Προτού εκραγεί η χύτρα

*

Λογοθεσίες από τον
ΗΡΑΚΛΗ ΛΟΓΟΘΕΤΗ

~

Προτού εκραγεί η χύτρα

Στερώντας το οξυγόνο των πολιτών τους, οι αεροστεγείς εξουσίες επιταχύνουν τον βρασμό  — όπως οι αεροστεγείς χύτρες. Οι μηχανικοί των αψύχων ωστόσο, προβλέπουν ώστε οι χύτρες να διαθέτουν βαλβίδα ασφαλείας. Οι μηχανικοί των ψυχών απεναντίας, ουδόλως προνοούν για κάποιον αντίστοιχο μηχανισμό κοινωνικής αποσυμπιέσεως. Θέλουν να λιώσουν κάθε αντίσταση και προκειμένου να κάνουν γρήγορα την δουλίτσα τους δεν επιτρέπουν να βγει, σφυριχτός και καυτός, ο ατμός του δίκαιου πάθους. Πιστεύουν ότι ο άνθρωπος είναι πατάτα και θα γίνει χυλός προτού εκραγεί η χύτρα. Το Είναι του ανθρώπου όμως, γράφει με βλοσυρώς φιλοπαίγμονα διάθεση ο Μάρτιν Μπούμπερ, διαφέρει από το Είναι μίας πατάτας. Ο άνθρωπος είναι πιο ευπαθής στο βρασμό ή στο ψήσιμο. Και επομένως πιο απρόβλεπτος. Οι ανθρωπομηχανικοί  βέβαια, δεν χάνουν τον καιρό τους διαβάζοντας φιλοσοφία. Αρκούνται στις οδηγίες των αφεντικών τους. Θέλουν άκαμπτη τάξη και ασφυκτική σταθερότητα. Δεν σκαμπάζουν από φυσικές επιστήμες, ούτε από κοινωνική ανθρωπολογία. Αγνοούν ότι κάθε ευσταθές σύστημα, στη φύση και στη κοινωνία, χρωστά την επιβίωσή του ακριβώς στις δρώσες παραμέτρους δυναμικής αστάθειας. Γι’ αυτό αισθάνονται οδυνηρή έκπληξη όταν η χύτρα σκάει στα μούτρα τους.

///

Αυχενικό σύνδρομο

Όσο το αφεντικό διαθέτει ακλόνητη ισχύ περιορίζεται σ’ έναν υπόκωφο βρυχηθμό και τα υπόλοιπα ζώα της ζούγκλας λουφάζουν σε αποστάσεις ασφαλείας ενώ οι αδύναμοι πληνέταιροι συνυπογράφουν εκόντες άκοντες κάθε λεόντειο συναλλαγή που εξασφαλίζει την περαιτέρω κυριαρχία του. Η συμπεριφορά του κυμαίνεται μεταξύ ηγεμονικής αδιαφορίας απέναντι σε περιστασιακές οχλήσεις και συγκαταβατικής ανοχής σε ορισμένες εθνικές ιδιαιτερότητες. Συμμερίζεται ευπροσήγορα το πολιτικό φλέγμα του Βρετανού μπάτλερ, ανταλλάσσει διπλωματικά ευφυολογήματα με τον Γάλλο σωφέρ ή συζητά καλοδιάθετα με τον Γερμανό κηπουρό του για τις ποικιλίες των βιομηχανικών ανθέων.

Όταν όμως ο καιρός φέρνει καταιγίδες και η πρωτοκαθεδρία του στο παγκόσμιο στερέωμα αμφισβητείται σοβαρά, οι τρόποι προς τους οικείους του αλλάζουν. Οι χαλαρές υπομνήσεις παίρνουν χαρακτήρα έκδηλης ανυπομονησίας, τα αδιόρατα νεύματα γίνονται ρητές διακοινώσεις και οι επιθυμίες διατυπώνονται σε ύφος απροσχημάτιστων διαταγών. Όσοι είχαν τη αφέλεια να πιστεύουν ότι υπήρξαν σύμμαχοι αντιλαμβάνονται ότι δεν ήταν παρά υποτελείς, γιατί το δύσθυμο και ανασφαλές αφεντικό ξεσπάει πάνω τους με διαρκώς παροξυνόμενη σκαιότητα. Η εξουσιαστική αγένεια επικυρώνεται τώρα με απειλές, οι μπηχτές εκτραχύνονται και οι προσβλητικές υποδείξεις συνοδεύονται από χυδαίες απαιτήσεις – αλλά τι να κάνουν και οι δύσμοιροι Ευρωπαίοι; Έχουν μάθει να σκύβουν το κεφάλι και το αυχενικό τους σύνδρομο δεν διορθώνεται από κανένα κολάρο ευπρέπειας.

///

Ρίξε στο γυαλί φαρμάκι!

Ο Τεννεσσή Ουίλλιαμς, όπως άλλωστε κάθε παραδαρμένος άνθρωπος, καταπιάστηκε με πολλές δουλειές πριν σπάσει τον Γυάλινο Κόσμο που θα τον κάνει διάσημο το 1944. Παιδί σε ασανσέρ πολυτελώς παρηκμασμένου ξενοδοχείου, ταξιθέτης σε σινεμά, υπάλληλος σε αποθήκη υποδημάτων. Από τους ρόλους αυτούς έμαθε πόσο προβληματικά λειτουργεί ο ανελκυστήρας της φήμης, με τι φακό οδηγούνται οι θεατές στο υπαρξιακό σκοτάδι, πως τραβάς το κατάλληλο παπούτσι για κάθε ξυπόλητο χαρακτήρα. Φαίνεται όμως ότι πιο σημαδιακή υπήρξε η εμπειρία που απέκτησε ως ξεπουπουλιαστής σ’ ένα ράντσο στα περίχωρα του Λος Άντζελες. Όπως γράφει στις Αναμνήσεις του, «για κάθε πιτσούνι που ξεπουπούλιαζε ο καθένας από μας, έριχνε κι ένα φτερό σ’ ένα μπουκάλι γάλακτος που έγραφε τ’ όνομά του και όταν σχολούσε πληρωνόταν ανάλογα με τον αριθμό των φτερών». Κάπως έτσι εξακολούθησε να πληρώνεται ο Τεννεσσή Ουίλλιαμς και ως αναγνωρισμένος πλέον συγγραφέας: ανάλογα με τον αριθμό των θεατρικών χαρακτήρων που ξεπουπούλιαζε. Με τη  διαφορά ότι τώρα έκανε διπλή δουλειά. Πρώτα στόλιζε τους ήρωες και –κυρίως– τις ηρωίδες των έργων του με πολύχρωμα φτερά κι ύστερα τα μαδούσε, με χέρι τρυφερό και  δόντια ανελέητα.

Ο ίδιος αποκαλούσε τον εαυτό του γερασμένο κροκόδειλο.

///

Σφόδρα και ταχέως!

Οι γερασμένοι πολιτισμοί, όπως είναι σήμερα ο ευρωπαϊκός, μοιάζουν με στάσιμα νερά.  Πάσχουν από παραλυτική ατολμία και διστάζουν να κουνηθούν από καλπάζουσα ευθυνοφοβία. Τίποτε μεγάλο δεν προκύπτει όμως όταν κατατρύχεται κανείς από τον φόβο μίας πιθανής αποτυχίας. Οι Κορίνθιοι το γνωρίζουν όταν υπενθυμίζουν στους Σπαρτιάτες τα πλεονεκτήματα που οδήγησαν τους Αθηναίους στην ακμή. Το ανήσυχο πνεύμα, τις γρήγορες αποφάσεις, την υψηλή διακινδύνευση και την αισιοδοξία τους στα δύσκολα. Διαπιστώσεις που εγείρουν αναπόφευκτες συγκρίσεις, αφού οι Αθηναίοι υπήρξαν κατά την θουκυδίδεια διατύπωση «παρά δύναμιν τολμηταί και παρά γνώμην κινδυνευταί και εν τοις δεινοίς ευέλπιδες», ενώ οι Ευρωπαίοι εμπιστεύονται τις τύχες τους σε ηγέτες επονείδιστα δειλούς, δύσκαμπτους και πελαγωμένους σε οπισθόβουλους υπολογισμούς. Συσκέπτονται αναβάλλοντας και αναβάλλουν συσκεπτόμενοι, σε διαβούλια και επιτροπές, κλειστές παρακάμαρες και ανιαρά συμβούλια, χωρίς να παίρνουν καμία κρίσιμη απόφαση. Δεν νοιάζονται σοβαρά ούτε για το περιβάλλον ούτε για την ανασυγκρότηση της οικονομίας σε βάση κοινωνικής δικαιοσύνης. Δεν μεριμνούν όχι για την πολιτική αυτονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά ούτε καν για την εδαφική της ακεραιότητα — κι έτσι εγκαταλείπουν ανερυθρίαστα ένα μέρος της Κύπρου υπό τουρκική κατοχή. Επικαλούνται, παγίως, τη σωφροσύνη ως πρόσχημα απραξίας και προβάλλουν την πλέον σαθρή της αντίληψη στη μουδιασμένη κοινωνία. Όταν όμως ο Χαρμίδης ορίζει την σώφρονα συμπεριφορά ως «το κοσμίως πάντα πράττειν και  ησυχή εν τε ταις οδοίς βαδίζειν και διαλέγεσθαι», ο Σωκράτης τον αποστομώνει λέγοντας πως η σωφροσύνη δεν συνίσταται στην απονευρωμένη ησυχιότητα και στην επανάπαυση της βραδύτητας αλλά στην ταχύτητα, στη σφοδρότητα και στην οξύτητα! Δεν είναι διόλου το φέρεσθαι  «ησυχή και βραδέως» αλλά το πράττειν «σφόδρα και ταχέως»! Τούτος ο επαναστατικός ορισμός της σωφροσύνης απηχεί φυσικά τη δυναμική μιάς εποχής ακμάζουσας και ορμητικής. Στη δική μας είναι αταίριαστος και γι αυτό όχι μόνο δεν διδάσκεται στα σχολεία μας αλλά ίσα-ίσα αποσιωπάται συστηματικά. Τη συγκλονιστική του σημασία δεν μπορούν να την αναλάβουν κοινωνίες νωθρές και ανίκανες να στήσουν, κυρίαρχη και δραστική προς το κοινό συμφέρον, την Αγορά του Δήμου.  Οπότε τον  σφετερίζονται, με αιματηρή αποφασιστικότητα και προς ίδιον όφελος, τα αυταρχικά καθεστώτα και οι αγορές της ληστρικής κερδοσκοπίας των ολίγων.

///

*

*

*