*
Ἀπὸ τὸν Θεοφύλακτο Σιμοκάττη ὤς τὸν πατριάρχη Νικηφόρο Α΄ μεσολαβεῖ ἑνάμισης αἰῶνας ἱστοριογραφικῆς σιωπῆς. Τὴ δεκαετία τοῦ 630 εἰκάζεται ὅτι συνέγραψε τὸ πόνημά του ὁ Σιμοκάττης, ἐνῷ ἡ Ἱστορία σύντομος τοῦ δεύτερου θεωρεῖται ὅτι εἶναι ἔργο ὁλοκληρωμένο πρὸ τοῦ 780. Ὅπως ὁ Ξενοφῶν ξεκινάει τὰ Ἑλληνικά του ἀπὸ τὸ 411 π.Χ., ἀπὸ ἐκεῖ δηλαδὴ ὅπου, τοῖς Ἅδου ρήμασι πειθόμενος, ἐγκαταλείπει τὴν Ξυγγραφή του ὁ Θουκυδίδης, ἔτσι καὶ ὁ, νεαρὸς τότε, Νικηφόρος παραλαμβάνει τὴ σκυτάλη στὸ σημεῖο ἀκριβῶς ποὺ τὴν ἀφήνει ὁ Θεοφύλακτος: τὸ ἔτος 602, χρονιὰ τῆς τελευτῆς τοῦ βασιλέως Μαυρικίου, γιὰ νὰ τὴν κουβαλήσει μὲ τὴ σειρά του ὤς τὸ κοντινό του 769. Ἀπὸ κοινοῦ μὲ τὸν συνηλικιώτη του Θεοφάνη τὸν Ὁμολογητή, ποὺ θὰ γράψει ὡστόσο τρεῖς δεκαετίες ἀργότερα, ὁ Νικηφόρος εἶναι ἡ κυριότερη πηγή μας γιὰ τοὺς λεγόμενους «σκοτεινοὺς αἰῶνες» τοῦ Βυζαντίου, τοὺς φτωχοὺς σὲ γραπτὲς μαρτυρίες καὶ σημαδεμένους βαθιὰ ἀπὸ τὴν εἰκονομαχικὴ ἔριδα.
Στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, τὸ διάστημα αὐτὸ τῆς σιωπῆς εἶναι τὸ μόνο. Ἀπὸ τὸν Ἐκαταῖο τὸν Μιλήσιο καὶ τοὺς Ἴωνες χρονογράφους ὣς τὸν Πολύβιο καὶ τὴν Ἄννα Κομνηνὴ καὶ ἀπ’ αὐτοὺς ὣς τὶς μέρες μας, ἡ συνέχεια, ἀλλὰ καὶ ἡ ἐπίγνωση τῆς συνέχειας καὶ τῆς διαδοχῆς, εἶναι ἐντυπωσιακή. Ἀκόμη καὶ τοὺς αἰῶνες μετὰ τὸ 1453, ὅταν τὰ ἑλληνικὰ γράμματα πέφτουν σὲ βαθιὰ ὕφεση καὶ οἱ λόγιοι ἀναζητοῦν καταφύγιο στὴν Εὐρώπη, καταπὼς ἐπὶ Ἰουστινιανοῦ οἱ νεοπλατωνικοὶ τῶν Ἀθηνῶν στὴν Περσία, τὰ ἱστορικοῦ ἐνδιαφέροντος κείμενα δὲν ἐξέλιπαν. Ἀπὸ τοὺς ἱστορικοὺς τῆς Ἅλωσης ὤς ἐκείνους τοῦ 19ου αἰῶνα ποὺ ξαναδίνουν στὴν ἑλληνικὴ ἱστοριογραφία ἕνα ὕψος κλασσικό, τὸ διάστημα καλύπτεται ἀπὸ μιὰ πληθώρα ἱστοριογραφικῶν μαρτυριῶν, χρονογραφικοῦ ἐπιπέδου καὶ ὕφους συνήθως, ἀλλὰ ὄχι γι’ αὐτὸ λιγότερο πολύτιμων.
Ἂν τὸ Χρονικὸν τοῦ Γεωργίου Σφραντζῆ ἐκτείνεται ὤς τὸ ἔτος 1477, ὁ Χρονογράφος του Ψευδο-Δωροθέου φτάνει ὤς τὸ 1579, ἡ Νέα Σύνοψις τοῦ Ματθαίου Κιγάλα ὤς τὸ 1637, ἡ Ἐπιτομὴ τῆς ἱεροκοσμικῆς ἱστορίας του Νεκταρίου τοῦ Κρητὸς ὣς τὸ 1677 κ.ο.κ. Συγγράμματα ὅπως ὁ Χρονογράφος καὶ ἡ Ἐπιτομὴ ἀνατυπώθηκαν ἐπανειλημμένα καί, συμπληρωμένα κάποτε, συνέχισαν νὰ ἐπανεκδίδονται ὣς τὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰῶνα.
Μὲ τὴν εἰσέλευση τῶν διαφωτιστικῶν ἰδεῶν οἱ ἱστορικὲς ἐκδόσεις, πρωτότυπες ἢ μεταφρασμένες, θὰ γνωρίσουν ἐντυπωσιακὴ ἄνθηση. Εἶναι ὁ καιρὸς τῆς ἐθνικῆς ἀφύπνισης, ἱστοριογνωσία σημαίνει πρῶτα ἀπ’ ὅλα αὐτογνωσία. Ὁ τίτλοι φανερώνουν τὸ ἐντυπωσιακὸ εὗρος τῶν νέων ἐνδιαφερόντων τῶν συγγραφέων καὶ τοῦ κοινοῦ τους: Ἱστορία Ἱερὰ ἤτοι τὰ Ἰουδαϊκὰ· Ἱστορία τοῦ παρόντος πολέμου ἀναμεταξὺ Ρουσίας καὶ τῆς Ὀθωμανικῆς Πόρτας· Ἱστορία περὶ τῶν ἐν Ἱεροσολύμοις πατριαρχευσάντων· Ἱστορία χρονολογικὴ τῆς νήσου Κύπρου· Βίβλος χρονικὴ περιέχουσα τὴν ἱστορίαν της Βυζαντίδος· Παγκόσμιος ἱστορία τῆς οἰκουμένης· Ἱστορικὸς κατάλογος ἀνδρῶν ἐπισήμων· Ἱστορίαι τῶν ἀνθρωπίνων πράξεων – καὶ τόσα ἄλλα. Ἡ κορύφωση θὰ ἔρθει ὅπως εἴπαμε μὲ τὸν ρομαντικὸ 19ο αἰῶνα, ὅταν ἡ ἱστοριογραφία μας θὰ πλουτιστεῖ μὲ τὰ σημαδιακὰ ἔργα ποὺ ὅλοι γνωρίζουμε, ἀπὸ τὴν Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως ὤς τὴν Ἱστορία τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους.
Τὸ νῆμα δὲν κόπηκε λοιπόν. Οἱ ἱστορικοί, οἱ χρονογράφοι, οἱ βιογράφοι, οἱ ἀπομνημονευματογράφοι μας σχηματίζουν μιὰ ἐκπληκτική, τρισχιλιετῆ σχεδὸν γραμμή, συγκρίσιμη σὲ διάρκεια μόνο μὲ τὴν ἀντίστοιχη σινικὴ παράδοση ἀλλά, δικαιούμαστε νὰ τὸ ποῦμε, πολὺ ὑπέρτερή της σὲ πλοῦτο, σπουδαιότητα καὶ ἐμβρίθεια.
Ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης ἔλεγε ὅτι ἀπὸ τὸν καιρὸ τοῦ Ὁμήρου δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας αἰῶνας ποὺ νὰ μὴ γράφτηκε ποίηση σημαντικὴ στὰ ἑλληνικά. Τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, ἡ ρήση του ἐκείνη ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν ἱστοριογραφία μας. Ὅπως ἕνας Κάλβος ἢ ἕνας Σολωμός, ἔτσι καὶ οἱ σπουδαῖοι ἱστορικοὶ τοῦ 19ου αἰῶνα, ὁ Τρικούπης, ὁ Ζαμπέλιος, ὁ Παπαρρηγόπουλος, δὲν γεννήθηκαν ἐκ τοῦ μηδενός. Τὸ ἔργο τους ἀρδεύεται ἀπὸ νάματα ποὺ καὶ μέσα στὴν ὀθωμανοκρατία καὶ τὴν φραγκοκρατία ἀκόμη δὲν ἔπαψαν ποτὲ νὰ ἀναβλύζουν.
Ἀπὸ τὰ τρία κύρια νήματα ποὺ συγκλώθουν ἀρχῆθεν τὸ μακρὺ σκοινὶ τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων (ποίηση, ἱστορία, στοχασμός), μόνο ἐκεῖνο του στοχασμοῦ, φιλοσοφικοῦ καὶ ἐπιστημονικοῦ, δὲν ἄντεξε. Γιατί, κακὰ τὰ ψέματα, οὔτε ἡ ἐργώδης προσπάθεια τῶν Ἑλλήνων διαφωτιστῶν, οὔτε ἡ φιλότιμη συνεισφορὰ τῶν λογίων της ὀθωμανοκρατίας, οὔτε κἂν οἱ συγγραφὲς τῶν χριστιανῶν θεολόγων τῆς βυζαντινῆς χιλιετίας, μπόρεσαν ποτὲ νὰ ἀναπληρώσουν τὸ κενὸ ποὺ ἄφησε πίσω του ὁ μαρασμὸς τῆς ἀρχαίας φιλοσοφίας καὶ ἐπιστήμης.
Ποιός ξέρει, ἴσως τὰ πράγματα νὰ ἦταν διαφορετικὰ ἂν τὸ ἐγχείρημα ἑνὸς Πλήθωνα ἔβρισκε συνεχιστὴ τὸν καιρό του κι ἂν τόσοι καὶ τόσοι λόγιοι τῆς παλαιολόγειας ἀναγέννησης μετὰ τὴν Ἅλωση δὲν κατέληγαν πρόσφυγες στὴν Ἑσπερία. Ἴσως τὰ πράγματα νὰ ἦταν διαφορετικὰ ἂν οἱ ἐξόριστοι τοῦ Ματαρόα ἔμεναν στὴν Ἑλλάδα τοῦ Μεταπολέμου καὶ οἱ λίγοι ἐπιφανεῖς στοχαστὲς ποὺ ἀξιωθήκαμε πρὸς τὰ τέλη τοῦ 20οῦ αἰῶνα εἶχαν τὸ ἡμεδαπὸ πανεπιστήμιο σύμμαχο καὶ ὄχι ζηλωτικὸ ἐχθρό τους. Οἱ εἰκασίες ὅμως δὲν μεταβάλλουν τὴν οὐσία. Αὐτὴ ἡ πανάρχαια γραμμή, τοῦ ἑλληνικοῦ στοχασμοῦ, παραμένει ὣς τὶς μέρες μας ὀδυνηρὰ ἀναποκατάστατη.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ
*
