*
Προλόγισμα-Εκλογή: Κώστας Κουτσουρέλης
«Ο Βαλαωρίτης δεν είναι λυρικός», προειδοποιεί τον αναγνώστη ο Κωστής Παλαμάς – ίσως για να τον προφυλάξει από την διαδεδομένη ήδη στον καιρό του παρεξήγηση ότι η ποίηση ταυτίζεται με το λυρικό της γένος. Ωστόσο δεν έχει εντελώς δίκιο. Το μέγιστο μέρος του έργου του Βαλαωρίτη το αποτελούν ασφαλώς τα αφηγηματικά του ποιήματα. Όμως ο Βαλαωρίτης είναι κάτι παραπάνω από ιστορητής, από εικονογράφος των μακραίωνων εθνικών παθών, για να θυμίσω μια από τις σημασίες της λέξης. Είναι βάρδος με το πλατύ περιεχόμενο που προσέδιδε στον όρο ο 19ος αιώνας, ποιητής δηλαδή που συνδέει οργανικά και αναπόσπαστα τον επικό με τον λυρικό και τον ελεγειακό τόνο. Παρότι ποιοτικά σημαντική, ποσοτικά αυτή του η πλευρά είναι αφανέστερη. Οι λυρικές στιγμές του συχνά είναι κρυμμένες σε εκτενέστερα έργα του, λειτουργούν ως πρελούδια ή ιντερμέδια τα οποία παρενείρονται στην αφήγηση και ρυθμίζουν τη ροή της. Στην Κυρά Φροσύνη, για παράδειγμα, βλέπουμε τον ποιητή να περιγράφει λυρικότατα την Λίμνη των Ιωαννίνων.
Κρυφά το γλυκοχάραμα προβαίνει από τον Πίνδο
ραντίζοντας με τη δροσιά το κάθε πάτημά του.
Κοιμάται η λίμνη ατάραχη, και στου γιαλού την άκρη
ακούεται γλυκά γλυκά λίγος αφρός να παίζει,
σαν ήσυχος ανασασμός μικρού παιδιού στον ύπνο.
Κύριο γνώρισμά του βαλαωριτικού λυρισμού είναι η βαθιά τρυφερότητα:
Στον κόσμο σ’ είδα μιαν αυγή, στον ουρανό μου αστέρι,
στον έρημό μου το γιαλό μονάκριβη αρμυρήθρα,
βυζασταρούδι γαλανό, δροσάτο σαν τη φτέρη,
ξανθό σαν την κερήθρα.
Ο λυρικός Βαλαωρίτης ποθεί τη γαλήνη και την αρμονία, οραματίζεται μια αιθρία όπου οι κίνδυνοι απέλειπαν, όπου και τα θηρία ακόμη έχουν εξουδετερωθεί.
Καλός καιρός οπού ’τανε! Το ’χα κρυφό καμάρι
να μη με σκιάζει η ομορφιά και δίχως χαλινάρι
να τρέχω θάλασσα και γη. Έβλεπα τον πετρίτη,
αντί να βάφει στη σφαγή τη σιδερένια μύτη,
να ξεψυχάει μες στη φωλιά.
Κάποτε μας ξαφνιάζει με μια λεπταίσθητη παρατήρηση:
Κι ήτανε τόσο η θάλασσα βαθιά αποκοιμισμένη,
που ’βλεπες μες στα βάθη της ανάποδα χτισμένη
την όμορφην ακρογιαλιά, τα σπίτια, το ξωκλήσι.
τον πύργο τον απάτητο, τη μαρμαρένια βρύση.
Όμως ο καλύτερος λυρικός Βαλαωρίτης βρίσκεται ίσως στους όψιμους γνωμικούς στίχους του. Κάποτε, πρόκειται για αποσπάσματα ανολοκλήρωτων ποιημάτων. Εδώ, γυμνωμένη από το αφηγηματικό της ντύμα, μ’ έναν τρόπο που έχει μια αναλογία με τα φραγκμέντα του Σολωμού, η ποίησή του αντιμετράται με την τραγική αντιφατικότητα της ζωής.
Μέσα στου κόσμου τη γλυκιά, την άφθαρτη αρμονία,
ποιά θέληση και ποιά καρδιά, ποιά παντοδυναμία
εσύμπλεξ’, εζευγάρωσε το σφύριγμα τ’ αστρίτη,
του καταρράχτη τη βοή, του λύκου, του πετρίτη,
και τ’ αϊτού το ρυάσιμο, με το γλυκό τραγούδι,
που χύνει απ’ τα στήθια του το μαύρο στεφανούδι;
Το ιδεώδες που προβάλλει δεν είναι πλέον δημόσιο, αλλά το αντίθετό του, το αποτράβηγμα από την τύρβη του κόσμου:
Φυτρώνει έν’ αγριολούλουδο στου βράχου τη λειψάδα
και ζει με λίγη καταχνιά, με λίγην αντηλιάδα.
Δεν το είδε μάτι φθονερό. Στη σχισματιά κρυμμένο
τη μοναξιά του χαίρεται, τ’ αρέσει να ’ναι ξένο.
Επανειλημμένα συναντούμε σ’ αυτούς τους στίχους το αίτημα της καταλλαγής, της συμφιλίωσης των αντιθέτων μέσα στο ατέρμονο κοσμικό δράμα.
Τα δένδρα είν’ ανθοστόλιστα… παντού χαρά κι ελπίδα,
σφιχταγκαλιάζεται η οχιά με τη μονομερίδα
Αυτός ο λυρικός, ο αντιηρωϊκός, ο αναπάντεχος Βαλαωρίτης ακόμη αναζητεί την αποτύπωσή του στο δημόσιο πορτραίτο που του έχουμε φιλοτεχνήσει.
Από το βιβλίο Ιστορητής και βάρδος: Ο ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Εισαγωγή-Ανθολόγηση Κώστας Κουτσουρέλης, Ίδρυμα Τάκη Σινόπουλου, Νέα Ιωνία 2022.
~.~
Μέσα στου κόσμου τη γλυκιά…
Μέσα στου κόσμου τη γλυκιά, την άφθαρτη αρμονία,
ποιά θέληση και ποιά καρδιά, ποιά παντοδυναμία
εσύμπλεξ’, εζευγάρωσε το σφύριγμα τ’ αστρίτη,
του καταρράχτη τη βοή, του λύκου, του πετρίτη,
και τ’ αϊτού το ρυάσιμο, με το γλυκό τραγούδι,
που χύνει απ’ τα στήθια του το μαύρο στεφανούδι;
Και ποιός, και ποιός επρόσταξε, μέσα σ’ αυτήν την πλάση
να συναντιέται αδελφικά, χωρίς να τη χαλάσει,
το περιστέρι κι ο σκορπιός, ο χαμαιλιός κι ο κρίνος,
φιλί και ψυχομάχημα, χαμόγελο και θρήνος;…
Η Φανερωμένη, 1871, απόσπασμα
///
Ρεύουνε τ’ άνθη της μυρτιάς…
Ρεύουνε τ’ άνθη της μυρτιάς στου ποταμιού το κύμα
με του βοριά το φύσημα κι εβρίσκουνε το μνήμα
μες στον καθρέφτη του νερού, εκεί που ευτυχισμένα
θωρούσαν πρώτα ολόχαρα, περήφανα, γειρμένα
την άδολή της ευμορφιά, εκεί που τα κλαριά της
εδρόσιζαν τη νιότη της και τη μοσχοβολιά της…
Και συ, μυρτούλα, εθέλησες να στολιστείς, ν’ ανθίσεις,
στο περιβόλι μιαν αυγή του κόσμου να καθίσεις·
εθέλησες, μυρτούλα μου, τα φύλλα τα χλωρά σου
μες στης αγάπης την πηγή που ξάνοιξες σιμά σου,
να λούσεις ανυπόμονη… Κι έτρεξες… επετάχτης…
Κι άβυσσος έγιν’ η πηγή κι η βρύση καταρράχτης…
Επί τω πολυθρηνήτω θανάτω της ανεψιάς μου
Ιουλίας Ράλλη Βαλαωρίτου, 1874, απόσπασμα
///
Μας έπιασε λιγοψυχιά…
Μας έπιασε λιγοψυχιά, πουλί ξενιτεμένο,
και νύκτα κι αποκάρωμα… Κανείς μας δεν ακούει
του γείτονα τ’ απόφωνα… το αίμα πετρωμένο
στην κλειδωμένη μας καρδιά, πουλάκι μου, δεν κρούει…
Πόθος κανείς, ούτ’ όνειρα… Δε νείρεται η ψυχή μας
παρά καθάριους ουρανούς, αστροφεγγιές και κύματα
χωρίς αφρούς να ξεψυχούν σε περιγιάλια μνήματα!
Καθώς η νεκροθάλασσα κι η άκαρπ’ η ζωή μας
έχει βουβό παραδαρμό… Για μια στιγμή φουσκώνει,
ξερνά τα φύκη τα νεκρά κι ύστερα μαρμαρώνει.
Η πρωτομαρτιά ή Το χελιδόνι, 1876, απόσπασμα
///
Νόμος του κόσμου είν’ η φθορά…
Νόμος του κόσμου είν’ η φθορά και δε θα να χορτάσει
η φοβερή δρακόντισσα πριν καταπιεί την πλάση,
τ’ αηδόνι, τ’ αγριολούλουδο, το δέντρο, το κοτρόνι,
τ’ αγγελοκάμωτο κορμί τ’ αγλύκαντού σου Αντώνη,
όλα ένα χέρι τα κρατεί, μια θέληση τ’ αφήνει
ακλόνητη στο δάκρυ μας, χωρίς ελεημοσύνη.
Χαλά τον κόσμο πὄπλασε, τον ξαναπλάθει ακόμα,
ακούραστο, αχαλίνωτο το διάπλατό της στόμα
δαγκά, συντρίβει αδιάκοπα ό,τ’ εύρει εδώ στη σφαίρα.
Τί κλαις; Τί κλαις, πατέρα;…
Επί τω πολυθρηνήτω θανάτω Αντωνίου Κόνταρη
προς τον τεθλιμμένον πατέρα του, 1877, απόσπασμα
///
Φυτρώνει έν’ αγριολούλουδο…
Φυτρώνει έν’ αγριολούλουδο στου βράχου τη λειψάδα
και ζει με λίγη καταχνιά, με λίγην αντηλιάδα.
Δεν το είδε μάτι φθονερό. Στη σχισματιά κρυμμένο
τη μοναξιά του χαίρεται, τ’ αρέσει να ’ναι ξένο.
Επί τω πολυθρηνήτω θανάτω Αντωνίου Κόνταρη
προς τον τεθλιμμένον πατέρα του, 1877, απόσπασμα
///
Κατάρα ακατανόητη…
Κατάρα ακατανόητη, άσπλαχνη, μαύρη μοίρα
νά ’ν’ οι νεκροί μας άφθαρτοι, νά ’ν’ η ζωή μας στείρα.
Κανάρης, 1877, απόσπασμα
///
Κι ήτανε τόσο η θάλασσα…
Κι ήτανε τόσο η θάλασσα βαθιά αποκοιμισμένη,
που ’βλεπες μες στα βάθη της ανάποδα χτισμένη
την όμορφην ακρογιαλιά, τα σπίτια, το ξωκλήσι.
τον πύργο τον απάτητο, τη μαρμαρένια βρύση.
1878
///
Γεράματα! Γεράματα!…
Γεράματα! Γεράματα! Ποιά θέληση, ποιό χέρι
μες στη λαμπάδα της ζωής φυτεύει τ’ αγιοκέρι;
Και ποιά ποτέ ζευγάρωσεν αγνώριστη θεότης
κρυφά το νεκρολίβανο με τον ανθό της νιότης;
Γιατί τα πρώτα σπάργανα που προφυλάν τα φύτρα,
γιατί να ’ναι και σάβανα; Μνήμα γιατί ’ν’ η μήτρα;…
Αυτός ο άφαντος τροχός, τ’ ακοίμητο ανεμίδι,
να ’ναι βαθύ μυστήριο ή τυχερό παιγνίδι;…
Φωτεινός, 1878
Άσμα Τρίτον, απόσπασμα
///
Πες μου το…
Πες μου το συ που κάθεσαι τη νύχτα στ’ ακρογιάλι
και που μιλείς κρυφά κρυφά με την ανεμοζάλη,
τί λέγει ο μαύρος σίφουνας, όταν περνά κι αρπάζει
το έρμο τ’ αγριολούλουδο… κι όταν το κύμα βράζει
και θολωμένο, αχόρταγο αφρομανάει στον άμμο;
χ.χ.
///
Θάλασσα γαλανόξανθη…
Θάλασσα γαλανόξανθη, μαρμαρωμένη, κρύα,
πόσες φορές εράντισα με το πικρό μου δάκρυ
τα μαραμένα φύκη σου, τον άκαρπο γιαλό σου!
Πόσες φορές εξάνοιξα, από μακρά θωρώντας,
τ’ αμέτρητά σου κύματα το ’να σιμά από τ’ άλλο
ν’ ασπρίζουν τον ορίζοντα, να κυνηγιώνται πάντα
και να ’ρχονται στα πόδια μου σε μια στιγμή να σβηώνται,
σαν τες ελπίδες της ζωής, σαν τες χαρές της νιότης;
χ.χ., απόσπασμα
///
Καλός καιρός οπού ’τανε…
Καλός καιρός οπού ’τανε! Το ’χα κρυφό καμάρι
να μη με σκιάζει η ομορφιά και δίχως χαλινάρι
να τρέχω θάλασσα και γη. Έβλεπα τον πετρίτη,
αντί να βάφει στη σφαγή τη σιδερένια μύτη,
να ξεψυχάει μες στη φωλιά. Και τη μονομερίδα
ανέλπιστα την είδα
αγκαλιασμένη ερωτικά στα χόρτα με το ταίρι
να μη θυμάται τον οσκρό, γλυκιά σαν περιστέρι.
χ.χ.
///
Δε σ’ ελησμόνησα, γλυκιά…
Δε σ’ ελησμόνησα, γλυκιά, πολυβασανισμένη
πατρίδα μου, πανόρφανη. Μες στην καρδιά αναμμένη
βόσκει η αγάπη μου βαθιά τα έρμα σωθικά μου,
αφού δε βρίσκει τίποτε να κάψει ολόγυρά μου,
ανήμερη κι αχόρταγη μου τρώγει την ψυχή
κι εμέ γηράζει ανώφελα κι εκείνη πάντα ζει.
χ.χ.
*
*
*
