Day: 23.12.2024

Ταριχευτήριο Ευρώπη

*

Κώστας Κουτσουρέλης
Ταριχευτήριο Ευρώπη
Κίχλη, Δεκέμβριος 2024

Σελίδες: 136 • Σχήμα: 15 x 23 εκ.
ISBN: 978-618-5461-86-7 • Τιμή: 11,00 €

Π ρ ο δ η μ ο σ ί ε υ σ η
από το βιβλίο που κυκλοφορεί στις 24.12.2024

///

ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΒΙΒΛΙΟ μοιράζονται τρία ανεξάρτητα μεταξύ τους έργα, γραμμένα τη διετία 2022-2023. Το εναρκτήριο «Καμιά φωνή» απαρτίζεται από 100+2 ελεγειακά και σατιρικά ρουμπαγιάτ, παλιά περσική φόρμα που στη δυτική παράδοση συνδέθηκε με το όνομα του Ομάρ Χαγιάμ (1048-1131). Το φερέτιτλο ποίημα «Ταριχευτήριο Ευρώπη» είναι ένας εκτενής μονόλογος πάνω στην πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα αυτής της ηπείρου λίγο προτού εκπνεύσει το πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα. Τέλος, οι «Έλεγοι από τη Ρεματιά», 27 ποιήματα σε μορφή καταλόγου ή παρλάτας, απλώνονται σε θέματα που εν μέρει θίγονται και αλλού στο βιβλίο: από τα μεγάλα κοσμολογικά ερωτήματα ώς τις μικροπεριπέτειες του Εγώ.

(Από το αυτί της έκδοσης)

//

ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ ΑΡΓΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΚΥΜΑΙΑ
Κοιτάζω γύρω μου τους πεθαμένους
Ταριχευμένοι πάνε πάνω κάτω
Στιγμή δεν παύουν όντα κουρντισμένα
Σ’ ένα λιμάνι μισοβουλιαγμένο
Ντεκόρ για ειδύλλια και στο βάθος φάρος
Απέναντι το φρούριο επηρμένη
Σημαία στις επάλξεις αναμνήσεις
Dulce et decorum κάποτε ίτε παίδες
Τώρα προορισμός για αποδράσεις
Γδυτά Σαββατοκύριακα πακέτα
Αμμόλουτρων στον ήλιο all inclusive
Τα ρομποτάκια στην γραμμή σερβίρουν
Το άλλο πρόθυμο ρομπότ εσένα
Στις πιο βαθιές τ’ ονείρου σου ξαπλώστρες
Αύρα θαλάσσης εγκιβωτισμένη
Στα έγχρωμα παγάκια ενός κοκτέηλ
Όπως στης Γροιλανδίας τους παγετώνες
Η τέφρα των αρχαίων ηφαιστείων
Όπου κοιτάζω γύρω το ίδιο θέαμα
Νεκροί ηλιοκαμένοι σε όρθια στάση
Γελούν φωτογραφίζονται ψωνίζουν
Μιλούν χιλιάδες γλώσσες ούτε μία
Δεν βγάζει νόημα καμμία λέξη
Με νόημα όλοι τρώνε πτώματα άλλα
HOMO SAPIENS SAPIENS το πλέον
Γνωστό πτωματοφάγο έμβιο είδος
Με τέχνη κατακρεουργεί κι αλέθει
Με γνώση διαμοιράζει τη βορά του
Προτού σε σελοφάν την συσκευάσει
Έτοιμη προς ανάλωση και βρώση
Πτώμα που πτώμα δεν θυμίζει ζύμη
Ρόδινη μαλακή από πλαστελίνη
Μόνο αραιά και πού μια στάλα αίμα
Γλιστρά απ’ το φελιζόλ και σε λεκιάζει
Σαν κόκκινη λησμονημένη τύψη
Το μόνο ζων που τρώει είναι τα στρείδια
Που τα ναρκώνει πρώτα με λεμόνι
Όπως ναρκώνει τον εγκέφαλό του
Με ζάναξ ή λεξοτανίλ τις νύχτες
Θήρα γεωργία πτωματοφαγία
Τα τρία στάδια της Ιστορίας
Το τέταρτο δεν θα καθυστερήσει
Ο κανιβαλισμός

 

///

*

*

*

 

Ο μυστικός στρατός των Χριστουγέννων

Vincent van Gogh, Οι φτωχοί και το χρήμα (1882)

~.~ 

του ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ

Τον διάβολο δεν τον ενδιαφέρει τι κάνεις,
αλλά γιατί το κάνεις.

Πάω να πάρω τα γάλατα απ’ το δημαρχείο. Μια δουλειά που είναι να γίνει, ας γίνει. Θα τα φορτώσω στ’ αμάξι και μετά βλέπω τι θα τα κάνω.

Διαβαίνοντας την διασταύρωση, παραλίγο να τρακάρω μ’ ένα φάντασμα. Κόρναρα παρατεταμένα. Δεν πήρε είδηση. Μόνον το κασκόλ της πλατάγιζε στον αέρα, σαν γλώσσα προτεταμένη που με κορόιδευε.

Πολλές φορές την είχα δει, ασουλούπωτη και ξεδοντιασμένη, να κυκλοφορεί μ’ ένα σαραβαλιασμένο ποδήλατο στην πόλη σαν λάμπασμα. Ποια ήταν και πού πήγαινε δεν μ’ ενδιέφερε. Στα λίγα δευτερόλεπτα που καθρεφτιζόταν στα μάτια μου, σκεφτόμουν πως το ’σκασε από κάποιο ίδρυμα. Αν ήθελε να με καταραστεί ο Θεός, θα μ’ έκανε να γυρίζω έτσι –ανέστιος και πένης, ασουλούπωτος και ξεδοντιάρης– να σκιάζω τους περαστικούς με την παρουσία μου, όπως αυτή εμένα.

Πάρκαρα έξω απ’ τον δήμο να φορτώσω τα γάλατα.

«Παραμονή Χριστουγέννων, αδερφέ!» διαμαρτυρήθηκε ο αποθηκάριος. «Ημιαργία σήμερα, ετοιμαζόμουν να κλείσω».

«Σιγά, μωρέ, ούτε ο Χριστός για να γεννηθεί δεν βιάζεται τόσο!» τον κορόιδεψα εγώ, ενώ προσπαθούσα να φανταστώ πού θα μπορούσε να πήγαινε όταν σχολούσε αυτός ο κακομούτσουνος αποθηκάριος, που τον έκρυψαν, λες, εδώ, στο ζοφερό ετούτο υπόγειο, για έναν και μοναδικό λόγο: για να μην φαίνεται η ασχήμια του.

Εκείνος μου γύρισε την πλάτη και κατευθύνθηκε σε μια γωνιά της αποθήκης.

«Αυτά είναι, πάρτα κι άντε στο καλό!» είπε.

Ήταν πέντε χαρτονένιες κούτες, που εμπεριείχαν σαράντα οκτώ κουτιά γάλα εβαπορέ το καθένα. Μια παροχή βασισμένη σ’ ένα παλαιό άρθρο, που αφορά στους εργαζόμενους στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Αν μας έδιναν και μερικά κουτιά μέλι, θα μπορούσαμε να πούμε πως την περνάγαμε –και στην κυριολεξία– μέλι-γάλα στο δημόσιο.

Εγώ τον καφέ μου τον πίνω σκέτο. Σκέτο από ζάχαρη, γιατί μια κουταλιά γάλα την χρειάζομαι για να στρώσει η γεύση. Μα με μια κουταλιά γάλα σε κάθε καφέ που φτιάχνω, δεν τελειώνουν σ’ έναν χρόνο πέντε κούτες, με σαράντα οκτώ κουτιά ανά κούτα, δηλαδή διακόσια σαράντα κουτιά ετησίως. Για να τελείωναν, θα έπρεπε να έβαζα σε κάθε φλιτζάνι καφέ, μισό κουτί γάλα. Τότε, όμως, δεν θα ήταν καφές με γάλα, αλλά γάλα με καφέ.

Σκέφτηκα να χαρίσω μερικά κουτιά σε φίλους, σε γείτονες και σε γνωστούς, μα κανείς δεν τα ’θελε, γιατί ήταν μάρκα «κλάψε με», κι ας είχαν γεύση «μπόμπα».

Καλόμαθε ο κοσμάκης τελευταία – κωλόμαθε πες καλύτερα. Ένας πόλεμος μας σώζει, μια κατοχή, να πούμε «το ψωμί ψωμάκι», να δούμε «πόσα απίδια παίρνει ο σάκος» και «πώς το τρίβουν το πιπέρι του διαόλου οι καλογέροι».

Κάποιος πρότεινε να πάω τα γάλατα στην μητρόπολη. Τα δίναν, λέει, στους φτωχούς – μέρες που είναι. Μ’ αφού σε φτωχούς τα ’δινα κι εγώ και δεν τα ’παιρναν, σε πόσο πιο φτωχούς θα τα ’διναν εκείνοι για να τα πάρουν;

Κράτησα δυο κούτες για τον καφέ μου. Τις υπόλοιπες τις πήγα, τελικά, στην μητρόπολη, μα ήταν αργά και την βρήκα κλειστή. Ένας περαστικός είπε να τις αφήσω στην είσοδο και θα τις πάρουν αυτοί. Τώρα, αν κάποιος τις έκλεβε μέχρι αύριο, θα σήμαινε πως τις ήθελε πραγματικά, οπότε θα έφταναν στον παραλήπτη τους αδιαμεσολάβητες. (περισσότερα…)