά μου την Βαγγελιώ– να σκοτώνεται με δόλο από τ’ αδέρφια της ο Αργύρης ο ντελμαντζής, επειδή της είπε «τι άσπρο ποδάρι πόχεις, ωρή Βαγγελιώ». Για το Κοντρί του Αργύρη –που δεν είναι αυτό που δείχνουνε στο Δημοσάρι– κάνει λόγο ο Βαλαωρίτης στο «Ξεριζωμένο δέντρο»:
Πέρνα, ποτάμι, μέριασε, σύρε να σκιάζεις άλλους,
εμέ μ’ επάτησε βαρύ ποδάρι ανδρειωμένου,
μ’ εστοίχειωσε το αίμα του, κ’ είμαι θεμελιωμένο,
για να φωνάζω ανάθεμα σ’ εκείνους που προδίνουν.
Είμαι τ’ Αργύρη το κοντρί, είμαι τ’ Αργύρη ο τάφος…
Όλα αυτά –και άλλα πολλά– συζητιόντανε στα καφενεία τότενες, λες και γινήκανε μόλις χτες και δεν συμβήκανε πριν κάτι αιώνες. Εκεί μάθαινες όλους τους αγίους –απ’ τα βλαστήμια– κι όλη την Πατριδογνωσία που δεν διδάσκονταν στο σχολείο. Εκεί βλέπαμε, καμιά φορά, το Μικρό Σπίτι στο Λιβάδι και την Μάχη, με τον λοχία Σώντερς, πριν καταφθάσουν οι μεγάλοι. Η τηλεόραση του μπαρμπα-Νίκου ήταν η καλή νεράιδα με τ’ ασπρόμαυρα παραμύθια.
Όμως το καφενείο είχε και την δική του –άηχη– γλώσσα. Τόσο οικεία σε μας τα παιδιά, όσο η φωνή της φαντασίας και των ονείρων μας.
Μπαίνοντας, φλόμωνε τα ρουθούνια μας η μυρωδιά του παστού ρέγκου και του αρμυρισμένου μπακαλιάρου. Τους θερινούς μήνες μάς γαργάλαγαν την όσφρηση τα μοσχομύριστα πεπόνια και τα ζαχαρωμένα καρπούζια. Κι οπωσδήποτε, το οινόπνευμα του ούζου και του κονιάκ, που πλανιόνταν στον χώρο ανακατωμένο με τους αρωματικούς καπνούς των τσιγάρων.
Αριστερά της εισόδου υπήρχε το ψυγείο με τα κατεψυγμένα ψάρια: λυθρίνια, κοκκινόψαρα, μπαρμπούνια… Αργότερα προστέθηκαν και παγωτά. Μετά ο πάγκος με τα μανεστριακά: πεπονάκι, κριθαράκι, σουσαμάκι… Στα ράφια: τσάι, ζάχαρη, καφές… Κάτω χαμηλά: απορρυπαντικά, σφουγγάρια και τα λοιπά χρειαζούμενα του νοικοκυριού, που μπορούσες να βρεις σε κάθε μπακαλικάκι της δεκαετίας του εβδομήντα στην επαρχία.
Στο βάθος οι βιτρίνες με τα στραγάλια, τις σταφίδες, τα ψημένα αμύγδαλα και τ’ αράπικα φυστίκια. Κατόπιν οι σοκολάτες ΙΟΝ, που δύο μαζί έφκιαχναν ένα ΙΟΝ-ΙΟΝ πέλαγος –όπως έλεγε χαριτολογώντας ο δάσκαλος– οι σοκοφρέτες Σαφάρι, με τα εσώκλειστα αυτοκόλλητα, οι καραμέλες Κόκος και αστακός, και τα γαριδάκια Τέρι και Ράντζι, Κατσουλίνο και Μπόζο, που εμπεριείχαν τότε και παιγνίδια.
Τέλος, τα τοπικά αναψυκτικά του Γοργόνη: λεμονάδες πορτοκαλάδες, κόκα-κόλες, γκαζόζες κι η αγαπημένη μου βυσσινάδα, που «αν ήμουν καλό παιδί» αγόραζε μία η μάνα μου να την πιούμε μισή-μισή με τον αδερφό μου. Εκείνο το «μισή-μισή», μ’ ενοχλεί ακόμα και σήμερα, εάν πρόκειται να μοιραστώ το αναψυκτικό μου.
Τις Απόκριες λιγουριάζαμε τον χαλβά και τον νταραμά, αλλά περισσότερο ζουρλαινόμαστε για μπαλόνια, που τα λέγαμε φούσκες. Ήταν η διφραγκίσα και η ταληρίσα: ανάλογα το ποσόν που κόστιζε, έπαιρνε και τ’ όνομά της. Τις φουσκώναμε και παίζαμε, ώσπου να καρφωθούν πάνω στ’ αγκάθια καμιανής τριανταφυλλιάς. Κάναμε τα υπολείμματα γλομπάκια μέσα στο στόμα μας και τα σπάγαμε δια της τριβής πάνω στο δέρμα μας. Τίποτα δεν πάει χαμένο, αν είσαι παιδί κι έχεις φαντασία, αν τα λεφτά είναι λίγα και η θέληση για παιγνίδι πολλή.
Θυμάμαι στο καφενείο τους βουλευτές να κερνάνε ούζα τους άντρες κι εμάς τα πιτσιρίκια φυστίκια και παστέλια. Όποιος δεν κέρναγε, ευχόμαστε να χάσει… Κάτι γυαλιστερές κουρσάρες πέταγαν χαρτάκια με συνθήματα. Μαζεύαμε τα χαρτάκια και λέγαμε πως ήταν τα λεφτά μας. Θυμάμαι την παράξενη γλώσσα που μιλούσαν, με τις τόσες άγνωστες λέξεις. Ύστερα έμπαιναν ξανά στα γυαλιστερά τους αυτοκίνητα και τους κατάπινε το σκοτάδι…
Αλήθεια, αναρωτιόμουν, πού πάνε οι βουλευτές όταν τελειώνουν οι εκλογές; Δεν ήξερα τι ν’ απαντήσω, αλλά σκεφτόμουν πως πάθαιναν κάτι σαν τις αρκούδες, που κοιμούνται όλο τον χειμώνα για να ξυπνήσουν πάλι την άνοιξη, μόνο που η δική τους χειμερία νάρκη κρατούσε μια τετραετία.
Κάποτε ο μπαρμπα-Νίκος έφερε στο καφενείο και «τύχες», δηλαδή λαχνούς. Άνοιγε ένα χαρτάκι και διάβαζε με ύφος εισαγγελέα, τουλάχιστον Αρείου Πάγου: «Σταυριδάκι ή ζωάκι;»
Το μεγάλο έπαθλο ήταν μια δερμάτινη μπάλα με κόκκινα κι άσπρα μπαλώματα, αλλά ήταν δύσκολο να την πετύχεις. Συνήθως η τύχη έγραφε το περίφημο «Σταυριδάκι ή ζωάκι;» που σήμαινε πως έπρεπε να διαλέξεις το δώρο της παρηγοριάς: έναν μικρό πλαστικό σταυρό ή μια εικονίτσα μ’ ένα ζωάκι.
Όταν μας έστελνε η μάνα μας για ψώνια, και περίσσευε καμιά δραχμή, πάντα παίρναμε τύχες τα ρέστα. Τραβούσαμε απ’ τον βάζο το χαρτάκι, κι ο μπαρμπα-Νίκος φαινόντανε να διασκεδάζει την αγωνία μας. Το ξεδίπλωνε με αργές κινήσεις, μας κοίταγε με την άκρη του ματιού του, μειδιούσε κι έλεγε: «Σταυριδάκι ή ζωάκι;»
«Ζωάκι!»
Ύστερα «σταυριδάκι».
Μετά πάλι «ζωάκι» και πάει λέγοντας…
Κόντεψα να γίνω αρχιμανδρίτης με τόσα σταυριδάκια και ν’ ανοίξω τσίρκο με τόσα ζωάκια: τίγρεις, λεοπαρδάλεις, πιθηκάκια κι ό,τι άλλο μπορεί να βάλει ο νους σου.
Σιγά-σιγά μια τρομερή υποψία αρχίνησε να μας τυραγνάει, που όσο περνούσε ο καιρός γινόντανε βεβαιότητα. Στην αρχή διώξαμε την κακιά σκέψη απ’ τον νου μας, μην θέλοντας να πιστέψουμε την διαφαινόμενη αλήθεια, μα στην συνέχεια τσιγαριζόμαστε καθημερινά. Κάθε «σταυριδάκι ή ζωάκι;» μας έφερνε πιο κοντά να ομολογήσουμε την σκέψη μας και με λόγια: «Δεν υπήρχε μπάλα!»
Όλες οι τύχες ήταν σταυριδάκια και ζωάκια. Τα ζωάκια ήμαστε εμείς, που πηγαίναμε με το σταυριδάκι στο χέρι να κερδίσουμε μια κοτζάμ δερμάτινη μπάλα, μ’ ένα πενηνταράκι.
Μια μέρα μ’ έστειλε η μάνα μου στο μαγαζί για τα συνηθισμένα ψώνια. Είχα κάτι ρέστα. Ο μπαρμπα-Νίκος με ρώτησε με τα μάτια. Εγώ το ζύγισα το πράγμα. Έπεσε και το βλέμμα μου σε κάτι τσιχλόφουσκες και τ’ αποφάσισα:
«Θα πάρω τσίχλες!»
Σε λίγο τις μασούλαγα μ’ ευχαρίστηση και κατευθυνόμουν προς την έξοδο.
Την ίδια στιγμή που εγώ έβγαινα, ο Λάκης, ένα παιδί της γειτονιάς, έμπαινε σαν σίφουνας στο μαγαζί και παραλίγο να τρακάρουμε. Κάνοντας έναν περίτεχνο ελιγμό –που μόνον η ευλυγισία δύο παιδιών ή ενός ακροβάτη μπορεί να κάνει– αποφύγαμε την σύγκρουση, κι ο Λάκης αφήνοντας στο πάγκο κάτι πενηνταράκια, είπε λαχανιασμένος στον μπαρμπα-Νίκο:
«Τρεις τύχες!»
Στράφηκα και μειδίασα σαρκαστικά:
«Τον βλάκα!» σκέφτηκα. «Δεν έχει καταλάβει ακόμα τι τρέχει με τις τύχες!»
Ο μπαρμπα-Νίκος, παίρνοντας το επίσημο ύφος του, άνοιξε την πρώτη τύχη:
«Σταυριδάκι ή ζωάκι;» είπε, κοιτώντας τον λειωμένο απ’ την αγωνία Λάκη.
«Σταυριδάκι!» απάντησε αυτός βιαστικά και περίμενε με αδημονία ν’ ανοιχτεί το δεύτερο χαρτάκι.
Εγώ από μέσα μου έλεγα κιόλας το αποτέλεσμα:
«Σταυριδάκι ή ζωάκι;»
Όντως, έτσι έγινε.
Ο Λάκης διάλεξε «ζωάκι» αυτήν την φορά και προσηλώθηκε στο τρίτο χαρτάκι, που ξεδιπλώνονταν αργά και βασανιστικά.
Εγώ ήμουν με το ένα πόδι έξω απ’ το μαγαζί, για να μην σκάσω στα γέλια. Με τ’ αυτιά μου, όμως, τεντωμένα ν’ ακούσουν το περίφημο «Σταυριδάκι ή ζωάκι;»
Η επίσημη φωνή του μπαρμπα-Νίκου έπεσε σαν καταπέλτης:
«Μπάλα!»
«Τι έκανε λέει; Μπάααλα;» ούρλιαξα.
Πραγματοποίησα βιαστική αναστροφή. Και παραλίγο να τρακάρω όπως στην αρχή με τον Λάκη, που έβγαινε τώρα σαν σίφουνας κρατώντας, ως λάφυρο μοναδικό και πολύτιμο, την ωραία δερμάτινη μπάλα με τα κόκκινα κι άσπρα μπαλώματα, μέσα σ’ ένα διχτάκι.
«Έεεε, Λάκηηη! Περίμενε να την δω λίγο…» του φώναζα αλαφιασμένος, αλλά αυτός πού να σταματήσει! Έτρεχε με την μπάλα στο χέρι και δεν τον χωρούσε ο κόσμος. Αν κρατούσε την υδρόγειο, θα χαιρόνταν λιγότερο.
Το νέο διαδόθηκε αστραπιαία:
«Ο Λάκης κέρδισε την μπάλα, ο Λάκης κέρδισε την μπάλα!»
Κατήφεια έπεσε σ’ εμάς τα παιδιά. Πόσες τσίχλες, πόσα στραγάλια, πόσα γαριδάκια στερηθήκαμε για να πάρουμε τόσες τύχες, μπας και πετύχουμε την μπάλα! Και πόσες ξυλιές φάγαμε απ’ τις μανάδες μας, που γίναμε πρώιμοι τζογαδόροι για ένα πετσί φουσκωμένο μ’ αέρα. Αλλά τι ωραίο πετσί! Ιδίως εκείνα τα κόκκινα κι άσπρα μπαλώματα.
Δεν είχαμε πλέον όρεξη για τίποτα. Για διάβασμα δεν είχαμε και πριν. Αλλά τώρα ούτε για παιγνίδι, ούτε καν για φαΐ.
Αποφασίσαμε να κάνουμε συνέλευση στο αλώνι του Δράκου για να δούμε τι θα γίνει στο εξής. Κατέφθασαν ο Ροβινσώνας, ο Σποκ κι ο Σκουλήκης. Ακολούθησαν ο Γολέμης, ο Κερδός κι ο Μπολιόμ-Μπολιόμ. Κατόπιν οι υπόλοιποι.
Το θέμα τέθηκε επί τάπητος: Αν η τύχη με την λέξη «μπάλα» υπήρχε απ’ την αρχή μέσα στο βάζο, τι θα συνέβαινε αν κάποιος την πετύχαινε με το πρώτο; Θα πήγαιναν χαμένες οι υπόλοιπες τύχες; Αφού δεύτερη μπάλα δεν υπήρχε, το παιχνίδι ήταν στημένο. Όταν οι λαχνοί έφτασαν στο τέρμα, κέρδισε ο τελευταίος παίκτης, δηλαδή ο Λάκης. Ο οποίος, όλως τυχαίως, ήταν και ανιψιός του μπαρμπα-Νίκου – τι τύχες και κουραφέξαλα!
Η ετυμηγορία φοβερή: αφού δεν μπορούσαμε να πάρουμε πίσω τα λεφτά μας, έπρεπε να μοιράσουμε την μπάλα. Αλλά πώς; Να πάρει ο καθένας από ένα κομμάτι; Ποιο όμως; Το άσπρο ή το κόκκινο; Και τι θα το κάναμε ένα και μόνον κομμάτι; Κάποιος είπε να έχουμε την μπάλα όλοι μαζί για να παίζουμε, το βράδυ όμως να την παίρνει στο σπίτι του ο Λάκης. Φάνηκε λογική σκέψη, αλλά άντε να παρακαλέσεις τον Λάκη κι άντε αυτός να δεχτεί, που φύλαγε την μπάλα σαν αγιασμό στα εικονίσματα. Και η εκδίκηση; Η εκδίκηση για την ταπείνωση που νιώσαμε επειδή πιαστήκαμε κορόιδα;
Αποφασίσαμε να ψηφίσουμε.
Συμφωνήσαμε στο αποτέλεσμα, παρά μία ψήφο.
Με χίλιες γαλιφιές ξεγελάσαμε τον Λάκη και του πήραμε την μπάλα. Ανέβηκε στην μάντρα της Δεκανιώσας κρατώντας έναν σουγιά «Κολοκοτρώνη» ένας από μας, ας μην πούμε τ’ όνομά του, γιατί στην ουσία αυτός ο ένας ήμασταν όλοι μας, εκτός από κείνον που δεν ψήφισε και που δεν ήμουν εγώ.
Ο Λάκης δεν πίστευε στα μάτια του: σε τρία δευτερόλεπτα μέσα, η ωραία δερμάτινη μπάλα με τα κόκκινα κι άσπρα μπαλώματα έγινε δύο κομμάτια, σαν καρπούζι κομμένο στην μέση. Ο μπαλοσφάχτης την πέταξε στα πόδια μας, όπως το γδαρμένο τομάρι ενός όμορφου ζώου, αλλά κανένας δεν χάρηκε. Κοιτούσαμε μουδιασμένοι το αποτρόπαιο θέαμα και η εκδίκηση είχε παραχωρήσει την θέση της στην ντροπή και στην απογοήτευση. Τότε κάποιο παιδί, το μικρότερο, έσκυψε, πήρε το ένα κομμάτι και το φόρεσε στο κεφάλι του σαν κράνος. Οι υπόλοιποι, λες και ξυπνήσαμε απ’ τον λήθαργο, χυμήξαμε να διεκδικήσουμε το δεύτερο κομμάτι, παλεύοντας μεταξύ μας με νύχια και με δόντια.
Την άλλη μέρα κιόλας, ο Στάθης έφκιαξε ξύλινα όπλα και μας τα μοίρασε: κάτι σανίδες πελεκημένες σε σχήμα ντουφεκιού, με μια πρόγκα για σκανδάλη. Κι αρχίσαμε καινούργιο παιγνίδι, τον πόλεμο. Αυτό το παιγνίδι, συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Τελειώνει ποτέ ο πόλεμος;
Έκτοτε, κανείς απ’ την παρέα δεν ξανασχολήθηκε με τυχερά παιγνίδια, εκτός απ’ τον Λάκη, ο οποίος παίζει πού και πού καμιά «ξερή» και συνήθως κερδίζει. Αυτή του η ρέντα, μας κάνει να διερωτόμαστε: «Μήπως την κέρδισε όντως με την τύχη του την μπάλα;» Εξάλλου, ακόμα και το όνομά του στα Αγγλικά –lucky– σημαίνει «τυχερός».
Ο μπαρμπα-Νίκος, ο μόνος που θα μπορούσε ν’ απαντήσει σε μια τέτοια ερώτηση, έγινε πλέον σταυριδάκι μαρμάρινο, αναζητώντας την τύχη του σ’ έναν άλλο κόσμο κι αφήνοντας εδώ, στον δικό μας, την ανάμνηση του επίγειου παραδείσου: το αξέχαστο μαγαζάκι του!
*
*
*
