*
του π. ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΓΚΑΝΑ
Δημήτρης Καρακίτσος,
Αυτός ο χειμώνας,
Αντίποδες, 2024
///
Εμοί μεγίστη πράξις εστίν η απραξία
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ
Όλες οι δυστυχίες του ανθρώπου πηγάζουν
από την ανικανότητά του να καθίσει σ’ ένα
δωμάτιο, σιωπηλός και ολομόναχος.
ΠΑΣΚΑΛ
Στη γαλήνη των ερήμων αυτών,
με λίγα, αλλά σοφά βιβλία αποτραβηγμένος,
ακούω με τα μάτια μου τα λόγια των νεκρών
και ζω μιλώντας με τους πεθαμένους.
ΚΕΒΕΔΟ[1]
Ναι! Χιονίζει, αρχίζουνε τα θαύματα!
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ
Τον χειμώνα ετούτο άμα τον πηδήσουμε
γι’ άλλα δέκα χρόνια άιντε καθαρίσαμε.
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ
Στο βαθμό που ισχύει η άποψη ότι κάθε συγγραφέας γράφει και ξαναγράφει το ίδιο βιβλίο, ο Δημήτρης Καρακίτσος μοιάζει να συνιστά μια εξαίρεση καθώς βρίσκει συνεχώς τρόπους να πείθει τον αναγνώστη περί του αντιθέτου.
Έτσι τα τελευταία χρόνια μάς προσέφερε βιβλία εντελώς διαφορετικής μορφής και περιεχομένου: έναν αστυνομικό γρίφο (Ο Δον Υπαστυνόμος)· τις περιπέτειες ενός υπερήρωα που θυμίζουν χολλυγουντιανή ταινία βγαλμένη από κόμικ (Ζαχαρίας Σκριπτ)· ένα road trip με ποδήλατα στη Σουηδία του 19ου αιώνα (Για να μην αποτύχουμε όπως οι Μπιόρλινγκ και Καλστένιους)· μια autofiction με πινελιές μαγικού ρεαλισμού (Αυτό-κοινωνιο-παραμυθία)· και τώρα μια ηθογραφία (Αυτός ο Χειμώνας).
Αυτό που χαρακτήριζε όμως από κοινού όλα αυτά τα βιβλία είναι ότι το λογοτεχνικό είδος που υπηρετείται κάθε φορά παρουσιάζεται τρόπον τινά «πειραγμένο», ακολουθώντας εν μέρει μόνο, και ταυτόχρονα αναιρώντας, τις συμβάσεις του εκάστοτε είδους. Η διαπίστωση αυτή οδήγησε τη λογοτεχνική κριτική σε μια σχεδόν ομόφωνη ετυμηγορία: αποφάσισε να προσδώσει στον Καρακίτσο τον χαρακτηρισμό μεταμοντέρνος. Ένα χαρακτηρισμό που λειτουργεί στις μέρες μας σαν πασπαρτού που ανοίγει κάθε πόρτα.
Ο χαρακτηρισμός σήμαινε πως στον συγγραφέα πιστώνονταν μια αχαλίνωτη φαντασία, μια παιγνιώδης διάθεση που άγγιζε τα ακρότατα όρια και, ως συνέπεια, η έλλειψη νοήματος, η έλλειψη μιας «συγκολλητικής ουσίας» που θα συνείχε το έργο ή, για να χρησιμοποιήσουμε έναν «παλιομοδίτικο» χαρακτηρισμό που χρησιμοποιείται σποραδικά ακόμα και στις μέρες μας (κι όχι πάντα από τις πιο συντηρητικές φωνές) μια ηθική διάσταση. [2]
Στην περίπτωση το Καρακίτσου ο χαρακτηρισμός «μεταμοντέρνος» θα μπορούσε να θεωρηθεί ορθός αν περιοριζόταν στο επίπεδο της μορφής. Όμως οι περισσότερες από τις κριτικές επεκτείνουν τον χαρακτηρισμό και στο επίπεδο του περιεχόμενου, αποδίδοντας στον συγγραφέα ένα σχετικισμό που, όπως πιστεύουμε πως θα δείξουμε παρακάτω, δεν μοιάζει να υποστηρίζεται από το ίδιο το έργο.
Σύμφωνα με τις κριτικές αυτές ο Καρακίτσος είναι ένας παιγνιώδης καταγραφέας περιπετειών και ιστοριών δίχως κάθαρση, διέξοδο και κοίτη. Ο ήρωές του υποτίθεται πως κρατούν μια χλευαστική, παιγνιώδη στάση απέναντι σ’ έναν κόσμο που εμφανίζεται δίχως νόημα, δίχως κέντρο.
Σταχυολογούμε ορισμένες ενδεικτικές αναφορές:
«Ήρωες μαριονέτες που έχουν εναποθέσει καθ’ ολοκληρίαν τις τύχες τους στη βούληση του συγγραφέα» [3]
«Εξάρθρωση δια της παρωδίας […] Η γραφή χρησιμοποιεί τη διακειμενικότητα για να κάνει το κέφι της» [4]
«Η πρωτεϊκή μεταμόρφωση είναι η ουσία της τέχνης του […] Μόνιμο χαρακτηριστικό του ζωντανού ανθρώπου είναι η μη μονιμότητα, η μη σταθερότητα των δεδομένων του βίου του. Ζωή τελικά σημαίνει ακατάπαυστη αλλαγή, μεταμόρφωση, μετάβαση από μια κατάσταση στην άλλη». [5]
«Αλαλούμ μέχρι δακρύων» [6]
Κι όταν ο συγγραφέας μοιάζει να οδηγεί τον αναγνώστη σε κάποιου είδος νοηματικό ξέφωτο αυτό αντιμετωπίζεται ως προδοσία του παλιού εαυτού του, μια παράδοση σε έναν ανεπίτρεπτο συντηρητισμό:
«δεν μπορώ να μην διατυπώσω τη θλίψη μου απέναντι στο γεγονός ότι ακόμη και ένας Καρακίτσος επιδεικνύει σημάδια απομάγευσης καθώς δείχνει ότι λαμβάνει υπόψη του τον αναγνώστη και εκφράζει την ανησυχία του για μια επικείμενη αποτυχία, τόσο εντός όσο και εκτός μύθου. Ομολογώ ότι, αρχικά, τίτλος και πρώτες εντυπώσεις από το βιβλίο με έκαναν διαρκώς να αναρωτιέμαι αν ο Καρακίτσος υιοθετεί μια τόσο συντηρητική θέση, αν και τελικά θέλω να πιστεύω ότι υπαινίσσεται πως η αποτυχία αυτή των Μπιόρλινγκ και Καλστένιους ενέχει και μια ανυπέρβλητη αυταξία που θα την καθιστά πάντα σαγηνευτική». [7]
Η δική μας αίσθηση είναι πως απλούστατα ο Καρακίτσος υιοθετεί στρατηγικές του μεταμοντερνισμού στο βαθμό που, όπως υποστηρίζει ο ιστορικός Ρίτσαρντ Έβανς:
«η μετανεωτερικότητα δεν είναι μια «ιδεολογία» ή μια θέση την οποία μπορούμε να επιλέξουμε αν θα ασπαστούμε ή όχι· η «μετανεωτερικότητα» είναι ακριβώς η κατάστασή μας: η μοίρα μας». [8]
Στο βαθμό δηλαδή που ο μεταμοντερνισμός είναι ο αέρας που αναπνέουμε.
*
Ως εκ τούτου, αξίζει να επισημάνουμε, έστω και επί τροχάδην, τα στοιχεία εκείνα που φανερώνουν την άρνηση του Καρακίτσου να παραδοθεί στις σειρήνες του μεταμοντερνισμού σε επίπεδο περιεχομένου. Διατρέχοντας τα τρία προηγούμενα βιβλία του μπορούμε να διακρίνουμε ένα επανερχόμενο μοτίβο: την ανάγκη για ένα βαρυτικό- νοηματικό κέντρο, γύρω από το οποίο θα περιφέρονται, σε ασφαλή και καθορισμένη τροχιά οι ιστορίες.
Ο Δον Υπαστυνόμος αφού μας προσφέρει πρώτα ένα πλήθος διαφορετικών προτάσεων για την επίλυση του αστυνομικού γρίφου καταλήγει, στο έβδομο και τελευταίο κεφάλαιο, στην εκ νεκρών ανάσταση πάντων των εν τη προηγηθείση πλοκή αναιρεθέντων ηρώων. Από κάποιους κριτικούς αυτό έγινε αντιληπτό ως μια μη αποδεκτή παντοδυναμία του συγγραφέα έναντι της πλοκής και της εξέλιξης των ηρώων, ένας απαράδεκτος σφετερισμός της ικανότητας για δημιουργία ex nihilo. Θα μπορούσε όμως να διαβαστεί και σαν μια υπενθύμιση του συγγραφέα προς τον αναγνώστη πως η πορεία κάθε ιστορίας δεν γράφεται μόνο από μας, καθώς στην εξέλιξή της συμμετέχει ένας αδιόρατος συνταξιδιώτης. Πως κάθε ιστορία συνιστά μια υπο-ιστορία μιας ευρύτερης Γραφής που κάποιοι την ονομάζουν Βίβλο.
Με τα λόγια του συγγραφέα:
«Δεν έχω το σθένος ούτε τη θέληση ούτε την απολογητική διάθεση για μια συνάντηση που παρονομαστή θα είχε τη (φαινομενικώς) κοινή μας αποτυχία»
Δον Υπαστυνόμος, σ. 247.
«Σηκώνω ένα φθαρμένο κομμάτι χαρτί από το πάτωμα, κοιτώ στον καθρέφτη έναν άνθρωπο αφηνιασμένο από πόθο για αιώνιο φως, και τότε στα χέρια μου πέφτει η πένα της λογοτεχνίας […] δεν έχει χώρο εδώ απόψε μαζί μας η θλίψη Αστόλφε… ούτε θάνατος. Ούτε η αδικία.»
Δον Υπαστυνόμος, σ. 248-9.
Γι’ αυτό και όλοι οι αποθανόντες ήρωες, με πρώτο τον Δον Υπαστυνόμο Αστόλφο, πίνουν στην ανάστασή τους! (Δον Υπαστυνόμος, σ. 250) Η τελική πρόποση γίνεται «στο άσπιλο χιόνι!» (Δον Υπαστυνόμος, σ. 268) (προοικονομώντας άραγε το τωρινό Αυτός ο χειμώνας;)
Η αίσθηση αυτή μιας διακριτικής (αλλά αναγκαίας) παρουσίας δίπλα στον αναγνώστη, αλλά και τον συγγραφέα, ενισχύεται στο Για να μην αποτύχουμε όπως οι Μπιόρλινγκ κι Καλστένιους. Κι εδώ στο κλείσιμο του βιβλίου ο συγγραφέας μάς θυμίζει πως δεν αρκεί να αφήσουμε το ίχνος της ζωής μας σ’ αυτό τον κόσμο
«όπως ο εξερευνητής που με τα δάχτυλα τσουρουφλισμένα από το ψύχος καρφώνει το σημαιάκι της χώρας του στο δέρμα της Ιστορίας».
Για να μην αποτύχουμε όπως οι Μπιόρλινγκ και Καλστένιους, σ. 142.
Ο Καρακίτσος φέρνει στο προσκήνιο τους Μπιόρλινγκ και Καλστένιους, υπαρκτά ιστορικά πρόσωπα, δυο εξερευνητές που βρήκαν το θάνατο προσπαθώντας να κατακτήσουν το Βόρειο Πόλο, προκειμένου να δείξει πως οι Βίλεμαρκ και Άλμκβιστ, οι πραγματικοί ήρωες του βιβλίου (και μαζί με αυτούς και οι αναγνώστες του), μπορεί και να μην έχουν την ίδια τύχη αν συνειδητοποιήσουν πως:
«μόνο ένα βλέμμα λείπει, ένας θεατής, ένας άνθρωπος που θα σε δει να αγωνίζεσαι στο σκοτάδι. Αλλά για να απλώσει ένας ξένος χείρα βοηθείας, είπα μέσα μου, πρέπει πρώτα να τον κοιτάξεις στα μάτια κι εσύ»
Για να μην αποτύχουμε όπως οι Μπιόρλινγκ και Καλστένιους, σ. 142.
Κι εδώ λοιπόν προβάλλει αναγκαία η παρουσία όχι μιας θεωρίας περί αντικειμενικότητας, αλλά ενός προσώπου, ενός ξένου, που για τον συγγραφέα είναι ο αναγνώστης και για τον θεολόγο, όπως εγώ, ο ξένος που έγινε άνθρωπος κι έζησε μέσα στην ιστορία κάνοντας δική του την τραγική μας μοίρα. Σε κάθε περίπτωση παντως δεν προκρίνεται μια θέα από το πουθενά (a view from nowhere) γιατί απλούστατα μια τέτοια θέα δεν υπάρχει.[9]
Τέλος, στην Αυτο-κοινωνιο-παραμυθία προκειμένου να μην ξεχαστεί η ιστορία προτού τη δει το φως της μέρας, για να μην μείνει δίχως νόημα (σ. 117), πρέπει να βρεθεί η «συγκολλητική ουσία» (σ. 18) που θα δώσει νόημα στο «αργόσυρτο τράβελινγκ από τη μια ιστορία στην άλλη» (σ. 18).
*
Στο τελευταίο μέχρι στιγμής βιβλίο του, Αυτός ο Χειμώνας, ο Καρακίτσος, θέλοντας ίσως να δείξει στον αναγνώστη ότι δεν είναι δέσμιος του λογοτεχνικού συρμού, διαλέγει ένα λογοτεχνικό είδος συχνά υποτιμημένο και στις μέρες μας παραθεωρημένο, αν όχι ξεγραμμένο, από τη λογοτεχνική κριτική: την ηθογραφία. Όμως, μη θέλοντας να αποχωριστεί εντελώς και τις προηγούμενες στρατηγικές του, δημιουργεί μια κάπως «πειραγμένη» ηθογραφία (όπως νομίζω το είχε επιχειρήσει και στο πρώτο πεζογραφικό του έργο, τους Παλαιστές).
Ο Στέργιος, ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου, ανεβαίνει στο χωριό Περιβόλι Γρεβενών για μια σχεδόν πεντάμηνη παραμονή. Η ιστορία ξεκινά το Νοέμβριο του 1989. Βορειότερα, όπως γνωρίζει ο αναγνώστης, καταρρέει ο υπαρκτός σοσιαλισμός και αλλάζει δραματικά ο κόσμος μας, όμως ο Στέργιος έχει τις δικές του μέριμνες.
Έχει αναλάβει την εργασία του φύλακα και επόπτη του χωριού, το οποίο ερημώνει από τις αρχές του Νοεμβρίου μέχρι το τέλος του Μαρτίου. Το έχει ξανακάνει κι άλλες φορές στο παρελθόν, αλλά πάντα μαζί με άλλους, έναν ή δυο. Αυτή τη φορά θα χρειαστεί να ανέβει μόνος, καθώς κανείς από τους παλαιούς συντρόφους εν όπλοις δεν τον ακολουθεί. Η προοπτική αυτή, αντί να τον αποθαρρύνει, τον ικανοποιεί.
Σ’ αυτή την πεντάμηνη απομόνωση θα αναμετρηθεί με προκλήσεις και στα τρία θεμελιώδη πεδία του ανθρώπινου βίου που συμβατικά μπορούμε να περιγράψουμε ως τη σχέση του με τους άλλους, τη σχέση του με τη φύση, τη σχέση του με τον Θεό. Κι όλα αυτά πάντα σε αναφορά με τη σχέση που έχει με τον ίδιο του τον εαυτό. Οι άλλοι, η φύση, ο Θεός, διαπλέκονται με την κρυφή-μυστική ζωή του ήρωα και τη διαμορφώνουν. Με πρόσχημα την ηθογραφία, ο Καρακίτσος μάς προσφέρει μια συμπυκνωμένη αναμέτρηση ενός ανθρώπου με την περιπέτεια της ζωής εν συνόλω.
*
Ο Στέργιος θα ζήσει αυτό το χειμώνα βίο αναχωρητή. Εντούτοις η ψυχή του σχοινοβατεί ανάμεσα σε δυο κόσμους. Από τη μια ο κόσμος του ερημωμένου χωριού. Από την άλλη ο κόσμος της πιο κοντινής επαρχιακής πόλης ή κάποιου κοντινού χωριού που, αντίθετα από το Περιβόλι, δεν ερημώνουν τον χειμώνα. Γρεβενά ή Βοβούσα μοιάζουν εξίσου πολύβουες και οι δυο για τα γούστα του. Όσο θελκτική κι αν μοιάζει η συντροφιά των φίλων και η πιθανή παρουσία μιας γυναίκας.
Η ιστορία διαδραματίζεται σε μια εποχή όπου δεν υπάρχει ούτε κινητό τηλεφωνο, ούτε διαδίκτυο παρά μόνο το κοινοτικό τηλεφωνείο. Ο Στέργιος θα το επισκέπτεται κάθε φορά που θα τον πνίγει η μοναξιά, όμως οι κλήσεις δεν βρίσκουν πάντα απάντηση ούτε καταγράφονται ως αναπάντητες δίνοντας την αφορμή για μια εκ των υστέρων απάντηση. Άλλοι καιροί, άλλα ήθη!
Οι φίλοι του, είτε όταν τους καλεί τηλεφωνικά είτε στις σύντομες και σπάνιες αμοιβαίες επισκέψεις, θα τον καλούν σε αποδράσεις στον πολιτισμό, αλλά αυτός θα αντιστέκεται:
«Άμα αρχίσεις τις βόλτες ξεμυαλίζεσαι, δεν περνάει ο καιρός» (σ. 18).
Βαριέται πια να πηγαίνει ακόμα και στο κυνήγι με τους άλλους.
«Οι ίδιες ιστορίες—πάντα οι ίδιες ιστορίες, κι όλοι για αφεντικό ήθελαν να τους λογαριάζεις» (σ. 109)
Όλα αυτά οδηγούν στο απαισιόδοξο συμπέρασμα:
«Να γυρεύεις ανθρώπους που θα σε καταλάβουν είναι μάταιο» (σ. 61).
Η ζωή στο έρημο χωριό παρέχει όμως πρόσβαση σε αισθήσεις άγνωστες πριν. Όταν οι συγγενείς ενός γνωστού περνώντας από το χωριό θα του πουν πως ακόμα και το καλοκαίρι το Περιβόλι δεν έχει καθόλου ενδιαφέρον:
«[Ό]λο δάση και κλεισούρα. Καφενείο και ταβέρνα. Μια πλατεία, όλη κι όλη».
ο Στέργιος θα αρκεστεί να πει από μέσα του:
«έχετε μάτια και δεν βλέπετε» (σ. 52).
Η παραμονή στο χωριό συνιστά γι’ αυτόν το τελευταίο του καταφύγιο.
«Αν του ’στρεφε την πλάτη το χωριό, πού αλλού θα μπορούσε να ζήσει; Το δίχως άλλο, θα ήταν τελειωμένος» (σ. 62).
Η μόνωση και η ερημιά του χωριού τον φέρνει αντιμέτωπο με τον έσχατο αντίπαλο.
«Το δύσκολο είναι να αντέξεις το εαυτό σου» (σ. 72).
Περπατά μονολογώντας, κάνοντας χειρονομίες και γκριμάτσες:
«σαν τους ερημίτες που τα λένε με τον Θεό» (α. 82).
Η πόλη σημαίνει δουλειά με μισθό, οχτάωρα και ρεπό, τσίπουρα κάθε Σάββατο. Μια τέτοια ζωή τον γεμίζει άραγε με θαλπωρή ή με τρόμο; (σ. 84) Την απάντηση δίνει ένα τραγουδάκι του καιρού:
«Τι όμορφο που έχουμε χωριό!
Το φθινόπωρο όλοι το αφήνουμε
Πάμε στον κάμπο να ξεχειμωνιάσουμε
Γιατί στα βουνά δεν ζούμε» (σ. 104).
Ο πρώτος στίχος φανερώνει τον ιδεαλισμό μιας αρκαδικής ουτοπίας, αλλά ο τέταρτος αποκαλύπτει ωμό ρεαλισμό. Κι οι δυο μαζί φέρνουν στο νου μια διάζευξη που εμφανίζεται διαχρονικά στην ανθρώπινη εμπειρία με πολλές μορφές: φύση ή πολιτισμός, αστικός-γαμήλιος ή μονήρης βίος, αυτοκρατορία ή έρημος (για να θυμηθούμε τη διάζευξη που κατά τον π. Γεώργιο Φλωρόφσκι διατρέχει ολόκληρο το Βυζάντιο). Ο Στέργιος παλινωδεί, δυσκολεύεται να αποφασίσει οριστικά κατά τρόπο μη αναστρέψιμο.
Η γυναικεία απουσία πυροδοτεί κι αυτή πλήθος σκέψεων, επιθυμιών, διλημμάτων. Μια μέρα βλέπει δυο κούτσουρα να καίνε στο τζάκι σαν αγκαλιασμένα και θυμάται τη Σοφία, την κοπέλα που είχε αρραβωνιαστεί στο παρελθόν, αλλά τον εγκατέλειψε μην αντέχοντας να τον ακολουθήσει στον μονήρη και απαρηγόρητο βίο του. Η ανάμνησή της θα αποτελεί διαρκή σταθερά του μοναχικού βίου του.
«Και πάντα, ό,τι κι αν έκανε ήταν λες και η Σοφία στεκόταν δίπλα του» (σ. 76).
Η Σοφία, αφού παντρεύτηκε πρώτα κάποιον άλλο, φεύγοντας μακριά από την ορεινή Πίνδο, επιστρέφει τώρα στα πάτρια καθώς έχει πλέον χωρίσει. Ο Στέργιος μαθαίνει το θάνατο του πατέρα της κι αναρωτιέται αν πρέπει να την επαναπροσεγγίσει. Τι νόημα όμως θα είχε μια επαναπροσέγγιση μετά από δέκα χρόνια, τόσα έχουν περάσει από τη διάλυση του αρραβώνα τους:
«δέκα χρόνια μετά τι φαγητό να ζεστάνεις;» (σ. 113).
Σε μια άλλη περίσταση, στη διάρκεια μιας συνομιλίας με το φίλο του Λευτέρη που τον έχει επισκεφτεί στο Περιβόλι, θα διαπιστώσει:
«Πατήσαμε τα τριάντα πέντε και οι δυο και είμαστε σαν τα κούτσουρα»
φράση που φέρνει στο μυαλό μας τα παπαδιαμαντικά Μαύρα κούτσουρα.
Η απόφαση ανάμεσα σε μια ζωή με τους άλλους σε συνθήκες ανέσεων και πολιτισμού και σε μια μονήρη σχεδόν ασκητική ζωή συνιστά ένα δυσεπίλυτο υπαρξιακό δίλλημα. Η απόφαση υπέρ του απομονωμένου χωριού οφείλει να είναι ανυστερόβουλη αν φιλοδοξεί να αποδειχθεί λειτουργική. Δεν πρέπει να κάνεις δεύτερες σκέψης για τον τρόπο του βίου.
«Τον δέχεσαι όπως είναι, ειδάλλως φεύγεις, εξαφανίζεσαι. Πας αλλού. Πας εκεί όπου όλα είναι πιο εύκολα. Με ανέσεις και πολυτέλειες. Τις ενστερνίζεσαι και δεν τρέχει τίποτα. Κι ούτε σε νοιάζει για αυτο που έχασες—για πάντα. Δεν ξέρεις καν τι είναι αυτό που έχασες» (σ. 174).
«Τι κι αν σου ζητά για αντάλλαγμα την ελευθερία σου. Όλοι αυτό σου ζητών, στο κάτω κάτω. Για αυτό και κάνεις δεν είναι αληθινά ελεύθερος» (σ. 174).
*
Η φύση και ιδιαιτέρως το δάσος γίνονται οι μοναδικοί σταθεροί και ευφρόσυνοι σύντροφοι του Στέργιου σ’ αυτή τη μοναχική περίοδο της ζωής του.
«Τον χειμώνα όμως είναι καλύτερα, έλεγε ο Στέργιος […] Γιατί έχεις παρέα τους φίλους που δεν μιλούν. Τα δέντρα, τα βουνά, τα περάσματα, το χωριό. Τα δάση, τους έλεγε. Μπορεί να μη μιλάνε, αλλά ακούν, τους έλεγε» (σ. 32).
Η βροχή, ο αέρας και το χιόνι κάνουν αισθητή την παρουσία τους και ο Καρακίτσος τα περιγράφει με τρόπους που θυμίζουν τη θητεία του στην ποίηση.
«Απότομα, όπως το συνηθίζει στην περιοχή αυτή ο καιρός, το ψιχάλισμα δυνάμωσε— μια σακούλα που σκίστηκε επάνω απ’ τη σκεπή και χύθηκαν οι βόλοι» (σ. 11).
«Γυάλινος σαν τα μάτια των αγίων κατέβαινε ο αέρας από την πλευρά του Κίνικ» (σ. 15).
«Το χιόνι πέφτει βαρύ: μισό στο χώμα και μισό στη ψυχή των ανθρώπων» (σ. 108).
Όμως η φύση δεν είναι μόνο σύντροφος, αλλά και κριτής των ανθρώπων. Σε περιστάσεις του παρελθόντος όπου οι συνομιλητές του Στέργιου εκτρέπονταν σε άτοπες συζητήσεις και κακόγουστα χωρατά η φύση εξέδιδε την ετυμηγορία της:
«Κι όπως γελούσαν, μέσα στο σκοτάδι, θα έλεγες ότι δεν ήταν οι άνθρωποι αλλά τα δέντρα, που γελούσαν με την κατάντια των ανθρώπων» (σ. 111).
Ο ήρωας χαρακτηρίζεται επίσης από μια συμπονετική σχέση με τα ζώα, ίσως γιατί του θυμίζουν την ενδεχομενική και συνάμα τραγική μοίρα κάθε έμβιου όντος. Μια μέρα θυμάται κάποια αδέσποτα σκυλιά που είχε δει σε έναν περιφερειακό δρόμο.
«Ένα από δαύτα, γδαρμένο από την ψώρα, δίσταζε να κατέβει το πεζοδρόμιο και κοιτούσε την κίνηση λες και η δημιουργία του κόσμου ήταν ένα λάθος που δεν γίνεται να το διορθώσεις».
Ενός άλλου σκύλου
«η ράχη θύμιζε στολή που της είχαν ξηλώσει τα παράσημα με αποτροπιασμό» (σ. 42-43).
Το δάσος, με τα διακλαδιζόμενα μονοπάτια του, άλλοτε μοιάζει να λειτουργεί σε αντιδιαστολή ως προς τη ζωή:
«όπου σταματάει ο δρόμος αρχίζει ένας άλλος. Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στη ζωή» (σ. 147).
κι άλλοτε σαν μια μετωνυμία της ίδιας της ζωής.
«Ό,τι και να κάνει τον τελευταίο λόγο τον έχει το δάσος» (σ. 148).
Η αρκούδα, τέλος, γίνεται το σύμβολο της «άγριας» ζωής, αλλά ταυτόχρονα κι ένα alter ego του Στέργιου στο βαθμό που κι αυτός βυθίζεται συνεπαρμένος στον κόσμο του δάσους:
«η ψυχή των βουνών, η ψυχή της Βόρειας Πίνδου. Ήταν η ψυχή του στην ολότητά της, ήταν ο ίδιος του ο εαυτός» (σ. 172).
*
Ο Στέργιος χαρακτηρίζεται από μια στάσης ζωής η οποία απουσιάζει σχεδόν εντελώς από τη μεταπολεμική πεζογραφία μας. Τον διακρίνει μια ευλάβεια και μια θρησκευτικότητα, κατάλοιπα της ευσέβειας που χαρακτήριζε τον αγροτικό κόσμο, και που στις μέρες μας μοιάζουν οριστικά χαμένα.
Επισκέπτεται τα ναύδρια της περιοχής, ανάβει κερί, κάνει το σταυρό του κοιτώντας τα εικονίσματα.(11, 68). Θυμάται γιαγιές που δεν είχαν καμία συντροφιά πέρα από τις εικονίτσες των αγίων ραμμένες στην κάπα τους (σ. 89-90).
Η Αγία Γραφή είναι το μοναδικό βιβλίο που υπάρχει στο σπίτι (σ. 34). Η ανάγνωσή της τον συντροφεύει στη μοναχική θητεία του ως φύλακα του χωριού (σ. 34). Επισκεπτόμενος ένα από τα ναύδρια θα δανειστεί το Θείον Προσευχητάριον (σ. 68) και μια φράση του Μεσονυκτικού θα του κρατήσει παρήγορη συντροφιά καθ’ όλη τη διάρκεια αυτού του δύσκολου μακρού χειμώνα:
«Του λαού σου την λύπην εις χαράν μετάβαλε» (σ. 76, 143).
Παρ’ όλη τη αργή και ομοιόμορφη παρέλευση του χρόνου, σε μια εποχή δίχως τις διαρκείς υπενθυμίσεις του κινητού, διατηρεί την αίσθηση του χρόνου. Ξεχωρίζει και διακρίνει τις ημέρες. Έτσι το πρωί των Χριστουγέννων θα ανοίξει το ραδιόφωνο για να ακούσει, όσο του επιτρέπουν τα παράσιτα και οι συνεχείς διακοπές του σήματος, τη Θεία Λειτουργία. Και ποιος ξέρει από ποιας μαντλέν την επίδραση, θα θυμηθεί την εποχή που η μητέρα του τον τράβαγε μαζί της στην εκκλησία. Αλλά και τις φορές που προτιμούσε να μείνει στο σπίτι, παίζοντας μόνος του μέχρι να ξυπνήσει ο πατέρας του (σ. 99-100). Δυο κόσμοι, ο αντρικός και ο γυναικείος, κι η παιδική ηλικία ενός αγοριού διχασμένη ανάμεσα στους δυο. Άλλη μια περίπτωση αμήχανης, αλλά και επιτακτικής, κλήσης για επιλογή. Κι ένα δείγμα πως το ευαγγελικό κάλεσμα βρίσκει πιο έτοιμους τους αδύναμους κι ελάχιστους αυτού του βαθιά και βίαια διαμορφωμένου από την ιεραρχία κόσμου: τις γυναίκες και τα παιδιά.
Όταν θα τον επισκεφτεί ο φίλος του Λευτέρης, ο Στέργιος θα του ζητήσει κανένα βιβλίο ή περιοδικό. Το μυαλό του Λευτέρη θα πάει στις τσόντες, αλλά η απάντηση του Στέργιου θα τον ξαφνιάσει:
«θα προτιμούσα κάνα θρησκευτικό» (σ. 131).
Ένα τέτοιο βιβλίο φέρνει ο ίδιος από τα Γρεβενά για να του κρατήσει συντροφιά αυτό το χειμώνα: το βίο του αγίου Ιακώβου του Πέρση. Πρόκειται για έναν αριστοκράτη που βαφτίζεται χριστιανός, αλλά υπό την πίεση και τα δώρα του βασιλιά επιστρέφει στην ειδωλολατρία μόνο και μόνο για να καταλάβει, οριστικά πλέον, ότι κόσμος των ειδώλων έχει πάψει προ πολλού να τον εκφράζει καθώς του φαίνεται:
«ένας κόσμος παλιός, ένας κόσμος υπό κατάρρευση» (σ. 157).
Εξίσου πλανερά με τα δώρα του βασιλιά προς τον Ιάκωβο φαίνεται πως βλέπει ο Στέργιος τα δώρα που προσφέρει ο κόσμος της πόλης.
*
Για να μην αποτύχουν οι αναγνώστες του, όπως οι Μπιόρλινγκ και Καλστένιους, ο Καρακίτσος αναλαμβάνει δράση δίνοντάς μας ένα βιβλίο εξωτερικά πολύ διαφορετικό από τα προηγούμενα. Το μυθιστόρημα Αυτός ο χειμώνας μοιάζει σαν μια ιστορία χειμερίας νάρκης (φέρνοντας στο νου τα χιονισμένα τοπία της Ανατολίας στην ομότιτλη ταινία του Τσεϊλάν ή και στα Ξερά Χόρτα) όμως μπορεί να διαβαστεί και σαν μια ενεδρεύουσα νάρκη προσωπικού. Δηλαδή μια νάρκη που ανατινάζει την υπνωτική πορεία ενός αναγνώστη γεμάτου βεβαιότητες, ενός αναγνώστη που διατρέχει τις σελίδες αναζητώντας (επί ματαίω) μια καταιγιστική δράση και παιγνιώδη δράση που έμοιαζε να κυριαρχεί (όντως;) στα προηγούμενα βιβλία του Καρακίτσου.
Ανατινάζει τους
«ενενήντα εννέα αναγνώστες που χτίζουν και γκρεμίζουν, ιδρύουν τράπεζες, συντάσσουν κανονισμούς πολυκατοικιών και συνδικαλίζονται -αλλά δεν μπορούν να δημιουργήσουν ex nihilo».
Δον Υπαστυνόμος, σ. 245.
Ο Καρακίτσος «λυπάται για λογαριασμό τους» (Δον Υπαστυνόμος, σ. 245). Το ίδιο νομίζω κι ο Στέργιος.
Πώς όμως θα αποφύγει εντέλει την αποτυχία ο Στέργιος; Επιλέγοντας μια ζωή μοναξιάς, εσωστρέφειας, επούλωσης των πληγών (σύμφωνα με τη ρήση του Μεσονυκτικού τας θλίψεις του λαού σου εις χαράν μετάβαλε); Ή επιστρέφοντας στη ζωή δίπλα στους άλλους, διεκδικώντας ξανά τη Σοφία ή μια νέα Σοφία; Πότε είμαστε ποιο μόνοι, στη συντροφιά της εσωτερικής μας ζωής, στα δάση και στο έρημο χιονισμένο χωριό ή στην πόλη, πίνοντας τσίπουρα και μιλώντας για ποδόσφαιρο, γυναίκες και πολιτική με τους άλλους; Πότε αγγίζουμε την θεϊκή παρουσία; Βυθισμένοι στην εσώτερη μυστική ζωή μας κι ανιχνεύοντας τις μύχιες κινήσεις της ψυχής ή παλεύοντας με την παρουσία των άλλων, συνάμα παρηγορητική και αφόρητη αναλόγως με την περίσταση και τη συγκυρία;
Ο Καρακίτσος θέτει τα πιο καίρια ερωτήματα, αλλά ως έμπειρος συγγραφέας ξέρει πως η απάντηση δεν είναι δική του ευθύνη. Όταν ο εκδότης του εγκάλεσε τον Τσέχωφ αποδίδοντάς του ανικανότητα να παίρνει σαφή θέση στα αφηγήματά του αυτός του απάντησε:
«Με το δίκιο σου απαιτείς από το συγγραφέα να έχει συνείδηση αυτών που κάνει, αλλά συγχέεις δυο πράγματα: άλλο να απαντάς στα ερωτήματα και άλλο να τα διατυπώνεις σωστά. Μόνο το δεύτερο απαιτείται από έναν συγγραφέα» [10]
Ο Στέργιος μοιάζει να κρατά σε απόσταση ασφαλείας τόσο την Σοφία όσο και την αρκούδα. Δεν πυροβολεί την αρκούδα, παρόλο που τον πλησιάζει απειλητικά. Ρίχνει μόνο στον αέρα για να την τρομάξει και να την κάνει να απομακρυνθεί. Παίρνει τηλέφωνο τη Σοφία, αλλά κατεβάζει το ακουστικό. Σοφία και αρκούδα: σύμβολα των δυο διαφορετικών στάσεων ζωής.
Απόφαση όμως σημαίνει και αποκλεισμός. Διαλέγοντας μια στάση ζωής αποκλείεις τις εναλλακτικές της. Einmal ist keinmal υποστηρίζει μια γερμανική παροιμία (που μας θυμίζει ο Μίλαν Κούντερα).[11] Αυτή η συνθήκη γεννά την τραγική, αλλά συνάμα μεγαλειώδη, ανθρώπινη μοίρα. Κι ο Καρακίτσος μας ξεδιπλώνει αυτή την ανθρώπινη εμπειρία αριστοτεχνικά.
Η ζωή δεν αναβάλλεται. Κι όσο κι αν ο χρόνος που μας δίνεται μοιάζει αρκετός, η ώρα της απόφασης είναι αμείλικτα παρούσα. Όταν έχουμε τελειώσει και την τελευταία σελίδα του πιο όμορφου βιβλίου, η ευθύνη γέρνει πια στην πλευρά του αναγνώστη.
///
[1] Παρατίθεται στο Juan Gabriel Vásquez, Η μετάφραση του κόσμου. Οι διαλέξεις στην Οξφόρδη, μετάφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης Ίκαρος, 2024, 23.
[2] Βλ. λ.χ. Juan Gabriel Vásquez, ο.π., 87.
[3]Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Υπερρεαλιστικό πανήγυρι», (Δον Υπαστυνόμος), Το Βήμα, 18.4.2021.
[4] Γιώργος Περαντωνάκης, «Ο Δον Κιχώτης των φόνων», (Δον Υπαστυνόμος), Εφημερίδα των Συντακτών, 13.8.2021.
[5] Γιώργος Πινακούλας, «Οι μεταμορφώσεις ενός ρεσεψιονίστ», (Ιστορίες του Βαρθολομαίου Ολιβιέ), Νέο Πλανόδιον, 28.5.2018.
[6] Λένα Πανταλέων, «Αλαλούμ μέχρι δακρύων» (Δον Υπαστυνόμος), Η Καθημερινή, 24.1.2021.
[7] Αλέξανδρος Ζωγραφάκης, «Φυγή προς τα πίσω» (Για να μην αποτύχουμε όπως οι Μπιόρλινγκ και Καλστένιους), www.istos.gr, 25.6.22
[8] Richard J. Evans, Για την υπεράσπιση της ιστορίας, μτφρ. Λυδία Παπαδάκη, Σαββάλας, 2009, 34.
[9] Thomas Nagel, Η θέα από το πουθενά, μτφρ. Χρήστος Σταματέλος, Κριτική, 2000.
[10] Η μετάφραση του κόσμου, σ. 16.
[11] Μίλαν Κούντερα, H αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι, μτφρ. Κατερίνα Δασκαλάκη, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1986, 15.
*
*
*
