Day: 22.02.2025

Η μεταπολιτευτική «μουσειοποίηση» του Μίκη Θεοδωράκη

*

2025: Έτος Μίκη Θεοδωράκη – Μύθοι και πραγματικότητες #2

γράφει ο Θάνος Γιαννούδης

Σειρά άρθρων που καλύπτουν όλη τη διάρκεια του «Αφιερωματικού έτους Μίκη Θεοδωράκη». Ερευνώνται οι διαφορετικές πτυχές της ζωής και του έργου του, οι ιδεολογικές του μεταστροφές, οι συνάφειές του με το μοντερνισμό, καθώς και με άλλους καλλιτέχνες. Τι μένει εντέλει από το πολύπλευρο έργο του πλέον μείζονος Έλληνα δημιουργού του 20ού αιώνα εκατό χρόνια μετά τη γέννησή του.

***

Διαρκές παράπονο του Μίκη Θεοδωράκη (και πολλάκις επαναλαμβανόμενο, μάλιστα, στις κατά καιρούς συνεντεύξεις και τοποθετήσεις του) υπήρξε ο συστηματικός πόλεμος που –υποστήριζε πως– δεχόταν το έργο του στην ουσία του και ο αποκλεισμός της νεότερης δημιουργίας του από τον κόσμο, κάτι που οδηγούσε προοδευτικά κατά τα μεταπολιτευτικά έτη στην ολοένα και πιο προϊούσα μουσειοποίησή του. Με το δεύτερο μας άρθρο στη σειρά των μικρών κι ευσύνοπτων δοκιμίων μας που διατρέχουν την επετειακή ετούτη χρονιά, φιλοδοξούμε να ερμηνεύσουμε την προοδευτική αποριζοσπαστικοποίηση που έλαβε χώρα, ερευνώντας το πού ευθύνονται πράγματι οι μηχανισμοί της εξουσίας και οι γενικότερες κοινωνικές συνθήκες, αλλά και το πού φταίει μάλλον και ο ίδιος ο δημιουργός με τη στάση και τις επιλογές του.

Ευθύνονται οι συγκυρίες και οι μηχανισμοί γιατί: κατά την πρώιμη Μεταπολίτευση υπήρξε ομολογουμένως μια υπερέκθεση της περσόνας και του έργου του Μίκη Θεοδωράκη, με εμφανείς ροπές προς την υπερβολή. Η συσσωρευμένη οργή που εκφράστηκε με την πτώση της δικτατορίας έπειτα από χρόνια φίμωσης και καταπίεσης είχε ως συνέπεια τη δόμηση μιας τέχνης υπέρμετρα ριζοσπαστικής, με έντονα τα αντιστασιακά και τα επαναστατικά στοιχεία, ορισμένες, μάλιστα, φορές και εις βάρος εντέλει του αισθητικού αποτελέσματος. Η συνακόλουθη ελεύθερη πια κυκλοφορία της μουσικής του Θεοδωράκη, από κοινού με την επιστροφή του στην Ελλάδα με τιμές ήρωα, κίνησαν ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον για εκείνον (που οι εταιρείες εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο) κι είχαν, συνεπώς, ως αποτέλεσμα μια μαζικότατη παραγωγή δίσκων (παλαιότερων κύκλων που επανακυκλοφόρησαν, έργων του καιρού της επταετίας, καθώς και νέων κύκλων τραγουδιών με εμφανέστατο το επικαιρικό και εφήμερο στοιχείο). Ωστόσο, η εκτεταμένη υπερέκθεση μιας περσόνας ούτως ή άλλως πληθωρικής και η εκμετάλλευσή της από τη δισκογραφική βιομηχανία έφερε μάλλον γρήγορα έναν εμφανή κορεσμό, γεγονός που μακροπρόθεσμα λειτούργησε εις βάρος των υπόλοιπων τμημάτων του μουσικού του έργου.

Φταίει και ο ίδιος ο Μίκης γιατί: επέμεινε πολύ έκτοτε στην δόμηση ταυτότητας κατά την περίοδο του αντιδικτατορικού αγώνα στην Ελλάδα, ενώ ενίσχυσε, παράλληλα, τη λογική του «συνθέτη του Ζορμπά» ως ενός ελληνικού εξαγώγιμου πολιτισμικού προϊόντος στο εξωτερικό. Η έλευση της Μεταπολίτευσης πράγματι τον εντάσσει αυτομάτως στους δικαιωμένους «ήρωες» και αγωνιστές της περιόδου, με τον ίδιο έκτοτε να μην μπορεί (και να μην επιθυμεί) να αποκρούσει αυτή του την ταυτότητα, επιμένοντας σε κάθε συγκυρία σ’ εκείνη κι έχοντας διαρκείς τις αναφορές του σε ένα εμφυλιακό και μετεμφυλιακό κοσμοείδωλο που απείχε, ωστόσο, χρονικά ολοένα και περισσότερο από την άμεση και απτή πραγματικότητα. Ταυτόχρονα, η δημοφιλία του «Ζορμπά» στο εξωτερικό (κατά βάση στη Δύση, μιας και ο τότε κομμουνιστικός κόσμος έδωσε περισσότερη βάση στο συμφωνικό του έργο) υπήρξε ένα γεγονός πάνω στο οποίο και ο ίδιος πάτησε, με σειρά συναυλιών και δίσκων, καθώς και με την παρουσίαση ενός σχετικού μπαλέτου, διαμορφώνοντας μια ωραιοποιημένη τουριστική απεικόνιση της Ελλάδας και του ίδιου ως του ντε φάκτο «ανέφελου» μουσικού της πρέσβη και εκπροσώπου. (περισσότερα…)

Ποιος εκμεταλλεύεται ποιον;

*

του ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΤΣΟΓΙΑΝΝΗ

Η ιστορία της ταινίας (Ανόρα, Σων Μπέηκερ) τοποθετείται, κατά έναν αποκλειστικό σχεδόν τρόπο, σε μια συγκεκριμένη συγκυρία: την κοινωνική κατάσταση μετά (ή αρκετά μετά) την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού στην Ευρώπη, και μόνο με αυτήν την προϋπόθεση μπορεί να κριθεί. Λέμε αρκετά μετά διότι πάνε ήδη τριάντα πέντε χρόνια μετά την αποτυχία του εν λόγω κοινωνικού πειράματος, από το οποίο εκατομμύρια ανθρώπων άντλησαν ελπίδα, και όχι μόνο επειδή τα εν λόγω μακροϊστορικά μεγέθη είναι σχετικά (τι είναι άλλωστε τριάντα πέντε χρόνια μπρος στη σοσιαλιστική αιωνιότητα;). Βέβαια, η υπόθεση δεν εκτυλίσσεται σε κάποιο πρώην σοσιαλιστικό κράτος της Ευρώπης αλλά στις Η.Π.Α. και αναφέρεται στον σοσιαλισμό εξ αντιθέσεως και εξ αντανακλάσεως. Και πάλι βέβαια χωρίς αυτήν την προϋπόθεση η ιστορία και η δράση των ηρώων δεν θα μπορούσε να γίνει κατανοητή.

Ο νεαρός γόνος μιας οικογένειας Ρώσων ολιγαρχών απολαμβάνει μια πολυτελή ζωή στην Αμερική, προσωρινά μακριά από το έλεγχο των γονέων του. Είναι μια ζωή γεμάτη ασυδοσία, κυρίως από σεξουαλική άποψη, και σπατάλες. Το μόνο που του λείπει είναι η αμερικανική υπηκοότητα, αυτή που έχει και ο τελευταίος homeless της αμερικανικής επικράτειας. Το πρόβλημα φαίνεται ότι θα λυθεί όταν γνωρίζει μια ρωσικής καταγωγής γυναίκα, την Ανόρα, σε ένα κατάστημα στριπ-τηζ. Ο νεαρός γόνος, σπανίως εκτός επήρειας ψυχοτρόπων ουσιών, παρότι εναλλάσσει με ιλιγγιώδη ταχύτητα τα girlfriends, θα κολλήσει τρόπον τινά με μια κοπέλα του στριπτηζάδικου. Είναι μια χημεία απαραίτητη για τη δραματουργική εξέλιξη αλλά και για την ανθρώπινη και ανθρωπιστική ευλογοφάνεια της ταινίας: αν δεν υπήρχε η ιστορία των δύο νέων, δεν θα ήταν άξια καταγραφής. Μόνο που, βέβαια, τα ωραία συναισθήματα σπανίζουν ή δεν ευδοκιμούν καθόλου στους χώρους ενός στριπτηζάδικου, και δη αμερικανικού. Κάτι παρόμοιο είναι όμως σύνηθες στην κινηματογραφική μυθοπλασία, σηματοδοτώντας έτσι ότι η αφήγηση βρίσκεται υπό τον αστερισμό της μυθοπλασίας. Και οι δύο νέοι, βέβαια, διαθέτουν αυτό το κάτι παραπάνω που θα τους κάνει μυθοπλαστικούς: η κοπέλα είναι ευγενής και τρυφερή, υπέρ το δέον για μια εκδιδόμενη, ο νεαρός είναι αυθόρμητος και γενναιόδωρος, και δεν ταμπουρώνεται πίσω από την κοινωνική του θέση και τις κοινωνικές του δεσμεύσεις. Αυτό θα δώσει την αφορμή για ένα σύντομο «ταγκό για δύο», που όμως θα έχει άδοξο τέλος. Παρότι ο γάμος θα γίνει de jure, de facto είναι αδύνατο να συνεχιστεί, αφότου παρέμβει η ρωσική οικογένεια με τους σωματοφύλακές της και τους ακολούθους της. Έτσι, αυτό που θα μπορούσε να είναι μια υπέρβαση των κοινωνικών, εθνικών, ταξικών διαχωρισμών καταλήγει, μοιραία τρόπον τινά, στο απόλυτο φιάσκο, στο ξεγύμνωμα των χαρακτήρων και των κινήτρων τους.

Ο νεαρός δεν φαίνεται ικανός να κρατήσει τη «σύζυγό» του. Χωρίς τα χρήματα των γονέων, κερδισμένα από παράνομες δραστηριότητες και κυρίως από εμπόριο ναρκωτικών, είναι ανύπαρκτος ως χαρακτήρας και ως κοινωνική οντότητα. Η κοπέλα του, θέλοντας και μη, θα τον εγκαταλείψει, για να βρει παρηγοριά, όπως υπονοεί στο τέλος της η ταινία, στην αγκαλιά ενός σωματοφύλακα, κι αυτή θα είναι η μόνη κερδισμένη της υπόθεσης. Η θεμελιώδης αρχή της πραγματικότητας θα επιβάλει τους κανόνες της. Πάντως κι αυτή η περικοπή των φιλοδοξιών της, όταν από εκλεκτή του γιου του ολιγάρχη γίνει απλώς σύντροφος ενός παρακατιανού σωματοφύλακα, είναι ένα είδος δικαιοσύνης: θέλησε να εκμεταλλευτεί μια «τυχαία» γνωριμία για να ανέβει κοινωνικά, αλλά η μόνη προοπτική που της ανοίχθηκε είναι αυτή της «ηθικής» ανόδου ως σύντροφος ενός σωματοφύλακα. Άραγε ποιος εκμεταλλεύεται ποιον; (περισσότερα…)