Η μοίρα του τυφλοπόντικα: Αναλογισμοί για την τεχνητή νοημοσύνη

*

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Η ΜΗΧΑΝΗ  #  5

Προσεγγίσεις στον κόσμο της τεχνητής νοημοσύνης και των πραγματικών ή πλασματικών οριζόντων της

~.~

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Εκατό χιλιάδες δισεκατομμύρια ποιήματα του Ραϋμόν Κενώ πρωτοεκδόθηκαν το 1961. Το βιβλίο περιέχει δέκα σονέτα. Καθένας από τους 140 συνολικά στίχους του είναι τυπωμένος σε ξεχωριστή λωρίδα χαρτιού. Μετακινώντας τις λωρίδες και συνδυάζοντας οριζοντίως τους στίχους μεταξύ τους (και τα δέκα σονέτα έχουν τις ίδιες ρίμες), μπορεί κανείς να δημιουργήσει ούτε λίγο ούτε πολύ 1014, πάει να πει 100.000.000.000.000 ποιήματα! Αν φανταστούμε έναν αναγνώστη πρόθυμο και ικανό να διαβάζει 24 ώρες το 24ωρο 365 ημέρες τον χρόνο και με ρυθμό ένα ποίημα ανά λεπτό, θα του έπαιρνε μόλις 2.000.000 αιώνες για να διαβάσει το σύνολο.

Το Blanco του Οκτάβιο Πας είναι έργο λίγο μεταγενέστερο, του 1967. Το ποίημα είναι τυπωμένο σε ένα τεράστιο πολύπτυχο και πολύστηλο μονόφυλλο και οι στίχοι του με διάφορα μελάνια και γραμματοσειρές. «Ακολουθία σημείων», το αποκαλεί ο ποιητής, «η οποία αποκαλύπτεται και, κατά κάποιον τρόπο, παράγεται» κάθε φορά που ένας αναγνώστης την ξεδιπλώνει τυχαία. Στην πράξη, και εδώ έχουμε να κάνουμε με μια γεννήτρια συνδυασμών, με ένα κείμενο που μπορεί να διαβαστεί από την αρχή ή τη μέση, οριζοντίως ή καθέτως, ολοκληρωμένα ή αποσπασματικά με πολλούς τρόπους. Ο Πας υποδεικνύει στο επίμετρό του μερικούς από αυτούς.

Από τέτοιες μηχανές αυτόματης παραγωγής έργων η ιστορία του μοντερνισμού βρίθει. Οι συνθέτες του αλεατορισμού και της απροσδιοριστίας από τον Κέητζ ώς τον Μπουλέζ και τον Στοκχάουζεν, συγγραφείς όπως ο Τζαρά και ο Μπάροουζ, καλλιτέχνες όπως ο Ντυσάν, ο Μπέηκον, οι ντανταϊστές πειραματίστηκαν με ποικίλες συνδυαστικές μεθόδους: από το παστίς και το κολλάζ ώς το Ταό τε Κινγκ ή τα ζάρια. Κατά βάση όλοι τους στηρίχθηκαν στη λογική του ντυσανικού ready made: Αρκεί να πάρεις κάτι ήδη έτοιμο και να το εκθέσεις αλλού, να το ενθέσεις σε νέα συμφραζόμενα, για να έχεις ένα νέο, αυτοτελές δημιούργημα.

Η μοντέρνα συνδυαστική έχει και αξιόλογη προϊστορία. Υπάρχουν έργα ήδη του Μότσαρτ ή του Ντα Βίντσι που βασίζονται στην τυχαιότητα. Η όψιμη αρχαιότητα και ο Μεσαίωνας πειραματίστηκαν με το είδος του κέντρωνα, της συνάρθρωσης ήδη έτοιμων στίχων παλαιών ποιητών, όπως ο Όμηρος και ο Ευριπίδης, ώστε να δημιουργηθεί ένα καινούργιο έργο. Ο Χριστός Πάσχων, η μόνη γνωστή μας βυζαντινή τραγωδία, είναι ένας τέτοιος κέντρων.

Με την έννοια αυτή, η «τεχνητή νοημοσύνη», όπως κάπως φανταιζίστικα αποκαλούμε τους σημερινούς ψηφιακούς υπερσυνδυαστήρες, και οι εφαρμογές της στις τέχνες μάς είναι αρκετά οικεία υπόθεση. Ο συνδυασμός των πάντων με τα πάντα είναι από τις θεμελιώδεις επίνοιες του μοντερνισμού, ήδη από την κλασσική του φάση. Για τους μοντέρνους, γράφει ο Παναγιώτης Κονδύλης,

«δεν υπάρχουν ουσίες ούτε πάγια πράγματα, παρά μονάχα έσχατα συστατικά στοιχεία, τα οποία εντοπίζονται με την συνεπή ανάλυση, σημεία ή άτομα των οποίων η υφή και η ύπαρξη συνίσταται απλώς και μόνο στην λειτουργία τους, δηλαδή στην ικανότητά τους να σχηματίζουν διαρκώς νέους συνδυασμούς μαζί με άλλα σημεία ή άτομα σημεία ή άτομα των οποίων η υφή και η ύπαρξη συνίσταται απλώς στη λειτουργία τους, δηλαδή στην ικανότητά τους να σχηματίζουν διαρκώς νέους συνδυασμούς μαζί με άλλα σημεία ή άτομα. Εδώ λοιπόν δεν μπορεί να γίνεται λόγος για αρμονία εδραζόμενη σε λίγο-πολύ σταθερές σχέσεις ανάμεσα στα μέρη και στο Όλο· υπάρχουν μόνο συνδυασμοί, οι οποίοι συνεχώς αντικαθίστανται από νέους και κατ’ αρχήν ισότιμους. Τα πάντα μπορούν κι επιτρέπεται να συνδυαστούν με τα πάντα, γιατί τα πάντα βρίσκονται πάνω στο ίδιο επίπεδο και δεν υπάρχουν οντολογικές προϋποθέσεις που θα εξασφάλιζαν το προβάδισμα ορισμένων συνδυασμών απέναντι σε άλλους.»

///

Η συνάφεια της μοντέρνας τεχνικής με την μοντέρνα τέχνη φαίνεται όμως και από κάτι άλλο. Σε οποιαδήποτε παλαιότερη εποχή ο ισχυρισμός ότι μια μηχανή είναι δυνατόν να δημιουργήσει τέχνη θα ήταν αδιανόητος. Ένας κλασσικιστής ή ένας ρομαντικός, λ.χ., θα μας έλεγε ότι η μηχανή δεν διαθέτει τα εκ των ων ουκ άνευ κάθε καλλιτεχνικής δημιουργίας: πνεύμα και ψυχή. Της λείπει, όπως θα έλεγε ο Μάρκος Αυρήλιος, τόσο το αίτιον όσο και η ύλη της τέχνης, τόσο η βουλητική αυτοδιάθεση, που γεννά το έργο, όσο και τα υπαρξιακά βιώματα, από τα οποία το τρέφει και το μορφοποιεί. Άρα τα κατασκευάσματά της εξ ορισμού δεν είναι τέχνη. Είναι το πολύ προσομοιώσεις της, παρόμοια με τους «πίνακες» που σκαρώνει ένας πίθηκος αν βρεθεί ελεύθερος πλάι σ’ ένα πινέλο, ή τα «γλυπτά» που λαξεύει στους βράχους το κύμα.

Προφανώς, δεν ζούμε πια στην εποχή του κλασσικισμού ή του ρομαντισμού. Σήμερα ένα ξέστρωτο κρεβάτι, ένα κήτος στη φορμόλη, μια τοιχοκολλημένη μπανάνα ή μια κονσέρβα κοπράνων θαυμάζονται, εκτίθενται σε μουσεία, και αγοράζονται πανάκριβα από τους συλλέκτες. Γιατί να μην είναι τέχνη λοιπόν και τα γεννήματα μιας μηχανής; Αν όλα είναι ζήτημα αυτοπροσδορισμού, όλα είναι τέχνη στο μέτρο που τα παρουσιάζουμε ως τέτοια. Αnything goes, είμαστε ό,τι δηλώσουμε.

Παρά τις κοινές καταβολές τους ωστόσο, μοντέρνα τεχνική και μοντέρνα τέχνη δεν είναι αυτονόητο ότι θα συνεχίσουν να συμπορεύονται και στο μέλλον. Αν η μοντέρνα τέχνη θεμελιώθηκε ιδεολογικά στην καινολατρία, στο Make it New!, η τεχνολογία στη γυμνή της κατάσταση είναι ιδεολογικά ουδέτερη. Ακούγεται παράδοξο, όμως για μεγάλες περιόδους της ιστορίας οι τεχνικές επινοήσεις ήταν απότοκες μιας θεωρητικής περισσότερο φιλοπεριέργειας, έμεναν χωρίς πρακτική εφαρμογή. Και πάντως ήταν αποσυνδεδεμένες από κάθε βελτιοδοξία, κάθε χρησιμοθηρική ή τεχνοκρατική βλέψη. Οι Έλληνες, λ.χ., εφηύραν την ατμομηχανή και οι Κινέζοι την πυρίτιδα, δεν εκμεταλλεύτηκαν όμως τις επινoήσεις τους στη βιομηχανία ή τον πόλεμο. Η δυτική νεωτερικότητα ήταν που το έκανε, εκκινώντας από εντελώς άλλες προκείμενες.

Κάτι τέτοιο σημαίνει εν ολίγοις ότι οι μέλλουσες χρήσεις της τεχνητής νοημοσύνης θα είναι συνάρτηση των πολιτικών και ιδεολογικών προσανατολισμών του μέλλοντος. Θα είναι αυτές υπέρ ή κατά της καινοτομίας; Θα προεκτείνουν γραμμικά τον τωρινό ατομοκεντρικό ηδονισμό ή θα ανοίξουν τον δρόμο μήπως στο αντίθετό του, σε έναν νέο κολλεκτιβιστικό ασκητισμό; Θα αντανακλούν την τωρινή μαζικοδημοκρατική αφθονία ή θα γίνουν όργανο ενός καθεστώτος ανάγκης, μιας ζηλωτικής θεοκρατίας λ.χ. που θα έρθει στα πράγματα μετά από μια οικολογική συντέλεια ή έναν πυρηνικό αρμαγεδδώνα; Θα έχουμε μια απρόβλεπτη διασταύρωση στοιχείων από όλες αυτές τις τόσο διαφορετικές μεταξύ τους εκδοχές; Δεν το γνωρίζουμε.

Ήδη σήμερα η τεχνητή νοημοσύνη υπηρετεί πολλούς αφεντάδες χωρίς αυτό να μας κάνει ιδιαίτερη εντύπωση: τα κράτη της Δύσης λ.χ. και την Κίνα ή το Ιράν· τον τακτικό στρατό του Ισραήλ και τις «τρομοκρατικές» ομάδες που το αντιμάχονται· τις πάσης φύσεως και είδους πολυεθνικές του πλανήτη και τους τυχοθήρες χάκερ που τις δοκιμάζουν· τα θεσμικά κατεστημένα κόμματα και τα κινήματα βάσης που τα αντιπολιτεύονται κ.ο.κ. Παρότι προβάλλεται ως μέσο ενισχυτικό του πλουραλισμού, γνωρίζουμε πολύ καλά ότι χρησιμοποιείται αφειδώς ως κρησάρα λογοκριτική στο διαδίκτυο από την πρώτη μέρα. Και αυτό θα εξακολουθήσει να γίνεται: για κάθε απόβλεψη πολιτική ή άλλη θα επινοηθεί και μια ανάλογη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης, αυξάνοντας εκθετικά την ηθική αβεβαιότητά μας απέναντί της. Αυτή όμως είναι η φύση κάθε τεχνικής επινόησης, ότι διατίθεται ελεύθερα προς κάθε χρήση, το φάρμακο του ενός είναι το φαρμάκι του άλλου και τούμπαλιν. Ηθική αβεβαιότητα σημαίνει εδώ ότι είναι συνήθως αδύνατο να τοποθετήσουμε στο φάσμα του καλού/κακού τις επιπτώσεις μιας τεχνικής επινόησης, ακριβώς επειδή είναι ταυτοχρόνως και θετικές και αρνητικές. Στην τεχνολογία της σχάσης του ατόμου λ.χ. βασίζονται σήμερα περίπου 440 σταθμοί ηλεκτρικής ενέργειας που καλύπτουν το 10% των παγκόσμιων αναγκών, από τη μια, και 12.500 πυρηνικές κεφαλές που μας απειλούν με απόλυτη εξολόθρευση, από την άλλη – ποιος μπορεί να σταθμίσει εδώ με ασφάλεια τον λόγο κόστους/οφέλους; Ειδικά σε ό,τι αφορά την τεχνητή νοημοσύνη, όπως τονίζει ο ιστορικός Νηλ Φέργκιουσον,

«θα ήταν βαρύνον λάθος να προεξοφλήσουμε ότι η χρήση που θα κάνουμε αυτής της νέας τεχνολογίας θα είναι ως επί το πλείστον για παραγωγικούς και όχι καταστρεπτικούς σκοπούς».

Περίπου βέβαιο είναι πάντως ένα: ότι η σχέση της τεχνητής νοημοσύνης με τον πολιτισμό δεν θα είναι εκείνη που διαφημίζουν και επαγγέλλονται μεγαλόφωνα η τρέχουσα πολιτική και οικονομία. Ο λόγος είναι απλός και ακούει στο όνομα ενός ειρωνικού νόμου, της ετερογονίας των σκοπών. Η θέληση πράγματι οδηγεί, αλλά όχι εκεί που θέλει. Ο Έλον Μασκ πρόσφατα επεσήμανε ένα γεγονός, ευχερώς εξακριβώσιμο: τους τελευταίους δύο αιώνες όλες οι δημοφιλείς προγνώσεις για το μέλλον διαψεύστηκαν. Στην καλύτερη περίπτωση, τις εξελίξεις προδιέγραψαν παρατηρητές που στον καιρό τους πέρασαν απαρατήρητοι ή είχαν περιθωριακό ρόλο. Το ίδιο θα συμβεί και τώρα.

///

Ποια συγκεκριμένα γνωρίσματα θα λάβει η αυριανή τέχνη, ανθρωπογενής ή μηχανογενής, δεν μπορούμε συνεπώς να το γνωρίζουμε όσο δεν γνωρίζουμε τις συγκεκριμένες συνθήκες υπό τις οποίες θα κληθεί αυτή να εκδιπλωθεί. Μπορούμε πάντως να διατυπώσουμε ορισμένες εικασίες.

Η τεχνητή νοημοσύνη διαφημίζεται σήμερα ως μέσο χειραφετητικό, ως εργαλείο που στο πεδίο των τεχνών λ.χ. διευρύνει τις εκφραστικές δυνατότητες του ατόμου. Όσο οι υπολογιστές αίρουν τη διάκριση μεταξύ καλλιτέχνη και μη καλλιτέχνη, τόσο και κάθε άνθρωπος –λέει αυτό το αφήγημα– εφοδιασμένος με το κατάλληλο μηχάνημα θα μπορεί πλέον να γράφει μυθιστορήματα ακόμη κι αν ο ίδιος είναι αναλφάβητος, να συνθέτει συμφωνίες ακόμη κι αν είναι εντελώς άμουσος, να φιλοτεχνεί αγάλματα ακόμη κι αν πάσχει από τετραπληγία.

Φυσικά, στην πράξη η κατάσταση διαφέρει κατά πολύ. Ο εκδημοκρατισμός της παραγωγής ακυρώνεται στην πράξη από το ολιγοπώλιο της διάθεσης. Το εξισωτικό σύνθημα της καθολικής πρόσβασης στις νέες τεχνολογικές δυνατότητες δεν συμβιβάζεται με την κυριαρχία των Big Tech που ελέγχουν την ψηφιόσφαιρα, άρα και τα καλλιτεχνικά προϊόντα που διακινούνται μέσω αυτής. Ο ηρωικός αναρχισμός που εμψύχωνε το διαδίκτυο στην πρώτη του περίοδο έχει εκπνεύσει. Τη θέση του έχουν πάρει συνθήκες οιονεί οργουελικές όπου δίνουν και παίρνουν η παρακολούθηση των πάντων από κρατικές και εξωκρατικές υπηρεσίες, η έμμεση ή άμεση λογοκρισία που παροξύνθηκε την περίοδο της πανδημίας, η εμπορευματοποίηση των προσωπικών δεδομένων. Μια ιδιότυπη σύμπραξη ιδιωτικών και δημόσιων οργανισμών, ολιγομελέστερη από ποτέ, φαίνεται να κινεί όλα τα κρίσιμα γρανάζια ενός συστήματος που προς τα έξω παρουσιάζεται ως πολυφωνικό, στην πράξη όμως αποδεικνύεται το αντίθετο. Ιδιαίτερα ανησυχητική είναι η ανοιχτή στράτευση κάποιων τεχνολογικών κογκλομεράτων, η μετατροπή τους σε φερέφωνα μιας ιδεολογίας. Διαμορφώνεται έτσι ένα αδιαφανές πλέγμα ισχύος που όχι μόνο δεν λογοδοτεί στις αιρετές πολιτικές αρχές, αλλά ευθέως τις χειραγωγεί ή τις υποσκάπτει.

Οι συνθήκες αυτές απειλούν ευθέως και την αυτονομία της τέχνης, την τόσο δύσκολα κατακτημένη τους τελευταίους δύο αιώνες. Η ιστορική πείρα διδάσκει ότι όσο αυξάνεται η εξάρτηση του καλλιτέχνη από έναν παράγοντα, όποιος κι αν είναι αυτός –κράτος, εκκλησία, ιδεολογία, τεχνολογία, επιχειρήσεις– τόσο περιστέλλεται η ατομική ελευθερία του, τόσο ευχερέστερη γίνεται η ποδηγέτησή του από κρατικά ή ιδιωτικά κέντρα ισχύος.

Γενικά μιλώντας, και παρά τον αγώνα της αγοράς να μας πείσει για το αντίθετο, ο ρόλος της ανθρώπινης ατομικότητας στις τέχνες σήμερα, της καλλιτεχνικής ιδιοφωνίας για να το πω διαφορετικά, τείνει μειούμενος. Όσο περισσότερο το έργο τέχνης μετατρέπεται σε κοινό εμπορικό προϊόν, τόσο περισσότερο κυριαρχεί ο κομφορμισμός – είτε σε ομολογημένα τυποποιημένη μορφή είτε μασκαρεμένος σε πρωτοπορία. Σε αυτό, τα προϊόντα της μαζικής κουλτούρας δεν διαφέρουν από τα άλλα προϊόντα, φέρ’ ειπείν της μόδας. Ως επί το πλείστον, πράγματα γνωστά μας ανακυκλώνουν, γυαλίζοντάς τα με το λούστρο του νεωτερισμού. Οι δε παραγωγοί τους καθότι εύκολα εναλλάξιμοι, είναι μεταξύ τους δυσδιάκριτοι. Όπως το βλέπει κανείς καθαρά στις ταινίες του main stream εντός ή εκτός Χόλλυγουντ, τον ρόλο της δημιουργικής διάνοιας, του auteur, σκηνοθέτη ή σεναριογράφου, παίρνουν κολλεκτίβες, ομάδες παραγωγής και σχεδίασης που συγκροτούνται με βασικό κριτήριο την ειδίκευση των μελών τους. Το ίδιο συμβαίνει στην αρχιτεκτονική, στην ποπ μουσική και αλλού.

Σε μια τέτοια περιρρέουσα ατμόσφαιρα, αυξανόμενου εργασιακού καταμερισμού, παραγωγικής εξειδίκευσης και εντέλει αποπροσωποποίησης των τεχνών, τίποτε δεν αποκλείει προοπτικά το ενδεχόμενο οι τεχνητοί νόες του μέλλοντος να εκπαιδευτούν έτσι ώστε να μη λογοδοτούν διόλου στην ανθρώπινη ατομικότητα. Βεβαίως, πρέπει εδώ να ειπωθεί, υπερατομικές μορφές τέχνης υπήρχαν ανέκαθεν. Το δημοτικό τραγούδι λ.χ. όλων των λαών είναι γέννημα της κοινότητας, μιας ευρείας εθνικής ή πολιτισμικής συλλογικότητας, εξού και είναι ανώνυμο. Όμως και πάλι αυτές οι μορφές τέχνης, εκπορεύονται και εξαρτώνται άμεσα από μια συλλογική δημιουργικότητα – πηγάζουν απ’ ό,τι παλαιότερα αποκαλούσαμε εθνικό χαρακτήρα ή λαϊκή ψυχή.

Δεν ισχύει το ίδιο με την τέχνη την παραγόμενη από την τεχνητή νοημοσύνη. Ο αυτονομημένος υπερεπεξεργαστής του μέλλοντος λ.χ. θα είναι σε θέση να παράγει καλλιτεχνήματα και λογοτεχνήματα, των οποίων η θεματική και η μορφή θα αποφασίζεται ερήμην του ανθρώπινου παράγοντα, από έναν αλγόριθμο προρυθμισμένο κατά τις επιδιώξεις ενός κράτους, την προπαγάνδα ενός κόμματος ή τις ανάγκες μιας επιχείρησης. Στο τέρμα αυτού του δρόμου, και για λόγους κόστους ή άλλους, είναι πιθανόν η κουλτούρα στο μέγιστο τμήμα της να γίνει αποκλειστικά μηχανογενής. Ο άνθρωπος δηλαδή να απολέσει εντελώς τον ρόλο του καλλιεργητή των τεχνών και να περιοριστεί στον ρόλο του καταναλωτή τους, όπως ακριβώς η μαζική αστικοποίηση τον αποξένωσε εντελώς από τη αγροκουλτούρα, και από καλλιεργητής τροφίμων έγινε απλός καταναλωτής τους. Για να το πω με άλλη μεταφορά: ο άνθρωπος θα πάψει να είναι πομπός του καλλιτεχνικού σήματος, και θα γίνει απλός δέκτης του.

Μπορούμε μάλιστα να φανταστούμε συνθήκες όπου η τεχνητή νοημοσύνη θα αναγορευτεί ως ο μόνος γνήσιος ή επιτρεπτός καλλιτέχνης, και τα ανθρώπινα έργα θα υποβιβαστούν σε νοσταλγικό φολκλόρ όπως η τέχνη των ιθαγενών στον Άνθρωπο στο ψηλό κάστρο του Φίλιπ Κ. Ντικ ή και θα απαγορευθούν εν όλω ή εν μέρει, όπως στο Equilibrium του Κερτ Γουίμμερ.

///

Αν οι συνθήκες της τρέχουσας καταναλωτικής ευημερίας παραταθούν, μπορούμε να προβλέψουμε ότι η μελλοντική μηχανογενής τέχνη θα είναι ακόμη πιο πληθωριστική από την τρέχουσα ανθρωπογενή. Η αγορά θα υπερχειλίσει από έναν ασύλληπτο αριθμό καλλιτεχνικών προϊόντων για την πλειονότητα των οποίων δεν θα υπάρχει ζήτηση. Σε αυτήν την περίπτωση, θα ζήσουμε μια επανάληψη του μοντερνιστικού 20ού αιώνα. Όσο ο πληθωρισμός θα απαξιώνει το προϊόν, τόσο θα κερδίζουν έδαφος η εκκεντρικότητα, η σκανδαλοθηρία, η καινολατρεία. Καθώς η ζήτηση για νέου τύπου εμπειρίες θα αυξάνει, τα προϊόντα τέχνης θα απλώνονται σε τομείς θεωρούμενους έως τότε εξωκαλλιτεχνικούς. Έτσι θα προσομοιάζουν όλο και περισσότερο με βιντεοπαίχνιδα, ριάλιτυ σόου, ακτιβιστικά δρώμενα ή οδηγούς αυτοβοήθειας. Ένα τμήμα της αγοράς είναι πιθανό να ειδικευτεί στην καλλιέργεια ακραίων βιωμάτων. Οι μέλλουσες «ακραίες τέχνες», όπως σήμερα τα ακραία σπορ, θα υπόσχονται έντονες και πρωτόγνωρες συγκινήσεις, σε συνθήκες όμως απόλυτης ψηφιακής μόνωσης και ασφάλειας. Ίσως δούμε και την νομιμοποίηση του λεγόμενου dark web, ψηφιακούς προσομοιωτές δηλαδή που θα επιτρέπουν στον χρήστη την εκτόνωση βίαιων ενστίκτων ή σεξουαλικών επιθυμιών που στον αναλογικό κόσμο απαγορεύονται από το ποινικό δίκαιο και την ηθική.

Η υπερπροσφορά θα αποδομήσει ό,τι έχει απομείνει από το σέβας προς τους Κανόνες του παρελθόντος και θα βαλκανοποιήσει ακόμη περισσότερο την αγορά της τέχνης. Τον τόνο θα δίνουν μικρές συνομαδώσεις, «ψηφιακές φυλές» που θα ειδικεύονται στην κατανάλωση συγκεκριμένων ειδών. Όπως ήδη σήμερα στο Only Fans ο πελάτης παραγγέλλει από την αγαπημένη του πορνοστάρ τη πόζα ή τη σκηνή της επιθυμίας του, το έργο θα έρχεται αλά καρτ. Ο πελάτης θα επιλέγει λ.χ. αν στo Όσα παίρνει ο άνεμος που θα δει θα πρωταγωνιστεί η Σκάρλετ Ο’ Χάρα ή η Σκάρλετ Γιόχανσον ή αν το χιτ του συρμού θα το ακούσει από τη φωνή της Ταίυλορ Σουίφτ ή της Μαρίας Κάλλας. Αν η τεχνική αλώσει και το τελευταίο άβατο της ιδιωτικότητας, τον ανθρώπινο νου, αν καταστεί δυνατή φέρ’ ειπείν η κινηματογραφική αποτύπωση των ονείρων ή η μηχανική αποκρυπτογράφηση της σκέψης, αυτό θα αποτυπωθεί και στα καλλιτεχνικά προϊόντα. Ο πελάτης θα μπορεί «να ζήσει» κυριολεκτικά μέσα στο μυαλό της τάδε ή της δείνα διασημότητας, να αισθανθεί λ.χ. την αγωνία του τερματοφύλακα πριν το πέναλτυ ή την ηδονή του φονιά την ώρα που αποτελειώνει το θύμα του.

Στον δρόμο που πρωτοπάτησε ο ιλλουζιονισμός της Αρχαιότητας και του Μπαρόκ, τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, αναλογικού και ψηφιακού κόσμου θα γίνουν δυσδιάκριτα. Περιτυλιγμένοι από ένα ψευδαισθητικό ολόγραμμα, λ.χ., θα έχουμε τη δυνατότητα να ζήσουμε κάθε είδους βίωμα: τις περιπέτειες του Ναπολέοντα, ας πούμε, ή εκείνες του Ντόναλντ Ντακ. Τους ψηφιακούς αυτούς βίους ας τους φανταστούμε ώς μεγάλα τουριστικά πακέτα. Κανείς θα ζει τη ζωή της επιθυμίας του όπως σήμερα επισκέπτεται μια χώρα ή δοκιμάζει ένα σνακ. Για τους εύπορους θα διατίθενται πολυτελή προγράμματα διαρκείας. Σε συνθήκες ελεγχόμενης ύπνωσης και παρακολουθούμενοι από επιτελείο ιατρών και φροντιστών, θα αποσύρονται για χρόνια ή και ισοβίως στην μεταπραγματικότητα της αρεσκείας τους την οποία θα έχει φιλοτεχνήσει ειδικά για εκείνους ένας μετασκηνοθέτης σ’ έναν υπερυπολογιστή. Οι άποροι θα έχουν πρόσβαση σε πολύ λιγότερα, σε ολιγόλεπτες δόσεις ευφορίας ίσως, παρόμοιες με αυτές που γεννούν οι σημερινές ψυχότροπες ουσίες.

Αν, αντίθετα, περιπέσουμε σε οικονομική στενωπό ή απειληθούμε από οικολογική κατάρρευση, η τέχνη ανθρωπογενής ή μηχανογενής θα μεταβληθεί άρδην. Η τρέχουσα πολυμορφία θα μειωθεί στο ελάχιστο, η καινοτομία θα απαξιωθεί και στο προσκήνιο θα επανέλθουν οι λιτές προδιαγεγραμμένες φόρμες και ένα αυστηρό ιδεώδες του κάλλους. Η τέχνη αυτή σε πολλά θα είναι προϊόν της ανάγκης: θα λειτουργεί κυρίως ως μέσο διδαχής, θα εξυπηρετεί τη συλλογική επιβίωση, ίσως λάβει και περίβλημα θρησκευτικό.

Σε αυτή την περίπτωση είναι πιθανό ότι τα δημιουργήματά της θα μοιάζουν περισσότερο με τα έργα τέχνης του Μεσαίωνα ή της αρχαϊκής περιόδου παρά με τα δικά μας. Υπό συνθήκες παρατεταμένης σπάνεως, τα σημερινά πληθωρικά καλλιτεχνήματα θα φαντάζουν αναδρομικά ως υποπροϊόντα της παρακμής και θα αντιμετωπίζονται αναλόγως. Όσα δεν αφεθούν από μόνα τους να χαθούν, θα καταστρέφονται επί τούτου.

Ωστόσο, ακόμη και σε μια τέτοια περίπτωση η τέχνη ενδέχεται να συνεχίσει να είναι μηχανογενής, δηλαδή βασιζόμενη στην τεχνητή νοημοσύνη και τις εφαρμογές της, στο μέτρο φυσικά που δεν καταρρεύσει πλήρως ο τεχνικός πολιτισμός. Ίσως μάλιστα οι μηχανές αναλάβουν κρίσιμο ρόλο κατά το πέρασμα από το παλαιό ατομοκεντρικό πρότυπο βίου στον νέο κολλεκτιβισμό ή αυταρχισμό, ως όργανα προπαγάνδας και πειθάρχησης. Σε μια τέτοια περίπτωση, η νέα τέχνη που θα προκύψει θα είναι αυτονοήτως δογματική και στρατευμένη. Όπως η εκκλησιαστική ή κομματική τέχνη του παρελθόντος, θα κατηχεί τους πολλούς, θα σωφρονεί τους παρεκκλησίες και θα αναθεματίζει τους αντιφρονούντες. Από τη γιγαντιαία δεξαμενή των καλλιτεχνικών μορφών και ιδεών του παρελθόντος, θα στηριχθεί κατ’ ανάγκην μόνο στις ακίνδυνες για το νέο καθεστώς, όπως περίπου οι Βυζαντινοί μοναχοί αντέγραφαν επισταμένως τον Αριστοτέλη ή τον Πλωτίνο αλλά αποστρέφονταν ό,τι είχε να κάνει με τα γραπτά του Δημόκριτου ή του Επίκουρου.

///

Στη συλλογική φαντασία μας, οι σχέσεις ανθρώπου-μηχανής αντιμετωπίζονται συνήθως υπό το πρίσμα ενός αρχαίου φόβου: Ότι η μηχανή στον τέλος θα εκτοπίσει τον άνθρωπο αντιγράφοντας ένα προς ένα όλα τα ειδοποιά του γνωρίσματα. Προσωπικά, δεν διαβλέπω τέτοιο κίνδυνο. Δεν βλέπω τι θα κέρδιζε μια μηχανή και οι εφευρέτες της αν αποκτούσε φέρ’ ειπείν επίγνωση της θνητότητάς της ή αν γινόταν συναισθηματικά τρωτή και έκθετη στον φυσικό πόνο όπως εμείς.

Περισσότερο εύλογο θεωρώ το ανάποδο σενάριο, όπου ο άνθρωπος θα απεκδύθεί μέρος της βιολογικής ανθρωπινότητάς του ώστε να μιμηθεί εκείνος πλέον τη μηχανή – είτε αυτοβούλως, επειδή θα του φανεί εξελικτικά ανώτερη και προορισμένη να επικρατήσει, είτε επειδή θα εξαναγκαστεί σε αυτό. Άλλωστε, ως ιδεώδες υπόρρητο, η σταδιακή απανθρώπηση του ανθρώπου είναι ήδη εμφανής στην εξέλιξη της τέχνης μετά τον μοντερνισμό. Ο αντισυναισθηματισμός, ο εγκεφαλισμός, η αποστασίωση από τη συγκίνηση, πάει να πει η νοησιαρχική συρρίκνωση του ανθρώπου, είναι αιτήματα προγραμματικά μεγάλης μερίδας της Πρωτοπορίας, για να μην ανατρέξω ήδη σε κάποιες τάσεις του Διαφωτισμού. Από τον θετικισμό του 19ου αιώνα, το αργότερο από τον φουτουρισμό, πολλοί συγγραφείς και καλλιτέχνες φαντάστηκαν την Μηχανή ως πρότυπο του ανθρώπινου βίου, κάποτε και ως ένα νέο ανώτερο ή ιδεώδες είδος απαλλαγμένο από το βάρος του άλογου θυμικού και των βιολογικών ενστίκτων, και καθοδηγούμενο αποκλειστικά από τη λογική των μεγεθών και των ψηφίων.

Η τεχνητή νοημοσύνη θα ενισχύσει αυτές τις τάσεις. Ήδη σήμερα, όταν μιλάμε για τεχνητή νοημοσύνη, και όχι λ.χ. για τεχνητό συναίσθημα, τεχνητή σάρκα ή τεχνητά ένστικτα κλπ., συρρικνώνουμε ασυναίσθητα το Ανθρώπινο στη διάνοια. Ανατιμούμε υπαρξιακά τις νοητικές λειτουργίες του εγκεφάλου και υποβαθμίζουμε όλες τις υπόλοιπες. Κατ’ ουσίαν, ταυτίζουμε τη ζωή με το λογιστικό τμήμα της ψυχής, για να θυμηθώ τον Πλάτωνα, και υποθέτουμε, χωρίς καμία απόδειξη, ότι αυτό το τελευταίο είναι σε θέση να συνεχίσει να λειτουργεί επαρκώς σε έναν ακρωτηριασμένο βιωματικό κόσμο, χωρίς την ανάδραση του επιθυμητικού και του θυμικού. Ήδη σήμερα η τεχνική, όπου εφαρμόζεται εν εκτάσει, από τα εντυπωσιακά εφφέ του κινηματογράφου ώς τον επιδεικτισμό της σύγχρονης αρχιτεκτονικής, πολύ συχνά οδηγεί σε έργα θυμικώς αποστεγνωμένα: άψογα στην εξωτερική τους μορφή, αλλά διανοητικοτραφή, ψυχρά και ασυγκίνητα. Η τεχνητή νοημοσύνη θα επιτείνει αυτή την τάση, εθίζοντας το κοινό ώσπου να αποδεχθεί σταδιακά ως τέχνη την τεχνολογία.

Σε αυτήν την περίπτωση, η τρέχουσα παραδοχή ότι η μηχανή δεν είναι σε θέση να δημιουργήσει τέχνη όπως ο άνθρωπος διότι δεν διαθέτει τις θεμελιώδεις ανθρώπινες ιδιότητες, θα χάσει την όποια σημασία της. Όχι διότι θα διαψευσθεί, αλλά διότι θα αλλάξει άρδην η έννοια της τέχνης. Η τέχνη θα διαχωριστεί ριζικά από την ανθρώπινη υποκειμενικότητα και ως καλλιτεχνικές δημιουργίες θα τιμώνται πρωτίστως ή αποκλειστικά οι επίνοιες των ηλεκτρονικών εγκεφάλων. Αν σήμερα η μηχανή μιμείται τα ανθρώπινα καλλιτεχνήματα, αύριο θα γίνεται το αντίθετο: οι καλλιτεχνίζοντες άνθρωποι θα μιμούνται την μηχανή με τον ίδιο τρόπο που οι γκραντ μαιτρ του σκακιού μελετούν τις κινήσεις τους σήμερα με τη βοήθεια των, πολύ ανώτερών τους, υπερυπολογιστών.

Για να το πω με άλλον τρόπο, το σκιάχτρο του Μεγάλου Αδελφού, εκείνης της τεχνολογικής υπερεξουσίας που θα μας στερήσει την ελευθερία, εν προκειμένω της καλλιτεχνικής έκφρασης, ενδέχεται να μη το αντιμετωπίσουμε καθόλου. Κι αυτό διότι ο προφήτης που θα επαληθευτεί θα είναι όχι ο Όργουελ αλλά ο Χάξλευ: από την ελευθερία μας θα έχουμε στο μεταξύ παραιτηθεί οι ίδιοι οικειοθελώς. Θυμίζω τις οξυδερκείς παρατηρήσεις του Νηλ Πόστμαν:

«Ο Όργουελ φοβόταν ότι θα απαγορευθούν τα βιβλία. Ο Χάξλεϋ φοβόταν ότι δεν θα υπήρχε λόγος γι’ αυτό αφού στο μέλλον δεν θα διαβάζει πλέον κανείς. Ο Όργουελ φοβόταν ότι θα λογοκρίνουν την πληροφόρηση. Ο Χάξλεϋ φοβόταν ότι από την υπερπληροφόρηση θα καταντήσουμε πλάσματα άπραγα και εγωπαθή. Ο Όργουελ φοβόταν ότι θα μας αποκρύψουν την αλήθεια. Ο Χάξλεϋ φοβόταν ότι θα πνίξουν την αλήθεια μέσα σ’ έναν ωκεανό σύγχυσης. Ο Όργουελ φοβόταν ότι θα οικοδομήσουμε έναν πολιτισμό της υποτέλειας. Ο Χάξλεϋ φοβόταν ότι θα εθιστούμε σ’ έναν πολιτισμό της κοινοτοπίας.»

///

Το ξέρουμε από την ιστορική και ατομική πείρα. Οι κοινωνικές δεξιότητες και τα φυσικά όργανα που περιπίπτουν σε αχρησία, ατροφούν και χάνονται. Ήδη ο Πλάτων στον καιρό του προειδοποιούσε ότι εξαιτίας της γραφής η ανθρώπινη μνήμη θα ατροφήσει. Σήμερα παρακολουθούμε πώς ο εθισμός στις ακαριαίες ταχύτητες του διαδικτύου αμβλύνει τη γνωσιακή μας δεκτικότητα και διαταράσσει την αυτοσυγκέντρωση. Ο μέσος σπουδαστής δεν αδυνατεί απλώς να διαβάσει ένα εκτενές βιβλίο· πολύ συχνά αδυνατεί να παρακολουθήσει μια θεατρική παράσταση ή μια ολόκληρη ταινία μεγάλου μήκους, ιδίως όταν ο ρυθμός τους δεν είναι ραγδαίος. Έχουμε μετρήσεις που δείχνουν τη μεσοσταθμική υποχώρηση του IQ εδώ και πενήντα χρόνια. Και πολλές έρευνες που πιστοποιούν την πτώση του γενικού αλφαβητισμού.

Όλα αυτά έχουν αποδοθεί, τεκμηριωμένα, στις συνέπειες της τεχνικής. Και δεν είναι τα μόνα. Η βύθιση στη φαινομενική αυτάρκεια της ψηφιόσφαιρας είναι αν μη τι άλλο εμπειρικά γνωστό ότι οδηγεί σε αποκοινωνικοποίηση, στην απομείωση της ενσυναίσθησης και σε ανομικές συμπεριφορές. Πολύτιμες πρακτικές γνώσεις χάνονται, εθιμικοί κώδικες του φέρεσθαι εγκαταλείπονται, ο τεχνοεξαρτημένος αδυνατεί όλο και περισσότερο να ανταποκριθεί στα στοιχειώδη.

Αν οι τωρινές τάσεις προεκταθούν γραμμικά, πράγμα που μένει φυσικά να αποδειχθεί, είναι αναπόφευκτο ότι στο μέλλον οι μηχανές θα κάνουν όλο και πιο πολλά, ενώ οι άνθρωποι όλο και πιο λίγα. Ποιο θα είναι το ακριβές κοινωνικό και βιολογικό αποτύπωμα αυτής της εξέλιξης δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε από τώρα, μοιραία όμως θα είναι η υποβάθμιση ή ο εκφυλισμός κάποιων αντιληπτικών οργάνων ή γνωστικών λειτουργιών. Κάθε εξελικτικό πλεονέκτημα μπορεί να μετατραπεί σε μειονέκτημα αν οι συνθήκες μεταβληθούν. Ενδέχεται συνεπώς και η καλαισθητική νοημοσύνη του ανθρώπου, η δεκτικότητά του για το Ωραίο, από προσόν να εκπέσει σε ελάττωμα.

Σε αυτή την περίπτωση, όπως η εξημερωμένη όρνιθα έχασε την ικανότητα να πετά, ή όπως ο τυφλοπόντικας θυσίασε την όρασή του για μια ασφαλή ζωή στο σκοτάδι, ο τεχνοεξαρτημένος άνθρωπος θα διαπιστώσει με τη σειρά του αυτό που γνώριζαν εμπειρικά όλοι του οι πρόγονοι: ότι κέρδος χωρίς απώλεια δεν υφίσταται. Με τα λόγια του Οδυσσέα Ελύτη: την πρόοδο την καταπίνει κανείς με τα φλούδια και τα κουκούτσια της.

Ήδη σήμερα, υπό το καθεστώς της εκπνέουσας νεωτερικότητας, η ανθρώπινη ευφυΐα από πολλές πλευρές τείνει να γίνει μειονέκτημα. Διευκρινίζω ότι εννοώ εδώ τη γενική κριτική ευφυΐα που βασίζεται στην ευρυμάθεια της κλασσικής παιδείας και οδηγεί στην εποπτεία πολλών τομέων του επιστητού συγχρόνως, όχι την τεχνική υπερεξειδίκευση, που ευστόχως έχει καυτηριαστεί ως Fachidiotie, ως βλακεία των ειδημόνων δηλαδή. Αυτή η τελευταία, σε αντίθεση με την πρώτη, έχει σήμερα ζήτηση μεγαλύτερη από ποτέ. Οι ευφυείς με την πρώτη έννοια είναι άτομα συνήθως απαισιόδοξα και οι απαισιόδοξοι ζουν στατιστικά λιγότερο από τους αισιόδοξους. Όσο ευφυέστερος ένας άνθρωπος τόσο περισσότερο πιθανό είναι να μείνει άτεκνος, πράγμα που επηρεάζει τη θέση των ευφυών στον γενικό πληθυσμό. Οι ευφυείς είναι φιλοπερίεργοι και φιλονεωτεριστές και γι’ αυτό πέφτουν εύκολα θύμα της μόδας και του καταναλωτισμού, της κουλτούρας της απληστίας του «τα θέλουμε όλα και τα θέλουμε τώρα» που εγκαινίασε ο γαλλικός Μάης. Οι ευφυείς είναι αλαζόνες: καθώς υπερτιμούν την ευφυΐα τους μοιάζουν με τον μαθητευόμενο μάγο του Γκαίτε. Ρισκάρουν ανεύθυνα, ζητούν να υποκαταστήσουν πανάρχαιες θεσμίσεις και δοκιμασμένες παραδόσεις με αυτοσχέδια πειράματα, χτίζουν κάστρα στην άμμο. Οι ευφυείς είναι απείθαρχοι και αντιρρησίες: είτε τείνουν προς τον σχετικισμό είτε προς τον ζηλωτισμό, κύριο μέλημά τους είναι οι ανάγκες του υπερδιογκωμένου εγώ τους. Για τον λόγο αυτό, και υπό τις τρέχουσες πάντα συνθήκες της υλικής αφθονίας, είναι στοιχεία δυνάμει διαλυτικά, ανατρεπτικά με την κακόσημη έννοια του όρου.

Αντίθετα, στις κοινωνίες της μεγάλης υλικής ένδειας του παρελθόντος οι ευφυείς είχαν ρόλο κοινωνικά χρήσιμο. Καθώς υπήρχαν αντικειμενικά εμπόδια που δεν ήταν σε θέση από μόνοι τους να υπερβούν, η φυσική επιβίωση και ευημερία τους ήταν συνάρτηση της επιβίωσης και της ευημερίας της κοινότητάς στην οποία ανήκαν. Σε αντάλλαγμα για την προστασία που εκείνη τους παρείχε, οι ευφυείς έθεταν τα ταλέντα και τις δεξιότητές τους στην υπηρεσία της, αναλαμβάνοντας λ.χ. κρίσιμες θέσεις στους σημαντικούς τομείς του δημόσιου βίου. Ο περίοπτος αυτός ρόλος από τη μια ικανοποιούσε τη ροπή τους προς την υπεροψία, από την άλλη, δεν εξέθετε σε υπέρμετρο κίνδυνο το σύνολο. Κι αυτό διότι ο φυσικός τυχοδιωκτισμός τους, γνώρισμα κάθε χαρισματικού ατόμου, συνήθως αντισταθμιζόταν από τα αντικειμενικά εμπόδια που έθεταν φραγμό στη φιλοδοξία τους, αλλά και από τα υποκειμενικά πιστεύω τους, τις υπερπροσωπικές δηλαδή επιταγές της κοινότητας που είχαν ενστερνιστεί.

Στις τωρινές κοινωνίες του μεγάλου υλικού πλούτου που εξατομικεύει τις συλλογικότητες και διαλύει τους παραδοσιακούς δεσμούς, οι ευφυείς τείνουν να μείνουν χωρίς κοινωνικό ρόλο ανάλογο των ικανοτήτων τους. Σε ένα περιβάλλον όπου τέχνη και η επιστήμη είναι πλέον φαινόμενα μαζικά και η μόρφωση και η παιδεία έχουν υποκατασταθεί από έναν ωκεανό ψευτοειδικεύσεων και ψευτοπτυχίων, το ατομικό επίτευγμα περνάει όλο και συχνότερα απαρατήρητο όταν δεν αντιμετωπίζεται εξαρχής με εχθρική επιφύλαξη από την μετριοκρατούμενη μάζα. Αντιθέτως, ως χάρισμα εκλαμβάνεται ο επικοινωνιακός θόρυβος και χαρισματικοί λογίζονται οι επιδέξιοι διαχειριστές του. Ακόμη και στην επίσημη πολιτική, η μετριότητα συχνά θεωρείται προσόν αφού καθιστά τον πολιτευόμενο προβλέψιμο, πάει να πει πρόθυμο να ακολουθήσει την πεπατημένη. Δεν είναι τυχαίο ότι οι προικισμένες ηγετικές φυσιογνωμίες στη Δύση αναζητούν πεδίο δράσης όλο και συχνότερα πλέον εκτός της θεσμικής πολιτικής, κυρίως στον χώρο των ΜΜΕ και των επιχειρήσεων.

Στο τοπίο της γενικευμένης μηχανοκρατίας που προδιαγράφεται, όπου η τεχνητή νοημοσύνη θα υποκαθιστά τα φαιά κύτταρα του φυσικού εγκεφάλου όπως περίπου η πληθώρα των αυτοκινούμενων συσκευών γύρω μας αχρηστεύει τους φυσικούς μας μυώνες, κάποιες δεξιότητές μας είναι επόμενο να μαραθούν, όπως ακριβώς στους ζωολογικούς κήπους τα θηρία χάνουν την ικανότητά τους να κυνηγούν και να αυτοσυντηρούνται. Η τεχνική τότε, αντί να διαπλάσει ένα είδος υπέρτερο και αυτοτελές, έναν νιτσεϊκό υπεράνθρωπο όπως προφήτεψαν πολλοί, θα φέρει στο προσκήνιο ένα ον κατώτερο σε πολλά: έναν homo sapiens pristinus, έναν ον κάποτε ευφυές, αλλά πλέον ετεροεξαρτώμενο για την επιβίωσή του. Το ον αυτό μπορούμε να το πούμε Μετάνθρωπο, υβριδικό άνθρωπο ή ανθρωπομηχανή, μικρή σημασία θα έχει. Στον διαμορφούμενο νέο καταμερισμό εργασίας πάντως, διαφαίνεται πια με αρκετή σαφήνεια, προορίζεται να καταλάβει την υποδεέστερη θέση, καθώς η μηχανή το αποψιλώνει βαθμηδόν από τις βιοτικές δραστηριότητες που προσέδιδαν νόημα στην υπαρξή του – μεταξύ άλλων την τέχνη.

Η ειρωνεία του πράγματος είναι αυτός ο πάλαι ποτέ έμφρων άνθρωπος εξακολουθεί για την ώρα να πιστεύει ακράδαντα ότι κρατάει τα ηνία του Μέλλοντος, ότι η υπερευφυής διάνοια που εργωδώς κατασκευάζει θα σεβαστεί με κάποιο τρόπο το δικό του προβάδισμα, ότι θα συνεχίσει να δέχεται ευπειθώς τις εντολές του και ότι αδιαμαρτύρητα θα τον υπηρετεί επ’ αόριστον. Ωθούμενος προφανώς από την κεκτημένη ταχύτητα των αιώνων της προοδολατρείας και του αυτομεσσιανισμού που προηγήθηκαν. Στην πράξη φυσικά, αυταπατάται. Και ενώ νομίζει ότι βαδίζει προς το φως, σαν τον τυφλοπόντικα βυθίζεται όλο και πιο βαθιά στο σκοτάδι.

Ο Άρθουρ Κλαρκ στα 1954 οραματιζόταν τα ρομπότ ως προέκταση της φυσικής επιλογής. Ο homo sapiens sapiens, πίστευε, θα πρέπει να υπερηφανεύεται αν τα δημιουργήματά του τον καταργήσουν, αφού με τον τρόπο αυτό επιταχύνει τους νόμους της βιολογίας και ανοίγει τον δρόμο σε νέα ανώτερα, μεταβιολογικά, είδη. Εβδομήντα χρόνια αργότερα, δεν είμαι βέβαιος αν έχουμε κατανοήσει ακόμη πόσο ανατριχιαστική είναι αυτή η αυτοχειριαστική λαχτάρα. Είναι σαν να λέμε ότι ο Άνθρωπος του Νεάντερταλ θα έπρεπε να αγαλλιά κι από πάνω επειδή με την εξολόθρευσή του μας άνοιξε τον δρόμο.

Μέρη του κειμένου αυτού διαβάστηκαν σε δύο ευκαιρίες, στην ημερίδα «Τεχνητή Νοημοσύνη και Πολιτισμός» (Μουσείο Ακροπόλεως, 31.1024) και στο 5ο Διεπιστημονικό Συνέδριο Νους και Εγκέφαλος (Αθήνα, Ξενοδοχείο Σ. Βασιλικός, 22-24.12.24). Τμήμα του επίσης, η αρχική εισήγηση στην ημερίδα του Μουσείου Ακροπόλεως, δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Δέκατα, τχ. 80, Χειμώνας 2024. Εδώ το κείμενο παρουσιάζεται για πρώτη φορά πλήρες.

*

*

*