Ο Άγιος της Αριστεράς

*

ΠΕΡΑΣΤΙΚΑ & ΠΑΡΑΜΟΝΙΜΑ | 01:25
Καιρικά σχόλια από τον ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

«Άγιο της Αριστεράς» αποκαλεί τον Νίκο Πλουμπίδη η ιστορικός Ιωάννα Παπαθανασίου στο ντοκυμαντέρ του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου Ο κόκκινος δάσκαλος που έκανε την επίσημη πρεμιέρα του τις προάλλες. Η ταινία είναι θαυμαστή για την λεπτή ισορροπία που επιτυγχάνει ανάμεσα στον πλούτο των ιστορικών και βιογραφικών πληροφοριών που παρέχει, από τη μια, και την συγκινησιακή φόρτιση που μεταδίδει στον θεατή ξαναζωντανεύοντας με τον λόγο και την εικόνα τη μορφή αυτού του τόσο ιδιαίτερου ανθρώπου.

Δημοδιδάσκαλος και κομματικός καθοδηγητής, εθνικός ηγέτης επί Κατοχής όταν διοργάνωσε με δική του πρωτοβουλία το μεγάλο συλλαλητήριο που ακύρωσε την πολιτική επιστράτευση, προδομένος και εξευτελισμένος από τους ίδιους τους συντρόφους του την ίδια στιγμή που πέθαινε αναφωνώντας «Ζήτω το ΚΚΕ» εμπρός στο εκτελεστικό απόσπασμα, ο Πλουμπίδης αναδύεται στην ταινία ως άνθρωπος τραγικός, ως μορφή παραδειγματικής ηθικής ακεραιότητας αλλά και αποκηρυγμένη και διωκόμενη από φίλους και εχθρούς. Και επιπλέον ως γνήσιος εκφραστής εκείνης της άλλης Ελλάδας, της φτωχής και καθημαγμένης αλλά υπερήφανης και αξιοπρεπούς που έδωσε το έπος του 1940 και της Εθνικής Αντίστασης.

Το ΚΚΕ αποκατέστησε τον Πλουμπίδη μισόκαρδα, σχεδόν κρυφά. Είναι οι μαρτυρίες των νεώτερων ιστορικών και των οικείων του (ιδίως του γιου του, Δημήτρη Πλουμπίδη, διακεκριμένου ψυχιάτρου) που φέρνουν σήμερα στο φως τον άνθρωπο. Ο Στέλιος Χαραλαμπόπουλος με την ταινία του προσφέρει διπλή υπηρεσία: στη συλλογική μας αυτογνωσία και τη δικαιοσύνη.

///

Με αφορμή το τελευταίο βιβλίο του Διονύση Καψάλη. Με δεδομένο την όχι ζηλευτή κατάσταση της ποιητικής μας παιδείας εσχάτως, δεν είναι απρόσμενο ότι πολλοί συγχέουν τον ανομοιοκατάληκτο ιαμβικό ενδεκασύλλαβο σ’ αυτό και σε παλιότερα βιβλία του ίδιου και άλλων, με τον ελεύθερο στίχο. Ο ενδεκασύλλαβος έχει μια εκπληκτική ευπλασία ρυθμική, μπορεί να πάρει μορφή ποικίλη, να δώσει φτερά στο πιο λυρικό αίσθημα ή αντιστρόφως να πεζοπορήσει σε τόνους πολύ συγγενικούς με την κοινή ομιλία. Η καταγωγή του κατά μία εκδοχή είναι από τα διαλογικά μέρη της αττικής τραγωδίας, από τον καταληκτικό ιαμβικό τρίμετρο, που ήταν ακριβώς στίχος υψηλής νοηματικής πύκνωσης (στιχομυθίες!) και προφορικού τόνου.

Ο ενδεκασύλλαβος, έχουν μετρήσει οι Ιταλοί στη γλώσσα τους, έχει καμιά 30 παραλλαγές, αναλόγως που πέφτουν οι τονισμένες και οι άτονες συλλανές. Συγκριτικά, ο δεκαπεντασύλλαβος είναι στίχος πολύ πιο δυσκίνητος, αφού λόγω της αμετάθετης τομής του απαντά σε λιγότερες από 20 παραλλαγές. Τι σημαίνει αυτό στην πράξη; Ότι είναι στατιστικά αδύνατο να πέσει κανείς πάνω σε δύο (πολυστιχα τουλάχιστον) ποιήματα γραμμένα σε ενδεκασύλλαβο που να ακολουθούν το ίδιο ακριβώς τονικό μοτίβο. Για το δεκατετράστιχο σονέτο λ.χ. υπάρχουν 3014 δυνατές παραλλαγές, δηλ. 478.296.900.000.000.000.000 τονικές εκδοχές. Σχεδόν 500 πεντάκις εκατομμύρια δυνατότητες!

Αυτά για όσους επιμένουν ότι το μέτρο και η ρίζα «περιορίζουν» λέει την ελευθερία του ποιητή.

///

Σκέψη και κόσμος είναι πράγματα ασύγχρονα. Κάποιες φορές, σπανιότατα, η σκέψη διαβλέπει τις εξελίξεις και διατυπώνει ακριβείς προγνώσεις. Τις περισσότερες όμως, τρέχει λαχανιασμένη πίσω τους. Όποιος ισχυρίζεται ότι γνωρίζει προς τα πού πάμε, είναι θύμα της λογοκρατικής πλάνης, της δεισιδαιμονίας δηλαδή ότι το μικρό κλάσμα (η ανθρώπινη νόηση) μπορεί να συλλάβει το ακαταμέτρητο όλον (την ιστορική κίνηση).

Από τον καιρό της Πυθίας, η κύρια λειτουργία κάθε πρόγνωσης είναι η παρηγορητική. Η δημιουργία της ανακουφιστικής ψευδαίσθησης δηλαδή ότι με την βοήθεια του θεού ή της θεωρίας μπορούμε να ψυχανεμιστούμε, έστω, τις μεταμορφώσεις της πραγματικότητας, να προετοιμαστούμε κάπως για την έλευσή τους. Να προδούμε το Μέλλον.

Δεν μπορούμε. Όμως ούτε και το Παρελθόν κατανοούμε στ’ αλήθεια. Εκ των υστέρων, μαζεύουμε τα σκόρπια κομμάτια του, σκαρώνουμε ένα μέσες άκρες ευπρόσωπο παζλ, και φανταζόμαστε ότι «Αχ, όλα έπρεπε νά ’ρθουν καθώς ήρθαν!», ο Περικλής να πεθάνει στον λοιμό, ο Αλέξιος Άγγελος να προσφέρει γην και ύδωρ στους Σταυροφόρους, η Μικρά και Τιμία Ελλάς να εκδιώξει τον Βενιζέλο, ότι συνέβη δηλαδή κάτι το αναμενόμενο.

Ανοησίες. Εξίσου καλά, θα μπορούσαν να έχουν γίνει χίλια άλλα. Και αν όντως είχαν επισυμβεί θα μας φαίνονταν σήμερα, εκ των υστέρων, εξίσου φυσικά. Όσο κι αν παλεύει το μυαλό να φέρει το χάος στα μέτρα του, δεν πρόκειται ποτέ να τα καταφέρει.

///

Η θρασύτητα των συνεχών προκλήσεων του Τραμπ προς συμμάχους και εταίρους (ΕΕ, Καναδά, Μεξικό, Παναμά) θα μπορούσε να είναι και καλοδεχούμενη. Αν έπεφτε επάνω σε μια κουλτούρα εθνικής στρατηγικής σκέψης και αξιοπρέπειας, θα ξυπνούσε αμυντικούς μηχανισμούς και ζωτικά ανακλαστικά, θα έθετε λ.χ. επί τάπητος εκ νέου το υπερήμερο ζήτημα της αυτονόμησης της Ευρώπης από τους υπερατλαντικούς κηδεμόνες της.

Τίποτα τέτοιο ωστόσο δεν συμβαίνει. Ο Τρυντώ το έβαλε στα πόδια προτού καν ο Τραμπ ορκιστεί, και οι Ευρωπαίοι έχουν λουφάξει. Όμως σοβαρά, περιμένει κανείς από ανθρώπους που τους κάνει κλωτσοσκούφι ένας Ερντογάν και τα τζιχαντιστικά τσιράκια του (βλ. το ρεζίλεμα της Μπαίρμποκ στη Δαμασκό) να προτάξουν αντίσταση στον Τραμπ ή στον Μασκ; Γην και ύδωρ ζητάει ο Τραμπ από τους υπηρέτες του. Όπως γην και ύδωρ ζητούσε από εκείνους ο Μπάιντεν προηγουμένως. Ειδάλλως, δεν θα αυτοκτονούσαν οικονομικά και γεωπολιτικά με την πολιτική τους στο ουκρανικό, φέρ’ ειπείν. Η διαφορά είναι ότι ο Μπάιντεν χρύσωνε κάπως το χάπι στους βαστάζους του διότι ήταν, λέει, ομοϊδεάτες του, μοιράζονταν τις «ίδιες αξίες». Ε, σύντομα θα αποκτήσει και ο Τραμπ τους δικούς του τέτοιους…

(«Κι αν απαιτούσε ν’ αγοράσει την Ελλάδα; Τι θα του απαντούσαμε;» αναρωτιόταν τις προάλλες γνωστός αρθρογράφος. Προς τι η απορία, δεν καταλαβαίνω. Δεν είναι όλα ζήτημα “τιμής”;)

///

«Ἐμπρός μας δὲν ἔχουμε τὴν ἀνθοφορία τοῦ θέρους, ἀλλὰ μιὰ πολικὴ νύχτα παγερῆς σκοτεινιᾶς καὶ σκαιότητας, ὅποια παράταξη κι ἂν φαίνεται σήμερα νὰ ἐπικρατεῖ. Διότι ἐκεῖ ὅπου τίποτε πιὰ δὲν ὑπάρχει, δὲν χάνει μόνο ὁ αὐτοκράτωρ, ἀλλὰ καὶ ὁ προλετάριος τὸ δίκιο του. Κι ὅταν ἡ νύχτα αὐτὴ σιγὰ σιγὰ διαλυθεῖ, ποιός θὰ ἔχει μείνει ζωντανὸς ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἄνθιζαν τόσο περίλαμπρα πρῶτα;»

ΜΑΞ ΒΕΜΠΕΡ

///

Στ’ απόνερα της νέας κόντρας για τον νεοφορμαλισμό και τη σημερινή ελληνική ποίηση, μου γράφει εκλεκτή φίλη:

«Μια υπενθύμιση, αν επιτρέπεις: οι ίδιες παρατηρήσεις, οι ίδιες αγωνίες περί στειρώσεως ή και εξαλείψεως της ποιητικής τέχνης, εξαιτίας της απουσίας κανόνων / δυσκολιών / περιορισμών, προκάλεσαν το κίνημα των Ουλιπιστών (Κενώ, Καλβίνο, Περέκ, Λε Λιονέ κ.λπ.)»

Εννοείται ότι έχει απολύτως δίκαιο. Αν διευρύνουμε την έννοια του νεοφορμαλισμού, έτσι ώστε να περιλάβει και τη συνειδητή προσπάθεια κάποιων μοντερνιστών να δημιουργήσουν νέες μορφές και νέους κανόνες, τότε ασφαλώς οι συγγραφείς του OuLiPo μπορούν να θεωρηθούν νεοφορμαλιστές. Και όχι μόνο αυτοί. Ο Οδυσσέας Ελύτης λ.χ. γράφοντας το Άξιον Εστί πίστευε ότι:

«είναι δυνατόν η μοντέρνα εμπειρία να περάσει στην κλασική της περίοδο, όχι με την επιστροφή της στους περιορισμούς των παλαιών, αλλά με τη δημιουργία νέων περιορισμών, που θέτει ο ίδιος ο ποιητής για να τους υπερνικήσει και να επιτύχει έτσι, ακόμη μια φορά, ένα στερεό οικοδόμημα.»

Και άλλοι σημαντικοί ποιητές μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ζήτησαν να πετύχουν κάτι ανάλογο, καλλιέργησαν νέες αυστηρές ποιητικές μορφές, εξαιρετικά πολύπλοκες μάλιστα – σκέφτομαι εδώ τον Οκτάβιο Πας. Το πρόβλημα είναι ότι οι μοντερνιστικοί μορφικοί πειραματισμοί παρότι παρήγαγαν ατομικά αριστουργήματα, δεν άφησαν πίσω τους πάγιες φόρμες, φόρμες που να τις μιμήθηκαν και άλλοι. Δεν γέννησαν, για να το πω έτσι, παράδοση. Ποιον επηρέασαν οι βυζαντινότροπες Ωδές του Ελύτη ή το Blanco του σπουδαίου Μεξικανού;

Το εμπόδιο σ΄ αυτό ήταν εξαρχής ό,τι ονομάζω «μοντερνιστική δεισιδαιμονία». Η αξίωση δηλαδή κάθε τι στην τέχνη να είναι πρωτότυπο, να γίνεται άπαξ και να μην επαναλαμβάνεται. Και είναι λόγω αυτής της εξωπραγματικής αξίωσης που οι παλιές παραδοσιακές φόρμες, το σονέτο λ.χ., άντεξαν τελικά. Καθώς είναι υπερατομικές και κοινόχρηστες, είναι στην ουσία αναντικατάστατες. Εξού και η αναγέννηση που γνωρίζουν διεθνώς τις τελευταίες δεκαετίες.

///

«Αν είναι να ακούσω μι’ άλλη γνώμη, τότε πρέπει να έχει κάτι θετικό να μου πει. Μπελάδες έχω κι από μόνος μου.»

ΓΚΑΙΤΕ

///

Σαν χάρτινος πύργος καταρρέει το οικοδόμημα της πολιτικής ορθότητας, της cancel culture, του γουοκισμού, των θετικών «συμπεριληπτικών» διακρίσεων και τα συναφή. Με τον ρυθμό αυτό, σε λίγο όσοι ασχολήθηκαν ποτέ με τα Gender Studies θα αρχίσουν να το κρύβουν από το βιογραφικό τους…

Αυτή είναι η κίνηση του ιστορικού εκκρεμούς όμως. Μια δέσμη δίκαιων αιτημάτων από κοινωνικές ομάδες πράγματι αναξιοπαθείς οδήγησε στην υπερβολή, στην κατάχρηση, κάποτε και στη γελοιότητα. Κυρίως όμως στην οικοδόμηση ενός μοχθηρού και ιδιοτελούς εξουσιαστικού μηχανισμού.

Τώρα ο άνεμος άλλαξε κατεύθυνση. Και όπως γίνεται πάντα, κινδυνεύουμε πολύ γρήγορα να μας πετάξει στο άλλο άκρο. Εκείνο, που νομίζαμε ότι το έχουμε αφήσει οριστικά πίσω μας.

///

Σε ένα ερεθιστικό σημείωμά του προ καιρού, ένας συγγραφέας διαπίστωνε ότι σε αντίθεση με άλλες εποχές η ελληνική λογοτεχνία έχει να επιδείξει σήμερα πλήθος καλών και πολύ καλών δημιουργών. Τριάντα με σαράντα ήταν ο αριθμός που ανέφερε.

Η δυσκολία είναι, βεβαίως, το πώς ορίζουμε αυτόν τον “καλό” ή και “πολύ καλό” συγγραφέα. Ας πάρω ένα πιθανό κριτήριο, της αναγνωστικής διάρκειας. Η πιο πλούσια σε ονόματα γενιά της λογοτεχνίας μας, αυτή του 1930, έχει καμιά δεκαριά ποιητές και άλλους τόσους πεζογράφους – εννοώ που διαβάζονται ώς τις μέρες μας. Αν μεταφερθεί κανείς νοερά καμιά εβδομηνταριά χρόνια πίσω, όταν είχαν προλάβει να ξεχωρίσουν και κάποιοι από τους πρώτους Μεταπολεμικούς (η δεύτερη πιο γερή, αριθμητικά, σοδειά – τουλάχιστον στην ποίηση), θα προσθέσει κανείς στη λίστα καμιά δεκαριά ακόμη ονόματα, αν και συγκριτικά όχι πάντοτε το ίδιο σπουδαία. Και φυσικά ζουν ακόμη ο Καζαντζάκης, ο Βάρναλης, ο Καββαδίας, και ορισμένοι παλιότεροι. Έχουμε τόσους στις μέρες μας; Εννοώ συγγραφείς για τους οποίους πιστεύουμε ότι θα διαβάζονται σε 70 χρόνια από τώρα;

Φυσικά, ποιες θα είναι πράγματι οι προτιμήσεις του μέλλοντος, κανείς μας δεν είναι σε θέση να το γνωρίζει. Έχουμε όμως κάποιες ενδείξεις από τον τρόπο που εμείς οι ίδιοι επιλέγουμε από το παρελθόν. Έτσι, οι συγγραφείς του ’30, εν μέρει και οι Μεταπολεμικοί, πρωταγωνιστούν ακόμη στα ράφια μας, μεταξύ άλλων, επειδή αποτύπωσαν στο έργο τους μεγάλα ιστορικά γεγονότα αλλά και επειδή συνέδεσαν το όνομά τους με μια αισθητική επανάσταση, τον μοντερνισμό. Οι τωρινοί συγγραφείς όμως ειδικεύονται οι πιο πολλοί στην προβολή ιδιωτικού ενδιαφέροντος ιδεών και θεμάτων, τεχνοτροπικά δε γράφουν πάνω κάτω όπως αυτοί του Μεσοπολέμου. Σε τι ακριβώς διακρίνονται; Τι το ιδιαίτερο, το πράγματι μοναδικό κομίζει η λογοτεχνία της εποχής μας;

Αν πάρουμε το πράγμα καθαρά ιστορικά πάντως, η πληθώρα ονομάτων μάλλον την παρακμή παρά την ακμή μιας λογοτεχνίας δηλώνει. Στους πέντε-δέκα μείζονες λυρικούς του (σπαραγμένου…) Κανόνα της κλασσικής Ελλάδας, η ογκωδέστατη Παλατινή Ανθολογία έχει να αντιπαρατάξει εκατοντάδες «ελάσσονες» των αλεξανδρινών και των ρωμαϊκών χρόνων. Κάποιοι από αυτούς είναι έξοχοι, αναντίρρητα. Θα τους ανεβάζαμε όμως στο βάθρο μιας Σαπφώς ή ενός Πινδάρου;

Μήπως εντέλει είναι αυτός ακριβώς ο πληθωρισμός των έργων και των βιβλίων και των ονομάτων που υποβαθμίζει, που ευτελίζει τη λογοτεχνία μας – και κάθε λογοτεχνία διαχρονικά; Μήπως το ορθό ερώτημα δεν είναι πόσους καλούς συγγραφείς  έ χ ε ι  μια λογοτεχνία, αλλά πόσους  α ν τ έ χ ε ι ; Ο Μπρεχτ έλεγε ότι κάθε ποίημα πρέπει να τυπώνεται αυτοτελώς, γιατί υποβλέπει το διπλανό του. Και για την Παλατινή έχουν πει ότι μέσα της αλληλοσυντρίβονται αριστουργήματα. Η μοίρα κάθε επιγονικής εποχής;

///

Το τραγούδι αυτό το πρωτάκουσα απ’ το στόμα του Ρέζα, φίλου Ιρανού αγαπημένου απ’ τα φοιτητικά χρόνια της Γερμανίας. Ποτέ δεν ξέχασα το μακρόσυρτο ανατολίτικο πάθος του. Πρόκειται για έναν παλιό σκοπό του 1960, που τον ερμήνευσε πρώτη η Παρβίν, γνωστή Περσίδα τραγουδίστρια της εποχής. Ο τίτλος στα φαρσί σημαίνει κάτι σαν «Σκίρτημα αστεριών» και οι στίχοι του περιγράφουν μια μυστική μέθη, την ένωση της ψυχής με τον κόσμο, μοτίβο οικείο σ’ εκείνον τον μέγιστο πολιτισμό.

Δίνω μια ελεύθερη απόδοσή του στα ελληνικά, πιστή στο μέτρο του πρωτοτύπου ώστε να τραγουδιέται και στη γλώσσα μας. Την παρακάτω ερμηνεία του, από την Ορχήστρα του Ωδείου της Μόσχας, τη βρίσκω ιδιαίτερα συγκινητική.

Φωτιά έχω απόψε στην καρδιά
τον νου μου καίει πυρκαγιά
στ’ αστέρια απόψε θέλω ν’ ανεβώ
το μυστικό μου για να μοιραστώ
με καίει απόψε μια φωτιά
σαν να μη ζω στον κόσμο πια

Προς των άστρων βουτώ
τον επάνω βυθό
με νεράιδες κι αγγέλους
τη ζωή τραγουδώ
με του φεγγαριού
μεθώ το κρασί
πάλι στ’ ουρανού
γυρνώ τη γιορτή

Με καίει απόψε μια φωτιά
σαν να μη ζω στον κόσμο πια

Με τ’ αστέρια μιλώ
Πούλια κι Αυγερινό
στο δικό τους το φέγγος
τη ζωή μου μετρώ
με του φεγγαριού
μιλώ τη σιωπή
πάλι στ’ ουρανού
θα βγω τη γιορτή

Με καίει απόψε μια φωτιά
σαν να μη ζω στον κόσμο πια

Φωτιά έχω απόψε στην καρδιά
τον νου μου καίει πυρκαγιά
στ’ αστέρια απόψε θέλω ν’ ανεβώ
το μυστικό μου για να μοιραστώ
με καίει απόψε μια φωτιά
σαν να μη ζω στον κόσμο πια

*

*

*

*