*
Προλόγισμα – Μετάφραση:
ΜΑΡΙΑ Σ. ΜΠΛΑΝΑ
Η Julie Otsuka (γεν. 1962) είναι Αμερικανίδα ζωγράφος και συγγραφέας με ιαπωνικές ρίζες. Αντλεί από την προσωπική της ζωή για να γράψει αυτοεθνογραφικά ιστορικά μυθιστορήματα για τη ζωή των Ιαπωνοαμερικανών. Το 2002 δημοσίευσε το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο When the Emperor was Divine, το οποίο αναφέρεται στα στρατόπεδα εγκλεισμού των Ιαπωνοαμερικανών κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ιστορία ξεκινά στην Καλιφόρνια, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, και βασίζεται στον παππού της Οτσούκα, ο οποίος συνελήφθη ως ύποπτος για κατασκοπεία την επομένη της επίθεσης στο Περλ Χάρμπορ. Το μυθιστόρημά της βραβεύτηκε με το Asian American Literary Award και το American Library Association Alex Award το 2003. Η Οτσούκα συνέχισε να γράφει για την ιστορία της οικογένειάς της και το 2011 δημοσίευσε το παρόν διήγημα με τίτλο Diem Perdidi, σκιαγραφώντας τη μητέρα της που έπασχε από άνοια. Αυτό το διήγημα ήταν ο πρόδρομος του τρίτου μυθιστορήματός της που δημοσιεύτηκε το 2022 με τίτλο Τhe Swimmers (Κολυμπώντας), το οποίο αναφέρεται περαιτέρω στην εμπειρία της ως κόρη μιας μητέρας με άνοια και κυκλοφορεί στα ελληνικά σε μετάφραση Θωμά Σκάσση από τις εκδ. Πατάκη.
«Amici, diem perdidi!» Φίλοι μου, έχασα τη μέρα μου! Φράση που φέρεται να είπε ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Τίτος στους φίλους του, στη σκέψη πως δεν είχε κάνει τίποτα εκείνη τη μέρα για να βοηθήσει κάποιον άνθρωπο. (Σουητώνιος, De Vita Caesarum)
~.~
Θυμάται πώς τη λένε. Θυμάται πώς λένε τον πρόεδρο. Θυμάται πώς λένε τον σκύλο του προέδρου. Θυμάται σε ποια πόλη μένει. Και σε ποια οδό. Και σε ποιο σπίτι. Σ’ αυτό με την μεγάλη ελιά στον κήπο, στη γωνία του δρόμου. Θυμάται τι χρονιά έχουμε. Θυμάται τι εποχή είναι. Θυμάται τη μέρα που γεννήθηκες. Θυμάται την κόρη που γεννήθηκε πριν από σένα –Είχε τη μύτη του πατέρα σου, αυτό πρωτοπρόσεξα πάνω της– αλλά δεν θυμάται τ’ όνομα εκείνης της κόρης. Θυμάται τ’ όνομα του άντρα που δεν παντρεύτηκε –Φρανκ– κι έχει φυλαγμένα τα γράμματά του σ’ ένα συρτάρι πλάι στο κρεβάτι της. Θυμάται πως παντρεύτηκες κάποτε αλλά αρνείται να θυμηθεί τ’ όνομα του πρώην άντρα σου. Εκείνος ο άντρας, έτσι τον αποκαλεί. Δεν θυμάται πώς έπαθε τις μελανιές στα μπράτσα της ή ότι πήγατε βόλτα μαζί το πρωί. Δεν θυμάται ότι έσκυψε κάποια στιγμή, στη βόλτα, κι έκοψε ένα λουλούδι από το παρτέρι του γείτονα και το έβαλε στα μαλλιά της. Ίσως τώρα με φιλήσει ο πατέρας σου. Δεν θυμάται τί έφαγε χτες βράδυ ή πριν πόση ώρα πήρε τα φάρμακά της. Δεν θυμάται να πίνει αρκετό νερό. Δεν θυμάται να χτενίζει τα μαλλιά της.
Θυμάται τους αποξηραμένους λωτούς που κρέμονταν κάποτε από τις μαρκίζες του σπιτιού της μητέρας της στο Μπέρκλεϋ Είχαν το πιο όμορφο πορτοκαλένιο χρώμα. Θυμάται ότι στον πατέρα σου αρέσουν πολύ τα ροδάκινα. Θυμάται πως, κάθε Κυριακή πρωί, στις δέκα, την πηγαίνει βόλτα κάτω στη θάλασσα, με το καφέ αυτοκίνητο. Θυμάται πως κάθε απόγευμα, λίγο πριν αρχίσει το δελτίο ειδήσεων των οκτώ, βγάζει δύο τυχερά μπισκότα σε ένα χάρτινο πιάτο και της ανακοινώνει ότι θα κάνουν πάρτυ. Θυμάται πως τις Δευτέρες επιστρέφει από το κολέγιο στις τέσσερις, και πως ακόμα και πέντε λεπτά ν’ αργήσει, εκείνη βγαίνει στην αυλόπορτα να τον περιμένει. Θυμάται ποιο είναι το δικό της δωμάτιο και ποιο το δικό του. Θυμάται πως το δωμάτιο που κοιμάται τώρα ήταν κάποτε το δικό σου δωμάτιο. Θυμάται πως δεν ήταν πάντα έτσι τα πράγματα.
Θυμάται τον πρώτο στίχο του How High the Moon. Θυμάται τον εθνικό ύμνο. Θυμάται το ΑΜΚΑ της. Θυμάται το τηλέφωνο της κολλητής της, της Τζιν, παρόλο που η Τζιν πέθανε πριν έξι χρόνια. Θυμάται ότι η Μάργκαρετ έχει πεθάνει. Θυμάται ότι η Μπέττυ έχει πεθάνει. Θυμάται ότι η Γκρέης έπαψε να της τηλεφωνεί. Θυμάται ότι η μητέρα της πέθανε πριν εννέα χρόνια, ενώ σκάλιζε τον κήπο της, και τη νοσταλγεί ολοένα και περισσότερο κάθε μέρα. Αυτός ο πόνος δεν σβήνει. Θυμάται το νούμερο με το οποίο η αμερικανική κυβέρνηση φακέλωσε στην οικογένειά της όταν άρχισε ο πόλεμος. 13611. Θυμάται ότι τους έστειλαν στην έρημο, μαζί με την μητέρα και τον αδελφό της, τον πέμπτο μήνα εκείνου του πολέμου και ότι τότε πήρε για πρώτη φορά το τραίνο. Θυμάται τη μέρα που επέστρεψαν στο σπίτι. 9 Σεπτέμβρη, 1945. Θυμάται τον συριγμό του αέρα στο φύλλωμα της φασκομηλιάς. Θυμάται τους σκορπιούς και τα μυρμήγκια. Θυμάται τη γεύση της σκόνης.
Όποτε πας να τη δεις θυμάται να σε πάρει μια μεγάλη αγκαλιά, κι εσύ εκπλήσσεσαι πάντα με το πόσο δυνατή είναι. Θυμάται να σου δώσει ένα φιλί κάθε φορά που φεύγεις. Θυμάται να σου πει, στο τέλος κάθε τηλεφωνήματος, ότι το FBI θα σε παρακολουθήσει ξανά σύντομα. Θυμάται να σε ρωτήσει αν θα ’θελες να σου σιδερώσει τη μπλούζα πριν βγεις ραντεβού. Θυμάται να σου σιάξει τη φούστα. Άσε και κάτι κρυφό. Θυμάται να πατικώσει μια τούφα που πετάει στα μαλλιά σου. Δεν θυμάται ότι φάγατε μαζί μεσημεριανό πριν από είκοσι λεπτά και σου λέει να πας να φέρεις σάντουιτς και πίτα από το Marie Callender’s. Δεν θυμάται ότι κι εκείνη κάποτε έφτιαχνε τις πιο νόστιμες πίτες με απίστευτα τραγανή κρούστα. Δεν θυμάται πώς να σου σιδερώσει τη μπλούζα ή πότε άρχισε να ξεχνάει. Κάτι έχει αλλάξει. Δεν θυμάται τί πρέπει να κάνει τώρα.
Θυμάται ότι η κόρη που γεννήθηκε πριν από σένα έζησε για μισή ώρα και ύστερα πέθανε. Φαινόταν τέλεια. Θυμάται τη μητέρα της να της λέει, πολλές φορές, Ποτέ σου μην αφήσεις κανέναν να σε δει να κλαις. Θυμάται ότι σε έλουσε για πρώτη φορά τρεις μέρες αφότου ήρθες στον κόσμο. Θυμάται πως ήσουν πολύ χοντρό μωρό. Θυμάται πως η πρώτη σου λέξη ήταν Όχι. Θυμάται που μάζευε μήλα σ’ ένα χωράφι με τον Φρανκ πολλά χρόνια πριν, μες στη βροχή. Ήταν η καλύτερη μέρα της ζωής μου. Θυμάται ότι την πρώτη φορά που τον συνάντησε είχε τόσο άγχος που ξέχασε τη διεύθυνσή της.
Θυμάται πως είχε φορέσει πιο πολύ κραγιόν απ’ όσο χρειαζόταν. Θυμάται πως δεν είχε κοιμηθεί για μέρες.
Όταν περνάτε από το Πάρκο Έσε, θυμάται που η δασκάλα της γυμναστικής την έδιωξε απ’ την τάξη, την τάξη όπου είχε περάσει δέκα χρόνια. Δεν έπρεπε να μιλάω τόσο πολύ. Θυμάται που έκανε διατάσεις κι επικύψεις κι επιτόπια άλματα στο φρεσκοκομμένο γρασίδι. Θυμάται πως μπορούσε να πηδήξει ψηλότερα απ’ όλους στην τάξη. Δεν θυμάται πώς να χρησιμοποιήσει την «καινούρια» καφετιέρα, που την έχουμε τρία χρόνια τώρα, γιατί την αγοράσαμε αφού είχε αρχίσει να ξεχνά. Δεν θυμάται ότι ρώτησε τον πατέρα σου, πριν δέκα λεπτά, αν σήμερα είναι Κυριακή, κι αν είναι η ώρα για τη βόλτα τους με το αυτοκίνητο. Δεν θυμάται πού άφησε το πουλόβερ της ή πόση ώρα κάθεται στην πολυθρόνα της. Κάποιες φορές δεν θυμάται πώς να σηκωθεί από κείνη την πολυθρόνα, κι έτσι κατεβάζεις απαλά το υποπόδιο και της δίνεις το χέρι σου – κάποιες φορές δεν θυμάται να το πιάσει. Άσε με, λέει κάποιες φορές.
Άλλες φορές, λέει απλώς, Κόλλησα. Δεν θυμάται ότι τις προάλλες το βράδυ, μόλις έφυγε ο πατέρας σου από το δωμάτιο, σου είπε Μ’ αγαπάει πιο πολύ απ’ ό,τι τον αγαπώ εγώ. Δεν θυμάται ότι σου είπε, την αμέσως επόμενη στιγμή, Θέλω να γυρίσει γρήγορα, δεν μπορώ να περιμένω.
Θυμάται πως όταν ο πατέρας σου τη φλέρταρε, ήταν πάντα στην ώρα του. Θυμάται που σκεφτόταν πως εκείνος είχε ωραίο χαμόγελο. Ακόμα έχει. Θυμάται πως όταν πρωτο-συναντήθηκαν εκείνος ήταν αρραβωνιασμένος με άλλη γυναίκα.
Θυμάται πως εκείνη η άλλη γυναίκα ήταν λευκή. Θυμάται πως οι γονείς εκείνης της άλλης γυναίκας δεν ήθελαν η κόρη τους να παντρευτεί έναν άντρα που έμοιαζε με τον κηπουρό τους. Θυμάται πως οι χειμώνες ήταν πιο κρύοι τότε, και πως κάποιες μέρες έπρεπε στ’ αλήθεια να φορέσει κανείς παλτό και κασκόλ. Θυμάται τη μητέρα της να προσεύχεται κάθε πρωί και να προσφέρει στους προγόνους της ένα μπολ ζεστό ρύζι. Θυμάται να μυρίζει θυμίαμα και λάχανο τουρσί στην κουζίνα. Θυμάται πως ο πατέρας της φορούσε πάντα καλά παπούτσια. Θυμάται πως τη νύχτα που ήρθε να τους μαζέψει το FBI, οι γονείς της είχαν μόλις καυγαδίσει πολύ, γι’ άλλη μία φορά. Θυμάται πως δεν τον ξαναείδε παρά μόνο όταν τελείωσε ο πόλεμος.
Δεν θυμάται πάντα να κόψει τα νύχια των ποδιών της, κι όταν της πλένεις τα πόδια σε μια λεκάνη με ζεστό νερό κλείνει τα μάτια και γέρνει πίσω στην πολυθρόνα της και απλώνει το χέρι να πιάσει το δικό σου. Μην μ’ αφήσεις. Δεν θυμάται πώς να δέσει τα κορδόνια στα παπούτσια της ή πώς να κουμπώσει το σουτιέν της. Δεν θυμάται ότι φοράει την αγαπημένη της μπλε μπλούζα εδώ και πέντε μέρες συνέχεια. Δεν θυμάται πόσων χρόνων είσαι. Όταν κάνεις δικά σου παιδιά θα καταλάβεις, σου λέει, παρόλο που είσαι πια πολύ μεγάλη για να κάνεις δικά σου παιδιά.
Θυμάται πως όταν γεννήθηκε κι ύστερα πέθανε η πρώτη κόρη, καθόταν στον κήπο για μέρες και κοίταζε τις τριανταφυλλιές πλάι στη στέρνα. Δεν ήξερα τί άλλο να κάνω. Θυμάται πως όταν γεννήθηκες είχες, κι εσύ, τη μακρουλή μύτη του πατέρα σου. Ήταν λες και είχα γεννήσει το ίδιο κοριτσάκι για δεύτερη φορά. Θυμάται πως είσαι Ταύρος. Θυμάται πως η τυχερή σου πέτρα είναι το σμαράγδι. Θυμάται να σου διαβάζει την πρόβλεψη για το ζώδιό σου στην εφημερίδα, όποτε έρχεσαι να τη δεις. Ίσως μπει ξανά στη ζωή σου κάποιος κοντινός σου άνθρωπος από το παρελθόν. Δεν θυμάται ότι σου διάβασε την ίδια πρόβλεψη πριν πέντε λεπτά ή ότι πήγε μαζί σου στον γιατρό την περασμένη βδομάδα γιατί είδες ένα μικρό καρούμπαλο στο πίσω μέρος του κεφαλιού της. Νομίζω πως έπεσα. Δεν θυμάται πως είπε στον γιατρό ότι δεν είσαι πια παντρεμένη ή πως του έδωσε το τηλέφωνό σου και τον παρακάλεσε να σε καλέσει. Δεν θυμάται ότι έσκυψε προς το μέρος σου και σου ψιθύρισε, τη στιγμή που βγαίνατε από το ιατρείο, Πιστεύω πως θα σε πάρει τηλέφωνο.
Θυμάται έναν άλλο γιατρό να τη ρωτάει, πριν πενήντα χρόνια, λίγα λεπτά μετά τη γέννηση και τον θάνατο της πρώτης κόρης, αν ήθελε να δωρίσει το σώμα του μωρού για τις ανάγκες της επιστήμης. Μου είπε πως είχε μια πολύ ασυνήθιστη καρδιά. Θυμάται πως ο τοκετός κράτησε τριάντα δύο ώρες. Θυμάται πως ήταν πολύ κουρασμένη για να σκεφτεί. Κι έτσι του είπα ναι. Θυμάται να γυρνούν με τον πατέρα σου σπίτι από το νοσοκομείο, οδηγώντας τη γαλάζια Σεβρολέ, και να μη λέει κανείς τους λέξη. Θυμάται να νιώθει πως είχε κάνει ένα μεγάλο λάθος. Δεν θυμάται τι έγινε με το σώμα του μωρού και ανησυχεί μήπως έχει ξεμείνει κλεισμένο σ’ ένα βάζο. Δεν θυμάται γιατί δεν την κήδεψαν απλώς. Πώς θα ’θελα να ’ναι κάτω από ένα δέντρο. Θυμάται πως ήθελε να της πηγαίνει λουλούδια κάθε μέρα.
Θυμάται πως, μικρό κορίτσι ακόμα, έλεγες πως δεν ήθελες να κάνεις παιδιά. Θυμάται πως απεχθανόσουν τα φορέματα. Θυμάται πως δεν έπαιζες ποτέ με κούκλες. Θυμάται πως την πρώτη φορά που σου ήρθε περίοδος ήσουν δεκατριών και φορούσες ένα ανοιχτό κίτρινο παντελόνι. Θυμάται πως ο σκύλος των παιδικών σου χρόνων λεγόταν Σίρο. Θυμάται πως κάποτε είχες μια γάτα που την έλεγαν Βενζίνη. Θυμάται πως είχες δύο χελώνες που τις έλεγαν Χελώνες. Θυμάται πως την πρώτη φορά που σε πήγαν με τον πατέρα σου στην Ιαπωνία να γνωρίσεις την οικογένειά του, ήσουν δεκαοκτώ μηνών και μόλις που είχες αρχίσει να μιλάς. Θυμάται πως σε άφησε στη μητέρα του, στο ορεινό χωριουδάκι με το μεταξουργείο, για δέκα μέρες, όσο εκείνη κι ο πατέρας σου έκαναν το γύρο του νησιού. Ανησυχούσα συνέχεια για σένα. Θυμάται πως όταν επέστρεψαν δεν την αναγνώριζες και πως για μέρες δεν της μιλούσες, μόνο ψιθύριζες στο αυτί της.
Θυμάται πως τη χρονιά που έκλεισες τα πέντε δεν έβγαινες με τίποτα απ’ το σπίτι παρά μόνο αφού είχες χτυπήσει την κάσα της πόρτας τρεις φορές. Θυμάται πως είχες κάποτε το συνήθειο να τρίζεις τα δόντια σου επανειλημμένα, κάτι που την έκανε έξαλλη.
Θυμάται πως σε αναστάτωνε πολύ όταν φαγητά με διαφορετικό χρώμα εφάπτονταν μεταξύ τους στο πιάτο. Όλα έπρεπε να είναι ακριβώς όπως τα ήθελες. Θυμάται να προσπαθεί να σου μάθει να διαβάζεις πριν φτάσεις στην κατάλληλη ηλικία. Θυμάται που σε πήγε στο «όλα 1 ευρώ» να διαλέξεις υφάσματα και σχέδια για να σε μάθει να ράβεις.
Θυμάται πως κάθε βράδυ, μετά το δείπνο, καθόσουν δίπλα της στο τραπέζι της κουζίνας και της έδινες τις φουρκέτες μία-μία, καθώς στερέωνε τα μπικουτί στα μαλλιά της. Θυμάται πως αυτή ήταν η αγαπημένη της στιγμή της μέρας. Ήθελα να είμαι συνέχεια μαζί σου.
Θυμάται πως έμεινε έγκυος σε σένα με την πρώτη προσπάθεια. Θυμάται πως έμεινε έγκυος στον αδελφό σου με την πρώτη προσπάθεια. Θυμάται πως έμεινε έγκυος στον άλλον αδελφό σου με τη δεύτερη προσπάθεια. Μάλλον δεν πολυπροσέχαμε. Θυμάται πως μια χαρτορίχτρα της είχε πει κάποτε πως δεν θα μπορέσει ποτέ να κάνει παιδιά γιατί είχε στραβή μήτρα.
Θυμάται πως μια τυφλή μάντισσα της είχε πει κάποτε πως στην προηγούμενη ζωή της ήταν άντρας, και πως ο Φρανκ ήταν η αδελφή της. Θυμάται πως όλα αυτά που θυμάται ίσως να μην είναι αλήθεια. Θυμάται τα σκουπιδιάρικα κάρα στο Άσμπι που τα τραβούσαν άλογα, τα πρώτα της παπούτσια με κρεπ σόλα, λουλούδια εδώ κι εκεί στην άκρη του δρόμου. Θυμάται πως ο ήχος της φωνής του Φρανκ πάντα την ηρεμούσε. Θυμάται πως κάθε φορά που αποχωρίζονταν, εκείνος γύριζε και την κοίταζε να απομακρύνεται. Θυμάται πως την πρώτη φορά που της ζήτησε να τον παντρευτεί του είπε πως δεν ήταν έτοιμη.
Θυμάται πως τη δεύτερη φορά του είπε πως ήθελε να περιμένει πρώτα να τελειώσει το σχολείο. Θυμάται να περπατά μαζί του, στον πεζόδρομο της προκυμαίας, ένα ζεστό καλοκαιρινό απόγευμα, και να ’ναι τόσο ευτυχισμένη που δεν θυμόταν ούτε τ’ όνομά της. Θυμάται πως δεν ήξερε ότι δεν θα ένιωθε έτσι με κανέναν από τους άλλους. Θυμάται πως σκεφτόταν ότι έχει όλο τον χρόνο μπροστά της.
Δεν θυμάται τα ονόματα των λουλουδιών στην αυλή, ονόματα που τα ’ξερε χρόνια ολόκληρα. Τριαντάφυλλα; Νάρκισσοι; Αμάραντα; Δεν θυμάται ότι σήμερα είναι Κυριακή κι ότι έχει ήδη πάει βόλτα με το αυτοκίνητο. Δεν θυμάται να σε πάρει τηλέφωνο, παρόλο που πάντα λέει ότι θα σε πάρει.
Θυμάται πώς να παίζει το Clair de Lune στο πιάνο. Θυμάται πώς να παίζει το Chopsticks και τις κλίμακες. Θυμάται να το κλείνει στους τηλε-πωλητές όταν την παίρνουν τηλέφωνο. Δεν ενδιαφερόμαστε. Θυμάται τη γραμματική της. Μεταξύ μας. Θυμάται τους τρόπους της. Θυμάται να λέει ευχαριστώ και παρακαλώ. Θυμάται να σκουπίζεται κάθε φορά που πάει τουαλέτα. Θυμάται να τραβά το καζανάκι. Θυμάται να γυρνάει το δαχτυλίδι αρραβώνων στο δάχτυλό της προτού φορέσει τις μεταξωτές κάλτσες της για να μην σκιστούν. Θυμάται να βάζει κραγιόν προτού βγει έξω. Θυμάται να βάζει αντιρυτιδική κρέμα κάθε βράδυ πριν πέσει στο κρεβάτι. Δουλεύει όσο κοιμάσαι. Το πρωί, όταν ξυπνά, θυμάται τι όνειρα είδε. Περπατούσα μέσα σ’ ένα δάσος. Κολυμπούσα σ’ ένα ποτάμι. Έψαχνα τον Φρανκ σε μια άγνωστη πόλη και κανείς δεν μου έλεγε πού να τον βρω.
Το Χάλοουιν, θυμάται να σε ρωτήσει αν θα βγεις για κέρασμα ή φάρσα. Θυμάται ότι ο πατέρας σου σιχαίνεται τις κολοκύθες. Μόνο κολοκύθα έτρωγε στον πόλεμο, στην Ιαπωνία. Θυμάται πως τον άκουγε να προσεύχεται, κάθε βράδυ, όταν ήταν φρεσκοπαντρεμένοι, να πεθάνει εκείνος πρώτος. Θυμάται να παίζει βόλους στο χωμάτινο πάτωμα, στην έρημο, με τον αδελφό της, και να ακούνε ένα ζευγάρι από την άλλη μεριά του τοίχου. Το έκαναν όλη την ώρα. Θυμάται το κουτί με τα σοκολατάκια που της έφερες από το Παρίσι, όταν επέστρεψες από τον μήνα του μέλιτος. «Μα, θα κρατήσει;» τη ρώτησες. Θυμάται τη δική της μητέρα να της λέει «Από τη στιγμή που ερωτεύεσαι, χάνεις τον εαυτό σου».
Θυμάται πως όταν ο πατέρας της επέστρεψε από τον πόλεμο μάλωνε ακόμα πιο συχνά με τη μητέρα της. Θυμάται πως ο πατέρας της πέρναγε μέρες ολόκληρες ψάχνοντας να ψωνίσει παπούτσια στο Σαν Φρανσίσκο, ενώ τη μητέρα της έτριβε ξένα πατώματα. Θυμάται πως κάποια βράδια ο πατέρας της έκανε τρεις φορές το γύρο του τετραγώνου πριν μπει στο σπίτι. Θυμάται πως ένα βράδυ δεν γύρισε καθόλου. Θυμάται πως, όταν ο δικός σου άντρας σε εγκατέλειψε, πριν πέντε χρόνια, έβγαλες σπυριά σε όλο σου το σώμα που σε ταλαιπώρησαν για βδομάδες. Θυμάται πως, με το που τον γνώρισε, σκέφτηκε πως δεν έκανε για σένα. Μια μάνα ξέρει. Θυμάται πως δεν σου ’πε κουβέντα γι’ αυτό. Έπρεπε να σ’ αφήσω να κάνεις τα δικά σου λάθη.
Θυμάται πως, από τα τρία της παιδιά, τη δική σου συντροφιά χαιρόταν περισσότερο. Θυμάται πως ο μικρότερος αδελφός σου ήταν τόσο ήσυχος που κάποιες φορές ξέχναγε την ύπαρξή του. Σαν οπτασία ήταν ο αδελφός σου. Θυμάται πως ο δικός της αδελφός δεν ήθελε να πάρει τίποτα μαζί του στο τραίνο εκτός από το λαστιχένιο φορτηγάκι του. Δεν με άφηνε να το αγγίξω. Θυμάται τη μητέρα της να σφάζει όλες τις κότες στον κήπο την παραμονή της αναχώρησής τους. Θυμάται τον δάσκαλό της της πέμπτης δημοτικού, τον κ. Μαρτέλο, να της λέει να σηκωθεί και να σταθεί πλάι στην έδρα ώστε να την αποχαιρετήσουν όλοι. Θυμάται τη γειτόνισσά της, την Ελέιν Κρόουλι, να της δίνει ένα ασημένιο μενταγιόν σε σχήμα καρδιάς, και να της υπόσχεται να της γράψει, κάτι που δεν έκανε ποτέ. Θυμάται πως έχασε το μενταγιόν στο τραίνο και πως είχε θυμώσει τόσο πολύ που της ερχόταν να κλάψει. Ήταν το πρώτο κόσμημα που είχα ποτέ.
Θυμάται πως, ένα μήνα αφού κατετάγη στην πολεμική αεροπορία, ο Φρανκ σταμάτησε να της γράφει. Θυμάται πως ανησυχούσε μήπως είχε πεθάνει στην Κορέα ή μήπως τον κρατούσαν αιχμάλωτο στη ζούγκλα οι αντάρτες. Θυμάται πως τον σκεφτόταν κάθε λεπτό της ημέρας. Νόμιζα πως θα τρελαθώ. Θυμάται πως, ένα βράδυ, έμαθε από κάποιον φίλο ότι ο Φρανκ είχε ερωτευτεί κάποια άλλη. Θυμάται πως την επόμενη μέρα ζήτησε από τον πατέρα σου να παντρευτούν. «Πάμε να πάρουμε βέρες;» Του είπα. Θυμάται να του λέει, «Είμαι έτοιμη».
Όταν την πας στο σουπερμάρκετ, θυμάται ότι οι καφέδες είναι στον διάδρομο δύο. Θυμάται ότι τα γάλατα είναι στον διάδρομο τρία. Θυμάται πώς λένε την υπάλληλο στο ταμείο εξπρές που πάντα την παίρνει μια μεγάλη αγκαλιά. Ντιάν. Θυμάται πώς λένε το κορίτσι στον πάγκο με τα λουλούδια που πάντα της δίνει ένα στραπατσαρισμένο τριαντάφυλλο. Θυμάται τ’ όνομα του Μεγάλου Λου, του άντρα στον πάγκο με τα είδη κρεοπωλείου. «Καλώς την όμορφη», της λέει.
Δεν θυμάται πού είναι το πορτοφόλι της, και πανικοβάλλεται μέχρι που της θυμίζεις ότι το έχει αφήσει στο σπίτι. Δεν νιώθω καλά χωρίς αυτό. Δεν θυμάται ότι ρώτησε τον άντρα που στεκόταν πίσω της στην ουρά αν είναι παντρεμένος. Δεν θυμάται ότι αυτός της απάντησε, αγενέστατα, από την πόλη έρχομαι…, κι ότι σου ψιθύρισε ύστερα, Εύχομαι να μην καταλήξω έτσι. Θυμάται ότι η τεράστια μιμόζα που κάποτε έστεκε πλάι στη ράμπα με τα καρότσια, στο πάρκινγκ, δεν υπάρχει πια. Όλα αλλάζουν. Θυμάται ότι κάποτε οδηγούσε πολύ καλά. Θυμάται ότι είχε αποτύχει τρεις φορές στις εξετάσεις της για το δίπλωμα οδήγησης. Δεν μπορούσα να θυμηθώ ούτε έναν απ’ τους κανόνες. Θυμάται πως όταν έφυγε ο πατέρας της, την επόμενη μέρα η μητέρα της έριξε αλάτι σε κάθε γωνιά του σπιτιού για να το εξαγνίσει. Θυμάται ότι δεν μίλησαν ποτέ ξανά γι’ αυτόν.
Δεν θυμάται ότι ρωτάει τον πατέρα σου, όταν επιστρέφει από το φαρμακείο, γιατί άργησε τόσο ή σε ποιόν μίλησε ή αν η φαρμακοποιός ήταν όμορφη. Δεν θυμάται πάντα τ’ όνομά του. Θυμάται ότι αποφοίτησε από το λύκειο με άριστα στα Λατινικά. Θυμάται πώς λένε, «ήλθον, είδον, ενίκησα». Vini, vidi, vici. Θυμάται πώς λένε, «Έχασα τη μέρα μου». Diem perdidi. Θυμάται πώς λένε «Λυπάμαι» στα Ιαπωνικά, κι ας μην την έχεις ακούσει να το λέει εδώ και χρόνια. Θυμάται πώς λένε «ρύζι» και «τουαλέτα». Θυμάται πώς λένε «Περίμενε». Chotto matte kudasai. Θυμάται πως αν ονειρευτείς ένα λευκό φίδι θα έχεις καλή τύχη. Θυμάται πως θα έχεις κακοτυχία αν σηκώσεις μια χτένα που έχει πέσει κάτω. Θυμάται πως δεν πρέπει ποτέ να βιάζεσαι όταν πας σε κηδεία. Θυμάται πως μια αλήθεια τη φωνάζεις σκύβοντας σ’ ένα πηγάδι.
Θυμάται που πήγαινε να δουλέψει, όπως και η μητέρα της, για τις πλούσιες λευκές κυρίες στα προάστια. Θυμάται την κ. Τίνταλ, που επέμενε να τρώει μεσημεριανό μαζί της στην κουζίνα κάθε μέρα, αντί να την αφήνει στην ησυχία της. Θυμάται την κ. Εντουάρ ντε Βρί, που την απέλυσε την δεύτερη κιόλας μέρα. «Ποιος σου έμαθε να σιδερώνεις;» Με ρώτησε. Θυμάται ότι η κ. Κάβανο δεν την άφηνε να φύγει τα Σάββατα παρά μόνο αν είχε ετοιμάσει μηλόπιτα. Θυμάται τον άντρα της κ. Κάβανο, τον Άρθουρ, που του άρεσε να βάζει το χέρι του στο μπούτι της. Θυμάται ότι κάποιες φορές της έδινε λεφτά. Θυμάται ότι κάποτε έκλεψε ένα ασημένιο κηροπήγιο από ένα ντουλάπι αλλά δεν θυμάται ποιανού ήταν. Θυμάται ότι ποτέ κανείς δεν το αναζήτησε. Θυμάται ότι χρησιμοποιούσε το ίδιο μαντήλι για τρεις μέρες. Θυμάται ότι σήμερα είναι Κυριακή, κάτι που δεν είναι αλήθεια τις έξι από τις εφτά φορές.
Όταν φέρνεις σπίτι κάποιον άντρα που ελπίζεις ότι θα γίνει ο επόμενος σύζυγός σου, θυμάται να του κρεμάσει το μπουφάν. Θυμάται να του προσφέρει καφέ.
Θυμάται να τον κεράσει γλυκό. Θυμάται να τον ευχαριστήσει για τα τριαντάφυλλα. Λοιπόν, σου αρέσει η κόρη μου; τον ρωτάει. Θυμάται να τον ρωτήσει πώς τον λένε. Είναι η πρωτότοκή μου, ξέρεις. Θυμάται, πέντε λεπτά αργότερα, ότι έχει ήδη ξεχάσει τ’ όνομά του, και τον ρωτάει ξανά πώς τον λένε. Έτσι έλεγαν και τον αδελφό μου, του λέει. Δεν θυμάται ότι μίλησε με τον αδελφό της στο τηλέφωνο νωρίτερα το πρωί –Μου είχε υποσχεθεί ότι θα με έπαιρνε τηλέφωνο– ή ότι πήγε στο πάρκο για περίπατο μαζί του. Δεν θυμάται πώς να φτιάξει καφέ. Δεν θυμάται πώς να σερβίρει το γλυκό.
Θυμάται που καθόταν δίπλα στον αδελφό της, στο τραίνο που τους πήγαινε στην έρημο, πριν πολλά χρόνια, και μάλωναν για το ποιος από τους δυο θα ξάπλωνε στη θέση. Θυμάται ζεστή, λευκή άμμο, τον αέρα πάνω από το νερό, τη φωνή κάποιου να της λέει, Σσσσςςς, όλα θα πάνε καλά. Θυμάται πού βρισκόταν τη μέρα που ο άνθρωπος πάτησε στο φεγγάρι. Θυμάται τη μέρα που έμαθαν ότι η Ιαπωνία έχασε τον πόλεμο. Ήταν η πρώτη φορά που είδα τη μάνα μου να κλαίει. Θυμάται τη μέρα που έμαθε ότι ο Φρανκ είχε παντρευτεί κάποια άλλη. Το διάβασα στην εφημερίδα. Θυμάται το γράμμα που της έστειλε καιρό μετά, ρωτώντας την αν μπορεί να τη δει. Είπε ότι είχε κάνει λάθος. Θυμάται που του απάντησε στο γράμμα, «Είναι πολύ αργά». Θυμάται ότι τη μέρα που παντρεύτηκε τον πατέρα σου, Δεκέμβρη μήνα, έκανε ασυνήθιστη ζέστη. Θυμάται ότι είχαν τον πρώτο τους καυγά τρεις μήνες αργότερα, τον Μάρτιο. Έριξα μια καρέκλα στο πάτωμα. Θυμάται ότι εκείνος γυρνάει από το κολλέγιο στις τέσσερις, κάθε Δευτέρα. Θυμάται ότι ξεχνάει.
Θυμάται ολοένα και λιγότερα μέρα με τη μέρα. Όταν τη ρωτάς αν ξέρει ποιο είναι τ’ όνομά σου, δεν θυμάται να σου πει. Ρώτα τον πατέρα σου. Εκείνος θα ξέρει. Δεν θυμάται πώς λένε τον πρόεδρο.
Δεν θυμάται πώς λένε τον σκύλο του προέδρου. Δεν θυμάται τί εποχή είναι. Δεν θυμάται την ημερομηνία.
Θυμάται ένα σπιτάκι στη Λεωφόρο Σαν Λούις, εκεί που πρωτοέμειναν με τον πατέρα σου. Θυμάται τη μητέρα της να σκύβει πάνω απ’ το κρεβάτι που μοιραζόταν με τον αδελφό της και να τους καληνυχτίζει και τους δυο μ’ ένα φιλί. Θυμάται πως με το που γεννήθηκε η πρώτη κόρη κατάλαβε ότι κάτι δεν πάει καλά. Δεν έκλαψε. Θυμάται που κράτησε το μωρό στην αγκαλιά της και το είδε να κλείνει τα μάτια του για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή του. Θυμάται ότι δεν την έθαψαν ποτέ. Θυμάται δεν την βάφτισαν. Θυμάται ότι το μωρό είχε καλοσχηματισμένα νύχια και μια πολύ ασυνήθιστη καρδιά. Θυμάται ότι είχε τη μακρουλή μύτη του πατέρα σου. Θυμάται πως ένιωσε αμέσως πως ήταν δική του. Θυμάται πως άρχισε να αιμορραγεί δύο μέρες αργότερα, όταν επέστρεψαν σπίτι από το νοσοκομείο. Θυμάται τον πατέρα σου να την πιάνει στο μπάνιο τη στιγμή που πήγε να σωριαστεί. Θυμάται ένα ηλιοβασίλεμα στην έρημο. Ήταν η πιο όμορφη απόχρωση του πορτοκαλί. Θυμάται σκορπιούς και κόκκινα μυρμήγκια. Θυμάται τη γεύση της σκόνης. Θυμάται πως κάποτε αγαπούσε κάποιον περισσότερο απ’ τον καθένα. Θυμάται να γέννησε το ίδιο κορίτσι δύο φορές. Θυμάται ότι σήμερα είναι Κυριακή και ότι είναι ώρα για τη βόλτα της με το αυτοκίνητο, κι έτσι παίρνει το πορτοφόλι της και φοράει το κραγιόν της και πηγαίνει στο αυτοκίνητο να περιμένει τον πατέρα σου.
*
*
*
