Η Μάγδα και το σπίτι

*

της ΑΦΡΟ ΞΥΛΑΝΘΗΣ

Σ’ εκείνο το σπίτι όλα ήταν στραβά. Ο τοίχος ήταν στραβός, οι καρέκλες ήταν στραβές, ακόμα και το τραπέζι ήταν στραβό και με κάτι πόδια τεράστια, τόσο μάλιστα που όποτε ήθελε να στηρίξει τους αγκώνες της πάνω του, κατέληγε να στριφογυρνά στη θέση της και να βλαστημά. Η Μάγδα δεν είχε επιλέξει κανένα από τα έπιπλα του σπιτιού. Μετά τον τελευταίο της χωρισμό αναγκάστηκε να επιστρέψει προσωρινά στους γονείς της – προσωρινά, είχαν περάσει τρία χρόνια. Η επιστροφή στο σπίτι τους την πήγαινε πίσω στην εφηβεία της, όταν στη διπλανή πολυκατοικία κατοικούσε μια οικογένεια με τα διπλάσια χρόνια από τη δική τους. Οι γονείς είχαν βγει στη σύνταξη προ αμνημονεύτων χρόνων, αλλά η κόρη έμενε ακόμα μαζί τους. Τότε δεν το καταλάβαινε, το έβρισκε άθλιο και μάλλον ήταν, ιδίως εκείνες τις εποχές που οι περισσότεροι τριαντάρηδες αγόραζαν δεύτερο αυτοκίνητο και πήγαιναν διακοπές στη Μαγιόρκα. Στα τριάντα τέσσερα πλέον, η Μάγδα μετρούσε τις αποτυχημένες της σχέσεις και μέχρι και η ίδια λυπόταν τον εαυτό της. Στις περισσότερες, η μιζέρια είχε εισχωρήσει σαν νερό που έσταζε απ’ το ταβάνι, μια άκακη στάλα τη φορά, ώσπου στο τέλος όλα σάπιζαν.

Έμενε στον δεύτερο όροφο, οι γονείς της στον πρώτο, το μαγαζί βρισκόταν στο ισόγειο. «Όλα βολικά στο ίδιο οικόπεδο», έλεγαν οι γονείς της.  Στα χαρτιά, το μαγαζί ήταν δικό της. Οι γονείς της, όμως, θεωρούσαν ότι δεν είχε την πείρα που απαιτούσε η διοίκηση μιας επιχείρησης κι έτσι στην ουσία παρέμενε υπάλληλος. Δούλευε εκεί τα απογεύματα. Τα πρωινά, πήγαινε από σπίτι σε σπίτι και περιποιούταν νύχια, ενώ τα δικά της έμεναν πάντα απεριποίητα. «Καλά, ολόκληρο μαγαζί έχουμε», έλεγε η μητέρα της, «τι πας και κάνεις τη νυχού;». Η Μάγδα είχε μάθει τις φράσεις απ’ έξω: «Και το πτυχίο», θα συνέχιζε η μητέρα της, «τι το πήρες το πτυχίο;». Αν και οι γονείς της δεν της επέτρεπαν να πάρει αποφάσεις για το μαγαζί, η Μάγδα διαχειριζόταν τους λογαριασμούς, αφού εκείνοι δε θα το έκαναν ποτέ. Οι επιστολές από τους προμηθευτές, από τη Δ.Ε.Η., από την εφορία, από την τράπεζα και τις ασφαλιστικές μαζεύονταν σχηματίζοντας μια στοίβα. Κάπως έπρεπε να πληρωθούν. Θα έφτιαχνε τα νύχια όλων των κατοίκων της Αγίας Παρασκευής, αν χρειαζόταν.

Συνήθως ανέβαλλε να ετοιμαστεί για τη βάρδιά της στο μαγαζί και πήγαινε ένα λεπτό πριν την ώρα της. Γυρνούσε από τα ραντεβού και, παρά την κούρασή της, την κατέκλυζε μια ανάγκη ν’ ανακατατάξει τα πάντα. Έβγαζε όλα τα πορσελάνινα σερβίτσια και τα τύλιγε με σελίδες διαφημιστικών καταλόγων, με την ελπίδα να αγοράσει καινούργια χωρίς πουλιά και κότες ή μετέφερε το τραπέζι από την κουζίνα στο σαλόνι. Μα επειδή το σπίτι είχε τις ιδιομορφίες του, όπως τα τελειώματα των τοίχων σε καμπύλες αντί για γωνίες, τα περισσότερα πράγματα κατέληγαν στην αρχική τους θέση. Το ίδιο συνέβαινε και στους υπόλοιπους χώρους. Το μπάνιο είχε μια χάλκινη μπανιέρα στην άκρη, εντοιχισμένα ντουλάπια και πλακάκια στο χρώμα του σάπιου μήλου· ήξερε ότι δε θα κατάφερνε να τα ξηλώσει μόνη της. Το μονό, άβολο κρεβάτι, το κρεβάτι των παιδικών της χρόνων, επέστρεφε πάντα στη μέση της κρεβατοκάμαρας, δίπλα στο κομοδίνο από μαόνι, υλικό που οι γονείς της είχαν προτιμήσει για τα περισσότερα έπιπλα. Χωρίς να θέλει να παραδεχτεί την αδυναμία της να επέμβει στην πραγματικότητα, η Μάγδα επέμενε ότι η συρταριέρα ταίριαζε στον τοίχο αριστερά της εισόδου. Στην ίδια μεριά στο σαλόνι έστεκε ο καθρέφτης με τον σκαλιστό μπουφέ και μπροστά από την μπαλκονόπορτα βρισκόταν ο γκρίζος καναπές. Οι πίνακες με τα τοπία και τις βουκολικές σκηνές έπρεπε να παραμείνουν στον τοίχο, εφόσον ήταν δώρο της άτεκνης αποθανούσας θείας, που τους είχε κληροδοτήσει αρκετά χρήματα ώστε να πληρώσουν την προκαταβολή του σπιτιού – και η αλήθεια ήταν πως μόνον αυτήν είχαν πληρώσει. Η Μάγδα δεν θυμόταν καθόλου εκείνη τη θεία. Ο υπερμεγέθης πίνακας με το καΐκι που φαινόταν σαν να το κατάπιναν τα κύματα τής αρκούσε για να καταλάβει τι είδους άνθρωπος ήταν.     

Άλλες φορές επισκεπτόταν διαμερίσματα. Έβρισκε διάφορες αγγελίες. Σπίτια με κήπους σαν ζωολογικά πάρκα, διαμερίσματα με θολωτές κουζίνες, πολυκατοικίες έτοιμες να καταρρεύσουν με το φύσημα του ανέμου, άλλες που ενώ θα ολοκληρώνονταν σε έναν χρόνο ήταν ήδη πλήρεις, αγγελίες για συγκατοίκηση με ογδοντάχρονους σε αναζήτηση βοηθού, δωμάτιο με θέα και δώδεκα  νοίκια αντικαταβολή και –αυτές ήταν οι αγαπημένες της– μια αγγελία για ένα «σπίτι με χαρακτήρα», δηλαδή ένα γκαράζ που είχε μετατραπεί σε στούντιο και, ακόμα, ένα διώροφο χωρίς εσωτερική σκάλα. «Θα κάνετε λίγη άσκηση», της είπε ο μεσίτης, «είναι φανταστικό, κατά τ’ άλλα. Κοιτάξτε πώς πέφτει το φως στο σαλόνι». Προσπάθησε να το φανταστεί το καλοκαίρι, να πέφτει ο ήλιος και να λούζει όλον τον χώρο, εκείνη να παλεύει με τα ψώνια, να αφήνει τα μισά στο ισόγειο, μετά να βγαίνει στον κήπο με ρυάκια ιδρώτα στο πρόσωπό της, να σκαρφαλώνει τη σκάλα κινδύνου και να ανεβαίνει με τις υπόλοιπες σακούλες αποκαμωμένη. «Νομίζω ότι χρειάζομαι και μια σκάλα», του είπε, αν και είχε αρχίσει να έχει αμφιβολίες για την αναγκαιότητά της. «Βεβαίως, αν είστε διατεθειμένη να πληρώσετε για την εγκατάσταση…». Κάποια στιγμή μετά την αποπληρωμή ενός ακόμα λογαριασμού, της έγινε συνήθειο να επισκέπτεται τους διάφορους χώρους και να τους επισκευάζει νοητά. Σκάλες εδώ, νέες κουζίνες εκεί, πέτρινα περβάζια παραπέρα. Είχε αφεθεί τελείως, η ιδέα ότι θα έβρισκε όντως διαμέρισμα είχε γίνει μακρινή πραγματικότητα.

*

Πριν από λίγες ημέρες, είχε βρει μια μικρή μονοκατοικία στη Δάφνη. Πρώτα είχε δει ένα υπόγειο και η μυρωδιά της μούχλας είχε κολλήσει πάνω της σαν να έμενε πράγματι σ’ εκείνο το ανήλιαγο σπήλαιο που ήθελε να κοσμείται με τον τίτλο του διαμερίσματος. Η Μάγδα ένοιωθε πως η μυρωδιά την ακολουθούσε παντού –είχε εισχωρήσει στα μαλλιά, στο αδιάβροχο και στο κασκόλ της– και μπορούσε μέχρι και να τη γευτεί. Δεν έκανε κρύο, αλλά με αυτήν την ατέρμονη δραστηριότητα –στιγμή δεν καθόταν πια σε ησυχία– είχε αδυνατίσει και κρύωνε εύκολα στο Μετρό. Έξω ήταν μια μάλλον όμορφη μέρα· μόνο ένα μικρό σύννεφο κυνηγούσε τον ήλιο. Όταν επιτέλους οι αχτίδες του έπεσαν πάνω της, η μυρωδιά υποχώρησε. Στον δρόμο της επιστροφής, η Μάγδα έστριψε σε λάθος στενό κι έχασε τον Υμηττό από πίσω της. Δεν ήταν βέβαιη αν συνεχίζοντας στην ίδια κατεύθυνση και στρίβοντας πάλι στα αριστερά, θα έβρισκε τον δρόμο, αλλά το έκανε γιατί δεν υπήρχε κανείς  για να ρωτήσει. Έκανε λάθος, φυσικά, μα χάρη στο λάθος της πρόσεξε τη διακριτική κόκκινη επιγραφή στα δεξιά της. Πωλείται.

Γιατί όχι, σκέφτηκε και φώναξε: «Καλημέρα!». Κανείς δεν απάντησε. Η Μάγδα πλησίασε τα κάγκελα περισσότερο και προσπάθησε ξανά, «Καλημέρα!». Σιωπή. Έκανε ένα βήμα και άνοιξε την πόρτα. Ο κήπος την αιφνιδίασε. Ήταν θαυμάσιος. Ακόμα και στα σπίτια πλουσίων που επισκεπτόταν, δεν είχε ξαναδεί τόσο όμορφο κήπο. Σ’ αυτά η αμετροέπεια των διακοσμήσεων και η φλυαρία της επιλογής των φυτών έδινε ένα αλλόκοτο αποτέλεσμα, γκροτέσκο. Ο κήπος ήταν λιτός. Ίσως όχι λιτός, αλλά φυσικός. Οι πορτοκαλιές ξεκινούσαν στο βάθος κι έφταναν ως τη μέση του, όπου τις αντικαθιστούσαν λεμονιές. Δεν υπήρχε κέντρο του κήπου ούτε ακριβής συμμετρία: διάφοροι θάμνοι και λουλούδια ξεπετάγονταν σε απροσδόκητα σημεία και της έδιναν την εντύπωση απροσδιόριστης έκτασης, όμως δε θα μπορούσε να πει ότι η αγριότητα του συνόλου μαρτυρούσε έλλειψη προσοχής ή υπομονής του κηπουρού· ένα ανθισμένο άλυσσο ή μια φανταχτερή ορτανσία τη χάιδευαν σε κάθε βήμα. Ένα πλακόστρωτο μονοπάτι έτρεχε από την πόρτα της αυλής έως αυτήν του σπιτιού. Το ακολούθησε. Αντί για το σύνηθες πόμολο, στη μέση της πόρτας, ένας χάλκινος δακτύλιος περιέβαλλε έναν κύκλο. Από εκεί ξεκινούσαν ακτινωτά αυλακώσεις σαν ηλιαχτίδες. Η Μάγδα στάθηκε στο προστώο με δέος και χτύπησε το κουδούνι. Φαντάστηκε το είδος σπιτιού που φύλασσε η πόρτα. Σίγουρα κάτι λαμπερό και ζεστό. Περίμενε… Δεν άνοιξε κανείς. Όπως και να ‘ταν το εσωτερικό, δε θα το μάθαινε εκείνη την ημέρα. Συγκράτησε τη διεύθυνση και πήρε τον δρόμο του γυρισμού.

*

Η αναζήτηση διαμερίσματος της κόστιζε. Δεν έκλεινε ραντεβού με πελάτες πολύ κοντά στην απογευματινή βάρδια, γιατί γνώριζε ότι η προσπάθεια αυτή απαιτούσε χρόνο. Παρά τις δύο δουλειές, της έμεναν ελάχιστα χρήματα στο τέλος του μήνα.

Πριν μπει στο μαγαζί, πρόσεξε ότι ο κουβάς με την άμμο ήταν γεμάτος αποτσίγαρα. Τον είχε βάλει εκεί αφότου είχε παρατηρήσει ότι δίπλα στα ξεραμένα φύλλα, οι γόπες των διερχομένων δημιουργούσαν ένα στεφάνι γύρω από την είσοδο και πλέον, παρά την ύπαρξη του κουβά, κατηύθυναν προς το γρασίδι σα μικρά βέλη. Ο κοκκινοτρίχης γάτος με τα μελιά μάτια, που στο μυαλό της ήταν Ο γάτος, σήκωσε την ουρά σε ορθή γωνία κι έτρεξε προς το μέρος της. Αντί να καθαρίσει τον κουβά, η Μάγδα χάιδεψε τον γάτο –είχε γυρίσει ανάσκελα και της έδειχνε με το κεφάλι την κοιλιά του– κι επανέλαβε για πολλοστή φορά τις απαντήσεις της. Θα φύγω για Πάσχα. Με κάλεσε μια φίλη. Σιγά μην ομολογούσε ότι θα πήγαινε μόνη. Με κάλεσε μια φίλη. Ξαφνικά, ο γάτος όρθωσε τα αφτιά του –κάποιον κίνδυνο άκουσε να ελλοχεύει– κι έτρεξε μακριά. Την έβαλε σε εγρήγορση. Ποια φίλη; θα τη ρωτούσαν. Τα μάτια της ακολούθησαν την κίνηση του δείκτη μέσα σε μία μπούκλα, κάτι που έκανε όποτε ήταν νευρική, και δοκίμασε πιο εύκολες προτάσεις. Άργησα. Είχα πολλή δουλειά. Άφησε τη μαύρη μπούκλα να πέσει. Συγγνώμη.

Η μητέρα της δεν έπαιρνε το ρίσκο να τη ρωτήσει ευθέως πού είχε πάει κι έπαιζαν πάντα αυτό το παιχνίδι σαν κρυφτό, στο οποίο ο πατέρας της μετείχε εξαφανίζοντας τον εαυτό του πίσω από κάποια εφημερίδα. Η μητέρα της θα σχολίαζε κάτι που είχε ακούσει από έναν πελάτη ή θα τη ρωτούσε για τη ζωή της χωρίς να κάνει συγκεκριμένες ερωτήσεις ή θα γκρίνιαζε για τον γάτο που τρύπωνε στο σπίτι. Θα περίμενε ένα χαμόγελο, κάποια αναγνώριση της ύπαρξής της, ίσως κι ευγνωμοσύνη. Όταν η Μάγδα θα αναστέναζε πριν απαντήσει, η μητέρα της θα μαράζωνε. Είχα δουλειά. Είχα πολλή δουλειά.   

Στο μαγαζί επικρατούσε ησυχία

Η Μάγδα κοίταξε τον χώρο καχύποπτα. Οι γονείς της κάθονταν πίσω από την οθόνη του υπολογιστή στον θαλαμίσκο δεξιά της εισόδου. Ο πατέρας τής έριξε ένα βλέμμα και προσποιήθηκε ότι δεν την είδε. Το βλέμμα του, όμως, πρόλαβε να πει Είδες, δεν κάνεις για το μαγαζί. Η Μάγδα ίσιωσε τον κορμό της και πήρε μια βαθιά ανάσα. Αντιδιαμετρικά, ένας άντρας στεκόταν μπροστά από τα ψυγεία με τα γαλακτοκομικά και ξεφύλλιζε ένα περιοδικό, ενώ έριχνε βιαστικές ματιές γύρω του. Ξαφνικά, η Μάγδα αισθάνθηκε πιεσμένη σαν μια κόλλα χαρτί. Ασυναίσθητα έπιασε πάλι μια μπούκλα κι άρχισε να την τυλίγει με το δάχτυλο. «Έφτασα», είπε κι ένοιωσε τη λέξη να αιωρείται στο δωμάτιο, έτσι όπως έμενε αναπάντητη. Την είχε κουράσει αυτή η σιωπή που έβραζε κι έκλεινε μέσα της τόσες φράσεις ανείπωτες, αυτή η σιωπή σαν πιθανότητα που δεν εκπληρωνόταν ποτέ, ένα μέλλον που δεν πραγματοποιούταν, γιατί ποτέ τους δεν έβρισκαν τις σωστές λέξεις για να το εκφράσουν κι αυτό έφευγε όλο και πιο μακριά. «Έφτασα», επανέλαβε και μπήκε στον θαλαμίσκο.

«Άκουσες; Τη διπλανή την έκλεψαν».

«’Γεια’ λέει ο κόσμος», είπε η Μάγδα, που σχεδόν ξέχασε τις προετοιμασμένες φράσεις της.

«Μέρα-μεσημέρι», συνέχισε η μητέρα της. «Δεν είναι να κυκλοφορείς στον δρόμο».

«Και τι προτείνεις να κάνουμε;».

«Να προσέχεις, παιδί μου. Ξέρεις, κυκλοφορούν κι όλοι αυτοί οι περίεργοι, δεν είναι να βγαίνεις έτσι», είπε η μητέρα της και την κοίταξε από την κορυφή ως τα νύχια. «Μια γυναίκα μόνη…».

«Παντελόνι φοράω», τη διέκοψε η Μάγδα και ξεφύσησε. «Όπως και να ‘χει, για δουλειά είχα πάει».

«Πώς πήγε;», ρώτησε η μητέρα της με αδιάφορο ύφος. Η Μάγδα αναγνώρισε τη συγκαλυμμένη περιέργεια και δεν ενέδωσε. «Είχα πολλή δουλειά. Εσείς;».

Δεν της άρεσαν τα ψέματα, αλλά της είχαν απομείνει ελάχιστοι τρόποι προστασίας της ιδιωτικής της ζωής. Ήξερε ότι με διάφορες προφάσεις η μητέρα της ανέβαινε στον δεύτερο όροφο κι έψαχνε για αποδείξεις ότι η κόρη της είχε κάτι το αφύσικο, έστω ότι έκανε κάτι μεμπτό. Έτσι, η Μάγδα δεν άφηνε κανένα αντικείμενο στο σπίτι που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εναντίον της. Ούτε ένα σημείωμα.

«Εδώ», είπε ο πατέρας της, «δουλεύουμε». Δεν ήταν θυμωμένος. Ούτε καν απογοητευμένος. Απλώς την ειρωνευόταν. Η Μάγδα συνειδητοποίησε ότι ο πατέρας της είχε παραιτηθεί από την ιδέα ότι κάποτε εκείνη θα αναλάμβανε τις υποχρεώσεις του μαγαζιού κι ότι αυτός θα έβγαινε στη σύνταξη. Δεν απάντησε. Η μητέρα της προσπάθησε διαφορετική προσέγγιση: «Κοιτάζουμε τις στάσεις του Μετρό», είπε.

«Γιατί;», ρώτησε η Μάγδα, καθώς άφηνε τα πράγματά της σε μια καρέκλα. «Αφού δεν το χρησιμοποιείτε ποτέ». Σ’ αυτό, την κοίταξαν κι οι δύο. Φαντάστηκε τα μάτια τους σαν μικρά φώτα που έψαχναν στο σκοτάδι.

Ο πατέρας της χαμήλωσε το κεφάλι του και κάτι πληκτρολόγησε. «Ξέρεις ποιος μένει στη Δάφνη;», ρώτησε η μητέρα της.

«Στη Δάφνη;», επανέλαβε η Μάγδα και κοίταξε γύρω της. Ο μοναδικός πελάτης είχε μετακινηθεί κάπου όπου δεν τον έβλεπε, όμως από τον ήχο πλαστικού περιτυλίγματος πάνω στη μεταλλική επιφάνεια των ραφιών, κατάλαβε ότι βρισκόταν κοντά στα ποτά – με ή χωρίς λεφτά, ο κόσμος έβρισκε ακόμα τρόπους να τα αγοράζει. Η Μάγδα θυμόταν αμυδρά ότι κάποιος από τη γειτονιά είχε μετακομίσει στη Δάφνη πριν από μήνες. Κοίταξε τον σταυρό πάνω από τα κεφάλια των γονιών της, δίπλα στις κρεμασμένες εικόνες των αγίων και της Παναγίας.

«Ο Θωμάς δε μένει εκεί;», είπε αβέβαιη.

«Μη μας ντρέπεσαι», απάντησε η μητέρα της, «ο φαρμακοποιός μένει στη Δάφνη».

Η Μάγδα δεν καταλάβαινε τι εννοούσε και προτίμησε να σωπάσει.

«Πήγε η μητέρα του να τον επισκεφθεί και σε είδε να περιμένεις κοντά στο σπίτι του».

Από μέσα της, η Μάγδα καταράστηκε το κόκκινο αδιάβροχο, μα παρέμεινε σιωπηλή. Ανακάλεσε τη μυρωδιά μελιού από τ’ άλυσσα και την πόρτα με τον ήλιο. Και μόνο στη σκέψη πως δε θα μπορούσε να μείνει εκεί, το στόμα της στέγνωσε. «Εμάς μας αρέσει ο φαρμακοποιός», είπε η μητέρα της κι ο πατέρας της γέλασε, «τον εγκρίνουμε».

Η Μάγδα εξέπνευσε και γύρισε προς τον άντρα, ο οποίος τώρα στεκόταν δίπλα στο ταμείο. «Πώς μπορώ να σας βοηθήσω;», του είπε με μάτια κενά.

Ο άντρας άνοιξε το στόμα του, κοίταξε τους γονείς της, ύστερα εκείνη, και το έκλεισε πάλι. «Αυτά», είπε τελικά και άφησε δύο αρωματικά λεβάντας στο ταμείο.

*

Οι τελευταίες μέρες ως τη Μεγάλη Εβδομάδα πέρασαν γρήγορα. Δεν είχαν τίποτα το συγκεκριμένο, ήταν μέρες με ήλιο ή καμιά φορά μικρά νέφη, πελάτες που γκρίνιαζαν για την ακρίβεια και περπατούσαν σκυθρωποί στο μαγαζί, έπιπλα που μετακινούνταν από τη μια θέση στην άλλη, πόδια με κάλλους και νύχια γυρισμένα μες στη σάρκα, και στο κέντρο όλων αυτών η Μάγδα. Μέχρι το Χαλάνδρι είχε φτάσει για τα ραντεβού.

Θα ήταν σπίτι στην ώρα της, αν την τελευταία στιγμή δεν αποφάσιζε να παραμείνει στο βαγόνι του Μετρό. Απέναντί της καθόταν μια γυναίκα κάποια χρόνια μεγαλύτερή της. Της έμοιαζε. Κι αυτή ήταν μικροκαμωμένη, με μαλλιά σαν ποτάμι, έναν λεπτό ύβο στη μύτη κι έντονα φρύδια. Στο διπλανό τζάμι, η Μάγδα έβλεπε τις μυριάδες αντανακλάσεις τους να εξαφανίζονται στο σκοτάδι και να χάνονται στο τίποτα. Επόμενη στάση, Αγία Παρασκευή. Next station, Aghia Paraskevi, ακουγόταν από το μεγάφωνο τη στιγμή που αποφάσισε να συνεχίσει την πορεία της. Πέντε μέρες είχαν περάσει από την εύρεση του σπιτιού στη Δάφνη. Μια αιωνιότητα.

Ακολούθησαν η αλλαγή γραμμής, το τύλιγμα βοστρύχων, το φρενήρες τρέξιμο κι ο ανήσυχος έλεγχος για την πινακίδα με τη σωτήρια λέξη – με ανακούφιση διαπίστωσε ότι κρεμόταν ακόμα πάνω στον φράχτη. Ο κήπος μοσχομύριζε. Ήταν ακόμη καλύτερος απ’ ό,τι τον θυμόταν. Αυτήν τη φορά, πρόσεξε ότι το νερό της βροχής μαζευόταν σε δύο βαρέλια κι έπειτα έτρεχε σε μακρόστενα κανάλια κατά μήκος του κήπου. Η Μάγδα άκουσε τον ήχο του τρεχούμενου νερού κι αισθάνθηκε ευφορία. Πλησίασε την πόρτα με σιγουριά. Χτύπησε κι άκουσε ένα απαλό: κλικ.

Μια γυναίκα, ψηλή κι επιβλητική, υπέροχη και γελαστή, αδιευκρίνιστης ηλικίας, με κυματιστά μαλλιά, μία κόρη ματιού στενόμακρη κι αιχμηρή σαν της γάτας, εμφανίστηκε μπροστά της, ενώ η Μάγδα πισωπάτησε έκπληκτη. «Συγγνώμη», είπε, «δεν ήθελα να σας ενοχλήσω». Το φως του ήλιου ερχόταν από το εσωτερικό του σπιτιού και φώτιζε τα καστανά μαλλιά της γυναίκας, τα οποία κινούνταν ελαφρώς και φαίνονταν σαν να είχαν τη δική τους ζωή. Η γυναίκα γέλασε και η Μάγδα ανατρίχιασε. Πρόσεξε ότι το πρόσωπό της κι οι ακάλυπτοι ώμοι της είχαν ένα χρώμα σαν τον κορμό του κέδρου. Η γυναίκα δε μίλησε, περίμενε τη Μάγδα να βρει τις λέξεις που έμοιαζαν να βρίσκονται στο πάτωμα. «Το σπίτι σας…», είπε η Μάγδα, με όλη τη σιγουριά που είχε πριν ένα λεπτό εξανεμισμένη, «…πωλείται;». Η γυναίκα την κοίταξε λες και περίμενε κάποια άλλη φράση να βγει από τα χείλη της. «Μάγδα», είπε η Μάγδα, όταν το διαισθάνθηκε. «Με λένε», ξεκίνησε η γυναίκα, «…δεν έχει σημασία», είπε με ένα χαμόγελο. «Ναι, το σπίτι πωλείται». Η καρδιά της Μάγδας αναπήδησε, τέτοια τύχη, τόσες μέρες μετά, δεν την περίμενε. «Γιατί φεύγετε από αυτό το πανέμορφο σπίτι;», είπε χωρίς να καταφέρει να αγνοήσει τη στενόμακρη κόρη. Ήταν καθηλωτική. Μάλλον συνηθισμένη σε παρόμοια βλέμματα, η γυναίκα χαμογέλασε. «Το κάθε πράγμα στην εποχή του», απάντησε αόριστα. «Θέλεις να δεις και το εσωτερικό;».

Το εσωτερικό του σπιτιού έκανε τη Μάγδα να πιστέψει ότι έβλεπε όνειρο. Τα ταβάνια ήταν ψηλά, το φως άπλετο κι ερχόταν από παντού, οι τοίχοι φαίνονταν σαν να μπορούσαν να κρατήσουν το βάρος του κόσμου, οι πόρτες είχαν βαφτεί όλες σε διαφορετικό χρώμα, σαν η καθεμιά να σηματοδοτούσε κι ένα διαφορετικό πέρασμα κι αφότου έμαθε την τιμή, η Μάγδα ήταν έτοιμη να ουρλιάξει απ’ τη χαρά της. Μια σκέψη, όμως, αρχικά μικρή σαν κουκκίδα, ύστερα αχανής σαν την άβυσσο, γέμισε το μυαλό της: πώς, ω πώς θα πλήρωνε γι’ αυτό το σπίτι; Τα χρέη των γονιών της άρχισαν να χοροπηδάνε μπροστά της, ένας φάκελος τη φορά. Ό,τι έσοδο είχε, πήγαινε εκεί. Οι αποταμιεύσεις της… Το πρόσωπό της σκοτείνιασε. Το διαπεραστικό μάτι της γυναίκας ήταν πάνω της, το ένοιωθε. «Πρέπει να φύγω», της είπε. «Εις το επανιδείν», απάντησε η γυναίκα χωρίς να ζητήσει εξηγήσεις.

*

Ο ήχος της καμπάνας της εκκλησίας δεν ήταν απαραίτητος για να καταλάβει ότι το είχε παρακάνει. Δεν καθυστερούσε ποτέ: οι γονείς της θα έβαζαν το χειρότερο με τον νου τους. Όταν επιτέλους μπήκε στο μαγαζί, είχε φτάσει απόγευμα πια.

«Καλώς το κορίτσι», είπε ο πατέρας της. Στο βάθος του μαγαζιού, δύο πελάτισσες μιλούσαν κι έσερναν ένα καροτσάκι μ’ ένα μωρό η καθεμιά. Το ένα ξύπνησε κι άρχισε να κλαίει.

«Το κορίτσι!», αναφώνησε η μητέρα της, της οποίας η φωνή δεν είχε την ίδια ειρωνική χροιά με αυτήν του πατέρα της. «Ανησυχήσαμε», είπε, «τι σου αγοράσαμε το τηλέφωνο, αν δεν το σηκώνεις ποτέ;».

Η Μάγδα την κοίταξε, μα δεν απάντησε, πράγμα που ώθησε τη μητέρα της να ξεστομίσει το ως τώρα ανείπωτο: «Πού ήσουν;».

Την έπιασε απροετοίμαστη. Καμία απάντηση δεν ήταν αρκετά λογική ώστε να δικαιολογήσει τέτοια καθυστέρηση. Οι μοναδικές της σκέψεις ως εκείνη την ώρα ήταν το σπίτι και η γυναίκα στη Δάφνη.

«Δεν έχει σημασία», δοκίμασε την πρώτη φράση που της ήρθε πρόχειρη. Αμέσως κατάλαβε ότι έριχνε λάδι στη φωτιά.

«Πώς δεν έχει», είπε η μητέρα της, «τόση ώρα σε περιμένουμε για να φύγουμε». Το μωρό σταμάτησε να κλαίει και η Μάγδα γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος όπου στέκονταν οι δύο πελάτισσες. Την περιεργάζονταν με αναμονή. Η Μάγδα ζάρωσε.

Ο πατέρας της, ως συνήθως, παρέμενε σιωπηλός κι άφηνε την οργή του να εκφραστεί μέσω της γυναίκας του. «Δε μας σκέφτεσαι καθόλου;», συνέχισε η μητέρα της, παίρνοντας θάρρος από τη σιωπή. «Δεν μπορούμε να σε περιμένουμε τόσο πολύ». Κανένας θόρυβος δεν ερχόταν από τις πελάτισσες τώρα – δεν προσποιούνταν καν ότι ψώνιζαν.

Μια βαθιά ντροπή κυρίευσε τη Μάγδα. Όχι σαν κάποιο αόριστο συναίσθημα, αλλά μια σωματική εμπειρία, έντονη και αισθητή. Δύο μεγάλοι κύκλοι αίματος συγκεντρώθηκαν στα μάγουλά της, αυτή κούνησε το κεφάλι της ελαφρά, προσπαθώντας να αναγκάσει το αίμα να φύγει, μα εκείνο συνέχισε ως τον λαιμό της, όπου παλλόταν και την πίεζε. Οι πελάτισσες συνέχισαν να την κοιτούν και κάτι ψιθύρισαν μεταξύ τους. «Είχα δουλειά», απάντησε μηχανικά. Η Μάγδα άκουσε τις λέξεις να βγαίνουν απ’ το στόμα της κι εξακολουθούσε να τις ακούει ν’ αντηχούν στο κεφάλι της, λες και κραύγαζε.

«Φύγε από δω!», είπε η μητέρα της βλέποντας τον γάτο να κοιμάται κάτω από το γραφείο. Πήρε ένα κοντάρι απ’ τη γωνία και το τράνταξε προς την κατεύθυνσή του. Ο γάτος αναπήδησε από τη θέση του κι έτρεξε προς τα έξω. Η μητέρα της Μάγδας γύρισε και πάλι προς εκείνη με το κοντάρι μπροστά της. «Κι εμείς έχουμε δουλειά», είπε. «Άσε που τόσες μέρες νηστεύουμε. Θέλουμε ν’ ανέβουμε να φάμε». Η ντροπή της Μάγδας μεγάλωνε μέσα της με τεράστια δύναμη, ένοιωθε σαν όλο της το αίμα να είχε μεμιάς συγκεντρωθεί στην περιοχή της κοιλιάς. Όσο έπαιζε με μπούκλες για να καθησυχάσει τον εαυτό της, τόσο αυτή η ενέργεια απλωνόταν μέσα της, έτοιμη να την τυλίξει ολόκληρη. Ανίκανη να πει το οτιδήποτε, κοιτούσε τους γονείς της κεραυνοβολημένη.

«Είμαστε μεγάλοι άνθρωποι, δεν έχουμε αντοχές», είπε η μητέρα της. «Συγγνώμη», απάντησε η Μάγδα με κόπο.

Η δημόσια δίκη έλαβε τέλος. Οι πελάτισσες άρχισαν πάλι να βαδίζουν στο μαγαζί, σαν πεινασμένα αρπακτικά που μόλις είχαν τελειώσει το γεύμα τους. Η Μάγδα πρόσεξε ότι κινήθηκαν με έπαρση, πλησίαζαν οι άγιες μέρες κι είχαν αβγά να βάψουν, κοιλιές να γεμίσουν, σπιτικά να καθαρίσουν, γραμμές σε λίστες με ατελείωτα θελήματα να σβήσουν. Μια γυναικούλα σαν κι εκείνη ποσώς τις απασχολούσε. Ιδού: έπρεπε να πληρώσουν και να φύγουν.

«Θα κλείσετε για Πάσχα;», ρώτησε η μία.

«Το Σάββατο», είπε η μητέρα της.

Η Μάγδα περίμενε να βγουν από το μαγαζί, για να ρωτήσει: «Τόσο αργά;».

«Γιατί, θα πας κάπου;» είπε η μητέρα της και την κοίταξε με λύπη. Όποια ελπίδα είχε να φύγει για διακοπές εξανεμίστηκε ξαφνικά.

«Όχι, θα μείνω να σας βοηθήσω».

«Ωραία», είπε η μητέρα της κι εκμεταλλεύτηκε τη μοναδική ευκαιρία: «Θα πάμε και μαζί στην εκκλησία».

«Εντάξει», είπε η Μάγδα βαρύθυμα, «πηγαίνετε πάνω».

*

Το επόμενο απόγευμα, στη μέση ενός ακόμα γύρου αναδιαρρύθμισης του σπιτιού, η Μάγδα έκανε κάτι που είχε σταματήσει από καιρό: κατέβηκε στον όροφο των γονιών της. Χρειαζόταν ένα πριόνι.

Θα ζητούσε από τους φίλους της, αλλά είχαν εξαφανιστεί εδώ και καιρό. Συνέβη απότομα, βάναυσα. Τη μια μέρα ήταν όλοι μαζί, τους πλήρωσε γάμους, προεόρτια γεννήσεων, γεννήσεις, βαπτίσεις, την άλλη χάθηκαν, θα έλεγε κανείς πως αυτό περίμεναν, την άφιξη ενός παιδιού, για να τους φάνε οι τοίχοι των σπιτιών τους, κι όσοι φίλοι είχαν απομείνει ελεύθεροι από την υποχρέωση της οικογένειας, είχαν τελείως δεσμευτεί στην ιδέα μιας εφηβικής ζωής, όλο ταξίδια κι ανατροπές. Μηδενός εξαιρουμένου, οι φίλοι της ζούσαν με τα χαρακτηριστικά της γενιάς της: είτε με άγχος είτε με λύπη – θα έλεγε κανείς με ένα κενό. Εκείνη δεν ήταν κενή, μα σίγουρα ένοιωθε πως έπαιζε σ’ ένα παιχνίδι του οποίου τους κανόνες δεν είχε διαπραγματευτεί με κανέναν. Κι έτσι, έβρισκε τον εαυτό της ακόμα μια φορά ανάμεσα στους λοξούς τοίχους, να προσπαθεί να τους κάνει δικούς της, μα το σπίτι την έφτυνε, την πέταγε από μέσα του, σαν ένα φύκι που το ξέβραζε η θάλασσα, για να το τραβήξει πάλι με τα νερά της στην πλήμμη.

Μέσα της ήξερε ότι και κάτι άλλο υπήρχε, μεγαλύτερο και σημαντικότερο. Χωρίς να καταλάβει το γιατί, κατέβηκε να πάρει το πριόνι, μα η θύμηση του κορνιζαρισμένου πτυχίου στο γραφείο των γονιών της την εξαγρίωσε. Θα το έπαιρνε κι αυτό.

Όλα βολικά στο ίδιο οικόπεδο: τίποτα δεν ήταν βολικό εκεί μέσα, σκέφτηκε όσο κοιτούσε. Σε κάποια σημεία, οι μισητοί τοίχοι δεν ήταν πια ορατοί, τους κάλυπταν κουτιά από διάφορες συσκευές. Αχρησιμοποίητα αντικείμενα στοιβαγμένα στις καμπές των τοίχων, στους καναπέδες σωροί από παραδόξως σιδερωμένα ρούχα, αγορασμένα από μαγαζιά που τα πουλούσαν στην κυριολεξία με το κιλό, παραπέρα, στην κουζίνα, λόφοι από κονσέρβες, σακούλες με όσπρια, ρύζι, κεχρί, και ζυμαρικά κοντά στην ημερομηνία λήξης, τα συρτάρια γεμάτα, τα ντουλάπια μόλις έκλειναν, το ψυγείο· δεν ήθελε ν’ ανοίξει το ψυγείο – μια μυρωδιά σάπιου ψαριού ερχόταν από ‘κει. Άπλωσε το χέρι κι άνοιξε το παράθυρο να αερίσει. Καύσωνας.

Πού πήγαν τα χρόνια της Μεγάλης Δευτέρας με βροχή και σβώλους χώματος και άρωμα λεμονανθών; Έξω έβλεπε τον γάτο να λιμάρει τα νύχια του στο μοναδικό δέντρο του οικοπέδου: μια ελάτη φυτεμένη στην μπροστινή πλευρά του κήπου – αν και ύστερα από την επίσκεψη στο σπίτι στη Δάφνης, δύσκολα μπορούσε να σκεφτεί το ξεραμένο γκαζόν και το έρημο δέντρο ως κήπο. Η ελάτη ήταν ορατή κι από τη δική της κουζίνα, βλέποντάς την όμως μέσα από το ξεφτισμένο πλαίσιο αυτού του παραθύρου, της φάνηκε ξερή και στερημένη από ζωή.

Ένας αποπνικτικός αέρας πέρασε στο σπίτι. Η Μάγδα τύλιξε μια μπούκλα με το δάχτυλο και κινήθηκε προς το γραφείο. Σ’ εκείνο το δωμάτιο, η λοξότητα του σπιτιού ήταν εμφανέστερη, η ακαμψία των βιβλίων είχε αναγκάσει τους γονείς της να τα συγκεντρώσουν σε μικρές πυραμίδες μακριά από τους τοίχους και, για να φτάσει σ’ αυτόν απέναντι της πόρτας, έπρεπε να περάσει έναν λαβύρινθο από σελίδες γεμισμένες με ζωές ανθρώπων που δεν υπήρξαν ποτέ στον φυσικό κόσμο και που κάπως κατάφεραν να υλοποιηθούν. Τις αγνόησε.

Σ’ αυτό το παρανοϊκό σπίτι ίσχυε ένας κανόνας: το κάθε πράγμα είχε τη θέση του – το πριόνι θα βρισκόταν ακόμα στη ντουλάπα με τα εργαλεία. Την άνοιξε μ’ ένα μακρόσυρτο τρίξιμο. Τόσα πράγματα, πράγματα, πράγματα, πράγματα! Το πριόνι ήταν ακόμα εκεί, στη θήκη του. Το πήρε και κοίταξε το πτυχίο στην κορνίζα πίσω από το γραφείο. Η κορνίζα είχε πιάσει σκόνη, την οποία και σκούπισε με το μανίκι παίρνοντας την από τον τοίχο. Μάγδα Κονταξή, Ψυχολόγος. Τι να σήμαινε;

Το έβγαλε και το δίπλωσε, το έβαλε στην τσέπη του τζιν, κι ανέβηκε στον όροφό της. Πριόνισε τα πόδια του τραπεζιού με λύσσα.

Με αυτόν τον τρόπο θα περνούσε και τις υπόλοιπες ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδας: θα έκοβε τα πόδια από τις καρέκλες, από τα τραπέζια, θα έξυνε τους τοίχους, θα έτριβε το χρώμα απ’ τα ντουλάπια, θα έπλενε, θα σκούπιζε, θα μετακινούσε τα έπιπλα· και στο τέλος, θα έμενε πάλι απογοητευμένη.

*

Ξύπνησε γυμνή. Μεγάλο Σάββατο, μεσημέρι, οι δρόμοι γεμάτοι κι ο ήλιος έκαιγε. Μέσα στη νύχτα, τα ρούχα είχαν κολλήσει στο κορμί της – τα είχε τραβήξει σαν να τραβούσε μια μεμβράνη και τα είχε πετάξει στο πάτωμα. Εκείνοι θα έτρωγαν, αυτή με τα νεύρα τσιτωμένα. Φτάνει πια, σκέφτηκε. Θα πήγαινε στη Δάφνη.

Τα βιαστικά βήματα, η γνωστή διαδρομή, το λεωφορείο, το μετρό –εκεί είδε έναν άντρα να κάνει σήματα στη νοηματική τόσο έντονα που φαινόταν σαν να φώναζε κατηγορίες στους συνεπιβάτες του, μα κανείς δεν καταλάβαινε τι έλεγε ούτε του έδινε σημασία–, το περπάτημα ως το σπίτι. Άλλο λίγο κι εμφανιζόταν ο φράχτης. Ο κήπος. Πλησιάζοντας, η αντανάκλαση του φωτός σ’ έναν καθρέφτη αυτοκινήτου την ανάγκασε να κλείσει τα μάτια της – την τύφλωνε ο ήλιος. Άνοιξε τα μάτια και είδε ότι η πινακίδα με τη λέξη «Πωλείται» δεν ήταν πια εκεί.

Της πήραν το σπίτι μέσ’ απ’ τα χέρια. Πώς υπήρξε τόσο αφελής; Ίσως να μπορούσε ακόμα να το αποτρέψει, σκεφτόταν όσο χτυπούσε δυνατά την πόρτα, να μιλήσει με τη γυναίκα, τη γυναίκα χωρίς όνομα, να τη μεταπείσει.  «Αργήσατε», της είπε η γυναίκα, ανοίγοντας την πόρτα. Η φωνή της Μάγδας έσπασε: «Δεν μπορώ να…», ξεκίνησε, αλλά το μάτι της γυναίκας έλεγε ήδη όχι. «Αλλά ίσως δεν έχουν ακόμη τελειώσει όλα…», πρόσθεσε η γυναίκα και χαμογέλασε. Η Μάγδα έγνεψε με το κεφάλι κι έκανε μεταβολή.

Μετρό, λεωφορείο, περπάτημα. Διέσχισε το μαγαζί τόσο γρήγορα που ένα μπουκάλι μπλέχτηκε στην τσάντα της και έπεσε. «Σιγά, θα μας το γκρεμίσεις!», είπε ο πατέρας της ακούγοντας τον ήχο του σπασμένου γυαλιού.

«Τι εννοείς μας;», ρώτησε η Μάγδα.

Ο πατέρας της την κοίταξε σαν να εξηγούσε κάτι αυτονόητο: «Για όλους μας είναι το μαγαζί».

«Και τα χρέη, δικά μου», μουρμούρισε η Μάγδα.

«Τι είπες;», ρώτησε ο πατέρας της, παρόλο που είχε ακούσει.

«Στο όνομά μου είναι το μαγαζί», είπε η Μάγδα και τον κοίταξε στα μάτια.

«Εγώ έφτιαξα το μαγαζί, εσύ το δουλεύεις», απάντησε ο πατέρας της και σηκώθηκε. Εκείνη τη στιγμή, η μητέρα της κατέβηκε τις σκάλες και πλησίασε. «Αν καταλάβεις ποτέ ότι δεν κάνουμε πάντα ό,τι θέλουμε…», συμπλήρωσε ο πατέρας της γρήγορα, πριν τον ακούσει το έτερόν του ήμισυ.

Η Μάγδα τον κοίταξε άγρια, γύρισε προς τη μητέρα της, η οποία φαινόταν για μια φορά ξεκούραστη και χαρούμενη, και άρχισε να καθαρίζει. Αντάλλαξαν κάποιες κουβέντες, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα – Γιατί ήταν κάτω, ενώ είχαν κλείσει; – Κάτι είχε ξεχάσει. – Τι ώρα θα έφευγαν για την εκκλησία; – Λίγο πριν τις δώδεκα, δηλαδή τυπικότητες, όπως πάντα, κι αφού καθάρισε και το υπόλοιπο μαγαζί, –μέχρι πότε θα καθάριζε το χάος τους; (αυτό το σκέφτηκε, δεν το ξεστόμισε)– ανέβηκε στο σπίτι.

Η Μάγδα έτρεμε απ’ τα νεύρα, ώσπου μπήκε στη μπανιέρα. Τα πόδια της άγγιξαν το νερό κι ύστερα με μια κίνηση το σώμα της βυθίστηκε ως τον λαιμό. Έκατσε έτσι ώρες· το δέρμα της μούλιαζε και τ’ ακροδάχτυλά της ζάρωναν, ενώ τα μαλλιά της ξεχύνονταν στο νερό σαν μικρά χέλια. Κάποια στιγμή, δεν μπορούσε να δει τίποτα ξεκάθαρα και, για να μη σηκωθεί,  άναψε τα κεριά στην εσοχή του τοίχου.

Όσο έβλεπε τις φλόγες των κεριών να ανυψώνονται, το μοβ χρώμα να μετατρέπεται σταδιακά σε κίτρινο, αναρωτήθηκε αν κι εκείνη θα άλλαζε χρώμα σ’ αυτό το σπίτι – το σπίτι! Όλοι αυτοί οι μήνες αναζήτησης την είχαν οδηγήσει στην αρχή, στο μηδέν. Μηδέν, σκεφτόταν κοιτάζοντας τ’ ακροδάχτυλά της,  μη – δέν, μη! δεν!  Άρπαξε μια πετσέτα δίπλα της και βγήκε – έπρεπε να πάει στην εκκλησία. Έπρεπε.

Ετοιμάστηκε απρόσεκτα, χωρίς ενδιαφέρον για το τι φορούσε, και κατέβηκε. Η Μάγδα, με το δεξί χέρι να τρέχει πάνω στις μπούκλες της, κοίταξε τον «κήπο» και μόρφασε. Τα μαλλιά της, ακόμα βρεγμένα, έσταζαν στο ξερό γρασίδι καθώς περπατούσε σε κύκλους παρατηρώντας και περιμένοντας – πάλι τους περίμενε. «Θα κατεβείτε;», ρώτησε απ’ το θυροτηλέφωνο. Ο πατέρας της απάντησε «Ερχόμαστε» ενοχλημένος. Τους ενοχλούσε κιόλας.

Βγήκαν απ’ το σπίτι λες και δε γνωρίζονταν: η μητέρα της κρυβόταν πίσω από ένα καπέλο με πέπλο, ενώ ο πατέρας της ακολουθούσε αρκετά βήματα πίσω – στα μάτια του έβλεπε μια αγριάδα που πρόδιδε ότι είχαν τσακωθεί. Αν και ήξερε ότι δε θα βελτίωνε το κλίμα, αστειεύτηκε: «Η μεγαλύτερη γιορτή της Ορθοδοξίας, ε;». «Το παντελόνι σου θέλει σιδέρωμα», είπε η μητέρα της αφού την κοίταξε, στο οποίο η Μάγδα απάντησε: «Πάμε να φύγουμε». Ξαφνικά, το ζευγάρι ενώθηκε και πάλι χάρη στην ανεκπλήρωτη εντολή· ο καβγάς είχε ήδη ξεχαστεί. «Το παντελόνι σου θέλει σιδέρωμα», επανέλαβε η μητέρα της.

Η Μάγδα ήξερε ότι θα μπορούσε να συνεχίσει να τραβάει τη διελκυστίνδα, ίσως και να κερδίσει, αλλά αυτό απαιτούσε ενέργεια που δεν της περίσσευε· πήγε και το σιδέρωσε. «Πάμε να φύγουμε τώρα», είπε όταν κατέβηκε.

Περπάτησαν σαν σε πομπή, η Μάγδα μπροστά, οι γονείς πίσω. Η εκκλησία βρισκόταν σε απόσταση πέντε λεπτών με τα πόδια, αλλά η Μάγδα ένοιωθε τον χρόνο να περνά σαν μια αλλόκοτη, μονοκόμματη σάρωση της σκούπας – όλα τα σημεία αναφοράς μπλέκονταν σε μια άμορφη μάζα σκόνης. Της είπαν: «Μην περπατάς στον δρόμο» και τίποτε άλλο.

Σταμάτησαν κοντά στα σκαλοπάτια της εκκλησίας, ανάμεσα στο πλήθος. Καμπάνες. Οι πνιγμένες ψαλμωδίες του ιερέα από το μεγάφωνο. Η γκρίνια των παιδιών – οι γονείς τα έπιαναν απ’ το χέρι και δεν τα άφηναν να παίξουν. Η γκρίνια των ενηλίκων – οι ίδιοι έπιαναν ο ένας τον άλλον απ’ τον λαιμό και δεν άφηναν κανέναν ν’ αναπνεύσει. Λίγο ακόμα και θα έσκαγαν όλοι ομαδικώς σαν μπαλόνι· η Μάγδα φαντάστηκε μικρά πλαστικά κομμάτια να εκτοξεύονται στον σκούρο ουρανό με φόντο τον σταυρό της εκκλησίας που έμοιαζε με σταυρό φαρμακείου.

Πίσω της άκουγε τους γονείς της να μιλάνε με κάποιον, μα δεν έδωσε σημασία. Μέσα στο πλήθος ξεχώρισε τον άντρα που ξεφύλλιζε ένα περιοδικό κάποιες μέρες πριν·  περπατούσε προς το μέρος της. Τον κοίταξε και σκέφτηκε ότι ήταν γοητευτικός. Της φάνηκε παράξενο ότι πλέον έβρισκε άντρες με γκρίζα μαλλιά γοητευτικούς. Κι εκείνος την κοιτούσε. Η Μάγδα ένοιωσε σαν να έδιναν μια υπόσχεση εκείνη τη στιγμή, αλλά όχι μελλοντική, μια υπόσχεση που είχε να κάνει πολύ συγκεκριμένα με το παρόν, μια συμφωνία. Αισθάνθηκε ένα ρίγος στα άκρα, απλωνόταν… «Μάγδα», είπε η μητέρα της κι  εκείνη γύρισε. Ο φαρμακοποιός και η μητέρα του. Ο άντρας στάθηκε εκεί.

«Έμαθα μ’ έψαχνες», της είπε ο φαρμακοποιός με ένα φιλάρεσκο χαμόγελο. Με την άκρη του ματιού, η Μάγδα είδε τη μητέρα του να σκύβει προς τα εμπρός – αντιλήφθηκε ότι και οι γονείς της θα έκαναν το ίδιο. Άλλωστε, δεν άκουγε τις φωνές τους πια. «Χρειαζόμουν κάτι για τον πονοκέφαλο», είπε όσο πιο αόριστα μπορούσε. «Δε λέω στο φαρμακείο», της απάντησε με λιγότερη σιγουριά τώρα, «Πριν λίγες μέρες δεν ήσουν στον δρόμο μου;». «Ναι…», ξεκίνησε να λέει κι εκείνος τη διέκοψε: «Όλοι οι δρόμοι κάπου οδηγούν», κατέληξε βαρύγδουπα. Η Μάγδα δεν μπορούσε να αποφασίσει αν ήταν ηλίθιος ή ποιητής. Σε μια απελπισμένη προσπάθεια, ψιθύρισε: «Δεν πήγα για εσένα στη Δάφνη» και γύρισε προς τον άντρα· εκείνος κινήθηκε προς τα πίσω· ο φαρμακοποιός την έπιασε απ’ τον ώμο, το πρόσωπό του σκλήρυνε, της είπε στο αφτί «Κι εγώ δεν ασχολούμαι με κουρασμένες νυχούδες»· η μητέρα της είπε δυνατά «Πόσο χαίρομαι για τα παιδιά!»· ο άντρας γύρισε την πλάτη· η Μάγδα τίναξε τον ώμο της και απελευθερώθηκε.

Όχι, δεν προσδιόριζε τον εαυτό της από τη δουλειά που έκανε ούτε από την ηλικία της –ήξερε ότι πιο εύκολα προσδιοριζόταν με αρνήσεις, παρά με καταφάσεις– , μα κάτι άλλο την ενοχλούσε, –η μητέρα της την κοιτούσε με απορία– κατά βάθος, όταν την περιτριγύριζαν αυτοί οι άνθρωποι –ο πατέρας της προσποιούταν ότι δεν την έβλεπε–  ένοιωθε σαν να κοιτούσε το είδωλό της σε σπασμένο καθρέφτη. Πώς γινόταν να νομίζουν οι γονείς της πως την ενδιέφερε κάποιος τόσο ελεεινός όσο ο φαρμακοποιός;  Ή μήπως δεν τους απασχολούσε καν το ποιος, εφόσον η Μάγδα ξεπλήρωνε το υποτιθέμενο χρέος της στην κοινωνία; Τους κοίταξε με οργή, ο ιερέας κάλεσε: «Δεύτε λάβετε φως», και ξαφνικά: σιγή.

Οι πιστοί στράφηκαν προς τα τρίκηρα και έτειναν τις λαμπάδες για να πάρουν τη φλόγα, ενώ ο άντρας περπατούσε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η Μάγδα τον ακολούθησε. «Πού πας;», φώναξαν οι γονείς της, μα δε γύρισε. Οι άνθρωποι κινούνταν άτακτα σαν πυγολαμπίδες και για λίγο έχασε τον άντρα, κατευθύνθηκε προς τα ενδιάμεσά τους κενά –πρόσεξε τη διάσπαση του πλήθους κατά το δικό της πέρασμα– και τον είδε, αυτός συνέχισε να βαδίζει, «Μα, τι συμβαίνει;», άκουσε κάποιον να λέει, επιτάχυνε το βήμα της, κατά λάθος έσπρωξε μια ηλικιωμένη, και μέχρι να βεβαιωθεί ότι ήταν καλά, τον είχε χάσει από το οπτικό της πεδίο. Η Μάγδα περπατούσε όλο και πιο γρήγορα, μέχρι που τον εντόπισε. Ο άντρας είχε ξεφύγει απ’ τον νοητό κύκλο του πλήθους και πήγαινε προς το στενό. Η Μάγδα δεν ήξερε τι σκόπευε να του πει ούτε γιατί τον ακολουθούσε, αλλά ήξερε ότι όφειλε να το κάνει. Ο κλοιός έσφιγγε όλο και περισσότερο γύρω της όσο εκείνη προσπαθούσε να απομακρυνθεί και να βγει στην άλλη πλευρά της πλατείας. Ο κόσμος γύρισε το κεφάλι προς τον ουρανό για να δει τα πρώτα πυροτεχνήματα κι η Μάγδα κινήθηκε προς το στενό, ενώ αυτά έσκαγαν πίσω της. Είδε τον άντρα να στέκει στη διχάλα και της φάνηκε ότι βάδιζε προς το γήπεδο. Έτρεξε, μα ο άντρας δε φαινόταν πουθενά – είχε εξαφανιστεί.

Κανείς άλλος δεν περπατούσε στον δρόμο. Η Μάγδα σκέφτηκε να επιστρέψει στην εκκλησία κι έδιωξε τη σκέψη με μια κίνηση του κεφαλιού. Άλλο λίγο και θα έφτανε στο σπίτι. Μέσα στη σιωπή, ακούγονταν μόνο τα βήματά της και κάπου μακριά, σχεδόν υπόκωφα, οι ψαλμωδίες. Από πάνω της, ένα φάσμα φωτός –το φως της πόλης, σίγουρο σαν προβολέας– είχε κρύψει τ’ αστέρια και στο βάθος, ένα σύννεφο, καλπάζον και σκούρο, κάλυπτε τον ουρανό απειλητικά. Η ανηφόρα μπροστά της έμοιαζε απέραντη, όλη η κόπωση των τελευταίων ημερών είχε συσσωρευτεί στα πόδια της, κι έσερνε τα βήματά της. Όταν έφτασε στην Αιγαίου Πελάγους, τα ρουθούνια της γέμισαν με τη μυρωδιά καμένου ξύλου. Το σύννεφο που είχε δει πριν λίγο ήταν καπνός, σκέφτηκε ξαφνικά σε επιφυλακή, όσο έψαχνε γύρω της για την εστία. Ενστικτωδώς, έτρεξε προς το σπίτι – το σίδερο!

Μια τρομερή φωτιά είχε ξεσπάσει στον όροφό της, ο καπνός, γκρίζος, μπλε και μαύρος, κυμάτιζε πάνω απ’ τη σκεπή, που είχε καταρρεύσει σε δύο σημεία και αποκάλυπτε τον σκελετό της –εκεί, λάμψεις εξέπεμπαν κίτρινο και πορτοκαλί φως σε παλμούς– σε άλλα σημεία, όπου η φωτιά είχε διαπεράσει το ταβάνι, τα κεραμίδια είχαν βγει από τις θέσεις τους κι οι φλόγες ξεγλιστρούσαν από τα ολοένα και αυξανόμενα κενά –η Μάγδα είδε ένα κεραμίδι να πέφτει και να σπάει μπροστά στην είσοδο, μα μόλις που το άκουσε· ο βρυχηθμός της φωτιάς ήταν εκκωφαντικός. Κοίταξε το σπίτι σαν να το έβλεπε για πρώτη φορά: σ’ αυτό το λαμπαδιασμένο τοπίο, όλα φαίνονταν ανοίκεια. Σε αντίθεση με τα παραθυρόφυλλα στον όροφο των γονιών της, τα δικά της ήταν ανοιχτά, κι ένα λευκό, εκτυφλωτικό φως πάλευε να βγει προς τα έξω και ν’ αγκαλιάσει τους τοίχους. Στα δεξιά, τα φύλλα της ελάτης, που είχε καψαλιστεί ως τη μέση, έπεφταν σαν μετεωρίτες στο γρασίδι – ή την περιοχή όπου πριν βρισκόταν το γρασίδι: τώρα το έδαφος ήταν μαύρο όπως αυτό γύρω από τα ηφαίστεια κι ένας κύκλος φωτιάς χυμούσε προς τα έξω. Η Μάγδα αισθανόταν ευγνωμοσύνη γιατί το σπίτι ήταν άδειο, μέχρι που ένα νιαούρισμα σαν ουρλιαχτό τής πάγωσε το αίμα. Ο γάτος ήταν μέσα στο κτήριο…

Τα ουρλιαχτά του συνέχισαν κι η Μάγδα αποφάσισε ότι δεν είχε χρόνο να καλέσει βοήθεια – θα έπρεπε να μπει στο κτήριο η ίδια, το πώς θα το ανακάλυπτε στην πορεία. Αν όντως η φωτιά είχε ξεκινήσει από τον όροφό της, κι αν όντως ευθυνόταν το σίδερο, τότε ίσως να μην ήταν ακόμη αργά. Μα το είχε βγάλει απ’ την πρίζα, ήταν σίγουρη. Κι αν είχε πέσει; Δεν είχε σημασία. Η Μάγδα πήδηξε πάνω απ’ το φλεγόμενο γρασίδι και αναλογίστηκε τις επιλογές της: αν άνοιγε την πόρτα, υπήρχε κίνδυνος ανάφλεξης, κι αν έσπαγε τη βιτρίνα, τα θραύσματα γυαλιού μπορεί να τραυμάτιζαν τον γάτο. Σίγουρα θα έχει κρυφτεί, σκέφτηκε και κοίταξε γύρω. Τίποτα χρήσιμο δεν υπήρχε στον κήπο. Κοντά στην ελάτη, δυο πυρακτωμένοι κάδοι σκουπιδιών. Γύρω αποκαϊδια. Μπροστά στην πόρτα ο κουβάς. Ναι, ίσως να κάνει.  Ήταν βαρύς, αλλά τον σήκωσε μεμιάς και τον έριξε με δύναμη πάνω στη βιτρίνα κι αυτός, χωρίς καν να γρατζουνίσει το γυαλί, αναπήδησε κι έπεσε λυπηρά στο έδαφος. Όλη η άμμος σκορπίστηκε… Δεν της έμενε άλλη επιλογή: θα έπρεπε να δοκιμάσει την πόρτα.

Το πόμολο θα την έκαιγε, γι’ αυτό τράβηξε το μαντήλι της και το έδεσε με γρήγορες κινήσεις γύρω από τα δάχτυλα του δεξιού της χεριού, ξεκλείδωσε και κινήθηκε προς το πλάι, όπου ήλπιζε να παραμείνει ασφαλής. Ακόμα κι έτσι, το πόμολο ήταν καυτό και το πίεσε με βιάση προς τα κάτω. Με το άνοιγμα της πόρτας, ένα πελώριο σύννεφο αερίων εξερράγη με θόρυβο και την πέταξε στο έδαφος, ενώ νέες φλόγες βγήκαν απ’ την πόρτα σε κορδέλες. Η Μάγδα άρχισε να βήχει ανεξέλεγκτα και σηκώθηκε. Το αριστερό της χέρι είχε γεμίσει αίμα –υποψιάστηκε ότι δύο δάχτυλα είχαν σπάσει – τα κοίταξε αμήχανα και μπήκε στο κτήριο.

Ο γάτος θα βρισκόταν κάπου μέσα στον θαλαμίσκο. Ανάμεσα στον καπνό, τις στάχτες και τις φλόγες, η Μάγδα διέκρινε με δυσκολία τι συνέβαινε στο δωμάτιο. Έβλεπε σπίθες να πετάγονται από το καλώδιο μιας σπασμένης λάμπας και κουτιά να γίνονται παρανάλωμα του πυρός. Παρ’ όλ’ αυτά, παρέμεινε στη θέση της και αφουγκράστηκε για λίγο, προσπαθώντας να εντοπίσει τον γάτο. Τελικά, ένα θλιβερό νιαούρισμα ακούστηκε από το γραφείο, η Μάγδα έτρεξε προς εκείνο το σημείο, βρήκε τον γάτο, τον έκλεισε μέσα στην μπλούζα της και προσπάθησε να βγει πάλι, μόνο που η φωτιά είχε φουντώσει και της ήταν σχεδόν αδύνατο να αναπνεύσει. Πράγματα κυλούσαν από τα ράφια και φλόγες είχαν φτάσει στα μπουκάλια με το αλκοόλ, που τώρα έκαιγαν σαν πυρσοί. Η Μάγδα ένοιωσε τον χτύπο της καρδιάς του γάτου στο στομάχι της και βρήκε νέα δύναμη – μ’ ένα άλμα βρέθηκε κοντύτερα στην πόρτα κι έτρεξε προς τα έξω. Είχαν σωθεί.

Έκατσαν στο απανθρακωμένο γρασίδι, μακριά από το κτήριο και το δέντρο. Η Μάγδα και ο γάτος. Ο γάτος άπλωσε το πόδι του στο γόνατό της κι η Μάγδα του χάιδεψε το κεφάλι. Η πυρκαγιά έκαιγε ακόμα το κτήριο, αλλά παρακολουθώντας την απ’ έξω, η Μάγδα δεν αισθανόταν φόβο. Ούτε οργή. Μάλλον γαλήνη… Ναι. Γαλήνη. Κοίταξε το σπίτι, το μαγαζί, τις φλόγες που άστραφταν, τις καύτρες που κατέτρωγαν τα πάντα, άκουσε τη φωτιά να μαίνεται μέχρι να μετατρέψει και το τελευταίο τούβλο σε κάρβουνο, κι ένοιωσε το χώμα στην παλάμη της ζεστό και φιλόξενο. Οι τοίχοι, επιτέλους, είχαν πέσει.

///

*

*

*