*
Εισαγωγή-Μετάφραση αποσπασμάτων:
Χρίστος Κρεμνιώτης
Το δοκίμιο Η τάξη της αγάπης συντάχθηκε μεταξύ των ετών 1916-1917, μολονότι στα χειρόγραφα του φιλοσόφου βρίσκονται σελίδες στις οποίες ήδη από το 1914 αναπτύσσει τις σκέψεις του γύρω από τη φράση του Πασκάλ «Le coeur a ses raisons», φράση θεμελιώδη για το παρόν δοκίμιο, το οποίο παρέμεινε μερικώς ανολοκλήρωτο. Ο δε τίτλος του έχει τις ρίζες του στον Ιερό Αυγουστίνο. Άλλα μείζονα έργα του συγγραφέα σχετικά είναι τα Αγάπη και γνώση, Το αιώνιο στον άνθρωπο καθώς και ο Φορμαλισμός.
Στην Τάξη της αγάπης, ο Σέλερ αναπτύσσει όρους όπως το αγάπημα, η συναισθηματική αντίληψη και ο ατομικός προσδιορισμός που αποτελούν, συνειδητοποιημένες ή όχι, μήτρες κατοπινών όρων, αναπτυγμένων κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνος, όρων όπως «συναισθηματική νοημοσύνη», «αυτοδιάθεση», «αυτοπροσδιορισμός». Φυσικά, ο Σέλερ, «o ισχυρότερος φιλοσοφικός νους της εποχής μας» κατά τον Χάιντεγκερ (ο οποίος ωστόσο, μετά τον θάνατό του Γερμανοεβραίου και καθολικού συναδέλφου του, αρνήθηκε τη βοήθεια προς τη χήρα του προκειμένου να εκδοθούν τα Άπαντά του ακόμη και ύστερα από την πτώση του Καθεστώτος), ανήκει στην χορεία εκείνων που δεν περιορίζονται μόνο στο να αναλύουν ιατροδικαστικά το πτώμα του κατόπιν αλλά το ακτινογραφούν εκ προοιμίου ως ζωντανό σώμα προς σωτηρία, οπότε και οι όροι αυτοί αντάμα με την κριτική του στον ψυχολογισμό –σε ό,τι έβλεπε ως κατάσταση παράδοσης του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου στην ψυχολογία και μόνο– έχουν μέσα τους μια ζώσα ελευθερία, που μόνο σκόρπια ματωμένα μέλη της βλέπει κανείς σε αναπτύγματά τους και σε παρεμφερείς με εκείνα έννοιες αυτού που αποκαλούμε «εποχή μας».
~.~.~.~
Βρίσκομαι σε έναν κόσμο απέραντο και γεμάτο από αντικείμενα, αισθητά και πνευματικά, τα οποία θέτουν σε ασταμάτητη κίνηση την καρδιά μου και τα πάθη μου. Γνωρίζω πως τόσο τα πράγματα που θα κατορθώσω να γνωρίσω, αφού τα διακρίνω, τα αντιληφθώ και σκεφτώ γύρω από αυτά, καθώς και όλα όσα επιθυμώ, επιλέγω και κάνω, εξαρτώνται από αυτή την κίνηση της καρδιάς. Όλα λοιπόν τα ορθά, τα εσφαλμένα ή τα στεβλά στη ζωή μου και στις πράξεις στις οποίες αφιερώνω τον χρόνο μου, θα καθορίζονται, πρώτον, από το εάν υπάρχει ή όχι, μία αντικειμενικά ορθή τάξη των κινήσεων αυτών της αγάπης μου και του μίσους μου, των προτεραιοτήτων μου, των όσων με έλκουν και με απωθούν, του πολύμορφου ενδιαφέροντός μου για τα πράγματα αυτού του κόσμου. Και, δεύτερον, από το εάν μπορώ ή όχι, να εντυπώσω στη ψυχή μου αυτήν την τάξη που ακολουθώ και, τελικά, τον βαθμό συμφωνίας της με την σε παγκόσμια ισχύ τάξη της αγάπης.
Εάν θέλω να εξετάσω την ενδότερη ουσία ενός ατόμου ή μιάς ιστορικής περιόδου, μιας οικογένειας, ενός λαού, ενός έθνους ή οποιασδήποτε άλλης ιστορικοκοινωνικής ενότητας, οποιουδήποτε από αυτά, θα το κατανοήσω εις βάθος και θα το γνωρίσω όταν γνωρίσω το σύστημα των συγκεκριμένων αξιολογήσεων και προτιμήσεων του και τον μοναδικό τρόπο που πάντοτε είναι δομημένο καθένα από αυτά. Αποκαλώ μεν το σύστημα αυτό ήθος αυτού του υποκειμένου, ο δε θεμελιώδης πυρήνας αυτού του ήθους είναι η τάξη της αγάπης και του μίσους, οι δομικές μορφές των δύο αυτών παθών που κυριαρχούν και δεσπόζουν και πρωτίστως, αυτή καθεαυτή η δομική μορφή τους στον βαθμό που το ήθος γίνεται πρότυπο.
///
Εκείνος που κατέχει την τάξη της αγάπης ενός ανθρώπου, κατέχει τον ίδιο τον άνθρωπο. Διαθέτει σχετικά με αυτό το ηθικό υποκείμενο που είναι ο άνθρωπος, ό,τι αποτελεί για το κρύσταλλο η κρυσταλλική δομή. Θα λέγαμε πως έχει θέα στα βάθη του ανθρώπου, ατενίζει και κατοπτεύει έως τα έσχατα όρια αυτού που είναι ο άνθρωπος. Έχει μπροστά του τις συντεταγμένες του πνεύματος αυτού του ανθρώπου, οι οποίες, πέρα από κάθε ποικιλομορφία και πολυπλοκότητα, εκτείνονται διαρκώς και πάντοτε με απλό τρόπο προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις. Αυτή λοιπόν η τάξη της αγάπης είναι που αξίζει να αποκαλείται πυρήνας του ανθρώπου, πολύ περισσότερο και από τη γνώση και από τη βούληση.
///
Όπως η ιδέα μιας ορθής και αυθεντικής τάξης της αγάπης συμβολίζει για εμάς την ιδέα μιας ανεξάρτητης από τον άνθρωπο και αυστηρά αντικειμενικής βασιλείας των αγαπημάτων όλων των πραγμάτων που βρίσκονται σε αυτή τη βασιλεία, εντός της τάξης της, και αποτελεί κάτι που μπορούμε μόνον να το γνωρίσουμε και όχι να το «προκαλέσουμε», να το δημιουργήσουμε, με τον ίδιο τρόπο και ο «ατομικός προσδιορισμός» ενός πνευματικού υποκειμένου, μονοσύστατου ή συλλογικού, στον οποίον στοχεύει το υποκείμενο αυτό και μόνο αυτό, βάσει του ιδιαίτερου περιεχομένου των αξιών του, δεν είναι κάτι το λιγότερο αντικειμενικό , δεν είναι, δηλαδή, κάτι που μπορεί να «προκληθεί», αλλά κάτι που μπορεί αποκλειστικά και μόνο να αναγνωριστεί.
Αυτός ο προσδιορισμός αντιπροσωπεύει στο σωτηριολογικό σχέδιο του κόσμου τον τόπο που αφορά το υποκείμενο αυτό και μόνο. Συνεπώς, αντιπροσωπεύει την ιδιαίτερη αποστολή του, την κλίση του και την κλήση προς αυτό, με την πιο αρχαία σημασία, του καλέσματος: του προορισμού. Το υποκείμενο μπορεί να παραπλανηθεί ως προς αυτόν. Μπορεί ακόμη και ηθελημένα να αποτύχει να τον ακολουθήσει και να τον επιδιώξει, δύναται όμως καί να τον αναγνωρίσει και να τον πραγματοποιήσει. Εάν θέλουμε κατά κάποιον απόλυτο τρόπο να κρίνουμε, να μετρήσουμε εξ απόψεως ηθικής ένα υποκείμενο, τότε θα πρέπει να έχουμε προ των οφθαλμών του πνεύματός μας αδιαλείπτως, και δίπλα στα πανανθρώπινα σταθμά μέτρησης, την ιδέα του ατομικού προσδιορισμού που συνάδει με το υποκείμενο αυτό και όχι με εμάς ή με κάποιο άλλο υποκείμενο.
///
Δεν χρειάζεται να πούμε πως ολόκληρη η ζωή ενός ανθρώπου μπορεί να αποκλίνει από τους πανανθρώπινους κανόνες όπως και από τον δικό του προσδιορισμό. Αυτό που εδώ χρειάζεται να επισημάνουμε, είναι ότι ο ατομικός προσδιορισμός μπορεί να είναι εν μέρει σε αρμονία και εν μέρει σε αντίθεση καί με την δομή του περιβάλλοντος του αλλά καί με το πεπρωμένο του, και αυτό σε κάθε του βαθμίδα – μολονότι η ίδια η δομή του περιβάλλοντος και του πεπρωμένου είναι εντελώς διαφορετική από αυτό που στην πραγματικότητα βρίσκει τον εκάστοτε άνθρωπο και τον επηρεάζει από έξω. Κατ’ αρχήν, λοιπόν, το πεπρωμένο ενός ανθρώπου, δεν είναι και ο ατομικός του προσδιορισμός.
///
Μολονότι το πεπρωμένο, όπως και η δομή του milieu, δεν επιλέγεται ελεύθερα, ο άνθρωπος μπορεί να συμπεριφερθεί προς αυτό με τρόπους εντελώς διαφορετικούς, ως ελεύθερο πρόσωπο. Μπορεί να μείνει στο έλεός του σε σημείο που να μην το αναγνωρίζει ως πεπρωμένο (σαν ένα ψάρι στο ενυδρείο του ), αλλά μπορεί επίσης αναγνωρίζοντάς το να αρθεί επάνω από αυτό. Γίνεται ακόμη να εγκαταλειφθεί σε αυτό παραιτούμενος ή, να του εναντιωθεί. Ναι, κατ’ αρχήν, είναι σε θέση να ελευθερωθεί όπως και να μεταμορφώσει τη δομή του περιβάλλοντός (και όχι μόνο τα συμπτωματικά περιεχόμενά του) και του πεπρωμένου του, σε οποιονδήποτε βαθμό και εάν είναι ολοκληρωμένα αυτά και δύναται να το επιτύχει, αντίθετα από ό,τι συμβαίνει με τις πράξεις των ελεύθερων επιλογών που βρίσκονται εντός των ορίων της περιβαλλοντικής του δομής και του πεπρωμένου του και από το βεληνεκές των οποίων δεν μπορεί να διαφύγει, μέσω πράξεων και συμπεριφορών οι οποίες είναι εντελώς διαφορετικές από εκείνες με τις οποίες πραγματοποιεί την αποκαλούμενη «ελεύθερη επιλογή»· και αυτό που είναι ακόμη σημαντικότερο είναι πως δεν μπορεί να το κάνει μόνος αλλά αποκλειστικά με την ουσιωδώς αναγκαία βοήθεια όντων που είναι έξω από το πεπρωμένο και την περιβαλλοντική δομή του. Η ανθρωπότητα, ως αληθινό όλον, ακόμη και εάν είχε ως πεπρωμένο της το να προβάλει αντίσταση σε έναν παγκόσμιο προσδιορισμό του ανθρώπου εν γένει, θα μπορούσε να το κάνει μόνο μέσω του Θεού.
///
Από το πρώτο πρώτο άτομο και τον κόκκο της άμμου μέχρι να φτάσουμε στον Θεό, έχουμε την ίδια βασιλεία και, η βασιλεία αυτή, είναι μία. Ετούτη η ενότητα δεν σημαίνει κλειστότητα. Έχουμε επίγνωση πως κανένα από τα πεπερασμένα μέρη της, δεν μπορεί να εξαντλήσει τον πλούτο και την έκτασή της. Εάν έστω και μία φορά αποκτήσουμε την εμπειρία της, πώς δίπλα σε ένα αγάπημα[1] προβάλλει ένα άλλο, ή, πώς πάνω από κάθε αγάπημα που έως τότε, σε μία συγκεκριμένη αξιολογική περιοχή ήταν για εμάς το «υψηλότερο», εμφανίζεται ένα άλλο, ακόμη «υψηλότερο», τότε θα γνωρίσουμε την ουσία μιας διαδικασίας προόδου και διαρκούς ενδογένεσης αυτής της βασιλείας, και θα καταλάβουμε πως δεν μπορεί να έχει απολύτως σαφή σύνορα. Με αυτόν τον τρόπο γίνεται κατανοητό πως είναι στην ίδια τη φύση κάθε ικανοποίησης που συνοδεύει μία κάποια κίνηση αγάπης ανταποκρινόμενης σε ένα αποδεκτό από αυτήν αντικείμενο, να μην είναι ποτέ οριστική. Παρόμοια με ό,τι συμβαίνει σε κάποιες διανοητικές πράξεις που γεννούν τα αντικείμενά τους μέσω των ίδιων των νόμων τους και δεν μπορεί να τεθεί κάποιο όριο στην εφαρμογή τους όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση της επαγωγής του ν+1 από το ν. Με τον ίδιο τρόπο είναι ουσιώδες για την πράξη της αγάπης, που βρίσκει την ολοκλήρωσή της σε αυτό που αξίζει να αγαπηθεί, το να μπορεί να προοδεύει από αξία σε αξία, από υψηλότητα σε υψηλότητα. «Είναι απέραντη η καρδιά μας» λέει ο Πασκάλ. Εάν η πραγματική ικανότητα μας να αγαπήσουμε είναι ακόμη τόσο περιορισμένη, γνωρίζουμε και αισθανόμαστε την ίδια ακριβώς στιγμή ότι αυτό το όριο δεν βρίσκεται στα πεπερασμένα αντικείμενα που είναι άξια να αγαπηθούν, μήτε στην ουσία της πράξης της αγάπης, αλλά αποκλειστικά στην τρέχουσα υπαρξιακή μας ψυχοζωτική οργάνωση και στις συνθήκες που επιτρέπουν να βρίσκουν, ή όχι, χώρο οι πράξεις αγάπης και να προκαλούνται. Καθώς, η διέγερση των πράξεων αγάπης, η πρόκλησή τους, είναι συνδεδεμένη με τη σωματική μας παρόρμηση και την επιρρέπειά της προς τα αντικείμενα που έλκει και από τα οποία έλκεται. Δεν είναι όμως συνδεδεμένο μαζί με αυτήν και εκείνο που προσλαμβάνουμε ως αξία της αγάπης αλλά ούτε και η μορφή και η δομή της βασιλείας της οποίας μας φανερώνει ότι αποτελεί μέρος. Η αγάπη αγαπά και αγαπώντας βλέπει πάντοτε πέρα από αυτό που κατέχει και που κρατά στα χέρια της.
Οι παρορμήσεις κουράζουν και κουράζονται. Η αγάπη, όχι.
///
Η καρδιά έχει τους δικούς της λόγους, για τους οποίους η νοημοσύνη δεν ξέρει τίποτα και ούτε θα μπορέσει ποτέ να γνωρίσει κάτι. Και έχει «λόγους», που σημαίνει διαισθήσεις αντικειμενικές και ουσιαστικά ορατές στην πραγματικότητα, ενώπιον της ύπαρξης των οποίων «το μυαλό» είναι τυφλό, κυριολεκτικά. Όσο ο τυφλός για τα χρώματα και ο κωφός για τους ήχους.
///
Η πιο γενικευμένη αιτία λόγω της οποίας στο εσωτερικό της ζωής των αισθημάτων και της σφαίρας της αγάπης και του μίσους δεν αναζητείται καμία ένδειξη και συμμόρφωση προς νόμους –που διαφοροποιούνται από τους τυχαίους δεσμούς ανάμεσα σε συναισθηματικές καταστάσεις και αντικειμενικές εντυπώσεις–
και δεν αναγνωρίζεται κάποια σχέση μεταξύ συναισθημάτων και έγνοιας των πραγμάτων, πρέπει να αναζητηθεί στην έλλειψη συνείδησης και στην προχειρότητα με την οποία, κατ’ αρχήν, προτιμήθηκε να πραγματευόμαστε ζητήματα που δεν είναι ανοικτά σε απαντήσεις διανοητικής τάξης. Όλες οι διακρίσεις θεωρούνται εδώ «ανεπαρκείς» ή, έγκυρες μόνο «υποκειμενικά».
///
Μία από τις επιπτώσεις αυτής της συμπεριφοράς είναι πως, πλέον, η έρευνα ολόκληρου του συγκινησιακού κόσμου έχει εγκαταλειφθεί αποκλειστικά στην ψυχολογία. Τα αντικείμενα της ψυχολογίας όμως βρίσκονται προς την κατεύθυνση της εσωτερικής αντιληπτικότητας που είναι, πάντοτε, μία κατεύθυνση προς το Εγώ. Με έναν τέτοιο τρόπο, αυτό που μπορούμε να βρούμε σχετικά με το συγκινησιακό ον είναι, αποκλειστικά, οι πάντοτε σταθερές καταστάσεις του Εγώ. Όλο αυτό που στην πραγματικότητα είναι πράξη και λειτουργία της συναισθηματικής αντίληψης δεν είναι ποτέ εκεί όταν η παρατήρηση ακολουθεί μία τέτοια κατεύθυνση.
///
Είναι η γενική αμέλεια σε θέματα σχετικά με τα συναισθήματα, με την αγάπη και το μίσος. Είναι η έλλειψη υπευθυνότητας απέναντι στο βάθος των πραγμάτων και της ζωής και, από την άλλη, η υπερβολική, γελοία σοβαρότητα και η κωμική φιλοπονία, που επιδεικνύουμε προς οτιδήποτε τεχνικό κυριαρχεί επάνω μας μέσω της ίδιας της δικής μας επινοητικότητας.
~.~.~.~
[1] (Σ.τ.Μ.) Ως αξίες νοούνται αυθεντικές, πραγματικές ποιότητες που καθορίζονται και εντοπίζονται, θα λέγαμε, ως περιεχόμενα που προσλαμβάνονται a priori με ξεχωριστές πράξεις της συγκινησιακής φύσης. Προσλαμβάνονται δηλαδή μόνο από τη συναισθηματική αντίληψη όπως τα χρώματα μόνο από την όραση. Έγκεινται στα πράγματα, εκδηλώνονται σε αυτά και αποτελούν την ίδια τη γνώση των πραγμάτων, ωστόσο η εκάστοτε αξία εμφανίζεται απλώς ως συμφυής με το εκάστοτε πράγμα-αγαθό, προϋπάρχει, και είναι αντιληπτή καθ’ εαυτήν και ανεξάρτητα από το αγαθό με το οποίο παρουσιάζεται συμφυής. Μεταξύ τους είναι σε ιεραρχική τάξη και σχετίζονται με την προσωπική κίνηση της πρόταξης και της μετάταξης. Αυτό που ο Σέλερ αποκαλεί υψηλότητα της αρετής, είναι ανάλογο με τη διάρκειά της αλλά, κατά κύριο λόγο, με τον βαθμό της αισθηματικής πληρότητας που τη συνοδεύει, της διαφορετικής κάλυψης που προσφέρει κάθε μία ανάλογα με την υψηλότητα της. Η κάλυψη αυτή, οδηγεί και στην αποκάλυψη των συνθηκών της τάξης της αγάπης του καθενός, αφού αποτελεί συνάρτηση και της αξίας και της εσωτερικής κατάστασης του ατόμου. Ως αγάπημα –Liebenswürdigkeit στο πρωτότυπο– υποδηλώνεται ο βαθμός αξιότητας ενός αγαθού να αγαπηθεί ή όχι. Το ιδιάζον εκείνο «συστατικό», της εκάστοτε αξίας, που όσο υψηλότερη είναι η ίδια, τόσο πιο ισχυρό αποκαλύπτεται αυτό. Περιφραστικά είναι, λοιπόν, «αυτό που είναι άξιο να αγαπηθεί» σε κάτι. Από τη μία, η παγκόσμια τάξη της αγάπης και το περισσότερο ή λιγότερο «θολωμένο» ομοιότυπό της στο εσωτερικό του ανθρώπου. Αντικριστά, το αγάπημα του κάθε αγαθού. Σε σύγκριση με την αρχετυπική και σε παγκόσμια ισχύ τάξη της αγάπης, ο εκάστοτε άνθρωπος βλέπει στο εσωτερικό του την τήρησή της ή όχι και προαιρετικά, δρα ώστε να την αποκαταστήσει ή όχι και μέσω μιας διαρκούς εξέτασης και επιλογής ή απόρριψης του ενός ή του άλλου αγαπήματος. Όσο περισσότερο ανακαινίζεται μέσα του η ίδια για όλους, μία και μοναδική, παγκόσμια τάξη της αγάπης ως προσωπική, τόσο περισσότερο βρίσκει τα μοναδικά, δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά – του προσώπου του. Όπως παρακάτω επισημαίνει ο ίδιος ο Σέλερ στις αναφορές του στον ατομικό προσδιορισμό, την ανακαίνιση αυτή της τάξης της αγάπης, την πορεία της γνώσης του προσώπου του ο καθένας μας δεν είναι δεδομένο ότι την ακολουθεί μόνος αλλά είναι συχνά ένας άλλος εκείνος που γνωρίζει την ορθή, πραγματικά δική μας εσωτερική τάξη της αγάπης, τον δικό μας ατομικό προσδιορισμό. Στην τάξη της αγάπης ενός ατόμου, διακρίνει τρία βασικά στοιχεία. Την χωρική της διάσταση, στον ηθικό χώρο, την χρονική της διάσταση, που είναι ό,τι ο ίδιος ο Σέλερ αναλύει ως πεπρωμένο, και τον ατομικό προσδιορισμό ως κίνηση μέσα σε αυτές τις δύο διαστάσεις.
///
*
**
