*
τοῦ ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ
Πολλοὶ μέμφονται σήμερα τὸ ἐκπαιδευτικὸ σύστημα ἐπειδὴ καταναγκάζει, λέει, τοὺς μαθητὲς στὸ παπαγάλισμα μιᾶς ἄχαρης καὶ ξηρῆς, ὅπως ὑποστηρίζουν, διδακτικῆς ὕλης. Καὶ ζητοῦν νὰ καρυκεύσουν τὶς μεθόδους του μὲ νέες, ποὺ νὰ περιλαμβάνουν τὴν τέρψη. Γιὰ νέα παιδαγωγία, συμμετοχική, μαθητοκεντρικὴ μάλιστα, εἶναι ὁ λόγος. Οἱ δὲ διδάσκοντες προτρέπονται νὰ ζητοῦν ἀνυπερθέτως τὴ γνώμη τῶν διδασκομένων, μεταξὺ ἄλλων μὲ ἐρωτήματα τοῦ τύπου:
«Τί σοῦ ἀρέσει νὰ κάνεις στὸ σχολεῖο; Τί ἄλλο θὰ σοῦ ἄρεσε νὰ κάνεις, ἀλλὰ δὲν τὸ κάνεις; Παίζεις μὲ ὅποιο παιχνίδι θέλεις; Παίζεις μὲ ὅποιο παιδὶ θέλεις; Λὲς τὶς ἀπόψεις σου γι’ αὐτὸ ποὺ θέλεις νὰ γίνεται στὴν τάξη μας; Ἐσὺ καὶ τὰ παιδιὰ τῆς τάξης σου παίρνετε ἀποφάσεις γι’ αὐτὰ ποὺ γίνονται στὸ μάθημα;»
«Τέτοιου εἴδους ἐρωτήσεις», διαβάζουμε στὸ ἴδιο ἐπίσημο κείμενο, ἕναν ὁδηγὸ πρὸς τοὺς δασκάλους τοῦ Δημοτικοῦ ἐγκεκριμένο ἀπὸ τὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας, «ὑποστηρίζουν ἕνα κλίμα ὅπου τὰ παιδιὰ κατανοοῦν ὅτι οἱ ἀπόψεις τους εἶναι σημαντικές», καὶ συνδιαμορφώνουν μ’ αὐτὲς «μιὰ εὐχάριστη καὶ δημιουργικὴ ἐκπαιδευτικὴ διαδικασία.»
Ὅμως ὅταν πρόκειται γιὰ τὸ «καλλιτεχνικὸ σύστημα», πολλοὶ (συχνὰ καὶ οἱ ἴδιοι) πρεσβεύουν τὸ ἀνάποδο. Ὅσο δύσκολο, ὅσο δυσκατάποτο καὶ στριφνὸ κι ἂν εἶναι τὸ καλλιτέχνημα, ἰσχυρίζονται, ἡ εὐθύνη βαραίνει ὄχι τὸν δημιουργὸ ἀλλὰ τὸν φιλότεχνο. Ἐκεῖνος εἶναι ποὺ ὀφείλει μὲ καιρὸ καὶ μὲ κόπο νὰ μαθητεύσει στὸ ἔργο, καὶ παραιτούμενος ἀπὸ τὴν προσδοκία τῆς ἄμεσης ἀπόλαυσης, νὰ καταστεῖ ἄξιός του.
«Ἄκουσα τὴ Βαλκυρία τοῦ Βάγκνερ», ὁμολογοῦσε ἤδη τὴ δεκαετία τοῦ 1880 ὁ Ἀλεξάντερ Γκλαζοῦνοφ.
«Δὲν κατάλαβα γρί. Δὲν μοῦ ἄρεσε καθόλου. Τὴν ἄκουσα δεύτερη φορά. Πάλι δὲν κατάλαβα τίποτα. Τὴν τρίτη φορά, τὰ ἴδια. Πόσες φορὲς νομίζετε ἄκουσα αὐτὴ τὴν ὄπερα ὥσπου νὰ τὴν καταλάβω; Ἐννιά! Τὴ δέκατη ἐπιτέλους τὰ ἔπιασα ὅλα. Καὶ τότε μοῦ ἄρεσε πολύ.»
Καὶ ὁ ὁμότεχνός του Ἄρνολντ Σαῖνμπεργκ μισὸν αἰῶνα ἀργότερα ὑπερθεμάτιζε.
«Θὰ τὸ ἔχετε ἀσφαλῶς καταλάβει ὅτι δὲν εἶμαι φιλόδοξος καὶ ὅτι δὲν περιμένω ἀπὸ τὸ κοινὸ νὰ κατανοήσει τὴ μουσική μου μὲ τὴν πρώτη κιόλας ἀκρόαση. Θὰ ἤμουν εὐχαριστημένος ἂν μὲ τὴ δέκατη πέμπτη ἀκρόαση ἔπαυε ἁπλῶς νὰ τὴν ἀπεχθάνεται».
Ἡ ἀντίθεση δὲν θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι μεγαλύτερη. Στὴν πρώτη περίπτωση ψέγεται ὁ δάσκαλος ἂν τὰ λεγόμενά του δὲν ἐμπεδωθοῦν ἀκαριαῖα καὶ ἄκοπα ἀπὸ τοὺς μαθητές του. Στὴ δεύτερη, ὁ καλλιτέχνης ἀπαλλάσσεται ἐξ ἀρχῆς ἀπὸ κάθε ἀνάλογη ἀποτυχία. Στὴ μία περίπτωση, τὸ ζητούμενο εἶναι ἡ διδασκαλία ἡ φιλικὴ πρὸς τὸν μαθητή. Στὴ δεύτερη, τὸ αἴτημα γιὰ μιὰ τέχνη φιλικὴ πρὸς τὸ κοινὸ θεωρεῖται ἐξ ἀρχῆς ἀτόπως φιλόδοξο. Τὴ δὲ εὐθύνη γιὰ τὴν ἐξοικείωση μὲ τὸ ἔργο την ἐπωμίζεται ἀποκλειστικὰ ὁ φιλότεχνος. Ἐκεῖνος καλεῖται μὲ καιρὸ καὶ μὲ κόπο νὰ ὑπερβεῖ την ἀπαρέσκεια, ἀκόμη καὶ τὴν ἀπέχθειά του πρὸς αὐτό, ὑπομένοντας πολλοστὲς ἐπαναλήψεις.
Ὅτι ἡ διδασκαλία μπορεῖ νὰ εἶναι συναρπαστική, ἐμπνευστική, ὅσοι εἶχαν δασκάλους χαρισματικοὺς ἀσφαλῶς τὸ γνωρίζουν. Τὸ μαρτυροῦν ὅμως καὶ προσωνύμια προσώπων ἱστορικῶν ὅπως χρυσόστομος καὶ μελίρρυτος – οἱ ἄνθρωποι πάντα ἔδιναν ἀξία μεγάλη στὴν τερπνότητα τοῦ μαθητεύειν. Ὅτι ἡ τέχνη πάλι μπορεῖ νὰ εἶναι ἄκρως διδακτική, εἶναι ἐπίσης πασίγνωστο. Prodesse et delectare, δίδασκαν οἱ ἀρχαῖοι, τέρπειν ἅμα καὶ διδάσκειν, αὐτὰ εἶναι τα ζητούμενα κάθε ἔργου καλλιτεχνικοῦ.
Παρ’ ὅλα αὐτά, τόσο ἡ κλασσικὴ παιδαγωγικὴ ὅσο καὶ ἡ κλασσικὴ αἰσθητικὴ τὴν τέρψη καὶ τὴ διδαχὴ τὶς διέκριναν καὶ τὶς ἱεραρχοῦσαν. Καὶ τοῦτο ποιεῖν κακεῖνο μὴ ἀφιέναι, βέβαια. Ὅμως, ὅπου ἡ σύνθεση δὲν ἦταν εὔκολη (πῶς νὰ κάνει κάποιος μάθημα εὐχάριστο τὴν προπαίδεια ἢ τὴ γραμματική; πόση σοφία πιὰ νὰ σηκώσει ἕνα ἐρωτικὸ ἢ ἕνα παιδικὸ τραγουδάκι;) οἱ προτεραιότητες ἦταν σαφεῖς: νὰ μεταδώσει γνώσεις ἡ διδασκαλία καὶ δευτερευόντως, ὅπου εἶναι δυνατό, νὰ τέρψει· τὸ ἀκριβῶς ἀντίστροφο, ἡ τέχνη. «Θὰ ἔπρεπε νὰ μοῦ ἀρέσει ἡ μουσικὴ τοῦ Σούμαν περισσότερο», παραδέχεται ἀνοιχτὰ ὁ Σάμιουελ Μπάτλερ.
«Τολμῶ νὰ πῶ πὼς θὰ μποροῦσα νὰ ἐξαναγκάσω τὸν ἑαυτό μου νὰ τοῦ ἀρέσει περισσότερο ἂν προσπαθοῦσα. Μὰ δὲν μοῦ ἀρέσει νὰ ἐξαναγκάζω τὸν ἑαυτό μου νὰ ἀρέσκεται σὲ κάτι, μοῦ ἀρέσουν αὐτὰ ποὺ μοῦ ἀρέσουν ἀμέσως, δίχως προσπάθεια.»
Καὶ ὁ Γρηγόριος Ξενόπουλος ἀπὸ τὴ μεριά του διευκρίνιζε:
«Γιατὶ τὸ διασκεδαστικὸ εἶναι στοιχεῖο τῆς Τέχνης ἀπαραίτητο. Γενικά, ἡ Τέχνη εἶναι Μία. Κι εἴτε μεγάλη εἴτε μικρή –γιατί ὑπάρχει καὶ μικρὴ ἀλλὰ γνήσια Τέχνη– εἶναι, καὶ πρέπει νὰ εἶναι, καὶ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι, διασκεδαστική.»
Ἀλήθεια, πῶς συνέβη καὶ τὰ πρόσημα ἀντιστράφηκαν; Πῶς ἀπὸ τοὺς δασκάλους μας τώρα πιὰ ἀπαιτοῦμε γοητεία ἀρτίστα; Καὶ ἀπὸ τοὺς καλλιτέχνες μας πῶς ἀνεχόμαστε τὴν πόζα τὴ στυφὴ τῆς καθέδρας;
*
*
*
