*
της ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ
Απ’ της αυγής το ρόδισμα ως της νυχτιάς το σκότος,
σκλάβοι βουβοί καιγόμαστε στου πόνου το καμίνι.
Στα πυκνά δίχτυα μιας βαριάς κατάρας τυλιγμένοι
αγκομαχώντας νιώθουμε τη νιότη μας που σβήνει.
Καημός πικρός… ορθάνοιχτος ο τάφος μάς προσμένει.
Μονάχοι πάμε στ’ άγνωστο. Κι ανήμποροι της μοίρας
ακολουθάμε σιωπηλοί τα μαύρα μονοπάτια.
Καμιά λαχτάρα. Πουθενά δε λάμπει κάποιο φως,
λες και θολώσαν της ψυχής κι αυτά τ’ άγρυπνα μάτια.
Λυπήσου, Θεέ μου, τη γενιά μας κι έλα,
σα λυτρωτής για μια στιγμή, σαν Πάναγνος Θεός,
της πολυστέναχτης ζωής Συ ν’ άρεις το σταυρό.
Χρόνια σκυφτοί βαδίζουμε πάντα στους ίδιους δρόμους
κι αγκαλιασμένοι σέρνουμε του πόνου το χορό.
Ο Χρήστος Ντάλιας, κατά κόσμον Χρήστος Μαλάκης, γεννήθηκε στις 21 Γενάρη του 1907. Μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη όπου και τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Ελληνογαλλικό Λύκειο Χατζηχρήστου. Είλκυε την καταγωγή του από την Βλάστη της Δυτικής Μακεδονίας. Ο ίδιος στα «Εργοβιογραφικά» του προτάσσει: «ο πατέρας μου ήταν κτίστης που εξελίχθηκε αργότερα σε εργολάβο οικοδομών και η μητέρα μου, το γένος Κεραμοπούλου, ήταν αδελφή του ακαδημαϊκού Αντώνη Κεραμόπουλου».
Ύστερα το πρωί
άκουγα τα βήματά της
στην πατρική σκάλα…
Το βράδυ, η ίδια ιστορία.
Γέμιζε το σπίτι
καρπούς, φύλλα, αποξεραμένα
κλαδιά
τάβαζε στις κούπες,
τα κρέμαγε απ’ το ταβάνι
και κοιμόταν ήσυχη
Σπούδασε μηχανολόγος μηχανικός στο Βερολίνο και στη Γάνδη του Βελγίου. Εγκαταστάθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1932 και διετέλεσε διευθυντής στο Υπουργείο Βιομηχανίας καθώς και καθηγητής στην σχολή του «Ευκλείδη» που μόλις είχε συσταθεί.
Ο ίδιος αγέρας αναμοχλεύει
τη σκόνη
Η ίδια ρήξη καθαγιάζει
το μέτρο στο πλανόδιο στερέωμα.
Εδώ, εκεί, χωρίς την γοητεία
της εφημερότητας.
Υπολείμματα παγετώνων.
Απομαγνητισμένα συστατικά
και φόβος
ξέθωρος να πέφτεις στην άλλη
άκρη της κλεψύδρας.
Χωρίς ηχώ.
Βρέχει.
Το 1940 εκδόθηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή Πρώτες πνοές, ενώ ακολούθησαν άλλες δύο: Κρυφοί παλμοί (1945) και Περνώντας τα τρίστρατα (1952), με στίχους τους οποίους αργότερα ο ίδιος χαρακτήρισε «ξώπετση ενασχόληση».
Πέρασα μέσα απ’ τις καλαμιές που
αντιβουίζουν στη διαπασών σ’ εκείνες
τις όχθες.
Τι με παρασύρει να κάνω τέτοια ποιήματα
δεν το γνωρίζω.
Φοβόμουν από μικρός την περιπέτεια,
όμως, σαν τ’ αγρίμι την αναζητούσα.
Μ’ έθελγε η διερεύνηση,
το αυταπόδεκτο για τους άλλους θεώρημα.
Ο ήχος, η φωνή
που ξεμακραίνει στην απελπισία.
Αδιάκοπα γενικεύει στο υποσυνείδητο,
κατακερματισμένα πρόσωπα καλαμένια,
ξεφλουδισμένα στη διάρκεια
και στην είσοδο που οι διώκτες
της θύμησης σε κυνηγούν.
Όλα στη φαντασία του υπαρκτού κόσμου,
του απολησμονημένου αυτού
*
Ο Πέτρος Σπανδωνίδης σε ένα χωρίο κριτικής του ειλημμένης από το βιβλίο του Η σύγχρονη λογοτεχνική Σαλονίκη, αναφέρει: «Το έργο του Ντάλια υψώθηκε ως πλάτανος με τρεις μετακορμούς που πήραν πάνω τους όλους τους ποιητικούς γαλαξίες μιας ζωογόνου αγωνίας που απορρέει από το πνεύμα το οπλισμένο από την εμπειρία και την επιμονή μιας βουλιμίας ακόρεστης. Και βέβαια, μέσα στον εκτεταμένο κόσμο του φιλοξένησε και όλες τις υπερβολές ή τις αισθητικές αδυναμίες για ένα ευρύστερνο κλάδεμα, όπως συμβαίνει με το γιασεμί που φουντώνει και που λυπάται κανείς να κόψει τα τόσα κλαδιά, αν και ξέρει πως η ορμή για ένα ανανεωμένο δέντρο είναι μέσα του».
Συλλέγω ό,τι βρω
ό,τι είναι για πέταμα στα μισοφαγωμένα
ράφια.
Βιβλία, αντικείμενα, χαρτιά
διπλωμένα μάτια, δαχτυλιές,
αράχνες.
Τα ρίχνω στα πηγάδια
που φέγγουν.
Και όμως, η συμμετοχή του στα λογοτεχνικά πράγματα της Θεσσαλονίκης μετά τη λήξη του πολέμου το 1946, ήταν καίρια και συστηματική. Μετείχε στο επιτελείο του περιοδικού Μορφές και μετά τη λήξη της κυκλοφορίας του, με την συνδρομή του Τηλέμαχου Αλαβέρα ξεκίνησε την επανέκδοση του περιοδικού Νέα Πορεία. Το 1962 μαζί με άλλους λογοτέχνες ίδρυσαν την Εταιρία λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Το 1976, εικοσιτέσσερα χρόνια μετά από εκείνη την τρίτη του συλλογή, μπαίνει πάλι στον ποιητικό στίβο με την Εφαπτομένη του («προσανατολισμός πουθενά / μαγνητικό πεδίο μηδέν / θεέ μου, πώς βρέθηκαν / τόσοι πολλοί εδώ μέσα»), ενώ ακολούθησαν ως τον θάνατό του άλλες δεκαεπτά συλλογές και συγκεντρωτικές εκδόσεις.
Έπαιζε με τους αριθμούς.
Δίχως γραφίδα έκανε
όλες τις πράξεις·
η αφίσα του βρίσκεται στους τοίχους
σχισμένη ακόμα.
Πέθανε στη Θεσσαλονίκη χαράματα της 10ης Νοεμβρίου του 1998, χρονιά που το περιοδικό Νέα Πορεία χάνει άλλους τρεις συνεργάτες του, τους Γιώργη Κότσιρα, Ζωή Καρέλλη και Ι. Ρ. Πανέρη.
Θα φύγω και πάλι.
Γυμνός. Το γνωρίζω.
Δεν το φοβάμαι.
Έζησα και θα ζω πάντα
το γαλάζιο τ’ ουρανού
απανταχού
και του χρόνου.
Η φωνή του, δεν ήταν ποτέ κραυγαλέα, ούτε τα νερά της θυμίζουν καταρρακτώδεις ποταμούς. Οι στίχοι του είχαν πάντα εκείνη τη φυσική μαλακότητα του χαδιού και άκουσμα σαν στη μουσική με σουρντίνα.
Κοίταξε στον καθρέφτη
πελιδνό το πρόσωπό
ξανακοιτάζει
εγώ είμαι άλλος
ή εκείνος
τι παράξενο εκείνο
το κατ’ εικόνα.
Ο Χρήστος Ντάλιας είναι πιθανόν να μην περίμενε κάποια αναγνώριση από την πόλη του και τις Αρχές της, στις οποίες κάποτε ενεργά συμμετείχε, από αυτές που αφειδώλευτα προσφέρονται σε πυγολαμπίδες με ψηφίσματα και παράτες. Ως γνωστόν, οι Αρχές αδιαφορούν για όσους έχουν προσφέρει στον τόπο τούτο και ίσως γι’ αυτό το πικρόγελό του τώρα τις ακολουθεί. Είναι το κοινό που τον ενώνει με Θέμελη, Κατσόγιαννη, Δέλιο, Πεντζίκη, Ζητσαία και άλλους συνηλικιώτες και νεότερούς του με τους οποίους συμπορεύθηκε και στους οποίους η πόλη ανάλογα έχει συμπεριφερθεί.
Θα φύγω
από μιαν έξοδο
του ήλιου
μια μέρα.
Ηχεία βροχής
ανήκουστης
θ’ αναδεύουν σιωπηλά
στο παράξενο τζάμι.
~.~
ΝΟΥΜΠΕΤΙ, ΜΟΥΧΑΜΠΕΤΙ
Ίσως όντως να υπάρχει εκείνο το τραγούδι που μιλά σε όλους μας την ίδια ιδιόλεκτο, όμως, σε διαφορετική για τον καθένα γλώσσα. Κι ίσως υπάρχει πάντοτε ένας στίχος που στέκεται όρθιος στον άνεμο της ιστορίας και βγαίνει σεργιάνι τα βράδυα γυρεύοντας μιαν άλλη επιφάνεια της φωνής που ξέχασε στην ώρα της να φωνάξει.
Αναλογίζομαι αυτούς που μίσεψαν πέρα απ’ το σύνορο του κόσμου, μα εκεί που πήγαν φαίνεται καλοπερνούν, χορεύουν, τραγουδούν, γιατί δεν γύρισε κανείς παράπονο να κάνει.
Κείμενα – Επιμέλεια στήλης
Ειρήνη Καραγιαννίδου
*
*
*

