«Ό,τι ρίχνει ο καιρός, το χέρι μου έρχεται να το ξανασηκώση»

*

Ο Κωστής Παλαμάς και η κόμισσα ντε Νοάιγ

~.~

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Έχει υποστηριχθεί βάσιμα ότι η ποιητική συνείδηση του Παλαμά διχάζεται ανάμεσα στη γυναίκα της αίσθησης και τη γυναίκα της ιδέας, στη γυναίκα της γης και τη γυναίκα τ’ ουρανού, στη γυναίκα της προσευχής και τη γυναίκα της λαγνείας. Ό,τι και όπως αν αγαπάει όμως ο Παλαμάς, το καρδιοχτύπι του έχει μιαν ένταση που τον κάνει να λυγίζει και θαμπωμένος υπακούει κι υποτάσσεται νικημένος, είτε από τη λάμψη της αγιοσύνης είτε από τη φλόγα του κορμιού. Το κείμενο του Κωνσταντίνου Τσάτσου υπό τον τίτλο Νεράιδες (Κ. Τσάτσος, Παλαμάς, σ. 36) είναι διαφωτιστικό για τον τρόπο που εντάσσονται σε αυτή την προσέγγιση τρεις γυναικείες μορφές, η Τρισεύγενη, η Μελένια και η Θεοφανώ. Υπάρχει ωστόσο μια μορφή, πραγματική και όχι πλαστική, που συνθέτει τις δύο εκδοχές σε μία τρίτη, ενιαία κι ίσως υψηλότερη. Μια γυναίκα που δεν είναι κάποια από τις περίφημες νεράιδες ή τις μούσες του και ούτε «καταλύτρα είναι αξήγητη κι αταίριαστη και ξένη, [που] ο λογισμός της αίνιγμα και τάφος η ομορφάδα της όσο κι αν αστράφτει» – πόσο μάλλον «προδότρα» για να θυμηθούμε το ποίημα Η Αφροδίτη στον Πυγμαλίωνα (Πολιτεία και Μοναξιά, Άπαντα, Ε΄, σ. 413).

Αναφέρομαι στην Άννα Ελιζαμπέτ Μπασαράμπα (Μπιμπέσκο-Μπρανκοβάν), πιο γνωστή ως κόμισσα ντε Νοάιγ (Noailles), μία από τις επιφανέστερες μορφές της γαλλικής λογοτεχνίας το πρώτο τέταρτο του εικοστού αιώνα που αγαπήθηκε πολύ και στην Ελλάδα του ’20, κυρίως χάρη στον Παλαμά. Η Άννα ντε Νοάιγ (1876-1933) υπήρξε η μόνη γυναίκα ποιήτρια που απέσπασε στη Γαλλία της εποχής της τις υψηλότερες δημόσιες τιμές. Παρά τη μερική λήθη, η οποία επήλθε μετά τον θάνατό της, κρίσεις σύγχρονες επιβεβαιώνουν ότι εκείνη η αναγνώριση υπήρξε επάξια. Με πολύπλευρο έργο, ύστατη λάμψη ρομαντισμού τον καιρό που επελαύνει πλέον ο μοντερνισμός, παρά το χάσμα περιεχομένου και μορφής που χαρακτηρίζει την ποίησή της –καθώς δυναμικές έννοιες και εικόνες προσπαθούν να διαλύσουν μια δομή που παραμένει σε μεγάλο βαθμό κλασική– η Άννα ντε Νοάιγ, σε διάλογο με ολόκληρη τη γαλλική λογοτεχνική παράδοση και με παράλληλη πηγή έμπνευσης τον ελληνικό πανθεϊσμό και τη νιτσεϊκή σκέψη, κατάφερε να οικοδομήσει ένα πρωτότυπο ποιητικό όραμα. Το ποιητικό της σώμα, που θα μπορούσε να περιγραφεί με διονυσιακούς όρους, ερωτικό, εκστατικό, αισθησιακό, παιγνιώδες και μερικές φορές βίαιο, ήταν πάντα σφραγισμένο από ένα τραγικό υπόγειο ρεύμα που έγινε πιο εμφανές προς το τέλος της ζωής της.

Γεννημένη στο Παρίσι (15 Νοεμβρίου 1876), στην Boulevard de La Tour-Maubourg 22, η Άννα ντε Νοάιγ ήταν κόρη του Ελληνορουμάνου πρίγκιπα Γριγκόρι Μπιμπέσκο Μπρανκοβάν (1827-1886) και της Ελληνίδας Ραλλούς Μουσούρου (1848-1923). Ο Γριγκόρι Μπιμπέσκο ήταν γιος του πρίγκιπα της Βλαχίας Γκεόργκε Μπιμπέσκο (από οικογένεια βογιάρων της Κραϊόβα) και της Φαναριώτισσας Ζωής Μαυροκορδάτου. Η επίσης Φαναριώτισσα μητέρα της Άννας, η Ραλλού Μουσούρου (αξιόλογη πιανίστρια στην οποία ο Παντερέφσκι αφιέρωσε αρκετές από τις συνθέσεις του), ήταν κόρη του αξιωματούχου της οθωμανικής αυτοκρατορίας Κωστάκη Μουσούρου και της Άννας Βογορίδη. Ο Κ. Μουσούρος, πρέσβης στην Αθήνα και αργότερα στο Λονδίνο, είναι κυρίως γνωστός από το επεισόδιο με τον βασιλέα Όθωνα που παρ’ ολίγον να οδηγήσει σε ελληνοτουρκικό πόλεμο το 1847. Απώτερη καταγωγή των Μουσούρων ήταν η Κρήτη. Εκεί γεννήθηκε ο επιφανής λόγιος της Αναγέννησης Μάρκος Μουσούρος, καθηγητής στην Πάδοβα στις αρχές του 16ου αιώνα κι από τους πρώτους εκδότες στην Ιταλία αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Η Άννα δήλωνε περήφανη γιατί καταγόταν από την Κρήτη, εκφράζοντας τη λύπη της που λόγοι υγείας εμπόδιζαν το ταξίδι της εκεί (Άπαντα Κ.Π., ΙΓ΄, 323).

Με τον μεγαλύτερο αδερφό της Κωνσταντίνο (1875-1967) και τη μικρότερη αδερφή της Ελένη (1878-1929), η Άννα έζησε μια προνομιακή παιδική ζωή: στην κατ’ οίκον εκπαίδευσή τους έμαθαν γλώσσες και μυήθηκαν σε όλες τις τέχνες. Η οικογένεια περνούσε τον χειμώνα στο Παρίσι και τον υπόλοιπο χρόνο ταξίδευε ή αναπαυόταν στο οικογενειακό κτήμα, στη γαλλική πλευρά της λίμνης της Γενεύης, στη βίλλα Μπεσσαράβα του Αμφιόν, κοντά στο Εβιάν. Στο σπίτι αυτό που ήταν ένας τόπος συγκέντρωσης για λάτρεις της μουσικής και της ποίησης και σημαντικούς ποιητές και καλλιτέχνες, γνώρισε το 1893 η Άννα και τον Μαρσέλ Προυστ, φίλου των ξαδέλφων της, του Ρομπέρ ντε Μοντεσκιού (γιου της Μαρίας Μπιμπέσκο) και των αδελφών Εμμανυέλ και Αντουάν Μπιμπέσκο (γιων του Αλέξανδρου Μπιμπέσκο).

Έχοντας χάσει τον πατέρα της σε ηλικία δέκα ετών, η Άννα είχε βρει ήδη καταφυγή στη μελέτη της ποίησης, στον Μυσσέ, τον Χάινε, τους Παρνασσιστές (στους οποίους τη μύησε ένας άλλος ξάδερφός της, ο Παύλος Μουσούρος) και κυρίως τον Ουγκώ, του οποίου παιδί θα θεωρεί πάντα τον εαυτό της. Στα ποιήματα των Contemplations, αφιερωμένα στην πνιγμένη στον Σηκουάνα κόρη του Ουγκώ Λεοπολντίν, η Άννα ανακάλυπτε μια γλώσσα που θα της επέτρεπε να εκφράσει την οδυνηρή εμπειρία του θανάτου, όσο και να την ξεπεράσει μέσω της καλλιτεχνικής αναπαράστασης. Δεν αργεί να αρχίσει να γράφει στίχους και η ίδια. Το 1895, τα χειρόγραφα ποιήματα της δεκαεννιάχρονης πια Άννας άρχισαν να κυκλοφορούν στα σαλόνια. Η θεία της, η πριγκίπισσα Ελέν Μπιμπέσκο, που έπαιζε ενεργό ρόλο στην καλλιτεχνική ζωή του Παρισιού στα τέλη του 19ου αιώνα, φροντίζει γι’ αυτό. Όλοι την προτρέπουν να τα εκδώσει. Όμως πριν την έκδοση θα προηγείτο ο… γάμος. Στις 18 Αυγούστου 1897 η Άννα θα παντρευτεί τον κόμη Mathieu de Noailles (1873-1942), γόνο ιστορικής οικογένειας ευγενών και στραταρχών της Γαλλίας, τριτότοκο γιο του 7ου δούκα του Νοάιγ. Έτσι η Άννα Μπιμπέσκο γίνεται Νοάιγ και με το όνομα αυτό πλέον, αφού το 1900 γεννήσει κι ένα αγόρι, τον Αν Ζυλ, θα εμφανιστεί στα γράμματα το 1901: τα νεανικά της ποιήματα εκδίδονται υπό τον τίτλο «Le Cœur Innombrable».

Η συλλογή αυτή είναι μια ποίηση που εγγράφεται στο ρομαντικό τόπο. «Της νύχτας της αστέρινης ρωμαντική Παλλάδα» όπως θα γράψει αργότερα στα Θάμβη. Ο τόπος αυτός όμως, επισημαίνει ο Κωστής Παλαμάς, γίνεται στενός και περιοριστικός στην περίπτωση της ντε Νοάιγ η οποία θα μπορούσε «επιγραμματικώτερον ν’ αποκληθή “κλασσική του ρωμαντισμού”» (ΙΓ΄, 522). Οι ρομαντικές επιρροές αντλούνται κυρίως από το έργο του Αλφρέ ντε Βινύ και του Λαμαρτίνου, η τεχνική της όμως θυμίζει έντονα Βερλαίν. Η φυσιολατρική στάση, ο λυρισμός και ο παραδοσιακός στίχος είναι η κύρια όψη της ποίησής της. Η μελαγχολία, η εκμυστήρευση αλλά και η έκσταση προσδίδουν στον λυρισμό και στο τυποποιημένο ύφος της τόνο διθυραμβικό. Πιστή στην κλασική προσωδία, αδιαφορεί για αναζητήσεις που συγκλονίζουν τη σύγχρονή της ποίηση, παρουσιάζει ωστόσο απρόσμενη φρεσκάδα και νέα οπτική για τη φύση. Θα έχει έτσι ενθουσιώδη υποδοχή και η πρώτη («Le Coeur innοmrable», Αρίφνητη καρδιά, μεταφράζει ο Παλαμάς) και η δεύτερη συλλογή που ακολουθεί, «L’ Ombre des jours» (Η σκιά των ημερών). Στην ποίηση που δεσπόζει η πανθεϊστική λατρεία της φύσης, είτε με μια βαθιά αίσθηση θανάτου (στην πρώτη συλλογή), είτε με πιο αισθησιακά ποιήματα που εξυμνούν την αγάπη της ζωής (στη δεύτερη), «η φύσις που δείχνεται πάντα σε περιγραφές, μα πάντα είναι αζωγράφιστη, μάς ξεγυμνώνει μέσα στους στίχους της χίλιες μύριες απόψεις της» σημειώνει ο Παλαμάς (ΙΓ΄, 266). Γενικά όμως, την άνεση που εμπνέει τον ποιητή, η ντε Νοάιγ δεν τη βρίσκει παρά στις αυστηρότητες του υποχρεωτικού πατροπαράδοτου στίχου.

Το 1902 η ντε Νοάιγ τιμάται με το βραβείο «Archon-Despérouses». Κατανοώντας τη σημασία των βραβείων στην ανάδειξη των νέων λογοτεχνών, το 1904, με άλλες γυναίκες των γραμμάτων, δημιουργεί το βραβείο «Vie Heureuse», με φορέα το ομώνυμο περιοδικό. Με πρώτη πρόεδρο την ίδια, το βραβείο αυτό αποτελούσε μια απάντηση στο Goncourt που, προσανατολισμένο αποκλειστικά στο μυθιστόρημα και σε άνδρες συγγραφείς, υποτιμούσε τις γυναίκες συγγραφείς αλλά και τα πέραν του μυθιστορήματος είδη. Το νέο βραβείο θέλει να άρει αυτόν τον διπλό περιορισμό, με μια κριτική επιτροπή αποτελούμενη από γυναίκες των γραμμάτων αλλά με σκοπό να βραβεύει και άντρες και γυναίκες, για όλα τα είδη του λόγου. Πρόκειται για το βραβείο που από το 1922 μετονομάστηκε σε βραβείο Fémina.

Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε πως αυτό το ζήτημα αποτελεί πιθανώς την αιτία μιας πρόσκαιρης στροφής της Άννας στο μυθιστόρημα: «La Nouvelle Espérance» (1903), «Le Visage émerveillé» (1904), «La Domination» (1905). Όμως το 1907 επιστρέφει και μάλιστα θριαμβευτικά, στην ποίηση, με ένα έργο ποιητικής ωριμότητας. Είναι τα περίφημα Θάμβη, (“Les Eblouissements”) που εντυπωσίασαν την κριτική και εδραίωσαν τη φήμη της. Ο Μαρσέλ Προυστ θα γράψει ένα εγκωμιαστικό κείμενο («Με τα ποιήματα αυτά πιστεύει κανείς πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να χαθεί μέσα στο σύμπαν, όταν η καρδιά του είναι έτοιμη να το αγκαλιάσει και να το αγαπήσει»), που έγινε η απαρχή μιας θερμής φιλίας. Με αυτή τη συλλογή τη γνώρισε και ο Κωστής Παλαμάς.

«Τα Θάμπη της με πρωτομπάσανε στο ζωογόνο, στον παραδείσιο τον αέρα της (…) Η έμπνευσή τους σοφή, αλλά πολύ περισσότερο ορμέμφυτη. Το πάθος ζωντανεμένο από την ειλικρίνεια, το ανάβρυσμα των εικόνων πλούσιο και πρωτόβγαλτα λαμπερό για την έκφραση του πάθους της αγάπης, του πένθους της ειμαρμένης, μέσα στα τοπία που ξαναζούν οι καρδιές των ποιητών, στους κήπους που μας προσμένουν με τ’ άνθη τους, στους ποιητές που λατρεύονται, στη μοίρα που κυριαρχεί, στην ηδυπάθεια που μεθυστικά γλυκαίνει» (ΙΓ΄, 318).

Στο μεταξύ, το 1906, ο Μωρίς Μπαρρές (με τον οποίο άρχισε μια άλλη μακρά και βασανισμένη φιλία από το 1903 ως τον θάνατό του το 1923)  τής αφιερώνει το Ταξίδι στη Σπάρτη, τονίζοντας τις ελληνικές ρίζες της ποιήτριας:

«Φεύγοντας από τις ακρογιαλιές που ζήσαν η Ιφιγένεια και η Αντιγόνη, τι χαρά να βρω στο πρόσωπο μιας ζωντανής νέας γυναίκας, τις χάριτες και τα φώτα της Ιωνίας! Κ’ εσύ κάποτε θα έζησες εις το Ερέχθειον με τις κανηφόρες. Στην πομπή των Παναθηναίων θα κρατούσες με τα δύο σου χέρια τον πέπλο της Αθηνάς. Κι όταν οι πολιτείες των Ακροπόλεων έπαυσαν να φέρουν καρπούς και απόμειναν οι στείροι θαλάσσιοι βράχοι, δε σε σκέπασαν τα εντάφια χώματα που σκεπάσανε τις Ταναγραίες. Μας ήρθες από το Δούναβη, καθώς ο Ρονσάρ, και από το Βυζάντιο, σαν τον Αντρέα Σενιέ. Τι ωραίο βιβλίο θα μπορούσε κανείς να γράψη με την ιστορία μιας σταλαματιάς από ελληνικό αίμα. Οι ενθύμησες, αυθόρμητες, που στηρίζουν το πνεύμα σου, πώς σε βοηθούν να καταλάβης το μυστήριο της εμπνεύσεως!»

Με τον Μπαρρές δεν έλειψαν και οι δύσκολες στιγμές στη σχέση τους. Μια τέτοια ήρθε το 1909, όταν ο ανιψιός του Μπαρρές, Σαρλ Ντεμάνζ, ερωτεύτηκε την Άννα. Η Άννα, με προβλήματα υγείας, προσπαθεί να τον απομακρύνει και φεύγει το καλοκαίρι για να νοσηλευτεί στο Στρασβούργο. Η τελευταία τους συνάντηση στον σταθμό του Νανσύ θα είναι δραματική. Ο Ντεμάνζ, πεπεισμένος ότι η Άννα έχει… εραστή, αυτοκτονεί, αφήνοντας πολλά γράμματα, συμπεριλαμβανομένου ενός για την Άννα. Το περιβάλλον του την κατηγορεί για την αυτοκτονία της και ανώνυμα άρθρα στον Τύπο την συκοφαντούν. Η «ανθρώπινη αναξιοπρέπεια με κάνει δυστυχή», γράφει η Νοάιγ στον Λυσιέν Κορπεσό και επιστρέφει στο σαλόνι της που (καθώς περιορίζεται για λόγους υγείας όλο και περισσότερο σε αυτό, στο σπίτι της λεωφόρου Hoche), μετατρέπεται σε τόπο μοναδικής γοητείας στους λογοτέχνες του καιρού της. Στον κύκλο των φίλων της συναντούμε σε αυτό το σαλόνι, πέρα από τον Μαρσέλ Προυστ, την Κολέτ, τον Πωλ Βαλερύ, τον Ζαν Κοκτώ, τον Εντμόν Ροστάν, τον Πωλ Κλωντέλ, τον Αντρέ Ζιντ, τον Φρεντερίκ Μιστράλ, τον Λεόν Ντωντέ, τον Πιερ Λοτί, τον Μαξ Ζακόμπ, τον Φρανσουά Μωριάκ, τον σπουδαίο αλλά άτυχο νέο ποιητή Ανρί Φρανκ (που πέθανε από φυματίωση το 1912, μόλις 24 ετών) μα και πολιτικούς, όπως ο Ζωρζ Κλεμανσώ. Όμως η πιο εγκάρδια σχέση είναι πάντα με τον Μαρσέλ Προυστ.

Από την πρώτη συνάντησή τους το 1893 μέχρι τον θάνατο του συγγραφέα το 1922, ο Μαρσέλ Προυστ και η Άννα ντε Νοάιγ διατήρησαν μακρά αλληλογραφία, παρότι δεν βλέπονταν συχνά. Ο θαυμασμός του Προυστ ήταν μεγάλος, όπως και η εκτίμησή του. «Δεν θαυμάζω κανένα συγγραφέα περισσότερο από αυτήν», έγραφε ο σπουδαίος συγγραφέας το 1916, σε μια επιστολή προς τον Εμμανυέλ Μπέρλ. Στο περίφημο έργο του À la recherche du temps perdu, ο Προυστ την υπαινίσσεται στον τρίτο τόμο, στο Le Côté de Guermantes, όπου την περιγράφει ως μια ταλαντούχα ποιήτρια συγκρίσιμη με τον Βίκτορ Ουγκώ και τον Αλφρέ ντε Βινί, και που δυστυχώς γίνεται αντιληπτή από την εμφάνισή της και το περιβάλλον της μόνον ως ένα είδος ανατολίτισσας πριγκίπισσας:

«Έτσι ένας ξάδερφος από τους Saint-Loup παντρεύτηκε μια νεαρή πριγκίπισσα από την Ανατολή που, όπως λέγεται, έγραψε στίχους τόσο όμορφους όσο εκείνοι του Victor Hugo ή του Alfred de Vigny και που, παρόλα αυτά, υποθέταμε ένα πνεύμα διαφορετικό από αυτό που εμείς θα μπορούσαμε να συλλάβουμε, ένα πνεύμα μιας πριγκίπισσας της Ανατολής απομονωμένη σε ένα παλάτι από τις Χίλιες και Μία Νύχτες. Για τους συγγραφείς που είχαν το προνόμιο να τον πλησιάσουν, ήταν εξαπάτηση, ήταν απογοήτευση, ή μάλλον χαρά, να ακούνε μια συνομιλία που έδινε την ιδέα όχι της Σεχραζάντ, αλλά μιας ιδιοφυΐας του τύπου του Victor Hugo ή του Alfred de Vigny».

Στο περίφημο μυθιστόρημα του Προυστ μπορεί να ανιχνεύσει κανείς την παρουσία και του Αντουάν Μπιμπέσκο: έχει εμπνεύσει τον χαρακτήρα του Robert de Saint-Loup. Η φιλία του ξαδέλφου της Αντουάν με τον Προυστ φαίνεται πως ήταν πιο στενή, αφού ο Αντουάν (και ο αδελφός του Εμμανυέλ ως το 1917 που αυτοκτόνησε) τον επισκέπτονταν στο διαμέρισμα που ζούσε απομονωμένος για να σχολιάσουν με πνεύμα τα τελευταία γεγονότα των ανθρώπων του κόσμου. Ο Αντουάν είχε επίσης προσπαθήσει να δημοσιευθεί το το À la recherche du temps perdu στη Nouvelle Revue française, αλλά δεν τα κατάφερε. Από μια ωραία σύμπτωση πάντως, το 1919, ο Προυστ και η Άννα ντε Νοάιγ θα λάμβαναν το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής. Τον Νοέμβριο του 1922, με τον θάνατο του Προυστ, η Άννα δημοσίευσε το κείμενο «Αποχαιρετισμός στον Μαρσέλ Προυστ» στο περιοδικό «L’ Intransigeant» καθώς και ένα άλλο αφιέρωμα στο ειδικό τεύχος του NRF της 8ης Ιανουαρίου 1923. Το 1931, δημοσίευσε τις πενήντα επιστολές που έλαβε από τον Προυστ και απέτισε φόρο τιμής σε αυτόν ως μέντορα στον πρόλογο:

«Χωρίς τον Μαρσέλ Προυστ, χωρίς τους πρωινούς του ύμνους, τους βραδινούς αγγέλους του, που μου έφταναν σε φακέλους υπερφορτωμένους με πρόσθετα τέλη […] δεν θα είχα γράψει τα ποιήματα που απαιτούσαν οι προτιμήσεις του Μαρσέλ Προυστ. Η εκθαμβωτική φιλία του με επηρέασε, με μεταμόρφωσε».

Ζώντας μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η ντε Νοάιγ δεν ξεχνά ποτέ πως είναι Ελληνίδα. Θυμάται και γράφει για τα παιδικά της χρόνια στον Βόσπορο, νοιάζεται για τις τύχες της Ελλάδας και αφιερώνει στον Ελευθέριο Βενιζέλο το ποίημα «Ελλάδα, μητρική μου γη» («La Grece, ma terre maternelle»), που θα περιληφθεί στη συλλογή «Les Forces eternelles» («Αιώνιες δυνάμεις), το 1921, τη χρονιά εκλογής της στη Βασιλική Ακαδημία του Βελγίου. Ένα ποίημα- συνισταμένη του νοαγικού λυρισμού, καθώς δεν εκφράζει, ούτε υπαινίσσεται τίποτα ατομικό αλλά εικονίζει καθολικά το ελληνικό μεγαλείο, όσο και αν το βρουν «πολύ λυρικό, με ασύμμετρες υπερβολές όσοι έχουν παραδοθεί με εξασθενημένα όργανα στον σκεπτικισμό», όπως σημειώνει ο Παλαμάς (ΙΓ΄, 527) που το απέδωσε στα ελληνικά:

«Παιδική χαρά της ευτυχίας, υπέρτατη ορμή της χάρης, αρχή της αλήθειας, τελείωμα της ομορφιάς, ώριμη γαλήνη που δεν κουράζεσαι και μέσα στον τάφο. Γνώρισες να νικήσης τον καιρό, ακόμη και στο λήθαργό σου μεθούσες τους ανθρώπους που πρόβαιναν να σε κατοπτεύσουν. Σε ονόμαζαν Λόγο, Δήμο, Κόρη, Υγεία, και γέρνανε τα γόνατά τους απάνω στα πόδια σου. Ιέρεια πανηγυρική ή δολερή χορεύτρια, πέθαινες με το θέλημα κάποιου μουσικού ονείρου. Ω λαέ της ζωής, λαέ των μουσείων, άκουσε το θυγατρικό τραγούδι μου! Η ιστορία μιλούσε για σε με φρενίτιδα» (ΙΓ΄, 322 και 528).

Ο Παλαμάς δεν χάνει ευκαιρία να αναφερθεί «στο αίμα το ελληνικό» της Νοάιγ (Δ΄, 329 και Ι΄, 183) ενώ δεν φείδεται χαρακτηρισμών: μυριόχαρη (Στ΄, 200), περίφημη ψάλτρα (Η΄, 89), μεγαλόστομη ψάλτρα (Η΄, 114), μια από τις σκηπτούχους του σύγχρονου γαλλικού τραγουδιού (Η΄, 114), ψάλτρα με τη φλέβα τη δαιμόνια (Η΄, 170). Το 1924, με προσωπική πρόσκλησή της θα συμμετάσχει με κείμενο σε αφιέρωμα για τα 400 χρόνια από τη γέννηση του Ρονσάρ, γράφει δε στις 6-10-1924 σχετικό άρθρο στον «Ελεύθερο Λόγο» (ΙΓ΄, 233- 238), στο οποίο συμπεριλαμβάνει το απαντητικό γράμμα που έστειλε στην ντε Νοάιγ. Σε αυτό, μετά από εκτενή αναφορά στη σημασία του έργου του Ρονσάρ, διαβάζουμε:

«Λογαριάζω, σαν από τις πιο ευτυχισμένες της ζωής μου, την ημέρα που σας πρωτογνώρισα μέσα στα “Eblouissements” και είπα: Μεγάλος ποιητής γεννήθηκε! Και είταν ημέρα μου δοξασμένη εκείνη που έλαβα την εικόνα σας, σταλμένη προς το διάπυρο θαυμαστή σας από τα πλουσιοπάροχα χέρια σας» (ΙΓ΄, 236)

*

*

ΤΕΛΟΣ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ

*

*

*